Το «τάμα» του Ισμαήλ Καντεμίρ να γίνει ο ναός τζαμί.

Ο ιδρυτής και διευθυντής του Συνδέσμου Προστασίας Ιστορικών Μνημείων και Περιβάλλοντος της Τουρκίας, Ισμαήλ Καντεμίρ, συνέλαβε την ιδέα μετατροπής της Αγίας Σοφίας το 1978. Εκτοτε παραμένει αφοσιωμένος στον σκοπό του.

Το «τάμα» του Ισμαήλ Καντεμίρ να γίνει ο ναός τζαμί.

Οταν ήταν έφηβος, ο Ισμαήλ Καντεμίρ επισκεπτόταν τακτικά την Αγία Σοφία τελώντας μόνος του και στα κρυφά το τελετουργικό της μουσουλμανικής προσευχής. Σήμερα, ο 75χρονος ιδρυτής και διευθυντής του Συνδέσμου Προστασίας Ιστορικών Μνημείων και Περιβάλλοντος της Τουρκίας, είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από την αμφιλεγόμενη προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας επίμονης προσωπικής του προσπάθειας με διάρκεια πάνω από 16 χρόνια, την οποία ο Καντεμίρ προσδιορίζει ως απώτερο στόχο της ζωής του.

Γεννημένος το 1945 σε μια φτωχή και συντηρητική οικογένεια, σε ένα χωριό στα βορειοδυτικά παράλια της Τουρκίας, ο Ισμαήλ Καντεμίρ εργάστηκε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως καθηγητής μαθηματικών σε διάφορα σχολεία της Προύσας. Αποσύρθηκε έπειτα από 33 αδιάκοπα χρόνια διδασκαλίας το 2004, με σκοπό να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στον νεοσύστατο Σύνδεσμο Προστασίας Ιστορικών Μνημείων και Περιβάλλοντος που ιδρύει στην Προύσα. «Παλαιότερα ήθελα να αλλάξω τη ζωή των νεαρών αγοριών και κοριτσιών μέσω της διδασκαλίας. Πλέον, αφοσιώνομαι στα ιστορικά μνημεία που είναι μοναδικά στον πολιτισμό του τουρκικού έθνους, για να επαναφέρω την προοριζόμενη χρήση τους και να αλλάξω τη ζωή όλων των πιστών», δηλώνει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στο τουρκικό κανάλι Haber 7.

Παρότι ο τίτλος του συνδέσμου του Καντεμίρ είναι αρκετά νεφελώδης, η αποστολή του είναι ξεκάθαρη: να μετατρέψει μια σειρά μουσείων και ιστορικών κτιρίων της Τουρκίας σε ισλαμικά τεμένη, με εμβληματικότερο στόχο τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας. Οπως εξηγεί σε συνεντεύξεις του στα τουρκικά μέσα αλλά και στο βιβλίο του, «Το Ιερό Τέμενος της Ayasofya», η έμπνευση πίσω από την αφοσίωσή του στον σκοπό της ισλαμοποίησης του μνημείου ήρθε το 1978, κατόπιν της επίσκεψης του τότε πρωθυπουργού της Λιβύης στην Κωνσταντινούπολη. «Ο ηγέτης της Λιβύης ήθελε να πραγματοποιήσει τη μεγάλη προσευχή της Παρασκευής στην Αγία Σοφία, ωστόσο το μουσειακό καθεστώς δεν του το επέτρεψε», εξηγεί ο 75χρονος, συμπληρώνοντας πως έκτοτε ξεκίνησε τη συλλογή διαφόρων εγγράφων με απώτερο σκοπό τη μετατροπή του παγκόσμιου μνημείου σε τέμενος.

Το 2004, η συλλογή αυτή οδήγησε στην πρώτη δράση του συλλόγου του Καντεμίρ, υπό τη μορφή επίσημης επιστολής στον –τότε νεοεκλεγέντα– πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Το νομικό επιχείρημα του Καντεμίρ ήταν σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό της πρόσφατης προσφυγής στο τουρκικό Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο ιδρυτής του συνδέσμου ισχυρίζεται πως το διάταγμα του υπουργικού συμβουλίου του 1934 για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο δεν δημοσιεύθηκε ποτέ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και ότι η υπογραφή του Ατατούρκ στο σχετικό διάταγμα είναι πλαστή. «Κατ’ επέκταση, η επιθυμία του σουλτάνου Μωάμεθ Β’ να παραμείνει η Αγία Σοφία τζαμί εξακολουθεί να ισχύει, καθώς κατά βάση αποτελεί προσωπική του περιουσία», ισχυρίζεται στην επιστολή του.

