Γιατί δεν μιλά κανένας για την Ίμβρο και την Τένεδο;


Γιατί δεν μιλά κανένας για την Ίμβρο και την Τένεδο;

Τουλάχιστον δύο γενιές Ελλήνων -ίσως και περισσότερες- μεγάλωσαν ακούγοντας πως η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτα από την Τουρκία. Αυτό ήταν ένα από τα δόγματα που χαρακτήριζαν τις σχέσεις της πατρίδας μας με τον γείτονα, ίδιον μιας συμπλεγματικής συμπεριφοράς.

Έτσι όταν η Τουρκία διεκδικεί, ενώ η Ελλάδα έχει παραιτηθεί αυτοβούλως από υπαρκτές και νόμιμες διεκδικήσεις της, είναι μοιραίο ο διάλογος να αποκτήσει ετεροβαρή χαρακτήρα. Να αφορά μόνον τι θα δώσουμε εμείς.

Αυτή η φοβική συμπεριφορά μας οδήγησε στα σημερινά αδιέξοδα στις σχέσεις μας με την Τουρκία.

Κι όμως υπάρχουν στον χάρτη και η Ίμβρος και η Τένεδος, δύο ελληνικότατα νησιά που παραδόθηκαν στους Τούρκους με την συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923). Σε αυτήν την συνθήκη υπήρχαν πρόνοιες για το καθεστώς των δύο νήσων, που προέβλεπαν αυτοδιοικητική αυτονομία, σεβασμό του θρησκεύματος και της περιουσίας των κατοίκων, καθώς και την λειτουργία ελληνικών σχολείων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Ας σημειωθεί πως το 1923 κατοικούσαν στην Ίμβρο 9207 Έλληνες με ελάχιστους Τούρκους και στην Τένεδο 3752 Έλληνες και 1403 Τούρκοι.

Με την πάροδο του χρόνου το Τουρκικό κράτος προχωρούσε στον αφελληνισμό των δύο νήσων. Στην δεκαετία του 1960, πάνω στην Κυπριακή κρίση, η Τουρκία βρήκε την ευκαιρία να ολοκληρώσει τον σχεδιασμό της για να εξαλειφθεί πλήρως το Ελληνικό στοιχείο. Έκλεισαν όλα τα σχολεία και καταργήθηκε η διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας, απαλλοτριώθηκαν περιουσίες, ενώ η Ίμβρος στρατιωτικοποιήθηκε με την εγκατάσταση ενός συντάγματος του τουρκικού στρατού.

Αυτή η κατάσταση, που συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση της συνθήκης της Λωζάνης, συνεχίστηκε. Έτσι, ενώ το 1960 στην Ίμβρο κατοικούσαν 5487 Έλληνες και 285 Τούρκοι, το 1990 υπήρχαν στο νησί 300 Έλληνες και 7200 Τούρκοι. Στην δε Τένεδο κατοικούσαν πλέον ελάχιστοι Έλληνες.

Και τι έκαναν όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι ελληνικές κυβερνήσεις; Διαμαρτυρόταν σε διάφορους οργανισμούς και το θέμα στην συνέχεια ξεχνιόταν. Την ίδια στιγμή που στην Δ. Θράκη το μουσουλμανικό στοιχείο αυξανόταν και πλήθυνε.

Αυτή ήταν μια καλοσχεδιασμένη τακτική του κεμαλικού κράτους. Να εκκαθαρίσει την Τουρκία από αλλοεθνείς πληθυσμούς, ώστε να μην υπάρχουν μειονότητες.

Σήμερα ο οποιοσδήποτε διάλογος ξεκινήσει με τους γείτονες θα αφορά μόνον το τι θα δώσουμε. Αφού εμείς δηλώνουμε πως δεν διεκδικούμε τίποτα, είναι επόμενο οι συζητήσεις να περιστραφούν γύρω από τις απαιτήσεις της άλλης πλευράς.

Ας σημειωθεί πως αυτές οι απαιτήσεις της Τουρκίας συνεχώς διευρύνονται. Και η ελληνική πολιτική τάξη παρακολουθεί απαθώς και φοβισμένα αυτήν καλοσχεδιασμένη πολιτική των Τούρκων.

Επικρατεί η άποψη σε μεγάλο μέρος της πολιτικής και πνευματικής ελίτ της πατρίδας μας πως η Τουρκία συνεχώς θέτει καινούργια ζητήματα στο πλαίσιο του ανατολίτικου παζαριού. Λάθος.

Η Τουρκία πλέον ό,τι απαιτεί δεν είναι αποτέλεσμα διαπραγματευτικής τακτικής. Το εννοεί και θα αγωνιστεί να το πετύχει.

Είναι καιρός η πολιτική τάξη της Ελλάδος να βγει από τον λήθαργο και η διπλωματία μας από την χρόνια ραστώνη της και να κοιτάξουν προς την Ίμβρο και την Τένεδο. Να διεκδικήσουμε την εφαρμογή των προνοιών της Συνθήκης της Λωζάνης γι' αυτά τα δύο νησιά. Ας μάθει επιτέλους η πολιτική τάξη της Ελλάδας να απαιτεί.

Δεν είναι διάλογος οι συνομιλίες μόνον για το τι θα δώσουμε.

Σάκης Μουμτζής


16 Αυγούστου 2020