Γερμανία: Το λυκόφως μιας σιωπηλής υπερδύναμης; Ποιος ο νέος ρόλος της Γερμανίας σε Ευρώπη και Μεσόγειο;



 Γερμανία: Το λυκόφως μιας σιωπηλής υπερδύναμης;

Βρισκόμενη γεωγραφικά στο κέντρο της ευρωπαϊκής ηπείρου η Γερμανία βρίσκεται και στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού πολιτικού ζητήματος καθώς και της γεωπολιτικής υπαρξιακής αναζήτησης της γηραιάς ηπείρου.

Από την Ostpolitik στην επανένωση

Σύμβολο της ευρωπαϊκής διαίρεσης μέχρι το 1989, η Γερμανία, η οποία είχε εγκαινιάσει από το 1972 την περίφημη Ostpolitik, έγινε στη συνέχεια σύμβολο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αποτέλεσε την ατμομηχανή της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ανάπτυξης και την κινητήριο δύναμη της μαζικής διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς ανατολάς, με την εισδοχή 11 νέων χωρών-μελών που ανήκαν προηγουμένως στο λεγόμενο “Ανατολικό Μπλοκ” -μια διεύρυνση από την οποία η ίδια επωφελήθηκε περισσότερο, αυξάνοντας τον γεωοικονομικό χώρο δράσης της. Με τη συνθήκη της γερμανικής ενοποίησης, που υπογράφηκε στη Μόσχα στις 12 Σεπτεμβρίου 1990, από τις τέσσερις νικήτριες δυνάμεις (ΕΣΣΔ, ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Γαλλία) και τις δύο Γερμανίες (Δυτική και Ανατολική), η νέα ενιαία Γερμανία, που θα εξακολουθούσε να είναι μέλος του ΝΑΤΟ, δεσμεύτηκε να αναγνωρίσει το απαραβίαστο των συνόρων στη γραμμή Όντερ-Νάισε με την Πολωνία, να αποποιηθεί χημικά, βιολογικά και πυρηνικά όπλα και ο Bundeswehr (ο ομοσπονδιακός στρατός) να περιοριστεί κάτω από 370.000 στρατιώτες.

Οι Αμερικανοί φεύγουν, η ανασφάλεια έρχεται

Τα αμερικανικά στρατεύματα που στάθμευαν σε γερμανικό έδαφος περιορίστηκαν από τις 325.000 προσωπικό, που ήταν κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, σε κάτω από 100.000 μετά το 2000, για να περιοριστούν ακόμη περισσότερο επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, ως μοχλός πίεσης για να αυξήσει η Γερμανία τις αμυντικές της δαπάνες και να μειώσει τα θηριώδη εμπορικά της πλεονάσματα έναντι των ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε τον Ιούνιο του 2020 πως θα μειώσει κατά 11.900 τον αριθμό των αμερικανικών στρατευμάτων στη Γερμανία, στο έδαφος της οποίας θα σταθμεύουν πλέον μόνο 25.000 αμερικανικό προσωπικό. Ο Τραμπ, εχθρικά  διακείμενος προς τον ευρωπαϊκό εγχείρημα, καταλόγισε στη Γερμανία ότι απέτυχε να ανταποκριθεί στον στόχο αμυντικών δαπανών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, που θεωρείται το 2% του ΑΕΠ, κατηγορώντας την ταυτόχρονα ότι εκμεταλλεύεται την Αμερική στο θέμα του εμπορίου, έχοντας μακροχρόνια υπερπλεονάσματα.

