Οι ανεπιθύμητοι πόλεμοι. Γιατί η Μέση Ανατολή είναι πιο εύφλεκτη από ποτέ*

Τουφέκια και ρήξεις: Χούθι επαναστάτες στην Sanaa της Υεμένης, 
τον Δεκέμβριο του 2018. Hani Al-Ansi / Picture Alliance / dpa / AP Images

Οι ανεπιθύμητοι πόλεμοι.
Γιατί η Μέση Ανατολή είναι πιο εύφλεκτη από ποτέ*

Μια πολωμένη περιοχή με τεμνόμενες ρήξεις, όπου οι τοπικές διαφορές αποκτούν πάντοτε ευρύτερη σημασία όπως είναι η Μέση Ανατολή, θα παραμείνει σε διαρκή κίνδυνο ανάφλεξης και συνεπώς να εμπλέξει τις Ηνωμένες Πολιτείες με τρόπους που θα αποδειχθούν πολυδάπανοι και εξουθενωτικοί.

Ο πόλεμος που τώρα φαίνεται να είναι πιο επικείμενος, είναι ένας πόλεμος που κανείς δεν θέλει. Κατά την διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Ντόναλντ Τραμπ καταφερόταν ενάντια στην εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στους πολέμους της Μέσης Ανατολής και από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του δεν άλλαξε τον τόνο του. Το Ιράν δεν ενδιαφέρεται για μια ευρεία σύγκρουση την οποία γνωρίζει ότι δεν θα μπορούσε να κερδίσει. Το Ισραήλ είναι ικανοποιημένο με μετρημένες επιχειρήσεις στο Ιράκ, τον Λίβανο, την Συρία και την Γάζα, αλλά φοβάται μια μεγαλύτερη αντιπαράθεση που θα μπορούσε να το εκθέσει σε χιλιάδες πυραύλους. Η Σαουδική Αραβία είναι αποφασισμένη να αντιδράσει ενάντια στο Ιράν, αλλά χωρίς να το αντιμετωπίσει στρατιωτικά. Ωστόσο, οι συνθήκες για έναν ολοκληρωτικό πόλεμο στη Μέση Ανατολή είναι πιο ώριμες από ό, τι οποτεδήποτε άλλοτε στην πρόσφατη μνήμη.

Μια σύγκρουση θα μπορούσε να ξεσπάσει σε οποιοδήποτε από πολλά μέρη για οποιονδήποτε από πολλούς λόγους. Σκεφτείτε την επίθεση της 14ης Σεπτεμβρίου [1] στις εγκαταστάσεις πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας: Θα μπορούσε θεωρητικά να διαπράχθηκε από τους Χούθι, μια ομάδα ανταρτών της Υεμένης, ως κομμάτι του πολέμου τους με το βασίλειο˙ από το Ιράν, ως απάντηση στις εξουθενωτικές κυρώσεις των ΗΠΑ˙ ή από μια υποστηριζόμενη από το Ιράν σιιτική πολιτοφυλακή στο Ιράκ. Εάν η Ουάσινγκτον αποφάσιζε να αναλάβει στρατιωτική δράση εναντίον της Τεχεράνης, αυτό θα μπορούσε με την σειρά του να οδηγήσει σε αντίποινα του Ιράν εναντίον των συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών στον Κόλπο, μια επίθεση από την Χεζμπολάχ στο Ισραήλ, ή μια επιχείρηση σιιτικής πολιτοφυλακής [2] κατά προσωπικού των ΗΠΑ στο Ιράκ. Ομοίως, οι ισραηλινές επιχειρήσεις εναντίον συμμάχων των Ιρανών οπουδήποτε στη Μέση Ανατολή θα μπορούσαν να προκαλέσουν αλυσιδωτή αντίδραση σε ολόκληρη την περιοχή. Επειδή οποιαδήποτε εξέλιξη οπουδήποτε στην περιοχή μπορεί να έχει κύματα επιπτώσεων παντού, η επισταμένη συγκράτηση μιας κρίσης γίνεται γρήγορα μια άσκηση ματαιοπονίας.

Όσον αφορά τη Μέση Ανατολή, ο Tip O'Neill, ο θρυλικός Δημοκρατικός πολιτικός, το είπε ανάποδα: Όλη η πολιτική –ιδίως η τοπική πολιτική– είναι διεθνής. Στην Υεμένη, ένας πόλεμος που έβαλε τους Χούθι, που έως όχι πολύ καιρό πριν ήταν μια σχετικά συνηθισμένη επαναστατική ομάδα, εναντίον μιας εξουθενωμένης κεντρικής κυβέρνησης στο φτωχότερο έθνος της περιοχής, ένα έθνος του οποίου οι προηγούμενες εσωτερικές συγκρούσεις μόλις που άγγιζαν την προσοχή του κόσμου, έχει γίνει σημείο εστίασης για την ιρανο- σαουδική αντιπαλότητα. Έχει επίσης γίνει ένα πιθανό έναυσμα για βαθύτερη στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ. Η καταστολή από το συριακό καθεστώς μιας λαϊκής εξέγερσης, πολύ πιο βάναυσης από προηγούμενες καταστολές, αλλά σχεδόν η πρώτη στην σύγχρονη ιστορία της περιοχής ή ακόμη και της Συρίας, μετατράπηκε σε μια διεθνή αντιπαράθεση που τράβηξε μέσα της δώδεκα χώρες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον μεγαλύτερο αριθμό Ρώσων που σκοτώθηκαν ποτέ από τις Ηνωμένες Πολιτείες και έχει ωθήσει την Ρωσία και την Τουρκία και το Ιράν και το Ισραήλ στο χείλος του πολέμου. Οι εσωτερικές διαμάχες στην Λιβύη [3] ρούφηξαν όχι μόνο την Αίγυπτο, το Κατάρ, την Σαουδική Αραβία, την Τουρκία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), αλλά και την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Υπάρχει μια κύρια εξήγηση για αυτούς τους κινδύνους. Η Μέση Ανατολή έχει γίνει η πιο πολωμένη περιοχή του κόσμου και, παραδόξως, η πιο ολοκληρωμένη. Αυτός ο συνδυασμός -μαζί με τις αδύναμες κρατικές δομές, τους ισχυρούς μη κρατικούς παράγοντες, και πολλές μεταβάσεις που συμβαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα- κάνει επίσης τη Μέση Ανατολή την πιο ασταθή περιοχή του κόσμου. Σημαίνει περαιτέρω ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, όσο παραμένει η περιφερειακή τους στάση όπως είναι τώρα, θα είναι απλώς τόσο μακριά από την επόμενη κοστοβόρα περιφερειακή εμπλοκή τους όσο μια κακώς υπολογισμένη χρονικά ή άσχημα στοχευμένη επίθεση με drone των Χούθι, ή μια ιδιαίτερα αποτελεσματική ισραηλινή επιχείρηση εναντίον μιας σιιτικής πολιτοφυλακής. Τελικά, το ζήτημα δεν είναι κυρίως εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να απεμπλακούν από την περιοχή. Είναι το πώς πρέπει να επιλέξουν να εμπλακούν: Διπλωματικά ή στρατιωτικά, επιδεινώνοντας τις διαιρέσεις ή μετριάζοντάς τις, και ευθυγραμμιζόμενες πλήρως με κάποια πλευρά ή επιδιώκοντας να επιτύχουν ένα είδος ισορροπίας.

