Για την αντιπροσωπευτική ανασυγκρότηση της πολιτείας.




"Η πολιτική δύναμη που θα θελήσει να ηγεμονεύσει στο άμεσο μέλλον θα συστοιχηθεί με το πρόταγμα της θεσμικής συνάντησης του συλλογικού υποκειμένου με την πολιτεία. Εντέλει, με την αντιπροσωπευτική ανασυγκρότηση της πολιτείας."

Στην παρούσα συγκυρία της χώρας, ωστόσο, που προέχει η αποκατάσταση της εθνικής συνευθύνης και της κάλυψης του χάσματος μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, το εγχείρημα της αντιπροσωπευτικής προσομοίωσης της πολιτείας μπορεί να εξοικονομηθεί με στοχευμένες θεσμικές παρεμβάσεις. Αναφέρω ορισμένες, τις πιο χαρακτηριστικές:

1. Την επέκταση της πολιτείας δικαίου στην πολιτική, ώστε να συμπεριλάβει τόσο τις αδικοπραγίες του πολιτικού προσωπικού όσο και τις μη προσήκουσες προς την κοινωνική βούληση ή και βλαπτικές για την κοινωνική συλλογικότητα αποφάσεις.

2. Τη συγκρότηση ενός Πρυτανείου/σώματος αιρετών δικαστών με πλειοψηφία πολιτών, που θα αποφαίνεται, συνακόλουθα προς την κοινωνία των πολιτών, για την αρμονία της εν γένει «πολιτείας» του πολιτικού προσωπικού με το κοινό συμφέρον. Οίκοθεν νοείται ότι οι ιδιωτικές αδικοπραγίες του πολιτικού προσωπικού, όπως και εκείνες που αφορούν στην άσκηση των καθηκόντων του, προσάγονται αυτοδικαίως στην τακτική δικαιοσύνη και η τυχόν καταδίκη του υπαιτίου τον αποκλείει ες αεί από την πολιτική ιδιότητα του εντολοδόχου.

3. Τη σύσταση ενός διαρκούς δημοσκοπικού δήμου που θα αποφαίνεται για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης της κυβέρνησης και της Βουλής. Η γνώμη του μπορεί, σε μια πρώτη φάση, να είναι υποχρεωτική μεν ως προς τη διατύπωσή της, όχι όμως και για την παρακολούθησή της από την πολιτική εξουσία. Όμως, ο συνδυασμός της με τον έλεγχο και τη δικαιική ευθύνη των φορέων της τελευταίας θα λειτουργήσει ως καταλύτης, αποτρεπτικά στη διαφοροποίηση της πολιτικής από την κοινωνική βούληση. Εναλλακτικά, προσφέρεται η δυνατότητα να προκριθεί η δημιουργία ενός ζώντος δημοσκοπικού δήμου που θα παρεμβαίνει διαμορφωτικά στη δημόσια διαβούλευση και θα συμμετέχει στη συγκρότηση της πολιτικής «ατζέντας».
Η ιδέα αυτή επιβάλλει δύο επισημάνσεις: Το δημοψήφισμα, που εμφανίζεται ως η κατακλείδα της «αμεσοδημοκρατικής» (sic)97 παρέμβασης στο κατεστημένο πολιτικό σύστημα, δεν αποτελεί παρά έναν ευκαιριακό θεσμό, που δεν μεταβάλλει τον ολιγαρχικό χαρακτήρα της κρατούσης μη αντιπροσωπευτικής πολιτείας. Ούτε καν τους συσχετισμούς. Για να μιλήσουμε ακόμη και για προσομοίωση αντιπροσώπευσης, πρέπει η κοινωνική βούληση να συγκροτηθεί σε διαρκή/καθημερινό, εφ΄ όλης της ύλης και αυτοδύναμο θεσμό της πολιτείας. Το διακύβευμα της αντιπροσωπευτικής έστω προσομοίωσης της κρατούσης ολιγαρχικής πολιτείας μπορεί να εξοικονομηθεί, στην παρούσα συγκυρία, με την ακριβή ανίχνευση της κοινωνικής βούλησης. Η σύναξη των Αθηναίων στην Πνύκα γινόταν ακριβώς γι΄αυτό. Εάν η διαβούλευση και η συναγωγή της κοινωνικής βούλησης, στον παρόντα χρόνο, είναι εφικτό να επιτευχθεί με τεχνικό και ανέξοδο τρόπο, δεν μειώνει στο ελάχιστο την αξία της. Συγχρόνως, θα προϊδεάσει την κοινωνία των πολιτών για την οριστική μετάβαση στην αντιπροσωπευτική πολιτεία. Οίκοθεν νοείται ότι η μεταβατική έννοια του δημοσκοπικού δήμου δεν αντιλέγει στην έννοια του ηλεκτρονικού δήμου, που περιλαμβάνει το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών.

