Η ενθυλάκωση του θεσμού της ΕΕ και η ανύπαρκτη δημοκρατία.




 Η ενθυλάκωση του θεσμού της ΕΕ 
και η ανύπαρκτη δημοκρατία.

Οι ομάδες συμφερόντων διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο σε όλα τα πολιτικά συστήματα, όπου οι ιδιωτικές οργανώσεις εκπροσωπούν την «κοινωνία πολιτών» στη διαδικασία χάραξης πολιτικής.

Βασική παραδοχή είναι ότι, για κάθε ομάδα εκπροσώπησης συμφερόντων που πιέζει από τη μια πλευρά, μια άλλη ομάδα θα εμφανιστεί στην αντίθετη πλευρά, ώστε να υπάρχει πάντα αντιστάθμιση στην εκπροσώπηση συμφερόντων, η οποία θα οδηγεί σε ισορροπία.

Για παράδειγμα, οι περιβαλλοντικές ομάδες θα έπρεπε να έχουν ίση επιρροή στους κυβερνητικούς αξιωματούχους με την ομάδα πίεσης των βιομηχάνων. Όταν ισχύει αυτό, για να προαχθεί το «δημόσιο συμφέρον», οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι πρέπει να ενεργούν μόνο ως ουδέτεροι διαιτητές στο παιχνίδι των ομάδων συμφερόντων. Το παραπάνω προϋποθέτει ότι οι αντίπαλες ομάδες έχουν ίση πρόσβαση στην εξουσία το οποίο αποτελεί μια το λιγότερο αφελής υπόθεση. 

Τα «συγκεντρωμένα συμφέροντα», τα οποία εκπροσωπούν συμφέροντα συγκεκριμένων μικρών ομάδων, είναι πιο ικανά να οργανωθούν από τα «διάχυτα συμφέροντα», τα οποία εκπροσωπούν τα συμφέροντα της σύνολης κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι η άνιση πρόσβαση στην πολιτική εξουσία, ο προσεταιρισμός των κρατικών αξιωματούχων από ομάδες με περισσότερους πόρους, και τέλος αποφάσεις που ωφελούν συγκεκριμένα συμφέροντα σε βάρος της κοινωνίας.

Ο αριθμός των ιδιωτών και των ομάδων που επιδιώκουν να επηρεάσουν τη διαδικασία των πολιτικών στην ΕΕ έχει αυξηθεί δραματικά από τη δεκαετία του 1980. Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980 υπήρχαν μέχρι και 500 ομάδες συμφερόντων με γραφεία στις Βρυξέλλες, αλλά αυτός ο αριθμός είχε τριπλασιαστεί έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Με βάση δημοσιευμένα δεδομένα από αξιόπιστες πηγές (Greenwood, 2002), σχεδόν τα δύο τρίτα των 1.450 «επίσημων» ομάδων συμφερόντων στην ΕΕ (όπως αναγνωρίζονται από τους θεσμούς της ΕΕ) εκπροσωπούν ιδιωτικά επιχειρηματικά ή βιομηχανικά συμφέροντα. Επιπλέον, υπάρχουν 250 εταιρείες με τμήματα δημόσιων υποθέσεων τα οποία είναι προσανατολισμένα στην άσκηση επιρροής επί της πολιτικής διαδικασίας στην ΕΕ. Επίσης, υπάρχουν 143 εμπορικές εταιρείες «άσκησης πίεσης» και 125 δικηγορικά γραφεία στις Βρυξέλλες.

Τα αυτοπροσδιοριζόμενα «συμβουλευτικά γραφεία δημόσιων υποθέσεων» ειδικεύονται στην κατάρτιση των ομάδων συμφερόντων ως προς την ενωσιακή χάραξη πολιτικής και τη νομοθεσία, καθώς και στην οργάνωση «εκστρατειών υπεράσπισης». Οι πελάτες αυτών των εμπορικών συμβουλευτικών γραφείων είναι κυρίως ατομικές εταιρείες, λειτουργούν δε ως εναλλακτική και πιο άμεση οδός επιρροής των θεσμών της ΕΕ από μέρους των επιχειρήσεων, αντί να αναλαμβάνουν δράση μέσω μιας ευρωπαϊκής κλαδικής ή σωματειακής ένωσης.   