Τμήμα των αμερικανικών στρατευμάτων που θα αποσυρθούν προβλέπεται να μετακινηθούν ανατολικότερα, στην Πολωνία, η οποία καθίσταται βασική γραμμή άμυνας του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας κι ένα “επιπλέον αντίβαρο κατά της ρωσικής επιθετικότητας”, όπως δήλωσε και ο ίδιος ο Τραμπ. Εκτός από την Πολωνία, ένα τμήμα των αμερικανικών στρατευμάτων που θα αποσυρθούν από τη Γερμανία, θα μεταφερθούν στις Βαλτικές χώρες, στην Ιταλία και στο Βέλγιο. Στο Βέλγιο θα μετακινηθεί και η ευρωπαϊκή έδρα του Αμερικανικού Στρατού από τη Στουτγάρδη της Γερμανίας, που βρίσκεται ως τώρα. Αυτές οι αμερικανικές κινήσεις, τις οποίες το Βερολίνο μελετά και αξιολογεί με μεγάλη προσοχή, αναδιατάσσουν το χάρτη της άμυνας στο ευρωπαϊκό σκέλος του ΝΑΤΟ, δημιουργώντας στη Γερμανία ανασφάλειες και νέες προκλήσεις, που θα πρέπει να διαχειριστεί.

Ευρωπαϊκή Γερμανία ή γερμανική Ευρώπη; 
Ένα κλασικό δίλημμα ξανά επίκαιρο

Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και 30 χρόνια από τη γερμανική ενοποίηση η Γερμανία, και μαζί της και η Ευρώπη, συνεχίζει να διακατέχεται από το ίδιο δίλημμα: ευρωπαϊκή Γερμανία ή γερμανική Ευρώπη; Είναι αλήθεια πως, μετά την ήττα της στον Β' Π. Πόλεμο, η Γερμανία ουδέποτε εξέφρασε ανοικτά την επιθυμία της να κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Εντούτοις, λόγω του μεγέθους της οικονομίας της και των επεκτατικών επενδύσεών της, το Βερολίνο αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό τη γεωπολιτική με τη γεωοικονομία και την ήπια ισχύ (Soft Power), με τους γερμανικούς βιομηχανικούς ομίλους να έχουν αναβιώσει στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη μια άτυπη “αυτοκρατορία” προκαλώντας τη ζηλοφθονία των φίλων και τη μνησικακία των εχθρών. Το ότι απέφυγε να κυριαρχήσει στην Ευρώπη αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν κατάφερε να ηγεμονεύσει πάνω της.

Από τη μία ο “οικονομικός εθνικισμός” των Γερμανών κι από την άλλη η επιβολή αυστηρής λιτότητας στις ευρωπαϊκές χώρες του Νότου λόγω της κρίσης χρέους και των Μνημονίων που τις επιβλήθηκαν, εξανέμισαν, μετά το 2008, την όποια συμπάθεια είχαν καταφέρει να κατακτήσουν οι μεταπολεμικές γερμανικές κυβερνήσεις με τον έναν ή άλλο τρόπο. Ακόμη χειρότερα στις ευρωμεσογειακές χώρες το μίσος προς τη Γερμανία βρέθηκε στα υψηλότερα επίπεδα από το τέλος του Β' Πολέμου, με αμέτρητες γελοιογραφίες να εμφανίζουν τον Σόιμπλε και τη Μέρκελ με ναζιστικές στολές. 

Οι φόβοι για μια γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη επανήλθαν. Και όλα αυτά σε μια περίοδο που οι Έλληνες τιμωρήθηκαν παραδειγματικά με υπερλιτότητα, οι Βρετανοί ψήφισαν υπέρ του Brexit, οι Ιταλοί απείλησαν ουκ ολίγες φορές με έξοδο από το Ευρώ, οι Ανατολικοευρωπαίοι (π.χ. Ούγγροι και Πολωνοί) ανέδειξαν κυβερνήσεις που αποδομούν το κράτος δικαίου και τις ευρωπαϊκές αξίες, ενώ η Ευρώπη συνολικά αδυνατεί να διαχειριστεί και να απορροφήσει τις προσφυγικές ροές, με τον εθνικισμό και τον ευρωσκεπτικισμό να αναζωπυρώνεται σχεδόν παντού, ακόμη και στη Γερμανία.