ΔΡΑΣΕ ΤΟΠΙΚΑ, ΣΚΕΨΟΥ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ

Η ιστορία της σύγχρονης Μέσης Ανατολής είναι μια ιστορία από διαδοχικά ρήγματα, με κάθε καινούργιο να κάθεται πάνω από τα προηγούμενά του, μερικά παίρνοντας στιγμιαία προτεραιότητα έναντι άλλων, και κανένα να μην έχει επιλυθεί ποτέ πραγματικά ή πλήρως. Σήμερα, οι τρεις πιο σημαντικές ρήξεις -μεταξύ του Ισραήλ και των εχθρών του, μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, και μεταξύ ανταγωνιστικών σουνιτικών μπλοκ- τέμνονται με επικίνδυνους και δυνητικά εκρηκτικούς τρόπους.

Οι σημερινοί αντίπαλοι του Ισραήλ αντιπροσωπεύονται κυρίως από τον λεγόμενο άξονα της αντίστασης: Το Ιράν, την Χεζμπολάχ, την Χαμάς και, αν και επί του παρόντος εκλαμβάνεται διαφορετικά, την Συρία. Ο αγώνας διεξάγεται στις παραδοσιακές αρένες της Δυτικής Όχθης και της Γάζας αλλά και στην Συρία, όπου το Ισραήλ χτυπά συστηματικά τις ιρανικές δυνάμεις και τις ομάδες που συνδέονται με το Ιράν˙ στον κυβερνοχώρο˙ στον Λίβανο, όπου το Ισραήλ αντιμετωπίζει την βαριά οπλισμένη, υποστηριζόμενη από το Ιράν Χεζμπολάχ˙ και ακόμη και στο Ιράκ, όπου το Ισραήλ φέρεται να έχει αρχίσει να στοχεύει συμμάχους των Ιρανών. Η απουσία των περισσότερων αραβικών κρατών από αυτήν την πρώτη γραμμή την καθιστά λιγότερο εξέχουσα αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνη.


Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Βενιαμίν Νετανιάχου, στα κατεχόμενα από το Ισραήλ υψίπεδα του Γκολάν, τον Μάρτιο του 2019. Ronen Zvulun / Reuters 

Για αυτά τα αραβικά κράτη, η ισραηλινο-παλαιστινική σύγκρουση έχει περάσει στο περιθώριο λόγω δύο άλλων μαχών. Η Σαουδική Αραβία δίνει προτεραιότητα στον ανταγωνισμό της με το Ιράν. Αμφότερες οι χώρες εκμεταλλεύονται το χάσμα Σουνιτών-Σιιτών για να κινητοποιήσουν τα αντίστοιχα εκλογικά τους σώματα, αλλά στην πραγματικότητα κινούνται από πολιτικές ισχύος, μια διελκυστίνδα για περιφερειακή επιρροή που εκτυλίσσεται στο Ιράκ, τον Λίβανο, την Συρία, την Υεμένη και τα κράτη του Κόλπου.

Τέλος, υπάρχει το ρήγμα μεταξύ των ίδιων των Σουνιτών, με την Αίγυπτο, την Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ να ανταγωνίζονται με το Κατάρ και την Τουρκία. Όπως ο Χουσεΐν Αγκά κι εγώ γράψαμε [4] στο The New Yorker τον Μάρτιο του 2019, αυτό, αν και έχει ελάχιστα καλυφθεί [από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης], είναι το πιο σημαντικό από τα ρήγματα, καθώς διακυβεύεται τόσο η υπεροχή επί του σουνιτικού κόσμου όσο και ο ρόλος του πολιτικού Ισλάμ. Είτε στην Αίγυπτο, την Λιβύη, την Συρία, την Τυνησία είτε τόσο μακριά όσο στο Σουδάν, αυτός ο ανταγωνισμός θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της περιοχής.

Μαζί με την πόλωση της περιοχής είναι η έλλειψη αποτελεσματικής επικοινωνίας η οποία κάνει τα πράγματα όλο και πιο επικίνδυνα. Δεν υπάρχει ουσιαστικό κανάλι μεταξύ Ιράν και Ισραήλ, ούτε ένα επίσημο μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, και υπάρχει λίγη πραγματική διπλωματία πέρα από την ρητορική κονταρομαχία μεταξύ των αντιπάλων σουνιτικών μπλοκ.

Με αυτά τα ρήγματα να τέμνονται με περίπλοκους τρόπους, διάφορες ομάδες μερικές φορές ενώνουν τις δυνάμεις τους και άλλες φορές ανταγωνίζονται. Όταν προσπαθούσε να ανατρέψει τον Σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ, η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ ήταν στην ίδια πλευρά με το Κατάρ και την Τουρκία, υποστηρίζοντας τους Σύρους αντάρτες -αν και διαφορετικούς, αντικατοπτρίζοντας τις αποκλίνουσες απόψεις τους για τον σωστό ρόλο των ισλαμιστών. Αλλά αυτά τα κράτη πήραν αντίθετες θέσεις για την Αίγυπτο, με τη Ντόχα και την Άγκυρα να επενδύουν σε μεγάλο βαθμό για να στηρίξουν μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας που το Ριάντ και το Αμπού Ντάμπι προσπαθούσαν να βοηθήσουν να ανατραπεί (η κυβέρνηση έπεσε το 2013, για να αντικατασταθεί από την αυταρχική διακυβέρνηση του Abdel Fattah el-Sisi). Το Κατάρ και η Τουρκία φοβούνται το Ιράν, αλλά φοβούνται ακόμη περισσότερο την Σαουδική Αραβία. Η Χαμάς τάσσεται με την Συρία σε αντίθεση προς το Ισραήλ, αλλά ετάχθη με την συριακή αντιπολίτευση και άλλους Ισλαμιστές εναντίον του Άσαντ. Η γεωμετρία των εσωτερικών σχισμάτων της Μέσης Ανατολής μπορεί να κυμαίνεται, αλλά κάποιος θα δυσκολευτεί πολύ να σκεφτεί μια άλλη περιοχή της οποίας η δυναμική να καθορίζεται τόσο πολύ από έναν διακριτό αριθμό αναγνωρίσιμων και συνολικών ρηγμάτων.

