Η ελληνική πολυκατοικία, φορέας της δημοκρατικής πόλης.


 Η ελληνική πολυκατοικία, φορέας της δημοκρατικής πόλης.

Έχουμε συνηθίσει να θέτουμε στο στόχαστρο τις πολυκατοικίες των μεγάλων ελληνικών πόλεων, καθώς στα μάτια μας συμβολίζουν τον νεοελληνικό υδροκεφαλισμό, την απώλεια της ιδιαίτερης αστικής αισθητικής, την κυριαρχία του τσιμέντου και της έλλειψης πρασίνου. Ωστόσο, όπως και το άρθρο ευσύνοπτα περιγράφει, ο κοινωνικός χαρακτήρας της πολυκατοικίας είναι αν μη τι άλλο διφορούμενος. Γιατί αν από την μια η επίδρασή του υπήρξε σαρωτική, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα –και εδώ αξίζει να θυμηθούμε τα εξαιρετικά κείμενα του Βακαλόπουλου για την Κυψέλη, που μας το υπενθυμίζουν, από την άλλη σηματοδότησαν έναν (ακόμη) θρίαμβο της ελληνικής μικροϊδιοκτησίας: Στην πολυκατοικία, λοιπόν, θα πρέπει να αποδόσουμε την μαζικοποίηση της αστικής εμπειρίας, που μέχρι πρότινος ήταν αυστηρά ταξικά διαχωρισμένη, μια και το χάσμα πόλης-υπαίθρου ήταν σημαντικό στην ελληνική κοινωνία και οικονομικά και πολιτισμικά. Το κείμενο στέκεται στον ιδιαίτερο τρόπο μέσα από τον οποίον η πολυκατοικία θα επιτελέσει αυτόν τον ρόλο, μιας και οδήγησε όντως σε πόλεις πολύ μεγαλύτερης κοινωνικής ποικιλομορφίας –ταξικής ‘όσμωσης’, θα λέγαμε– από τις αντίστοιχες εμπειρίες πόλεων της Δυτικής Ευρώπης. Άρα, εν τέλει η πολυκατοικία δεν ήταν μόνο όπως θα την θέλαμε οι φίλοι της αποκέντρωσης και της φύσης το ‘απόλυτο κακό’, αλλά ταυτόχρονα λειτούργησε και ως ένας καινοτόμος, κοινωνικά επινοημένος και «από τα κάτω», άτυπος θεσμός που θα παίξει καταλυτικό ρόλο ώστε η πόλη μας να εκδημοκρατιστούν πολύ περισσότερο από εκείνες της Δύσης, που ήθελαν να μοιάσουν. Το κείμενο, ωστόσο, που δημοσιεύουμε εδώ δεν έχει μόνον ιστορική αξία. Η νέα φιλοσοφία των αστικών παρεμβάσεων και αναπλάσεων, που θέλουν τις περιοχές να αποκτούν καταμερισμό και μονομέρεια χρήσεων, σκοτώνουν την ποικιλομορφία που γέννησε η γειτονιά των πολυκατοικιών με τις μεικτές χρήσεις. Γι’ αυτό και το τόσο ιδιαίτερο αποτύπωμα της τοπικής κοινωνίας χάνεται από τα κέντρα των μεγάλων ελληνικών πόλεων σήμερα, και βαδίζουμε σε ‘σκηνικά μπιμπελό’ τα οποία μεροληπτικά διαμορφώνονται για να υπηρετήσουν την τουριστική μονοκαλλιέργεια, και τις ανάγκες της βίαιης διεθνοποίησης…


Πίσω από τον κατά τύχη ανθεκτικό σχεδιασμό 
των αθηναϊκών διαμερισμάτων[1]