Επίσης, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός επαγγελματικών ενώσεων, οι οποίες εκπροσωπούν ομάδες όπως οι λογιστές, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι εκπαιδευτικοί και οι δημοσιογράφοι, που δεν συντάσσονται σαφώς ούτε με την πλευρά των μεγάλων επιχειρήσεων, ούτε με την πλευρά του «κοσμάκη». Ο καθένας την πάρτη του.

Όσον αφορά τον αριθμό των απασχολουμένων από ομάδες συμφερόντων της ΕΕ υπολογίζονται από 10.000 μέχρι 30.000. Βάσιμος δείκτης του επιπέδου δραστηριότητας των ομάδων συμφερόντων στις Βρυξέλλες είναι οι 3.400 άδειες που εκδίδονται(!) ετησίως από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε εξωτερικά συμφέροντα. Αν δεχτούμε ότι οι άδειες αυτές παραχωρούνται μόνο σε άτομα τα οποία εμπλέκονται ενεργά στην εποπτεία και στην άσκηση πίεσης επί των θεσμών της ΕΕ, τότε θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο αριθμός των ανθρώπων που προσπαθούν να επηρεάσουν την πολιτική της ΕΕ έξωθεν ισούται περίπου με τον αριθμό των ανθρώπων που χαράσσουν ενεργά πολιτικές στο εσωτερικό των θεσμών της ΕΕ.

Μια έρευνα σε περισσότερους από 224 επιχειρηματικούς ομίλους στις Βρυξέλλες στα μέσα της δεκαετίας του 1990 αποκάλυψε ότι η πλειονότητα των ομίλων αυτών είχε ετήσιο κύκλο εργασιών πάνω από 100.000 ευρώ. Πολλοί επιχειρηματικοί όμιλοι είναι εθνικοί συνεταιρισμοί, γραφεία ατομικών εταιρειών ή κλαδικών ευρωπαϊκών συνδέσμων. 

Ωστόσο, υπάρχει επίσης μια σειρά ισχυρών διακλαδικών ενώσεων όπως για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Στρογγυλή Τράπεζα Βιομηχάνων (ERT, European Round Table for Industry) η οποία απαρτίζεται από τους διευθυντές κάποιων από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρείες. Ιδρύθηκε το 1983 από μια επίλεκτη ομάδα διευθυντικών στελεχών μερικών από τις μεγαλύτερες εταιρείες της Ευρώπης. Οι εταιρείες γίνονται μέλη μόνο κατόπιν πρόσκλησης, ενώ το 2004 απαρτιζόταν από 45 εταιρείες σε ένα μεγάλο φάσμα τομέων, με συνολικό κύκλο εργασιών πάνω από 850.000.000.000 ευρώ και πάνω από 4.000.000 απασχολούμενους ανά τον κόσμο. Τα μέλη της ERT είναι «οι μεγάλοι και τρανοί» του ευρωπαϊκού επιχειρηματικού κόσμου.

Από την ίδρυση της ενιαίας αγοράς, τα μέλη της έχουν διατηρήσει προσωπικές επαφές υψίστου πολιτικού επιπέδου στις εθνικές πρωτεύουσες και στις Βρυξέλλες, και ως εκ τούτου βρίσκονται σε προνομιούχο θέση να υποστηρίξουν τις επιχειρήσεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Από τη δεκαετία του 1980 η ERT συμβλήθηκε με την AMCHAM-EU και τη UNICE, σχηματίζοντας τη «μεγαλύτερη επιχειρηματική τρόικα», ενώ τη δεκαετία του 1990 αποτέλεσε τον βασικό συντελεστή στη δημιουργία παγκόσμιων επιχειρηματικών δικτύων, όπως ο Διατλαντικός Επιχειρηματικός Διάλογος, στον οποίο συμμετέχουν γενικοί διευθυντές από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον Καναδά.