Παρότι, στην πάροδο 16 χρόνων, η επιχειρηματολογία του Καντεμίρ δεν έχει υποστεί σχεδόν καμία αλλαγή, η αντιμετώπισή του από το πολιτικό σκηνικό της εποχής είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Ο Ερντογάν, μάλιστα, δεν απαντά καθόλου στην επικοινωνία του συλλόγου από την Προύσα, με αποτέλεσμα ο Καντεμίρ να παραπονεθεί στο διοικητικό δικαστήριο της περιφέρειας, καθώς η αναφορά του δεν απαντήθηκε εντός της προβλεπόμενης νομικής περιόδου. Στη συνέχεια, υποβάλλει αγωγή για την εκτέλεση του διατάγματος της Αγίας Σοφίας, η οποία εξετάζεται από το 2ο Διοικητικό Δικαστήριο της Προύσας τον Ιανουάριο του 2005. Η υπόθεση μεταφέρεται στο 10ο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας –συμπτωματικά το ίδιο όργανο το οποίο εξέτασε την υπόθεση της Πέμπτης– το οποίο απορρίπτει ρητά το αίτημά του, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ακύρωσης διατάγματος που ορίζονται στον νόμο περί διοικητικής δικαιοδοσίας.

Το Μουσείο Καριγιέ

Ο Καντεμίρ νιώθει περιθωριοποιημένος, όμως δεν παρατάει τις προσπάθειές του. Το ανώτερο τμήμα του τουρκικού ΣτΕ επικυρώνει την απόφαση του 10ου τμήματος τον Δεκέμβριο του 2012, ενώ απορρίπτει εν συνεχεία και το αίτημα διόρθωσης του προσφεύγοντος στις 6 Απριλίου του 2015. Ωστόσο, το 2019 ο Καντεμίρ πετυχαίνει την πρώτη του νίκη, χάρη στην αίτησή του για τη μετατροπή του Μουσείου Καριγιέ σε τέμενος. Το γνωστό μνημείο υπήρξε ελληνικό χριστιανικό μοναστήρι προτού μετατραπεί από τους Οθωμανούς σε τζαμί κατά τον 16ο αιώνα και στη συνέχεια σε μουσειακό χώρο έπειτα από διάταγμα του υπουργικού συμβουλίου στις 29 Αυγούστου 1945. Ο σύνδεσμος καταφέρνει να κερδίσει τη νομική μάχη, δημιουργώντας πλέον το πρώτο «νομικό προηγούμενο» για την αμφιλεγόμενη υπόθεση της Αγία Σοφίας.

Σήμερα, ο Καντεμίρ δηλώνει συγκινημένος από την ευρύτερη κοινωνική αποδοχή του αιτήματός του. «Δεν νοείται να υπάρχει ένα μέρος που λειτουργεί παράλληλα ως μουσείο και ως τζαμί», δήλωσε χαρακτηριστικά αυτή την εβδομάδα στην τουρκική εφημερίδα «Γενί Σαφάκ», ενώ ανέφερε πως η αντίδραση της Ελλάδας και του χριστιανικού κόσμου δεν τον απασχολεί. «Δεν χρειαζόμαστε τα λεφτά κανενός τουρίστα, η τουρκική οικονομία είναι αρκετά ισχυρή. Ελπίζω πως αυτή η εξαιρετικά γελοία κατάσταση θα διορθωθεί, και περιμένω με ανυπομονησία την απόφαση του συμβουλίου», κατέληξε.

ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ


7/7/2020

            ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ             





Πώς ερμηνεύεται η δικαστική απόφαση για την Αγία Σοφία.

Να κρατηθεί το ζήτημα της αλλαγής καθεστώτος της Αγίας Σοφίας ανοικτό, χωρίς παράλληλα να ληφθούν βιαστικές αποφάσεις που θα έφερναν την Τουρκία αντιμέτωπη με έντονες διεθνείς αντιδράσεις. Και παράλληλα, να απεμπλακεί η δικαιοσύνη από τον χειρισμό της ευαίσθητης αυτής υπόθεσης, αφήνοντας ελευθερία κινήσεων σε αυτόν που πραγματικά παίρνει τις αποφάσεις στη γείτονα: τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Αυτό είναι το νόημα της απόφασης που έλαβε το τουρκικό ανώτατο διοικητικό δικαστήριο επί της προσφυγής ομάδας δικηγόρων για την εκ νέου απόδοση της Αγίας Σοφίας στην ισλαμική λατρεία.

Το δικαστήριο, απέφυγε να προσβάλλει τη μνήμη του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, με απόφαση του οποίου μετατράπηκε η Αγία Σοφία σε μουσείο, κρίνοντας νόμιμο το σχετικό διάταγμα του 1934. Ωστόσο, δεν απέκλεισε αλλαγή χρήσης του μνημείου με απόφαση της προεδρίας της Δημοκρατίας.

Στην πραγματικότητα, επιβεβαιώνεται το προηγούμενο που έχει δημιουργηθεί με αντίστοιχη απόφαση για τη Μονή της Χώρας (μετέπειτα Καχριέ Τζαμί), δεύτερο σημαντικότερο μνημείο της Κωνσταντινούπολης, μετά την ίδια την Αγία Σοφία.