Του Feargus O‘Sullivan 

Με μια πρώτη ματιά, η τυπική αθηναϊκή πολυκατοικία δεν μοιάζει να δίνει απαντήσεις σ’ ένα σύνολο προβλημάτων του αστικού σχεδιασμού. Χτισμένα βιαστικά και με μικρό κόστος –από το 1950 μέχρι το 1980– αυτά τα μοντερνιστικά κτίρια κατοικιών πύκνωσαν δρόμο με το δρόμο την αθηναϊκή πρωτεύουσα, ενώ οι επαναλαμβανόμενες σκυροδέσεις τους και οι ατελείωτες σειρές των μπαλκονιών με τις τέντες, δίνουν στην πόλη την εικόνα μιας αξιοσημείωτης συνοχής. Μπορεί να στερούνται της κομψότητας των παλαιότερων νεοκλασικών οικημάτων της Αθήνας, αλλά έχουν συμβάλει στην διαμόρφωση μιας πόλης ζωντανής, κοινωνικά ποικιλόμορφης, και (μέχρι πρόσφατα) οικονομικά προσιτής, όπου οι συνθήκες στέγασης της πλειοψηφίας προσφέρουν σε γενικές γραμμές καλούς όρους διαβίωσης. Για να είμαστε δίκαιοι, ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτά τα κτίρια πέτυχαν όλα αυτά τα πράγματα μάλλον κατά τύχη.

Όταν οι πολυκατοικίες εξαπλώνονταν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Αθήνας, αυτό συνέβη γιατί υπήρχαν μεγάλες στεγαστικές ανάγκες στην πόλη που έπρεπε να καλυφθούν με λίγα χρήματα. Εκείνη την εποχή, τα πλήθη συνέρρεαν στην πρωτεύουσα από την περιφέρεια –ένα πανευρωπαϊκό φαινόμενο που εκδηλώθηκε πιο έντονα στην Ελλάδα εξαιτίας του εμφυλίου που έληξε το 1949, και που προκάλεσε την έξοδο των πληθυσμών μιας εν πολλοίς κατεστραμμένης υπαίθρου. Αυτοί οι νέοι Αθηναίοι είχαν ανάγκη από σπίτια, αλλά το κράτος δεν είχε τους πόρους και την βούληση να κατασκευάσει δημόσιες κατοικίες, ενώ οι τράπεζες δεν παρείχαν τότε παρά ελάχιστα δάνεια.

Για να λύσουν αυτήν την σπαζοκεφαλιά, οι Έλληνες επινόησαν το δικό τους χρηματοδοτικό σύστημα, που το ονόμασαν αντιπαροχή. Σύμφωνα με αυτό οι εργολάβοι μπορούσαν να γλιτώσουν το κόστος αγοράς της γης, με το να παρέχουν μερικά από τα διαμερίσματα που θα κατασκεύαζαν στους ιδιοκτήτες της. «Η καλύτερη μετάφραση του όρου είναι ‘διαμερίσματα αντί γης’, σε μια συναλλαγή αμοιβαίας ωφέλειας», λέει ο Πάνος Δραγώνας, αρχιτέκτονας και καθηγητής του πανεπιστημίου Πατρών. «Μέσω του συστήματος οι ιδιοκτήτες γης παρέδιδαν την ιδιοκτησία τους, και σε αντάλλαγμα έπαιρναν από δύο ως πέντε διαμερίσματα, περίπου, από το ολοκληρωμένο κτίριο, όπου μετέπειτα έμειναν, τα νοίκιαζαν, ή τα πουλούσαν. Ήταν ένα σχήμα οικιστικής ανάπτυξης που δημιουργήθηκε από τα κάτω προς τα πάνω, δεν έγινε μέσω κάποιας νομοθετικής πρωτοβουλίας, αν και η κυβέρνηση πρόσφερε κάποια κίνητρα για τις κατασκευές με την μορφή φοροδιευκολύνσεων».

Για να κρατηθεί το κόστος χαμηλά, οι εργολάβοι υιοθέτησαν ένα μοντερνιστικό κατασκευαστικό σύστημα –το Ντόμινο του Λε Κορμπιζιέ– στο οποίο οι ενισχυμένοι με οπλισμένο σκυρόδεμα πυλώνες του κτιρίου το απελευθέρωσαν από την ανάγκη ύπαρξης εσωτερικής φέρουσας τοιχοποιίας. Έτσι, μπόρεσε να υπάρξει φτηνή μοντέρνα κατοικία στην Αθήνα. Αν και βιομηχανική στην αισθητική της, η πολυκατοικία παρέμενε εντοπισμένη σε παραδοσιακούς δρόμους πυκνών αστικών γειτονιών, με τα διαφορετικά μήκη και ύψη των κτιρίων να δίνουν μια εντύπωση ασυναρτησίας και ασυνέχειας.