4. Σε κάθε εκλογική περιφέρεια προκρίνεται η συγκρότηση ενός αντιπροσωπευτικού σώματος πολιτών, που επιλέγονται από τυχαίο δείγμα του ηλεκτρονικού καταλόγου, με σκοπό τον έλεγχο του βουλευτή, την «παραγγελία» πολιτικών και, εν ανάγκη, την ανάκλησή του. Το μέτρο αυτό είναι από μόνο του ικανό να ανασυνθέσει το τοπικό και αυτό με το συνολικό σε ριζικά άλλη βάση και ιδίως, να ανατρέψει άρδην τη δομή και την λογική του προσωποπαγούς και πατερναλιστικού κόμματος. Οπωσδήποτε, οι υποψήφιοι βουλευτές οφείλουν να επιλέγονται από τα κατά τόπους αντιπροσωπευτικά σώματα των πολιτών -ο δημοσκοπικός ή ο ηλεκτρονικός δήμος-, στα οποία θα απόκειται και ο έλεγχός τους.

5. Σε μια έστω κατά προσομοίωση αντιπροσωπευτική πολιτεία, η κυβέρνηση γίνεται συνοδική, με την έννοια ότι τα μέλη της δεν υπόκεινται στην προσωποπαγή οιονεί αυθαίρετη θέληση του πρωθυπουργού/μονάρχη και, σε κάθε περίπτωση, η σύνθεση και ο ανασχηματισμός της οφείλει να υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής, και/ή του δημοσκοπικού/ηλεκτρονικού δήμου.

6. Η αποκατάσταση της αρχής της ισότητας της ψήφου με τη συνεκτίμηση της λευκής, της άκυρης, της αποχής για τη διαμόρφωση της απαρτίας, που οδηγεί στην αποτίμηση του όποιου εκλογικού αποτελέσματος, καθώς και στην καθιέρωση της υποχρεωτικής εναρμόνισης της πλειοψηφίας της Βουλής και της κυβέρνησης με τη βούληση του εκλογικού σώματος. Η κυβέρνηση δεν οφείλει να νομοθετεί αλλά να κυβερνάει. Και η Βουλή να νομοθετεί, όχι να επικυρώνει την κυβερνητική βούληση. Και οι δύο, κυβέρνηση και Βουλή, οφείλουν να συναντώνται κάτω από την κοινή συνιστώσα της κοινωνικής βούλησης.

7. Τα ανωτέρω προνοούν για την μεταβολή της Βουλής σε διαβουλευτικό και νομοπαρασκευαστικό σώμα, που εξαρτάται από τη Θεσμημένη κοινωνία των πολιτών στην οποία και λογοδοτεί και όχι από το κόμμα και την κυβέρνηση. Διακύβευμα της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας της ψήφου είναι ο πολίτης να μεταβληθεί από υπήκοος του κράτους σε εταίρο της πολιτείας.

8. Σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της χρηματοδότησης των κομμάτων επιβάλλεται η απόλυτη απαγόρευση άντλησης πόρων από τον ιδιωτικό τομέα (σε χρήμα και είδος), καθώς αυτή μεταβάλλει κατά τεκμήριο τον πολιτικό σε εντολοδόχο των συμφερόντων του «χορηγού». Συγχρόνως, η κρατική χρηματοδότηση οφείλει να έχει εξαιρετικά περιορισμένο αντικείμενο, να υπόκειται σε αυστηρά προδιαγεγραμμένο έργο και να δίδεται «επί αποδείξει». Επ΄ ουδενί όμως να αποφασίζεται από το ίδιο το πολιτικό προσωπικό. Δεν νοείται να δύναται το κόμμα να χρησιμοποιεί τους κρατικούς πόρους ανεξέλεγκτα, ή για να ασκεί πολιτική πελατεία (εξαγορά, μεταφορά ψηφοφόρων, οργάνωση ποικίλων όσων κλειστών ή ανοιχτών φιεστών κ.λπ.). Άλλωστε, η πολιτική διαπάλη αυτή καθεαυτή μπορεί να διεξαχθεί πια στο επίπεδο των ΜΜΕ ή διαδικτυακά. Πράγμα που επιβάλλει την εκ βάθρων αναθεώρηση του τρόπου που γίνεται αντιληπτή η συγκρότηση και η λειτουργία των Μέσων. Οίκοθεν νοείται ότι η κατανομή του χρόνου και οι όροι του «παιχνιδιού» στα Μέσα οφείλουν να γίνονται με γνώμονα την ισότητα στον παρόντα εκλογικό χρόνο και όχι με βάση το αποτέλεσμα στις προηγούμενες εκλογές. Ούτως ή άλλως με το ίδιο μέτρο (της ισότητας και όχι της αναλογίας) πρέπει να δίδεται ο λόγος στις πολιτικές δυνάμεις και κατά την καθημερινή διαχείριση της πολιτικής. Οι επισημάνσεις αυτές αναφέρονται προφανώς στο κρατούν ολιγαρχικό σύστημα, καθόσον στην αντιπροσώπευση η λειτουργία των Μέσων και η διαχείριση του πολιτικού χρόνου και λόγου έχει εξ αντικειμένου άλλους κανόνες.