Ωστόσο, αυτή η εικόνα των επιχειρηματικών συμφερόντων που αγωνίζονται από κοινού προκειμένου να κατευθύνουν τις πολιτικές της ΕΕ αποκρύπτει το γεγονός ότι οι ατομικές επιχειρήσεις που επιδιώκουν να ικανοποιήσουν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα είναι αυτές που βρίσκονται στην καρδιά του συστήματος των ομάδων πίεσης στις Βρυξέλλες. Οι ατομικές εταιρείες, είτε εθνικές είτε πολυεθνικές είτε μη ευρωπαϊκές, συμμετέχουν σε οργανισμούς-ομπρέλα μόνο αν τα οφέλη είναι μεγαλύτερα από το κόστος της συμμετοχής. Η αύξηση της συμμετοχής αυτών των διακλαδικών οργανισμών υποδηλώνει ότι είναι ικανοί να παραγάγουν αποτελέσματα, δηλαδή ευρωπαϊκές πολιτικές οι οποίες προάγουν τα συμφέροντα των ατομικών εταιρειών. Ωστόσο, οι ατομικές εταιρείες έχουν επίσης αναπτύξει δικές τους επεξεργασμένες στρατηγικές για την άσκηση πίεσης.

Προκειμένου να μάθει πώς επηρεάζουν τη χάραξη πολιτικής οι εταιρείες, ο David Coen (1997, 1998) διεξήγαγε μια έρευνα σε 300 εταιρείες για να επιβεβαιώσει πώς κατένειμαν τους πόρους τους για την επιρροή επί της ευρωπαϊκής πολιτικής διαδικασίας. Τα στοιχεία αποκάλυψαν ότι έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι εταιρείες απέδωσαν περίπου ίσους πόρους στις ευρωπαϊκές και στις εθνικές ενώσεις.

Το κυριότερο όμως είναι ότι οι ατομικές εταιρείες έχουν αυξήσει δραματικά τις προσωπικές τους επαφές με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όσον αφορά τις στρατηγικές που παρήγαγαν τις υψηλότερες αποδόσεις, η άμεση προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σίγουρα κατέχει την πρώτη θέση. Ιδιωτικοί σύμβουλοι προσλαμβάνονταν για να παράσχουν ειδικές πληροφορίες και υπηρεσίες εποπτείας συμπληρωματικά προς την άμεση πολιτική δράση των ατομικών εταιριών.

Με λίγα λόγια, τα επιχειρηματικά συμφέροντα και οι ιδιοκτήτες κεφαλαίου εκπροσωπούνται σε μεγάλο βαθμό στην ευρωπαϊκή πολιτική διαδικασία. Η ρύθμιση της αγοράς στο ευρωπαϊκό επίπεδο συνιστά ένα ισχυρό κίνητρο διάθεσης πολύτιμων πόρων από μέρους των εταιρειών προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματα των πολιτικών δεν θα ζημιώσουν τα συμφέροντά τους. Επιπλέον, οι ατομικές εταιρείες επεξεργάζονται ολοένα πιο σύνθετες στρατηγικές πίεσης, χρησιμοποιώντας πολλαπλούς διαύλους και διαφοροποιώντας τις δαπάνες τους για τις δημόσιες υποθέσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διείσδυση των επιχειρηματικών συμφερόντων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στη χάραξη της ευρωπαϊκής πολιτικής.

Για παράδειγμα, στον περιβαλλοντικό τομέα 8 ομάδες απαρτίζουν τις αποκαλούμενες «Περιβαλλοντικές μη Κυβερνητικές Οργανώσεις G8»: Το Ευρωπαϊκό Γραφείο Περιβάλλοντος (ΕΕΒ), το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (WWF), οι Φίλοι της Γης Ευρώπης (FoEE), η Greenpeace, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία για τις Μεταφορές και το Περιβάλλον (Τ&Ε), η Διεθνής της Ζωής των Πτηνών, το Κλιματικό Δίκτυο Ευρώπη (CNE) και η Διεθνής των Φίλων της Φύσης (INF). Οι ομάδες αυτές συνολικά απασχολούν πάνω από 70 άτομα ως προσωπικό πλήρους απασχόλησης και ισχυρίζονται ότι έχουν 20.000.000 μέλη. 