Παρά την βιαστική κατασκευή τους –με σχέδια που περισσότερο ήταν του πολιτικού μηχανικού παρά του αρχιτέκτονα– τα οικογενειακά μεγέθη των διαμερισμάτων της (που περιλάμβαναν 2-3 κρεββατοκάμαρες) ήταν συνήθως ευχάριστοι χώροι για να ζει κανείς. Με τα εκτεταμένα, και συχνά περιμετρικά τους μπαλκόνια, που πολύ συχνά ήταν αρκετά μεγάλα για να χωρέσουν ένα κανονικό τραπέζι, αλλά και έναν τοίχο από φυτά, τα σπίτια αυτά είχαν τότε κεντρική δημοτική θέρμανση (μια καινοτομία στην Ευρώπη του 1950), ευρύχωρους κοινόχρηστους χώρους και ως κατασκευές ήταν αρκετά συμπαγείς.

Το κράτος δεν παρείχε παρά ελάχιστα κεφάλαια για την ανόρθωση αυτών των κτιρίων, ωστόσο, έθεσε κάποια όρια σε ορισμένες κατασκευαστικές τους πτυχές. Όρισε, για παράδειγμα, ότι οποιαδήποτε πολυκατοικία σηκώνει πάνω από έξι ορόφους, θα πρέπει να χτίζει βαθμιδωτά τα ανώτερα πατώματα. Αυτό δημιούργησε ένα χαρακτηριστικό αθηναϊκό τοπίο, στο οποίο μπορούσε κανείς να δει να αναπτύσσονται μικρά ζιγκουράτ προς τα τελευταία πατώματα των πολυκατοικιών, ή ρετιρέ με εκτεταμένες βεράντες, που μπορούσε κανείς να συναντήσει ακόμα και σε λιγότερο πλούσιες περιοχές.

Ως αποτέλεσμα, η ποικιλομορφία των διαμερισμάτων μέσα στο ίδιο κτίριο διασφάλιζε έναν σημαντικό βαθμό κοινωνικής ποικιλομορφίας. «Στους ηψηλότερους ορόφους, έμεναν πιο πλούσιοι», λέει ο Δραγώνας, «άνθρωποι που μόλις είχαν καταφθάσει από την επαρχία έμεναν στους χαμλότερους, ενώ ακόμα πιο κάτω έμεναν οι φτωχοί φοιτητές». Αυτή η κάθετη κοινωνική διαστρωμάτωση μέσα στις πενταόροφες οικοδομές, βοήθησε την Αθήνα να αποφύγει τους οριζόντιους κοινωνικούς περιορισμούς –στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν γειτονιές όπου κανείς έβρισκε μόνο πλούσιους ή μόνο φτωχούς. Και οι πολυκατοικίες στις φτωχές και τις πλούσιες περιοχές ήταν λιγότερο ή περισσότερο τα ίδια κτίρια.     

Όχι ότι αυτά είχαν μόνο την κατοικία ως χρήση. Ο Δήμος Αθηναίων όρισε μόνον ζώνες για την βαριά βιομηχανία, αφήνοντας κατά τα άλλα τους ανθρώπους να ανοίγουν μαγαζιά στις πολυκατοικίες. Ακόμα και σήμερα, αυτά τα κτίρια είναι συνήθως κυψέλες δραστηριοτήτων, αναμειγνύουν γραφεία, ιατρεία, ακόμα και διάφορα εργαστήρια ανάμεσα σε σπίτια. Σύμφωνα με τον Δραγώνα «με αυτόν τον τρόπο παρακάμψαμε όλα τα προβλήματα της σύγχρονης αστικής χωροταξίας, και αυτό συνέβη κατά τύχη. Κανείς δεν το είχε σκεφτεί, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μια φανταστική σύνθεση χρήσεων μέσα σ’ ένα μικρής κλίμακας κτίριο. Γι’ αυτό οι δρόμοι της Αθήνας δίνουν αυτόν τον εξαίσιο τόνο ζωτικότητας την μέρα και το βράδυ, σε όλη την έκταση της εβδομάδας».  

