Επίμετρο.



Επίμετρο.

Το μεγαλύτερο διάστημα του 2011 ασχοληθήκαμε με τη σύνταξη μιας αναφοράς (η καλύτερη ορολογία καλύπτεται από τη λέξη «αφήγημα») σχετικής με την περίοδο 1912-2012, χωρίς να διστάσουμε να επεκτείνουμε μικρές έρευνες αρκετές δεκαετίες πριν από την απελευθέρωση.

Η εξήγηση δεν είναι παράξενη. Δεν είμαι ιστορικός, δε γνωρίζω την τέχνη, έχω πολλές αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα αυτής της τέχνης, αλλά από την άλλη έχω δουλέψει πολλά χρόνια συγκεντρώνοντας βάσεις δεδομένων για ιστορικά αφηγήματα ή μυθιστορήματα. Θα μπορούσα να ισχυριστώ πως διάβασα περισσότερες εφημερίδες που συντάχθηκαν μεταξύ 1880 και 1940 παρά μεταγενέστερες.

Σε κάθε περίπτωση, όταν μάθαινα τα πρώτα γράμματα, οι επιζώντες της πρώτης προσφυγιάς και η τύχη των στενών μου συγγενών ήταν στα οικογενειακά άλμπουμ και όχι σε ιστορικές μονογραφίες και δοκίμια. Πρόλαβα τη γιαγιά μου που παντρεύτηκε το 1912 και πολλούς συγγενείς γεννημένους πριν από το 1900.

Οι αφηγήσεις τους δεν αποτελούσαν Θερμοπύλες και κερκόπορτες, αλλά ζώσες αναμνήσεις, καθώς πέρασαν από συγκεντρώσεις του Βενιζέλου, από τελετές όπου παρίστατο ο σερ Μπάζιλ Ζαχάρωφ και η ζωή τους κινήθηκε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά στην Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά και σε δεκάδες εκλογές δικτατορίες, στρατολογήσεις, υπηρεσιακές αναφορές, σκληρό αγροτικό βίο, έρωτα για άγνωστα σήμερα βιβλία, ταινίες, μουσικά ακούσματα και εικαστικά περιβάλλοντα. Δηλαδή, βίωσα εμμέσως ιστορικές στιγμές, αλλά ταυτόχρονα ήμουν τελείως ακατάλληλος να ψυχρανθώ εσωτερικά, παράγοντας Ιστορία.

Από τους τέσσερις γάμους των παππούδων μου, σε διάφορες περιοχές της χώρας και της ομογένειας, οι απόγονοι κατοίκησαν και κατοικούν τη Θεσσαλονίκη κατά ένα εντυπωσιακό 85%. Επομένως, είναι κεντρικός ο ρόλος της πόλης σε όλες τις δραστηριότητες που με απασχόλησαν.

Αυτό που άλλαξε πολύ και θέλω να το επισημάνω είναι πως το διάστημα 60 τουλάχιστον ετών προσωπικής μαρτυρίας και από την επανεξέταση μικρών οικογενειακών χρονικών, η πολιτική κατάσταση της πόλης παρουσιάζεται εντέλει φοβερά ετεροβαρής και άνιση.

Εννοώ ότι ο Βενιζέλος από άγνωστος ηγέτης μιας άγνωστης εποχής έγινε αντικείμενο λατρείας στο μεσοπόλεμο και έως τον Εμφύλιο η ύπαρξή του ήταν απλώς ενδεικτική μιας πρόθεσης. Αυτός ο αργόσυρτος χρόνος εκτιμούσε διαφορετικούς ανθρώπους με διαφορετικές ιδεολογίες. Ενώ ο πατέρας μου εγνώριζε ως μάρτυρας τον πόλεμο Ερυθρών και Λευκών στη Σιβηρία και ήταν γνώστης και θαυμαστής της ρωσικής κουλτούρας, παρέμεινε μεν δημοτικιστής, αλλά αρκούσε η θητεία του στο Διδασκαλείο Φλωρίνης και στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Θεσσαλονίκης για να γίνει ένθερμος αντικομμουνιστής που συμμετείχε στην κατάπνιξη του κινήματος του 1935 στο Στρυμόνα και πολεμούσε στην Αλβανία,αλλά και στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο με την κυβέρνηση.

Αυτά, την ίδια εποχή που η μάνα μου πήρε το όνομά της "από τον αδελφό του Σιάντου" και έπαιξε ένα ρόλο, όπως χιλιάδες πατριώτες, στην ΕΠΟΝ.

Η διχασμένη Ελλάδα δεν κατάφερε να με κάνει θαυμαστή ή εχθρό κάποιας πτυχής της. Η Θεσσαλονίκη ειδικά, ως ένα εμπορείο ξένο προς τη διδασκαλική-εξ αγροτών ζωή των γονιών μου, δε μου δημιουργούσε αγάπη αλλά κυρίως εντυπωσιασμό. Από το παζλ της πόλης μου ξέφευγε κάτι σημαδιακό και οριακό.

Το κατάλαβα μόνον αργά, το 1996, όταν επισκέφτηκα πρώτη φορά το Ισραήλ και ανακάλυψα σε γειτονιές, σε μυρωδιές και σε κουβέντες των ταπεινών, στην ξένη χώρα, ένα πνεύμα της πόλης των Ντονμέδων, των ησυχαστών και των Οθωμανών που με συντάραξε. Οι Εβραίοι, παρότι ξεχασμένοι από αγνώμονες γενιές, έχουν αποκρύψει θυμητάρια και ρεάλια της πόλης, θαρρείς και είναι συμβολαιοποιημένα με την ύπαρξή τους.