Ένας μεγάλος αριθμός «κοινωνικών μη κυβερνητικών οργανώσεων» (ΜΚΟ) εκπροσωπούν ένα ευρύ φάσμα άλλων «δημοσίων συμφερόντων». Για παράδειγμα, υπάρχουν τουλάχιστον 12 ομάδες οι οποίες συναρθρώνουν τις επιμέρους ΜΚΟ με παρεμφερή συμφέροντα: Η Ένωση Οργανώσεων Εθελοντικών Υπηρεσιών (AVSO), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εθελοντικών Οργανώσεων (CEDAG), το Κέντρο μη Κερδοσκοπικών Οργανώσεων (CENPO), το Συνδυασμένο Ευρωπαϊκό Γραφείο για την Κοινωνική Ανάπτυξη (CEBSD), η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Δράσης Πολιτών (ECAS), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ιδρυμάτων (EFC), η Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα Κοινωνικών ΜΚΟ, η Ευρωπαϊκή Στρογγυλή Τράπεζα Κοινωφελών Ενώσεων Κοινωνικής Πρόνοιας (ETWELFARE), το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Κοινωνικής Δράσης (ESAN), το Διεθνές Συμβούλιο για την Κοινωνική Πρόνοια (ICSW), η SOLIDAR και η Voloneurope. Πολλές από αυτές τις οργανώσεις είναι οι ίδιες ομοσπονδίες ομοσπονδιών. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα Κοινωνικών ΜΚΟ συγκεντρώνει 39 ομοσπονδίες, δίκτυα και συμβούλια «δημοσίου συμφέροντος» σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ένας ψιλοχαμούλης δηλαδή.

Η βασική πηγή ισχύος και επιρροής αυτών των δημοσίων συμφερόντων είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρακτικά όλες οι ομάδες στις Βρυξέλλες για το περιβάλλον, την προστασία των καταναλωτών και άλλα «δημόσια συμφέροντα» αντλούν τη βασική χρηματοδότησή τους από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, μέσω διάφορων γενικών διευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Για παράδειγμα, το 2002 οι περιβαλλοντικές οργανώσεις έλαβαν συνολικά 6.500.000 ευρώ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ οι ομάδες καταναλωτών έλαβαν 1.600.000 ευρώ. Άλλο παράδειγμα επιδότησης κοινωνικής ΜΚΟ ήταν τα 7.000.000 ευρώ που δαπάνησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 1999 για τους ακτιβιστές του αντιρατσισμού, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων διοχετεύτηκε μέσω ομάδων συμφερόντων στο ευρωπαϊκό επίπεδο.

Εν περιλήψει, από τις απαρχές του σχεδίου της ενιαίας αγοράς οι Βρυξέλλες έχουν γίνει περισσότερο σαν την Ουάσιγκτον παρά σαν τις περισσότερες εθνικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες από την άποψη του όγκου και της έντασης της ιδιωτικής άσκησης πίεσης επί της πολιτικής διαδικασίας. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της δραστηριότητας πραγματοποιείται από ατομικές εταιρείες και εθνικές και ευρωπαϊκές ενώσεις οι οποίες εκπροσωπούν επιχειρηματικά συμφέροντα.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πάσχει σε μεγάλο βαθμό από την έλλειψη στελεχών και στηρίζεται στους αξιωματούχους και τους εκπροσώπους των εθνικών εκλογικών σωμάτων – όπως οι κορυφαίες εθνικές ενώσεις επιχειρηματικών ή επαγγελματικών ομάδων – για την παροχή γνώσης και πληροφοριών σχετικά με τα υφιστάμενα εθνικά καθεστώτα και συμφέροντα πολιτικής. Επιπλέον, η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνιστά μια πολυεθνική γραφειοκρατία με ανώτερους αξιωματούχους οι οποίοι συνδέονται με τα συγκεκριμένα εθνικά εκλογικά σώματα και ομάδες συμφερόντων. Το αποτέλεσμα είναι μια εν εξελίξει διαπραγματευτική διαδικασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των εκπροσώπων κρατικών και μη κρατικών εθνικών συμφερόντων. Το αλισβερίσι, το μπαξίσι και το ρουσφέτι κτυπάνε κόκκινο δηλαδή.
Από την πλευρά της ζήτησης, τα δημόσια και τα ιδιωτικά συμφέροντα στην Ευρώπη έχουν αντιμετωπίσει ένα μετασχηματισμό των οικονομικών και πολιτικών θεσμών από τη δεκαετία του 1960.