Άλλωστε, όπως επισημαίνει σε κείμενο υπογραφών ομάδα βυζαντινολόγων και οθωμανολόγων από όλο τον κόσμο, επιχειρώντας να μεταφέρει τη συζήτηση από το φορτισμένο ερώτημα της χρήσης της Αγίας Σοφίας σε αυτό της συντήρησής της και της πρόσβασης του διεθνούς κοινού, μουσουλμανικές λατρευτικές δραστηριότητες ήδη λαμβάνουν χώρα στην βασιλική που έχτισε ο Ιουστινιανός. Από το 1991 υπάρχει εντός του οικοδομικού συμπλέγματος ειδικός χώρος προσευχής, ενώ από το 2016 έχει διορισθεί ιμάμης για την Αγία Σοφία και το κάλεσμα του μουεζίνη ηχεί από τους μιναρέδες. Επιπλέον, αναγνώσεις αποσπασμάτων του Κορανίου πραγματοποιούνται σε κορυφαίες στιγμές του ισλαμικού εορτολογίου.

Το κρίσιμο ερώτημα, πέρα από το παιχνίδι των πολιτικών συμβολισμών, έχει να κάνει με το αν θα επαναληφθούν κακοποιητικές παρεμβάσεις στο μνημείο, όπως αυτές που σημειώθηκαν στην Αγία Σοφία της Βιζύης και την Αγία Σοφία της Τραπεζούντας, όπου οι τοιχογραφίες καλύφθηκαν με ύφασμα.

Το να ταπεινώνονται οι ευαισθησίες των Ορθόδοξων Χριστιανών και να βαραίνει περαιτέρω το καλάθι των ελληνοτουρκικών σχέσεων, μάλλον είναι ευπρόσδεκτο στην τουρκική κοινή γνώμη. Όμως το ενδεχόμενο να περιπλακούν οι σχέσεις της Τουρκίας με μεγαλύτερες δυνάμεις ή οργανισμούς όπως η Unesco επιβάλλει περίσκεψη –ιδίως αν η γειτονική χώρα κινδυνεύει να αυτοτραυματισθεί οικονομικά με την απώλεια της τουριστικής κίνησης που τροφοδοτεί η Αγία Σοφία και των εσόδων από τα εισιτήρια (ύψους 72 λιρών) που καταβάλλει καθένας από τα περίπου 5 εκατομμύρια επισκεπτών του Μουσείου ετησίως. Εννοείται ότι ως λατρευτικός χώρος η Αγία Σοφία θα πρέπει να προσφέρει δωρεάν πρόσβαση, ενώ δεν θα είναι ανοικτή στους διεθνείς επισκέπτες τις ώρες της προσευχής, όπως ισχύει και με το γειτονικό της τέμενος Σουλτάναχμετ. Επιπλέον, οι ζωγραφικές παραστάσεις είναι ασμυβίβαστες με τις ανεικονικές επιταγές του Ισλάμ, ενώ οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης που στηρίζονται σε χρηματοδότηση από το εξωτερικό (πραγματοποιούμενες λ.χ. σε συνεργασία με το φημισμένο αμερικανικό βυζαντινολογικό έργο του Dumbarton Oaks) πιθανότατα θα μείνουν στον αέρα, ενώ και η ίδια η συμπερίληψη της Αγίας Σοφίας από το 1985 στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco θα διακυβευθεί.

Σε κάθε περίπτωση, οτιδήποτε αφορά την Αγία Σοφία (αυτοκρατορική εκκλησία του Βυζαντίου για μία χιλιετία και αυτοκρατορικό τέμενος των Οθωμανών για άλλους πέντε αιώνες) είναι πέρα για πέρα πολιτικό. Και είναι χαρακτηριστικό ότι το ζήτημα δεν εγέρθηκε για πρώτη φορά παρά το 2013, με πρωτοβουλία των εθνικιστών νυν συμμάχων του Ερντογάν (συγκεκριμένα, του προέδρου της Τουρκικής Ιστορικής Εταιρείας και βουλευτή του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP) Γιουσούφ Χαλάτσογλου), πριν υιοθετηθεί δια της πλειοδοσίας από τους κυβερνώντες ισλαμιστές.

Άλλωστε, η μοίρα της Αγίας Σοφίας διαπλέκεται με όλη τη φιλολογία (και το επετειακό κιτς) της "νέας Άλωσης" που εμπνέει τις τελευταίες δεκαετίες τους χώρους της "τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης”. Αυτή η "νέα Άλωση”, η οποία εορτάζεται λαμπρά, δεν είναι παρά η εκπόρθηση του κράτους του Ατατούρκ, με την πολιτική, οικονομική και δημογραφική ενδυνάμωση των αντιπάλων του από τη "βαθιά Τουρκία”, για τους οποίους η άλλοτε κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη αποτελεί το κατεξοχήν "λάφυρο”, αλλά και το σημείο αναφοράς της νεο-οθωμανικής νοσταλγίας.

Του Κώστα Ράπτη

https://www.capital.gr/epikairotita/3465328/pos-ermineuetai-i-dikastiki-apofasi-gia-tin-agia-sofia


2/7/2020