Η πόλη της Θεσσαλονίκης, μετά την άλωσή της από τον Μουράτ, το 1430, ήταν μια καταραμένη πόλη, αφού οι Βενετσιάνοι πολέμησαν να απωθήσουν τους Οθωμανούς και απέτυχαν. Στην εφηβική μου πατρίδα, τα Γιαννιτσά, που ήταν ακμαία μουσουλμανική πόλη από τη δεκαετία του 1380, ο Μουράτ έφερε οικογένειες να εποικήσουν την έρημη πόλη, που γέμιζε δειλά από Ελληνες και Φράγκους, είτε από τα βακούφια του Εβρενός είτε από τους επάλληλους πρόσφυγες.

Είχα, λοιπόν, απόμακρα στοιχεία της ζωής των ευσεβών Οθωμανών που απάρτιζαν μια κοινωνία μικροτεχνίας, εμπορίου, ποιητών και σούφηδων, ανάμεσα σε ξεχασμένους μεντρεσέδες και μασγίδια, και από την άλλη, αναγνώρισα στο Ισραήλ συμπεριφορές που στοιχηματίζω πως δημιουργήθηκαν στη Νέα Ιερουσαλήμ, στη Θεσσαλονίκη των Εβραίων.

Απόμενε το ελληνικό στοιχείο, αυτό που κόντεψε να απορφανιστεί το 1922, αλλά καταγόταν σε μεγάλους αριθμούς από τα βλάχικα δίκτυα, τα καραβάνια με τους Αλβανούς μισθοφόρους, τα ταξίδια στη Κεντρική Ευρώπη και την ανατολική πεδιάδα, τις ακάματες συντεχνίες, τα κεμέρια, το ζωντανό εμπόριο και τη σεβαστική σχέση με τις ανωμακεδονικές πρωτεύουσες.

Κώμες με δυνατά σχολεία, όπου πριν από δύο αιώνες διδάσκονταν Αλγεβρες και Μαθηματικά, ενώ ήδη στο 1750 η νεολαία από το Γκόπεσι, το εκ μητρός χωριό του παπού μου Στεργίου, μετέπειτα Χατζή, μπορούσε να παίξει τον «Ταρτούφο» του Μολιέρου.

Αυτή η μίξη απόψεων, πολιτισμού, μόνιμης κοινωνικής κρίσης και άπειρων ψευδαισθήσεων με οδήγησε σε ευαίσθητα μονοπάτια, αλλά και σε εισαγωγή στον οργανισμό μου άφθονης «μπαγιατίλας», μεγάλης εσωτερικής γκρίνιας, περιβάλλοντος έχθρας -διαμάχες ανόητες ή περαστικές.

Δεν είναι σόι, που λέμε καμιά φορά, η Θεσσαλονίκη να παρουσιάζεται αιωνίως λατρευτική και ταυτόχρονα να αγνοούνται ή να κρύβονται ελαφρές ή βαριές αλήθειες.

Ποιοι είναι οι «άγιοι» στη Ροτόντα; Ο άγιος Δημήτριος λατρευόταν στο Σίρμιο στην αρχή; Ποιος μαθητής γνωρίζει ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, δυο χρόνους πριν συγχωρεθεί, συζητούσε με το γιο του εμίρη της Προύσας, περί ορθοδοξίας και ισλαμισμού; Ποιος φοιτητής θυμάται το βίο του αγίου Φαντίνου; Πού βρισκόταν ο «πρόβολος Δουργούτη» και ποιος τον βάφτισε έτσι; Και ακολουθεί εκατοντάδα όλη ερωτημάτων όλο και προς τις πρόσφατες εποχές.

Η Θεσσαλονίκη έχει μια απίστευτη διαδοχή χρονικών και πτυχών του βίου, που, για να αποτελέσουν Ιστορία, χρειάζεται να σπάσει το τσιμέντο της και να αναφανεί το καλντερίμι της. Αυτή είναι η μαύρη ή η λευκή αλήθεια. Και είτε το πιστεύετε είτε όχι, είναι μια ιδεολογημένη πόλη με νικητές πάντα τους κρατιστές και τους συντηρητικούς ανθρώπους, κι αυτό δεν το σημειώνω προς κατάκριση. Η μόνη ήττα, στον αιώνα που πέρασε, του συντηρητικού χώρου, ήταν η εξόντωση 4,5 χιλιάδων από ενοπλες ομάδες που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και σκοτώθηκαν στη μάχη του Κιλκίς, πρώτες μέρες του Νοεμβρίου του 1944.

Εκτοτε, παντού ήττες, μελαγχολίες και υπερβολές, προκειμένου η ζυγαριά της Ιστορίας να αποδειχτεί πιο «φιλάνθρωπη» προς την πρόοδο, την ανάπτυξη και τον ήπιο ιστορικό χρόνο. Ο πρώτος νέος ελληνικός αιώνας της πόλης τώρα οργώνεται συστημικά και αυτή η πρώτη συστημική οργάνωση φαίνεται μάλλον παιδική, αλλά δεν πειράζει: ο Θερμαϊκός αντέχει ακόμη πολλά.

Ακόμη και το λάθος αεροδρόμιο, την ασκήμια της χάραξης της πόλης που φέρνει γέλιο ή θρήνο στους ευαίσθητους και τους λυρικούς. Και πάντα ένας γκρινιάρης επικεφαλής, για να συνοδεύεται ορθώς από Καλικαντζάρους ή και Μωμόερους

Πάνος Θεοδωρίδης 

2011


23/7/2020