Το αποτέλεσμα ήταν οι επιχειρήσεις να αναγκαστούν να γίνουν πολυεθνικές προκειμένου να επιβιώσουν. Συνέπεια αυτής της διαδικασίας είναι η παραγωγή νέων σχέσεων μεταξύ οικονομικών και κυβερνητικών δρώντων. Οι πολυεθνικές εταιρείες ενδιαφέρονται λιγότερο για τη διασφάλιση της εθνικής προστασίας των προϊόντων και των αγορών τους και περισσότερο για τη διασφάλιση διεθνικών πολιτικών οι οποίες θα τους δώσουν τη δυνατότητα να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους. Αντί να ασκούν πίεση για εθνική προστασία, οι εταιρείες ασκούν ολοένα περισσότερη πίεση σε πολιτικούς και ελεγκτές για την εξασφάλιση νεοφιλελεύθερων και απορρυθμιστικών πολιτικών.

Το σύστημα της εκπροσώπησης συμφερόντων στο ευρωπαϊκό επίπεδο είναι σύνθετο και πυκνό. Τα επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία έχουν περισσότερα κίνητρα και πολύ μεγαλύτερους οικονομικούς και πολιτικούς πόρους από τα δημόσια συμφέροντα, διαθέτουν ιδιαίτερη δυνατότητα να παίξουν στο παιχνίδι των Βρυξελλών. Εκ πρώτης όψεως η πολιτική των ομάδων συμφερόντων στο ευρωπαϊκό επίπεδο με αυτό τον τρόπο μοιάζει με πρωτόγονο πλουραλισμό, κατά τον οποίο δεν υπάρχει σπουδαία αντισταθμιστική δύναμη για να εμποδίσει τη χειραγώγηση της πολιτικής διαδικασίας από τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου. Χωρίς συνεκτική ευρωπαϊκή πολιτική που θα προωθούσε τα ευρύτερα δημόσια συμφέροντα, τα διάχυτα συμφέροντα θα αγωνίζονται πάντα να ανταγωνιστούν το επιχειρηματικό λόμπι, το οποίο είναι πολύ καλύτερα οργανωμένο και διαθέτει περισσότερους πόρους.

Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι η Ευρώπη εξουσιάζεται από μια συμμαχία μεγάλων επιχειρήσεων, μιας επιχειρηματικής ολιγαρχίας δηλαδή, που καταδυναστεύει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες με αποτέλεσμα οποιαδήποτε δικτυωμένη ομάδα συμφερόντων να μπορεί να εμποδίσει μια πολιτική πρωτοβουλία που προάγει το συλλογικό συμφέρον. Μια έρευνα που διεξήγαν οι Corporate Europe Observatory και LobbyControl αναδεικνύει ακριβώς αυτή τη σχέση διαπλοκής μεταξύ των επιχειρηματικών ομίλων και των ευρωπαϊκών θεσμών. Η μελέτη αναδεικνύει τη στενότατη σχέση της κυβέρνησης Μέρκελ με τα βιομηχανικά λόμπι αλλά και τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή. 

Η εν λόγω μελέτη, υπό τον τίτλο “Tainted Love”, επισημαίνει πως παρότι η Γερμανία υπερηφανεύεται για τις προσπάθειές της για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Κι αυτό γιατί η συνεχής και αδιάλειπτη στήριξη για τις βιομηχανίες αυτοκινήτων, φυσικού αερίου, χημικών και αλιείας, ακυρώνουν τον ισχυρισμό περί πρωταθλήτριας χώρας στη μάχη για το περιβάλλον.