Κάποιος θα δυσκολευτεί επίσης να σκεφτεί μια περιοχή που είναι τόσο ολοκληρωμένη, κάτι που είναι η δεύτερη πηγή της επισφαλούς κατάστασής της. Αυτό μπορεί να φανεί σε πολλούς ως περίεργο. Οικονομικά, κατατάσσεται μεταξύ των λιγότερο ολοκληρωμένων περιοχών του κόσμου˙ θεσμικά, ο Αραβικός Σύνδεσμος είναι λιγότερο συνεκτικός από την Ευρωπαϊκή Ένωση, λιγότερο αποτελεσματικός από την Αφρικανική Ένωση, και πιο δυσλειτουργικός από τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών. Ούτε υπάρχει καμιά περιφερειακή οντότητα στην οποία να ανήκουν οι αραβικές χώρες και οι τρεις πιο δραστήριοι μη αραβικοί παίκτες (Ιράν, Ισραήλ και Τουρκία).

Ωστόσο, με πολλούς άλλους τρόπους, η Μέση Ανατολή λειτουργεί ως ενιαίος χώρος. Οι ιδεολογίες και τα κινήματα εξαπλώνονται πέρα από τα σύνορα: Στο παρελθόν, ο Αραβισμός και ο Νασερισμός˙ σήμερα, το πολιτικό Ισλάμ και ο τζιχαντισμός. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα έχει ενεργούς κλάδους στην Αίγυπτο, το Ιράκ, την Ιορδανία, τα παλαιστινιακά εδάφη, την Συρία, την Τουρκία, τα κράτη του Κόλπου και την Βόρεια Αφρική. Τα τζιχαντιστικά κινήματα όπως η Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, ή ISIS, υποστηρίζουν μια διακρατική ατζέντα που απορρίπτει εντελώς τα έθνη-κράτη και τα εθνικά σύνορα. Οι Σιίτες ομόθρησκοι του Ιράν είναι παρόντες σε ποικίλους αριθμούς στο Λεβάντε και στον Κόλπο, συχνά οργανωμένοι ως ένοπλες πολιτοφυλακές που κοιτάζουν προς την Τεχεράνη για έμπνευση ή υποστήριξη. Η Σαουδική Αραβία έχει επιδιώξει να εξάγει τον Ουαχαμπισμό (Wahhabism), έναν πουριτανικό κλάδο του Ισλάμ, και χρηματοδοτεί πολιτικούς και κινήματα σε ολόκληρη την περιοχή. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που υποστηρίζονται από τη μια ή την άλλη πλευρά του ρήματος Σουνιτών-Σουνιτών -το Al Jazeera του Κατάρ, το Al Arabiya της Σαουδικής Αραβίας- έχουν περιφερειακή εμβέλεια. Η παλαιστινιακή αιτία, που έχει υποστεί ζημιά όπως φαίνεται τώρα, εξακολουθεί να αντηχεί σε ολόκληρη την περιοχή και μπορεί να κινητοποιήσει τους πολίτες της με τρόπο που αναμφισβήτητα δεν έχει ισοδύναμο παγκοσμίως. Ακόμη και τα υποεθνικά κινήματα, όπως ο κουρδικός εθνικισμός που εξαπλώνεται σε τέσσερις χώρες, προωθούν διεθνικούς στόχους.

Κατά συνέπεια, οι τοπικοί αγώνες παίρνουν γρήγορα περιφερειακή σημασία -και έτσι προσελκύουν όπλα, χρήματα και πολιτική υποστήριξη από το εξωτερικό. Οι Χούθι μπορεί να θεωρούν τον αγώνα τους ως πρωταρχικά για την Υεμένη, η Χεζμπολάχ μπορεί να επικεντρώνεται στην εξουσία και την πολιτική στον Λίβανο, η Χαμάς μπορεί να είναι ένα παλαιστινιακό κίνημα που προωθεί έναν παλαιστινιακό σκοπό, και οι διάφορες αντιπολιτευόμενες ομάδες της Συρίας μπορεί να επιδιώκουν εθνικούς στόχους. Αλλά σε μια περιοχή που είναι τόσο πολωμένη όσο και ολοκληρωμένη, αυτά τα τοπικά κίνητρα αναπόφευκτα απορροφούνται από μεγαλύτερες δυνάμεις.

Η μοίρα των αραβικών εξεγέρσεων που ξεκίνησε στα τέλη του 2010 απεικονίζει ένα πηγάδι που ξεχειλίζει, με την Τυνησία, από όπου ξεκίνησαν όλα, να είναι η μόνη εξαίρεση. Η ανατροπή του καθεστώτος εκεί έγινε πολύ γρήγορα, πολύ απροσδόκητα, και σε μια χώρα που ήταν πολύ μέσα στο περιθώριο της περιφερειακής πολιτικής ώστε να αντιδράσουν εγκαίρως τα άλλα κράτη. Αλλά σύντομα βρήκαν τον τρόπο τους. Κάθε επόμενη εξέγερση μετατράπηκε σχεδόν ακαριαία σε περιφερειακή και μετά σε διεθνή υπόθεση. Στην Αίγυπτο, διακυβεύτηκαν η μοίρα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και το μέλλον του πολιτικού Ισλάμ, και έτσι το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία και τα ΗΑΕ βούτηξαν μέσα. Το ίδιο ισχύει και για την Λιβύη, όπου η Αίγυπτος, όταν επικράτησε ο Σίσι και εκδιώχθηκε η Αδελφότητα, μπήκε στον καυγά. Ομοίως για την Συρία, όπου ο εμφύλιος πόλεμος τράβηξε μέσα και τις τρεις περιφερειακές μάχες: Την αντιπαράθεση του Ισραήλ με τον «άξονα της αντίστασης», τον ιρανο-σαουδαραβικό αγώνα, και τον ενδοσουνιτικό ανταγωνισμό. Ένα παρόμοιο σενάριο έχει συμβεί και στην Υεμένη.