9. Οι ανωτέρω αλλαγές δεν εξαντλούν τη μεταρρύθμιση του κράτους ως προς την πολιτεία. Γενικώς μιλώντας, θα έλεγα ότι απαιτείται η αναίρεση της πολιτικής δυνατότητας των κομμάτων να παραβιάζουν τις ρυθμίσεις του Συντάγματος χωρίς συνέπειες. Ανάλογες ωστόσο θα ήσαν και οι αλλαγές που θα εκαλείτο η αντιπροσωπευτική πολιτεία να υιοθετήσει στο ζήτημα της διοίκησης και της δικαιοσύνης.

Οπωσδήποτε, μολονότι οι αλλαγές αυτές αυτές υπό το πρίσμα της συντηρητικής οπτικής της ολιγαρχικής νεοτερικότητας φαντάζουν εξωπραγματικά ριζοσπαστικές, σε σύντομο χρόνο θα ομοιάζουν σε απλώς μετριοπαθείς καταγραφές μιας δυναμικής που θα τις ξεπερνάει. Σε κάθε περίπτωση όμως, και ανεξαρτήτως της προβληματικής που κατατέθηκε ανωτέρω, για μια σχετική προσομοίωση του παρόντος συστήματος στην αντιπροσωπευτική πολιτεία, κρίνεται απολύτως επιβεβλημένη η κάθαρση του κρατούντος συστήματος από τους πυλώνες της καταστροφής: Την αναστολή των συνταγματικών ρυθμίσεων που λειτουργούν απαγορευτικά για τη συνάντηση της πολιτικής με την εθνική/κοινωνική συλλογικότητα. Από την αναστολή του άρθρου 86 και άλλων διατάξεων του Συντάγματος, του Κανονισμού της Βουλής και της νομοθεσίας που οικοδομεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Την αναστολή/ανάκληση όλων των άρθρων του Συντάγματος που αντίκεινται στις θεμέλιες αρχές του. Την ανάκληση επίσης των φαραωνικών προνομίων του πολιτικού προσωπικού, της ανακριτικής και δικαστικής αρμοδιότητας της Βουλής κ.λπ. Υπό το πρίσμα αυτό, θεωρώ εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την κάθαρση αλλά και για την αποφυγή της απροσχημάτιστης ιδιοποίησης του κράτους στο μέλλον την ολική επαναφορά των σκανδάλων στην δικαιοσύνη και την παραδειγματική τιμωρία των υπαιτίων, αρχής γενομένης από τους πρωταιτίους πρωθυπουργούς.

Συνοψίζοντας, επανέρχομαι στην αρχική επισήμανση ότι η μεταβολή της πολιτείας, με τον τρόπο που τη σκιαγράφησα, στην ελληνική περίπτωση αποτελεί όρον επιβίωσης της χώρας. Εξού και κρίνεται ως επείγουσα. Δεν χωρεί, δηλαδή, η παράταση της εκκρεμότητας, την οποία με πρόσχημα την προσεχή αναθεώρηση του Συντάγματος διεκδικεί η πολιτική τάξη για να κερδίσει χρόνο και εντέλει να την αποφύγει.

Εξακολουθώ, εντούτοις, να την αξιολογώ ως ανέφικτη, όχι διότι δεν είναι αναγκαία, στην παρούσα συγκυρία, ή επειδή υπάρχει κάποια άλλη, λιγότερο επώδυνη για το σύστημα λύση στον ορίζοντα. Είναι ανέφικτη, επίσης, όχι διότι μπορεί να εκτιμηθεί ως ουτοπική ή ως προσήκουσα σε ένα απώτερο μέλλον. Είναι ανέφικτη επειδή η ελληνική κοινωνία έχει απολέσει κάθε αυτονομία σκέψης στο κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό πεδίο, έχει εναγκαλισθεί το δόγμα της πολιτικής εθελοδουλίας ενώ η πνευματική της τάξη έχει εγκιβωτισθεί με όρους υποτέλειας στο διατακτικό της νεοτερικότητας.