Την ίδια ώρα, όπως τονίζεται στη μελέτη, κεντρικό ρόλο στη χάραξη στρατηγικής της γερμανικής κυβέρνησης διαδραματίζει το υπουργείο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων υπό τον Πέτερ Αλτμάιερ, ο οποίος μόνο για τις περιβαλλοντικές τους ευαισθησίες δεν δείχνει να διακρίνεται. Είναι χαρακτηριστικό πως τόσο το υπουργείο όσο και ο ίδιος ο Αλτμάιερ προσωπικά έχουν παρέμβει πολλές φορές για την εξυπηρέτηση επιχειρηματικών συμφερόντων και μάλιστα εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος.

Παράλληλα, το κριτήριο λήψης αποφάσεων από τη γερμανική κυβέρνηση τόσο στις εγχώριες όσο και στις υποθέσεις της ΕΕ επικεντρώνεται έντονα στη διατήρηση του πλεονάσματος εξαγωγών, παρά τις αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία. Έτσι ερμηνεύεται και η απόλυτη στήριξη στις απαιτήσεις εταιριών, όπως η Bayer και Barf ή και μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών, σχετικά με διάφορες πτυχές χάραξης πολιτικής, μεταξύ των οποίων και τα ζητήματα φορολόγησης.

Μια αρκετά καλή εικόνα σχετικά με τον τρόπο επιρροής των λόμπι στα κέντρα λήψης αποφάσεων της ΕΕ έρχεται μέσα από την έρευνα του Corporate Europe Observatory με τίτλο "In the name of innovation”, σχετικά με τις πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στον τομέα της βιοτεχνολογίας, έχοντας συμπράξει με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Στα χαρτιά στόχος είναι η ανάπτυξη ερευνών για την προώθηση «πράσινων» λύσεων στη βιομηχανία, όπως η παραγωγή βιομάζας, δηλαδή βιολογικής ύλης κυρίως προερχόμενης από τη βιομηχανική διαδικασία, στους τομείς της αγροκαλλιέργειας και της δασοκομίας και η οποία κατά 86% βρίσκεται στις τροπικές και τις ημιτροπικές περιοχές του πλανήτη. Όπως αποδεικνύεται όμως, αυτές οι πρακτικές δεν επιφέρουν θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα αφού οδηγούν σε αποψίλωση δασών, μονοκαλλιέργειες και αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα. Ακόμη, πλήθος επίμαχων μελετών, που εκπονούνται έπειτα από διαδικασία λόμπινγκ των πολυεθνικών, έχουν αντικείμενο την ευνοϊκότερη αντιμετώπισή τους από τις ρυθμιστικές αρχές προκειμένου να πωληθούν πιο εύκολα τα προϊόντα τους.

Σύμφωνα με τη μελέτη, το 2014 συστάθηκε η κοινή επιχείρηση των βιοβασιζόμενων βιομηχανιών (BBI), η οποία προέκυψε - όπως επισημαίνεται - έπειτα «από μια μακρά εκστρατεία λόμπι, ειδικά από τις βιομηχανίες της βιοτεχνολογίας, της δασοκομίας και των χημικών». Αυτή η σύμπραξη στηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να υλοποιηθεί η στρατηγική της ΕΕ για τη βιοοικονομία. Η BBI έπρεπε να λάβει 975 εκατ. ευρώ από την ΕΕ. Ο προϋπολογισμός του προγράμματος που δημιουργήθηκε το 2014 και θα λειτουργήσει τουλάχιστον μέχρι το 2024 ανέρχεται συνολικά σε 3,7 δισ. δολάρια (3,3 δισ. ευρώ). 

Το κεντρικό λοιπόν ζήτημα που αφορά την ΕΕ και σε αυτό που συμβαίνει σήμερα, είναι το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα της Ευρώπης είναι ατελές και σε επίπεδο Ένωσης, αλλά και υστερεί ακόμη και σε σχέση με τα πολιτικά συστήματα των κρατών. Είναι δηλαδή μια αυστηρή ολιγαρχία που εμπνέεται περισσότερο από την απειθαρχία, δεν έχει καμία εκλογική νομιμοποίηση και επομένως, ένα σύστημα το οποίο λειτουργεί και σκέπτεται ως ξένο σώμα προς την κοινωνία.