ΚΡΑΤΗ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ

Μαζί με την πόλωση και την ολοκλήρωση της Μέσης Ανατολής, οι δυσλειτουργικές κρατικές της δομές παρουσιάζουν έναν άλλο παράγοντα κινδύνου. Ορισμένα κράτη μοιάζουν περισσότερο με μη κρατικούς φορείς: Οι κεντρικές κυβερνήσεις στην Λιβύη, την Συρία και την Υεμένη δεν έχουν τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων των εδαφών και των πληθυσμών τους. Αντιστρόφως, αρκετοί μη κρατικοί δρώντες λειτουργούν ως εικονικά κράτη, όπως η Χαμάς, οι Χούθι, οι Κούρδοι και το Ισλαμικό Κράτος πριν ανατραπεί. Και αυτοί οι μη κρατικοί δρώντες πρέπει συχνά να αντιμετωπίζουν τα δικούς τους μη κρατικούς «χαλαστές» (spoilers): Στην Γάζα, η Χαμάς ανταγωνίζεται ομάδες τζιχαντιστών που μερικές φορές συμπεριφέρονται με τρόπους που υπονομεύουν την διακυβέρνησή της ή έρχονται σε αντίθεση με τους στόχους της. Ακόμη και σε πιο λειτουργικά κράτη, δεν είναι πάντα σαφές το πού βρίσκεται η τελική εξουσία χάραξης πολιτικής. Για παράδειγμα, οι σιιτικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ και η Χεζμπολάχ στον Λίβανο, εμπλέκονται σε δραστηριότητες που δεν ελέγχουν οι ονομαστικοί κυρίαρχοί τους, πόσω μάλλον να αποδέχονται.

Τα αδύναμα κράτη που συνυπάρχουν με ισχυρούς μη κρατικούς δρώντες δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες για εξωτερική παρέμβαση. Είναι μια αμφίδρομη οδός -τα ξένα κράτη εκμεταλλεύονται ένοπλες ομάδες για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, και οι ένοπλες ομάδες στρέφονται σε ξένα κράτη για να προωθήσουν τις δικές τους αιτίες- κάτι που είναι πολύ ανοιχτό σε παρερμηνείες. Το Ιράν σχεδόν σίγουρα βοηθά τις πολιτοφυλακές των Χούθι και των Ιρακινών Σιιτών, αλλά τους ελέγχει; Οι Λαϊκές Μονάδες Προστασίας, ένα κίνημα Κούρδων μαχητών στην Συρία, συνδέονται με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα στην Τουρκία, αλλά ακολουθούν όντως τις εντολές του;

Υποστηρικτές της Χεζμπολάχ στην Βηρυτό, τον Σεπτέμβριο του 2018. 
Aziz Taher / Reuters 

Το γεγονός ότι μη κρατικοί δρώντες λειτουργούν τόσο ως πληρεξούσιοι όσο και ως ανεξάρτητοι παίκτες καθιστά δύσκολο να καθιερωθεί λογοδοσία για την βία ή να αποτραπεί εξ αρχής. Το Ιράν θα μπορούσε εσφαλμένα να υποθέσει ότι δεν θα θεωρηθεί υπεύθυνο για μια επίθεση με drone των Χούθι στην Σαουδική Αραβία, μια επίθεση της Παλαιστινιακής Ισλαμικής Τζιχάντ στο Ισραήλ, ή για μια επίθεση Ιρακινών Σιιτικών Πολιτοφυλακών σε αμερικανικό στόχο. Η Σαουδική Αραβία μπορεί να κατηγορήσει λανθασμένα το Ιράν για κάθε επίθεση των Χούθι, όπως και το Ιράν να κατηγορήσει την Σαουδική Αραβία για οποιοδήποτε βίαιο περιστατικό στο έδαφός του που διαπράχθηκε από εσωτερικές ομάδες αντιφρονούντων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να είναι πεπεισμένες ότι κάθε σιιτική πολιτοφυλακή είναι ένας ιρανικός πληρεξούσιος που εκτελεί τις διαταγές της Τεχεράνης. Το Ισραήλ μπορεί να θεωρήσει την Χαμάς υπεύθυνη για κάθε επίθεση που προέρχεται από την Γάζα, το Ιράν για κάθε επίθεση που προέρχεται από την Συρία, το λιβανικό κράτος για κάθε επίθεση που εξαπέλυσε η Χεζμπολάχ. Σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις, το τίμημα μιας λάθος απόδοσης [ευθύνης] θα μπορούσε να είναι υψηλό.

Αυτό δεν είναι απλή νοητική άσκηση: Μετά την επίθεση στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας τον Σεπτέμβριο του 2019, οι Χούθι ανέλαβαν αμέσως την ευθύνη, πιθανώς με την ελπίδα να ενισχύσουν το ανάστημά τους. Το Ιράν, πιθανότατα επιδιώκοντας να αποφύγει τα αντίποινα των ΗΠΑ, αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή. Το ποιος διενήργησε την επιχείρηση και ποιος -εάν κάποιος- τιμωρηθεί θα μπορούσε να έχει ευρείας έκτασης συνέπειες.

Ακόμα και σε φαινομενικά καλά δομημένα κράτη, ο τόπος λήψης αποφάσεων έχει γίνει αδιαφανής. Στο Ιράν, η κυβέρνηση και το Σώμα της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς, ο κλάδος του στρατού που αναφέρεται απευθείας στον ανώτατο ηγέτη της χώρας, κατά καιρούς φαίνεται να πορεύονται ξεχωριστά. Το αν αυτό αντανακλά μια συνειδητή κατανομή εργασίας ή μια πραγματική διελκυστίνδα είναι θέμα συζήτησης, όπως και το ερώτημα ποιος ακριβώς κινεί τα νήματα.

ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΕΣ ΑΠΕΙΛΩΝ

Μια σειρά παγκόσμιων, περιφερειακών και τοπικών μεταβάσεων έχει κάνει αυτές τις δυναμικές ακόμη πιο αβέβαιες. Οι παγκόσμιες μεταβάσεις περιλαμβάνουν μια πρόσφατα παρούσα Κίνα, μια αναζωογονημένη Ρωσία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες σε σχετική πτώση. Υπάρχουν επίσης οι μετασεισμοί των πρόσφατων αραβικών εξεγέρσεων, ιδίως η διάλυση της περιφερειακής τάξης και η διάδοση των αποτυχημένων κρατών. Αυτά επιδεινώνονται από τις εσωτερικές πολιτικές αλλαγές: Μια νέα, ασυνήθιστα θεληματική ηγεσία στην Σαουδική Αραβία και μια νέα, ασυνήθιστη ηγεσία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλες αυτές οι εξελίξεις τροφοδοτούν την αίσθηση μιας περιοχής στην οποία τα πάντα είναι έτοιμα για αρπαγή και στην οποία οι ευκαιρίες που δεν αρπάζονται γρήγορα θα χαθούν για πάντα.

Οι βασικοί περιφερειακοί σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ταυτόχρονα ανήσυχοι για το σθένος της χώρας, ενθαρρυμένοι από τις πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ, και αγχωμένοι για αυτές. Ο πρόεδρος έδωσε προτεραιότητα στην επιδιόρθωση των σχέσεων με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, την Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, οι οποίες όλες είχαν ξεφτίσει υπό τον προκάτοχό του. Ωστόσο, η απροθυμία του Τραμπ να χρησιμοποιήσει βία ήταν εξίσου σαφής, όπως και η προθυμία του να προδώσει μακροχρόνιους συμμάχους σε άλλα μέρη του κόσμου.