Το διακύβευμα, ωστόσο, για την Ελλάδα είναι να ανακτήσει μέρος του χαμένου χρόνου που της στέρησε η ολοκληρωτική αποδόμηση του ιστορικού της κεκτημένου, και, κατ΄επέκταση, η οπισθοδρόμηση στο πρωτο-ανθρωποκεντρικό διατακτικό της εποχής μας. Υπαινίσσομαι συγκεκριμένα ότι η οπισθοδρόμηση αυτή δεν ήταν προϋπόθεση για τη μετάβαση του ελληνικού κόσμου στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα. Συνέβη, όπως είδαμε, λόγω της ολοκληρωτικής ήττας του ελληνικού που επέφερε η παταγώδης αποτυχία της Μεγάλης Επανάστασης.
Σε κάθε περίπτωση, για την ελληνική κοινωνία, η ανάκτηση του ανθρωποκεντρικού της κεκτημένου στο επίπεδο της μεγάλης κλίμακας με πρόσημο τη μετάβαση στην αντιπροσωπευτική πολιτεία αποτελεί συγχρόνως όρον επιβίωσης και προϋπόθεση για τη συμφιλίωσή της με την νεοτερικότητα. Για την Αριστερά, το δίλημμα υπερβαίνει το ελληνικό πρόβλημα, καθώς η απόφαση να αποτελέσει μέρος του προβλήματος (της κομματοκρατίας), περιοριζόμενη στη διαχείριση του δυναστικού κράτους, ή να το υπερβεί, με άλμα προ το μέλλον, σημαίνει κυριολεκτικά την ανασύνδεσή της με το διακύβευμα της προόδου. Στο κλίμα αυτό, δεν αρκεί, επομένως, να επικαλείται η Αριστερά το ηθικό της πλεονέκτημα, κατά τη διαχείριση του κρατούντος ολιγαρχικού και σαφώς λυμεωνικού και αποδομητικού της εθνικής/κοινωνικής συλλογικότητας κράτους. Οφείλει να αναστοχασθεί τις έννοιες, ιδίως την ελευθερία, και, περαιτέρω, το πολιτειακό πλαίσιο που θα τη στεγάσει. Ο αναστοχασμός ακριβώς αυτός θα την οδηγήσει αναπόφευκτα στη συλλογική της εξέλιξης του σύγχρονου κόσμου, που προδιαγράφεται, χωρίς αμφιβολία, δομημένος μεσοπρόθεσμα στη βάση της αντιπροσωπευτικής πολιτείας και προοπτικά στη δημοκρατία.

***
[ 97. Οι θιασώτες της «αμεσοδημοκρατίας» αποτελούν το πλέον εξέχον παράδειγμα της αδυναμίας του νεοτερικού ανθρώπου να αντιληφθεί την έννοια, τον σκοπό της δημοκρατίας, καθώς και τους θεσμούς που την υποστασιοποιούν. Εξού και συγχέουν την δημοκρατία με την αντιπροσώπευση, εναγκαλίζονται αυστηρά ολιγαρχικούς τρόπους προσέγγισης της κοινωνικής βούλησης, όπως το δημοψήφισμα, και μάλιστα με το επιχείρημα ότι τους αποδέχεται διεθνώς η ολιγαρχική νεοτερικότητα. Συγχρόνως, στο μέτρο που δεν κατανοούν το διακύβευμα της δημοκρατίας -και τον χρόνο της- σταχυολογούν επιλεκτικά ορισμένους από τους θεσμούς της, όπως η κλήρωση, η αρχή της πλειοψηφίας κ.ά., οι οποίοι είναι είτε παρεπόμενοι και δεν χαρακτηρίζουν τη φύση της είτε απαντώνται και σε άλλες πολιτείες, εν αις και στην ολιγαρχία. Περισσότερα στο έργο μου ''Οι ολιγάρχες'', ό.π.]

Γεώργιος Κοντογιώργης

"Η Συριζαία Αριστερά ως Νέα Δεξιά".
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ
 ΚΑΙ Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΟΥ.
 4.
 Η Αριστερά και η πρόοδος. Το ζήτημα της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και η αντινομία της ελληνικής Αριστεράς με το προοδευτικό πρόσημο του ελληνικού κόσμου. (Σελ. 187-193)

Επιλογή/αντιγραφή κειμένου, Ελένη Ξένου.


6/8/2020