Τι λείπει από την ΕΕ περισσότερο από όσο λείπει στο εσωτερικό των κρατών; Οι κοινωνίες. Οι κοινωνίες δεν υπάρχουν ούτε σε επίπεδο πολιτικών της ΕΕ ούτε σε επίπεδο εκλογικής νομιμοποίησης του πολιτικού προσωπικού, το οποίο ξέρουμε επίσης ότι νομοθετεί και κυβερνά όπως ένας απολυταρχικός άρχων και βεβαίως, η βούληση της κοινωνίας θεωρείται ένα παράδοξο για όποιον το επικαλεστεί. To ερώτημα που εγείρεται λοιπόν είναι: ποια Ευρώπη μπορεί να φανταστεί κανείς για το μέλλον και κυρίως τι μπορεί να σημαίνει "εμβάθυνση της Ευρώπης". Διότι αν "εμβάθυνση της Ευρώπης" εννοούν κάποιοι τη συγκέντρωση περισσοτέρων εξουσιών στο κέντρο, τότε θα οδηγηθούμε σε πιο μεγάλης διάρκειας κρίση στην Ευρώπη και σε διαλυτικά φαινόμενα. Εάν εννοήσουμε "εμβάθυνση της Ευρώπης" την ενσωμάτωση του σκοπού των κοινωνιών ως σκοπού της ΕΕ - και όχι του σκοπού των αγορών που επέβαλε ο ηγετικός πυρήνας της Ευρώπης για να ηγεμονεύει - και εάν θεσμικά κατοχυρωθεί η παρουσία των κοινωνιών στους πολιτικούς θεσμούς, τότε μπορούμε να ελπίζουμε σε μια Ευρώπη με ισορροπίες και σε έναν σχετικό εκδημοκρατισμό στο μέλλον. 

Αυτό λοιπόν, πρέπει να το αντιληφθούμε και να βρούμε την αιτία. Η αιτία είναι ακριβώς, ότι το σημερινό πολιτικό σύστημα παρόλο που οι διάφοροι ολιγάρχες ντρέπονται να το πουν και το αποκαλούν δημοκρατικό είναι αυστηρά μια μοναρχεύουσα ολιγαρχία πρώιμου τύπου, η οποία δίνει το συντριπτικό πλεονέκτημα στις αποφάσεις στις αγορές, δηλαδή στους ολιγάρχες, αγνοώντας τις κοινωνίες και τη βούλησή τους διότι οι κοινωνίες πολύ απλά είναι ιδιώτες. Αν εσείς είστε στο σπίτι σας όπως και εγώ και δεν μετέχετε στις αποφάσεις, είναι προφανές ότι και σε επίπεδο εθνικό και σε επίπεδο ΕΕ οι αποφάσεις θα παρθούν προς το συμφέρον εκείνων οι οποίοι είναι κοντά στο σύστημα της εξουσίας και στα κέντρα αποφάσεων.

Διότι η κοινωνίες είναι ο πρωταρχικός εχθρός των ηγετικών πυρήνων της Ένωσης. Τις θέλουν ιδιώτη και μακριά από τα κέντρα λήψεως των αποφάσεων. Κάντε μία προβολή σκέψης και διερωτηθείτε ποιες θα ήταν οι αποφάσεις των κρατών και ποιες θα ήταν οι αποφάσεις της ΕΕ αν χρειαζόταν με έναν τρόπο να ερωτηθεί η κοινωνία για το αν συμφωνεί με τις αποφάσεις αυτές (η όποια κοινωνία, το σύνολο των ευρωπαϊκών κοινωνιών). Αυτό είναι λοιπόν το κεντρικό πρόβλημα. Περιορισμός ελευθεριών και απουσία οποιασδήποτε επιρροής σε επίπεδο λήψεως των πολιτικών αποφάσεων. Με άλλα λόγια, οι κοινωνίες δεν είναι και δε θεωρούνται αιτία ύπαρξης των πολιτικών της Ευρώπης, αλλά το αντίθετο. Είναι τα υποζύγια αυτών οι οποίοι έχουν συμφέροντα και θέλουν να υφαίνουν σχέσεις ηγεμονίας.