Αυτός ο συνδυασμός ενθάρρυνσης και ανησυχίας βοηθά να εξηγηθεί, για παράδειγμα, η ασυνήθιστη ανάληψη ρίσκου της Σαουδικής Αραβίας υπό την ηγεσία του Σαουδάραβα πρίγκιπα-διαδόχου Mohammed bin Salman, ή αλλιώς MBS: Ο συνεχιζόμενος πόλεμός της στην Υεμένη, ο αποκλεισμός της εναντίον του Κατάρ, η απαγωγή του πρωθυπουργού του Λιβάνου, η δολοφονία [5] του αντιφρονούντος Τζαμάλ Κασόγκι. Ο MBS αντιλαμβάνεται την τρέχουσα ευθυγράμμιση με την Ουάσιγκτον ως μια φευγαλέα ευκαιρία -επειδή ο Τραμπ μπορεί να μην κερδίσει μια επανεκλογή του, επειδή είναι ικανός για μια απότομη αλλαγή πολιτικής που θα μπορούσε να τον κάνει να καταλήξει σε συμφωνία με το Ιράν, και επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μια μακροχρόνια επιθυμία να ξεμπλέξουν από τα μπερδέματα της Μέσης Ανατολής. Το αίσθημα στο Ισραήλ είναι παρόμοιο. Οι εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή προσπαθούν τόσο να επωφεληθούν από την θητεία του Τραμπ όσο και να αντισταθμίσουν μια από τις ξαφνικές μεταβολές του και την πιθανότητα της μιας προεδρικής θητείας, μια στάση που καθιστά την κατάσταση ακόμη πιο ρευστή και απρόβλεπτη.

Εν τω μεταξύ, η αυξανόμενη κινεζική και ρωσική επιρροή έδωσε στο Ιράν κάποια ενθάρρυνση, αλλά δύσκολα μια πραγματική εμπιστοσύνη. Σε περίπτωση κλιμάκωσης των εντάσεων μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσινγκτον, θα μπορούσε η Μόσχα να ταχθεί με το Ιράν ή, ελπίζοντας να επωφεληθεί από την περιφερειακή αναστάτωση, θα παραμείνει στο περιθώριο; Θα αγνοήσει η Κίνα τις αμερικανικές απειλές για κυρώσεις και θα αγοράσει ιρανικό πετρέλαιο ή, μετά από μια πιθανή εμπορική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα συμμορφωθεί με τα αιτήματα της Ουάσιγκτον; Η αβεβαιότητα σχετικά με τις αμερικανικές προθέσεις μπορεί να είναι ακόμη πιο επικίνδυνη. Το Ιράν αισθάνεται την αποστροφή του Τραμπ για πόλεμο και ως εκ τούτου μπαίνει στον πειρασμό να σπρώξει το θέμα, πιέζοντας την Ουάσινγκτον με την ελπίδα να εξασφαλίσει κάποια ανακούφιση από τις κυρώσεις. Αλλά επειδή η Τεχεράνη δεν γνωρίζει πού βρίσκεται το όριο, διατρέχει τον κίνδυνο να το πάει πολύ μακριά και να πληρώσει το τίμημα.

ΔΥΟ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Για να καταλάβουμε το πώς αυτές οι δυναμικές θα μπορούσαν να αλληλεπιδράσουν στο μέλλον, είναι διδακτικό να δούμε πώς παρόμοιες δυναμικές έχουν αλληλεπιδράσει στο πρόσφατο παρελθόν, στην Συρία. Η Σαουδική Αραβία και άλλοι, εκμεταλλεύτηκαν μια εγχώρια προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ ως ευκαιρία αλλαγής της περιφερειακής ισορροπίας ισχύος. Πιθανολόγησαν ότι η αντιπολίτευση θα επικρατήσει και έτσι θα τερματίσει τη μακροχρόνια συμμαχία της Δαμασκού με την Τεχεράνη. Το Ιράν και η Χεζμπολάχ, φοβισμένοι για αυτό το αποτέλεσμα, έδωσαν πόρους [6] στον αγώνα για λογαριασμό του καθεστώτος, με τεράστιο ανθρώπινο κόστος. Το Ισραήλ μπήκε επίσης, επιδιώκοντας να μειώσει την αυξανόμενη παρουσία του Ιράν στα σύνορά του. Το Κατάρ και η Τουρκία υποστήριξαν ένα σύνολο ισλαμιστικών ανταρτικών ομάδων, και η Σαουδική Αραβία και οι σύμμαχοί της υποστήριξαν άλλες. Η Ρωσία -που ανησυχεί για μια αλλαγή στον προσανατολισμό της Συρίας και αισθανόμενη τον αμερικανικό δισταγμό- είδε την ευκαιρία να επαναβεβαιώσει τον εαυτό της στη Μέση Ανατολή και επίσης παρενέβη, τοποθετούμενη άμεσα σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και, για κάποιο διάστημα, με την Τουρκία. Και η Τουρκία, που ανησυχεί για την προοπτική οι υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ κουρδικές δυνάμεις να απολαμβάνουν ένα ασφαλές καταφύγιο στην βόρεια Συρία, παρενέβη άμεσα [7] ενώ υποστήριζε επίσης τις συριακές αραβικές αντιπολιτευόμενες ομάδες που ήλπιζε ότι θα πολεμούσαν τους Κούρδους.

Με την Συρία να έχει γίνει μια αρένα για περιφερειακές εντάσεις, οι συγκρούσεις εκεί, ακόμη και ακούσιες, κινδυνεύουν να γίνουν σημεία ανάφλεξης για μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις. Η Τουρκία κατέρριψε ένα ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος (η Μόσχα κατηγόρησε το Ισραήλ για την πτώση ενός άλλου) και οι αμερικανικές δυνάμεις σκότωσαν εκατοντάδες μέλη μιας ιδιωτικής ρωσικής παραστρατιωτικής ομάδας στην ανατολική Συρία. Η Τουρκία επιτέθηκε σε υποστηριζόμενους από τις ΗΠΑ Κούρδους, αυξάνοντας την προοπτική μιας στρατιωτικής σύγκρουσης ΗΠΑ-Τουρκίας. Και το Ισραήλ έχει χτυπήσει ιρανικούς ή συνδεδεμένους με το Ιράν στόχους στην Συρία εκατοντάδες φορές.