Βέβαια οι πολυκατοικίες δεν ήταν τέλειες. Ενώ φαίνεται να αντέχουν ικανοποιητικά στο χρόνο, στα υδραυλικά και τις μονώσεις τους δεν δόθηκε η προσοχή που θα έπρεπε. Στα φτωχότερης ποιότητας διαμερίσματα, τα παράθυρα συνήθως βρίσκονται μόνο στη μια πλευρά του σπιτιού, στα μπαλκόνια, ενώ οι κουζίνες βλέπουν σε βαθείς και σκοτεινούς φωταγωγούς. Αυτό θα ήταν μεγαλύτερο πρόβλημα για μια βορειότερη, και ψυχρότερη χώρα.Οι Έλληνες, ζώντας σε μια χώρα που έχει ηλιοφάνεια όλο το χρόνο, έχουν μεγαλύτερη έγνοια να προστατευτούν από την ζέστη παρά να φωτίσουν τους χώρους τους. Ακόμα και τις ημέρες του χειμώνα, πολλοί Αθηναίοι δεν σηκώνουν τις τέντες που σκιάζουν τα παράθυρα των διαμερισμάτων τους.   

Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2007-2008 κατέδειξε και σοβαρότερα προβλήματα –που έχουν να κάνουν με το κόστος φωτισμού και θέρμανσης των σπιτιών αυτών. Οι πολυκατοικίες λειτουργούν με κεντρικό καυστήρα, και μετά την κρίση πολλοί Αθηναίοι που αντιμετώπιζαν την ανεργία ή σκληρές περικοπές, δεν μπορούσαν να πληρώσουν για την θέρμανση του χειμώνα. Εάν δυο ή τρία σπίτια ή γραφεία αποφάσιζαν σε μια πολυκατοικία να μην πληρώνουν τα κοινόχρηστα, και να μείνουν χωρίς θέρμανση, τα υπόλοιπα διαμερίσματα του κτιρίου, είτε θα έπρεπε να καλύψουν εκείνα τα έξοδα, ή να μείνουν και αυτά δίχως θέρμανση.

Πολλοί επιλέγουν να κλείσουν την κεντρική θέρμανση, και ακόμα και σήμερα πολλά αθηναϊκά σπίτια περνούν το χειμώνα τους θερμαινόμενα μόνο με το κλιματιστικό, που στην Ελλάδα χρησιμοποιείται και για τη ζέστη. Εν τω μεταξύ το ‘από τα κάτω’ μοντέλο κατασκευής των πολυκατοικιών επανέρχεται και τις στοιχειώνει: Kαθώς οι αρχικοί ιδιοκτήτες έχουν κληροδοτήσει στα παιδιά τους τα σπίτια αυτά, μια πολυκατοικία μπορεί να φτάσει να έχει μέχρι και 70 ιδιοκτησίες, καθιστώντας έτσι σχεδόν αδύνατη κάθε συνεννόηση για την ανακαίνιση και την συντήρηση του κτιρίου.  

Αν αυτό κάνει τις πολυκατοικίες να φαντάζουν λίγο ζοφερές, μια επίσκεψη στους δρόμους τους κάποιο ζεστό απόγευμα θα δείξει πόσο επιτυχημένες είναι στην πραγματικότητα. Πάνω, οικογένειες κάθονται και συζητούν ή τρώνε σε μπαλκόνια που σφύζουν απ’ τα φυτά, ενώ στο επίπεδο του δρόμου οι άνθρωποι χαλαρώνουν σε καφετέριες που σκιάζονται από τις νεραντζιές, με τις καλοταϊσμένες γάτες της γειτονιάς να στριφογυρίζουν στα πόδια τους. Τα φώτα ανάβουν και σβήνουν καθώς τα γραφεία κλείνουν και τα σπίτια παίρνουν ζωή, με την παρουσία άλλων ανθρώπων να υπομνηματίζεται πάντοτε δίχως να σημαίνει κάποιαν απειλή. Τα κτίρια αυτά δημιουργούν την αίσθηση ότι η πόλη σφύζει από ζωντάνια και ταυτόχρονα είναι άνετη, σύγχρονη αλλά και με μια ιστορία χιλιάδων ετών. Σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις οι συνοικίες κατοικίας μπορεί να έχουν πολύ ομορφότερους δρόμους, ωστόσο, ελάχιστοι μπορούν να αισθανθούν την ίδια αίσθηση αβασάνιστης οικειότητας αλλού εκτός από την Αθήνα.

[1] Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Bloomberg, έχοντας ως τίτλο τον τωρινό του υπότιτλο, «Behind the Accidentally Resilient Design of Athens Apartments» [Πίσω από τον κατά τύχη ανθεκτικό σχεδιασμό των αθηναϊκών διαμερισμάτων], στις 15 Ιουλίου 2020. Ο παρόν τίτλος αποτελεί προσθήκη της ιστοσελίδας ardin-rixi.gr.


  19 Ιουλίου 2020