Δεν πρόκειται για έλλειμμα δημοκρατίας, πρόκειται για ανυπαρξία δημοκρατίας. Διότι αν ήταν έλλειμμα, θα σήμαινε ότι κατά ένα μέρος υπάρχει δημοκρατία. Αλλά, δημοκρατία σημαίνει να κυβερνάει η κοινωνία των πολιτών. Ξέρετε εσείς καμία κοινωνία των πολιτών που συμμετέχει έστω κατά μικρόν στις αποφάσεις; Αυτό που ισχύει είναι ότι, εντολέας και εντολοδόχος είναι ο εκάστοτε πρωθυπουργός μιας χώρας και, εντολέας και εντολοδόχος στην ΕΕ είναι ο κύριος Γιούνκερ και κάθε άλλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δεν έχει καν εκλογική νομιμοποίηση αλλά έχει το δικαίωμα να ψηφίζει νόμους και να κυβερνάει όπως ένας απολυταρχικός άρχοντας. Αυτό, κατά τι μπορεί να έχει ψήγματα δημοκρατίας; Ούτε καν αντιπροσώπευσης. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται, οι πολιτικές που ακολουθούνται, είναι πολιτικές των αγορών, που σημαίνει των ελίτ και των ολιγαρχικών συμφερόντων. Είναι πολύ απλό. Όταν θα πάτε στην ΕΕ και θα θέσετε το ερώτημα που θα έχει να κάνει με το συμφέρον των κοινωνιών, θα σας πουν ότι είστε ακραίος και επικίνδυνος.

Παραπομπές
1. van Apeldoorn B. (2002) The European Round Table of Industrialists: Still a Unique Player?. In: Greenwood J. (eds) The Effectiveness of EU Business Associations. Palgrave Macmillan, London.
2. David Coen (1997) The evolution of the large firm as a political actor in the European Union, Journal of European Public Policy, 4:1, 91-108, DOI: 10.1080/135017697344253.
3. David Coen. (1998). The European Business Interest and the Nation State: Large-Firm Lobbying in the European Union and Member States. Journal of Public Policy, 18(1), 75-100.
4. Greenwood, J. 2002. Inside the EU Business Associations. London: Palgrave.
5. Greenwood, J. 2003. Interest Representation in the European Union. London: Palgrave.
6. Guiraudon, V. 2001. «Weak Weapons of the Weak? Transnational Mobilization around Migration in the European Union», in D. Imig & S. Tarrow (eds), Contentious Europeans: Protest and Politics in an Emerging Polity. Lanham, MD: Rowman & Littlefield.   
7. Lahusen, C. 2002. «Commercial Consultancies in the European Union: The Shape and Structure of Professional Interest Intermediation», in Journal of European Public Policy, 9(5): 695-714.
8. Lahusen, C. 2003. «Moving into the European Orbit: Commercial Consultancies in the European Union», in European Union Politics, 4(2): 191-218.   
9. Marks, G. & D. McAdam, 1996. «Social Movements and the Changing Structure of Political Opportunity in the European Union», in G. Marks, F. W. Scharpf, P. C. Schmitter & W. Streeck (eds), Governance in the European Union. London: Sage.
10. Marks, G. & D. McAdam, 1999. «On the Relationship of Political Opportunities to the form of Collective Action: The Case of the European Union», in D. della Porta, H. Kriesi & D. Rucht (eds), Social Movements in a Globalizing World. London: Routledge.
11. Watson, R. 2002. «Knocking on the Parliament’s Door», in E!Sharp, February: 40-42. 
12. S. Hix, To πολιτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2009.
13. Γιώργος Κοντογιώργης, Οικονομικά συστήματα και ελευθερία, εκδ. Σιδέρης, 2010.

 Γιάννης Βογιατζής
MSc, PhD, Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών 


1/8/2020