Ρώσοι στρατιώτες σε περιπολία στο Χαλέπι της Συρίας, 
τον Φεβρουάριο του 2017. Omar Sanadiki / Reuters 

Η Συρία δείχνει επίσης γιατί είναι τόσο δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να περιορίσουν την εμπλοκή τους σε συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή. Κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Ομπάμα, η Ουάσιγκτον υποστήριξε ομάδες ανταρτών που πολεμούσαν τόσο το καθεστώς Άσαντ όσο και το ISIS, αλλά ισχυρίστηκε ότι δεν θα επιδιώξει αλλαγή καθεστώτος (παρά το ότι οι δυνάμες που υποστήριζε ήθελαν ακριβώς αυτό), ότι δεν θα επιδιώξει μια περιφερειακή αναδιάταξη της ισορροπίας (παρά τον σαφή αντίκτυπο που θα είχε η πτώση του Άσαντ στην επιρροή του Ιράν), ότι δεν θα ενισχύει τους εχθρούς της Τουρκίας (παρά την υποστήριξη ενός κουρδικού κινήματος που συνδέεται με τον θανάσιμο εχθρό της Τουρκίας) και ότι δεν θα επιδιώξει να αποδυναμώσει την Ρωσία (παρά την συνάφεια της Μόσχας με τον Άσαντ). Όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούσαν, φυσικά, να στηρίξουν ομάδες ανταρτών ενώ θα αποστασιοποιούνταν από τους στόχους που θα είχαν αυτοί, ή να διεκδικήσουν καθαρά τοπικούς στόχους, ενώ όλοι οι άλλοι εμπλεκόμενοι έβλεπαν την σύγκρουση στην Συρία σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Η Ουάσινγκτον έγινε κεντρικός παίκτης σε ένα περιφερειακό και διεθνές παιχνίδι στο οποίο υποτίθεται ότι δεν ήθελε να έχει καμία σχέση.

Μια παρόμοια σκηνή έχει παιχθεί στην Υεμένη. Από το 2004, το βόρειο τμήμα της χώρας ήταν το θέατρο επαναλαμβανόμενων ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ των Χούθι και της κεντρικής κυβέρνησης. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι επεσήμαναν νωρίς την φερόμενη ιρανική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στους αντάρτες, όπως ακριβώς οι ηγέτες των Χούθι ισχυρίστηκαν σαουδαραβική παρέμβαση. Αφού οι Χούθι κατέλαβαν την πρωτεύουσα και προέλασαν νότια το 2014–15, η Σαουδική Αραβία -φοβούμενη την προοπτική μιας ιρανικής πολιτοφυλακής να ελέγχει τον νότιο γείτονά της- απάντησε. Η αντίδρασή της ενισχύθηκε από την άνοδο του MBS, ο οποίος ήταν δύσπιστος απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποφασισμένος να δείξει στο Ιράν ότι οι παλιές μέρες είχαν τελειώσει και ότι προτίθεται να αφήσει το σημάδι του εγχωρίως. Αντιμέτωποι με έντονη αντίσταση, οι Χούθι στράφηκαν όλο και περισσότερο στο Ιράν για στρατιωτική βοήθεια, και το Ιράν, βλέποντας μια χαμηλού κόστους ευκαιρία για να ενισχύσει την επιρροή του και να εμποδίσει την Σαουδική Αραβία, αποδέχθηκε με χαρά [8]. Η Ουάσιγκτον, ούσα ακόμη εν μέσω διαπραγματεύσεων για μια πυρηνική συμφωνία με την Τεχεράνη, στην οποία αντιτασσόταν ορμητικά το Ριάντ, ένιωσε ότι δεν μπορούσε να προσθέσει άλλη μια κρίση στις εύθραυστες σχέσεις με τον σύμμαχό του στον Κόλπο.

Παρά τους ενδοιασμούς της για τον πόλεμο, η Ουάσιγκτον έριξε το βάρος της στον υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας συνασπισμό, μοιράζοντας πληροφορίες, παρέχοντας όπλα και προσφέροντας διπλωματική υποστήριξη. Όπως και στην Συρία, η κυβέρνηση Ομπάμα επεδίωκε να περιορίσει τους στόχους των ΗΠΑ. Θα βοηθούσε στην υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Σαουδικής Αραβίας, αλλά δεν θα συμμετείχε στον αντι-Χούθι αγώνα του Ριάντ ούτε θα έμπαινε σε μια μάχη Ιράν-Σαουδικής Αραβίας. Όπως και στην Συρία, αυτή η προσπάθεια ήταν σε μεγάλο βαθμό μάταιη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούσαν να επιλέξουν ένα μόνο τμήμα του πολέμου: Αν ήταν με τη Σαουδική Αραβία, αυτό σήμαινε ότι ήταν εναντίον των Χούθι, πράγμα που σήμαινε ότι θα ήταν εναντίον του Ιράν.

ΑΝΕΡΜΑΤΙΣΤΗ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ

Η σε μεγάλο βαθμό άκαρπη προσπάθεια του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να περιορίσει την εμπλοκή των ΗΠΑ στην περιοχή αποκαλύπτει κάτι για τους αναπόφευκτους δεσμούς που συνδέουν μεταξύ τους διάφορες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή. Αποκαλύπτει επίσης κάτι για τις επιλογές που αντιμετωπίζουν τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ομπάμα (στην διοίκηση του οποίου υπηρέτησα) είχε κατά νου να ξεμπλέξει τις Ηνωμένες Πολιτείες από αυτό που θεωρούσε το ευρύτερο τέλμα της Μέσης Ανατολής. Απέσυρε αμερικανικά στρατεύματα από το Ιράκ, προσπάθησε να επιλύσει την σύγκρουση Ισραηλινών-Παλαιστινίων, εξέφρασε την συμπάθειά του προς τις λαϊκές εξεγέρσεις των Αράβων και, για ένα διάστημα, αποστασιοποιήθηκε από τους αυταρχικούς ηγέτες, απέφυγε την άμεση στρατιωτική επέμβαση στην Συρία και επιδίωξε μια συμφωνία με το Ιράν για να αποτρέψει να γίνει το πυρηνικό του πρόγραμμα έναυσμα για πόλεμο. Η Λιβύη δεν ταιριάζει σε αυτό το μοτίβο, αν και ακόμη και εκεί προφανώς εργάστηκε με την πεποίθηση ότι η επέμβαση υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ το 2011 θα μπορούσε να είναι αυστηρά περιορισμένη˙ το ότι αυτή η υπόθεση αποδείχθηκε λανθασμένη μόνο ενίσχυσε την αρχική επιθυμία του να κρατήσει αποστάσεις από τις περιφερειακές συγκρούσεις. Ο απώτερος στόχος του ήταν να βοηθήσει την περιοχή να βρει μια πιο σταθερή ισορροπία ισχύος που θα την καθιστούσε λιγότερο εξαρτημένη από την άμεση παρέμβαση ή την προστασία των ΗΠΑ. Προς μεγάλη ανησυχία των Σαουδαράβων, μίλησε για την ανάγκη η Τεχεράνη και το Ριάντ να βρουν έναν τρόπο να «μοιραστούν» την περιοχή.

Αλλά ο Ομπάμα ήταν οπαδός του σταδιακού˙ ήταν πεπεισμένος ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούσαν να αλλάξουν ούτε απότομα ούτε ριζικά και να απειλήσουν τις περιφερειακές σχέσεις που δημιουργούντο επί δεκαετίες. Όπως κάποτε το έθεσε σε μερικούς από εμάς που εργαζόμασταν στον Λευκό Οίκο, η εφαρμογή της πολιτικής των ΗΠΑ ήταν παρόμοια με την οδήγηση ενός μεγάλου πλοίου: Μια διόρθωση πορείας μερικών μοιρών μπορεί να μην φαίνεται σαν κάτι σημαντικό αυτή την στιγμή, αλλά με την πάροδο του χρόνου, ο προορισμός θα διέφερε δραστικά. Αυτό που έκανε, το έκανε με μετριοπάθεια. Έτσι, ενώ προσπαθούσε να πείσει το Ριάντ να ανοίξει κανάλια [επικοινωνίας] με την Τεχεράνη, το έκανε με λεπτό τρόπο, ισορροπώντας προσεκτικά την συνέχεια και την αλλαγή στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Μέση Ανατολή. Και παρόλο που ήθελε να αποφύγει τις στρατιωτικές εμπλοκές, η προεδρία του παρά ταύτα χαρακτηρίστηκε από πολλές κοστοβόρες παρεμβάσεις: Τόσο άμεσες, όπως στην Λιβύη, όσο και έμμεσες, όπως στην Συρία και την Υεμένη.

Κατά μια έννοια, η διοίκησή του ήταν ένα πείραμα που τέθηκε σε αναστολή στη μέση της πορείας του. Τουλάχιστον όταν επρόκειτο για την προσέγγισή του στη Μέση Ανατολή, η προεδρία του Ομπάμα είχε την πεποίθηση ότι κάποιος άλλος θα την έπιανε εκεί που την άφησε εκείνος. Αυτό βασίστηκε στο ότι θα τον διαδεχόταν κάποιος σαν αυτόν, ίσως μια Χίλαρι Κλίντον, αλλά σίγουρα όχι ένας Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Τραμπ επέλεξε μια πολύ διαφορετική πορεία (ίσως εν μέρει από μια απλή επιθυμία να κάνει το αντίθετο από εκείνο που έκανε ο προκάτοχός του). Αντί να αγωνίζεται για κάποιο είδος ισορροπίας, ο Τραμπ έκλινε εντελώς προς τη μια πλευρά: Διπλασιάζοντας την υποστήριξη προς το Ισραήλ˙ ευθυγραμμιζόμενος πλήρως με τον MBS, τον Sisi και άλλους ηγέτες που αισθάνθηκαν να έχουν απορριφθεί από τον Ομπάμα˙ αποχώρησε από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και συμπαρατάχθηκε ένθερμα με τον αντι-ιρανικό άξονα της περιοχής. Πράγματι, επιδιώκοντας να αποδυναμώσει το Ιράν, η Ουάσιγκτον επέλεξε να το αντιμετωπίσει σε όλα τα μέτωπα σε μεγάλο μέρος της περιοχής: Στην πυρηνική και την οικονομική σφαίρα˙ στην Συρία, όπου αξιωματούχοι των ΗΠΑ έχουν συνδέσει ρητά την συνεχιζόμενη παρουσία των ΗΠΑ με την αντιμετώπιση του Ιράν˙ στο Ιράκ, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν η εύθραυστη κυβέρνηση που τώρα εξαρτάται από στενούς δεσμούς με την Τεχεράνη να κόψει αυτούς τους δεσμούς˙ στην Υεμένη, όπου η διοίκηση, αψηφώντας την βούληση του Κογκρέσου, έχει αυξήσει την υποστήριξη στον υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας συνασπισμό˙ και στον Λίβανο, όπου έχει προσθέσει κυρώσεις στην Χεζμπολάχ.

Το Ιράν επέλεξε επίσης να αντιμετωπίσει την περιοχή ως καμβά του. Εκτός από το ξεφλούδισμα της συμμόρφωσής του προς την πυρηνική συμφωνία, έχει καταλάβει δεξαμενόπλοια στον Κόλπο˙ κατέρριψε ένα αμερικανικό drone˙ και, εάν οι ισχυρισμοί των ΗΠΑ θεωρηθούν πιστευτοί, χρησιμοποίησε σιιτικές πολιτοφυλακές για να απειλήσουν τους Αμερικανούς στο Ιράκ, επιτέθηκε σε εμπορικά σκάφη στα στενά του Ορμούζ και έπληξε τις πετρελαιοπηγές της Σαουδικής Αραβίας. Τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους, όταν κατερρίφθη το drone και ο Τραμπ σκέφτηκε στρατιωτικά αντίποινα γι’ αυτό [9], το Ιράν προειδοποίησε γρήγορα το Κατάρ, την Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ ότι θα αποτελούσαν δικαιολογημένο στόχο αν έπαιζαν κάποιον ρόλο στην ενεργοποίηση μιας επίθεσης από τις ΗΠΑ. (Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι το φαινόμενο του ντόμινο θα είχε τελειώσει εκεί˙ το Ιράκ, το Ισραήλ, ο Λίβανος και η Συρία θα μπορούσαν κάλλιστα να προσελκυστούν στις επακόλουθες εχθροπραξίες). Και στην Υεμένη, οι Χούθι έχουν εντείνει τις επιθέσεις τους εναντίον σαουδαραβικών στόχων, οι οποίοι μπορεί ή μπορεί και να μην είναι υποκινούμενοι από το Ιράν -αν και, τουλάχιστον, είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν εγείρουν αντιρρήσεις από την Τεχεράνη. Οι ηγέτες των Χούθι με τους οποίους μίλησα στην Σαναά, την πρωτεύουσα της Υεμένης, αρνήθηκαν ότι ενεργούν κατόπιν εντολών του Ιράν, ωστόσο πρόσθεσαν ότι θα ένωναν αναμφίβολα τις δυνάμεις τους με το Ιράν σε έναν πόλεμο εναντίον της Σαουδικής Αραβίας, εάν η δική τους σύγκρουση με το βασίλειο συνεχιζόταν. Εν ολίγοις, οι πολιτικές της κυβέρνησης Trump, για τις οποίες η Ουάσιγκτον ισχυρίστηκε ότι θα μετρίαζαν την συμπεριφορά του Ιράν και θα επετύγχαναν μια πιο αυστηρή πυρηνική συμφωνία, ώθησαν την Τεχεράνη να εντείνει τις περιφερειακές της δραστηριότητες και να αγνοήσει ορισμένους από τους περιορισμούς της υπάρχουσας πυρηνικής συμφωνίας. Αυτό φτάνει στην αντίφαση που βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών του προέδρου στη Μέση Ανατολή: Κάνουν πιθανότερη ακριβώς την στρατιωτική αντιπαράθεση που είναι αποφασισμένος να αποφύγει.

ΤΙ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΡΑ

Μια περιφερειακή ανάφλεξη είναι μακράν του να είναι αναπόφευκτη˙ κανένα από τα μέρη δεν θέλει μια, και μέχρι στιγμής, όλα έχουν δείξει ως επί το πλείστον την ικανότητά τους να βαθμονομούν τις ενέργειές τους έτσι ώστε να αποφεύγεται η κλιμάκωση. Αλλά ακόμη και η συντονισμένη δράση μπορεί να έχει ακούσιες, υπερμεγέθεις επιπτώσεις, δεδομένων των περιφερειακών δυναμικών. Μια άλλη ιρανική επίθεση στον Κόλπο [10]. Ισραηλινή επίθεση στο Ιράκ ή την Συρία που ξεπερνά μια ασαφή ιρανική κόκκινη γραμμή. Ένας πύραυλος των Χούθι που σκοτώνει πάρα πολλούς Σαουδάραβες ή Αμερικανούς και μια απάντηση που, αυτή την φορά, στοχεύει στην υποτιθέμενη ιρανική πηγή. Μια σιιτική πολιτοφυλακή που σκοτώνει έναν Αμερικανό στρατιώτη στο Ιράκ. Ένα ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα που, τώρα μη δεσμευμένο από τους περιορισμούς της πυρηνικής συμφωνίας, υπερβαίνει το επίπεδο ανοχής του Ισραήλ ή των Ηνωμένων Πολιτειών. Κάποιος μπορεί εύκολα να φανταστεί πώς οποιοδήποτε από αυτά τα περιστατικά θα μπορούσε να εξαπλωθεί πέρα από τα όρια, με κάθε πλευρά να ψάχνει για την αρένα στην οποία το συγκριτικό πλεονέκτημά της είναι μεγαλύτερο.

Με αυτούς τους συνεχιζόμενους κινδύνους, η συζήτηση σχετικά με τον βαθμό στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αποστασιοποιηθούν από την περιοχή και να μειώσουν το στρατιωτικό τους αποτύπωμα είναι σημαντική, αλλά κάπως εκτός θέματος. Σε περίπτωση που ξεδιπλωθεί κάποιο από αυτά τα σενάρια, οι Ηνωμένες Πολιτείες σχεδόν σίγουρα θα βρεθούν να σύρονται εντός, είτε είχαν κάνει είτε όχι την στρατηγική επιλογή να βγουν εκτός της Μέσης Ανατολής.

Το πιο επακόλουθο ερώτημα, επομένως, είναι το είδος της Μέσης Ανατολής στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν εμπλεκόμενες ή απεμπλεγμένες. Μια πολωμένη περιοχή με τεμνόμενες ρήξεις, όπου οι τοπικές διαφορές αποκτούν πάντοτε ευρύτερη σημασία, θα παραμείνει σε διαρκή κίνδυνο ανάφλεξης και συνεπώς να εμπλέξει τις Ηνωμένες Πολιτείες με τρόπους που θα αποδειχθούν πολυδάπανοι και εξουθενωτικοί. Η αποκλιμάκωση των εντάσεων δεν είναι κάτι που η χώρα μπορεί να κάνει μόνη της. Ωστόσο, κατ’ ελάχιστον, μπορεί να σταματήσει να επιδεινώνει αυτές τις εντάσεις και, χωρίς να τις εγκαταλείψει ή να τις αποφύγει, να αποφύγει να δώσει στους συνεργάτες της «λευκή επιταγή» ή να ενεργοποιήσει τις πιο φιλοπόλεμες δράσεις τους. Αυτό θα σήμαινε τον τερματισμό της υποστήριξης των ΗΠΑ στον πόλεμο στην Υεμένη και της πίεσης στους συμμάχους τους για να φέρουν την σύγκρουση σε ένα τέλος. Αυτό θα σήμαινε να βάλουν στο ράφι τις προσπάθειές τους για καταστροφή της οικονομίας του Ιράν, να επανενταχθούν στην πυρηνική συμφωνία και, στην συνέχεια, να διαπραγματευθούν μια πιο περιεκτική συμφωνία. Θα σήμαινε να διακόψουν την τιμωρητική εκστρατεία εναντίον των Παλαιστινίων και να εξετάσουν νέους τρόπους τερματισμού της ισραηλινής κατοχής. Στην περίπτωση του Ιράκ, αυτό θα σήμαινε να μην αναγκάζουν πλέον την Βαγδάτη να διαλέξει πλευρά μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσιγκτον. Και όσον αφορά τον ιρανο-σαουδαραβικό ανταγωνισμό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τα δύο μέρη να εργαστούν για μετριοπαθή μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης –για την ασφάλεια στην θάλασσα, την προστασία του περιβάλλοντος, την πυρηνική ασφάλεια και την διαφάνεια γύρω από στρατιωτικές ασκήσεις– πριν προχωρήσουν στον πιο φιλόδοξο στόχο της καθιέρωσης μιας νέας, χωρίς αποκλεισμούς περιφερειακής αρχιτεκτονικής που θα άρχιζε να αντιμετωπίζει τα προβλήματα ασφάλειας αμφοτέρων των χωρών.

Μια διοίκηση που θα σκοπεύει να ακολουθήσει αυτή την τροχιά δεν θα ξεκινήσει από το μηδέν. Πρόσφατα, ορισμένα κράτη του Κόλπου –με ηγέτη μεταξύ αυτών τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα- έκαναν δοκιμαστικά βήματα για να προσεγγίσουν το Ιράν σε μια προσπάθεια μείωσης των εντάσεων. Είδαν τους αυξανόμενους κινδύνους μιας περιφερειακής κρίσης να ξεφεύγουν από τον έλεγχο, και αναγνώρισαν το δυνητικό κόστος τους. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει επίσης να κάνει το ίδιο, πριν να είναι πολύ αργά.

Στα αγγλικά:  

Σύνδεσμοι:

By Robert Malley
Ο ROBERT MALLEY είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του International Crisis Group. Κατά την διάρκεια της διοίκησης Ομπάμα, υπηρέτησε ως Ειδικός Βοηθός του Προέδρου, Συντονιστής του Λευκού Οίκου για τη Μέση Ανατολή, και Ανώτερος Σύμβουλος για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους.

*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 64 (Ιούνιος - Ιούλιος 2020) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.


27/08/2020