Οι νέες γεωπολιτικές αναζητήσεις της Γερμανίας

Σήμερα η Γερμανία, ως κεντρική ηπειρωτική ευρωπαϊκή δύναμη και ισχυρότερη οικονομία σε όλη τη γηραιά ήπειρο, έχει βυθιστεί εκ νέου σε γεωπολιτικές αναζητήσεις. Επιχειρεί να προσδιορίσει το νέο ρόλο της σε μια Ευρώπη, αποσταθεροποιημένης λόγω της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης, των εσωτερικών διαιρέσεων και ανισοτήτων, της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών και του Brexit, και σ΄ έναν αβέβαιο κόσμο, που κινδυνεύει να κυλιστεί στη δίνη ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, με τη μία κρίση να διαδέχεται την άλλη, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες στρέφονται προς τη Γερμανία για να βρει λύσεις, έστω και “αλά Χέλμουτ Κολ”, προκειμένου να σωθεί η ευρωπαϊκή ενότητα ή έστω η επίφασή της.

Κι ενώ θα περίμενε κανείς η Γερμανία να συμπεριφερθεί στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, όπως έκανε για τα ομόσπονδα κρατίδια της πρώην ανατολικής Γερμανίας, ή με βάση το πρότυπο αναδιανομής που εφαρμόζει η Ιταλία σε όφελος του Μετζοτζόρνο, ώστε να περιοριστούν οι περιφερειακές ανισότητες που οξύνονται από τη λιτότητα αλλά και την πανδημία που πλήττει κυρίως τις τουριστικές χώρες της Μεσογείου, εντούτοις εκείνη λειτουργεί ως επί το πλείστον εθνοκεντρικά, άσχετα με το αν η Μέρκελ υποστηρίζει πως «εάν το ευρώ αποτύχει, η Ευρώπη αποτυγχάνει». Αν η Ευρωζώνη διατήρησε ως τώρα τη συνοχή της αυτό δεν οφείλεται στη Γερμανία, αλλά στον φόβο για τις συνέπειες που θα είχε η τυχόν διάλυσή της.

“Νόχι”: το γερμανικό “σύνδρομο του διαχειριστή”

Ωστόσο η Γερμανία διστάζει να πάρει μεγάλες αποφάσεις για την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όπως ζητάει π.χ. η Γαλλία, και αρέσκεται στο ρόλο του ισορροπιστή, του διαμεσολαβητή και του “Νόχι” (και Ναι και Όχι) της Μέρκελ. Πρώτον, γιατί η Γερμανία αρνείται να βάλει εύκολα “το χέρι της στη τσέπη” και να χρηματοδοτήσει χρέη ή ελλείμματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, άσχετα αν το μεγαλύτερο τμήμα αυτών των χρημάτων επιστρέφουν τελικά στα δικά της ταμεία. Δεύτερον, διότι η ελίτ στο Βερολίνο αισθάνεται ικανοποιημένη από την υπάρχουσα κατάσταση και το ρόλο του “διαχειριστή” της πολυκατοικίας της Ε.Ε. και δεν έχει οράματα για το μέλλον της Ευρώπης και για την περαιτέρω ενοποίηση.

Είναι μια δύναμη Status Quo, δηλαδή σε μεγάλο βαθμό μια συντηρητική δύναμη. Η Γερμανία προτιμά συχνά την ακινησία απέναντι στις προκλήσεις. Γι΄ αυτό και τη διακατέχει το λεγόμενο “σύνδρομο του διαχειριστή”. Δεν προλαμβάνει καταστάσεις, αλλά τις ακολουθεί και αντιδρά αναποφάσιστα ή σπασμωδικά, για λόγους κυρίως εσωτερικής πολιτικής. Ωστόσο οι προκλήσεις σε αυτή τη νέα εποχή της αβεβαιότητας συσσωρεύονται επικίνδυνα και η απειλή ενός νέο Ψυχρού Πολέμου, θα εξαναγκάσουν τη Γερμανία να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της στην Ευρώπη και στο σύγχρονο κόσμο.


Ποιος ο νέος ρόλος της Γερμανίας σε Ευρώπη και Μεσόγειο;

Αν και η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακά (82 εκ. κάτοικοι) χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιπροσωπεύοντας το 20% του ΑΕΠ και το 30% της βιομηχανικής παραγωγής της, και δεν απειλείται άμεσα και στρατιωτικά από κανένα, χάρη και στους Δυτικούς προστάτες της (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ), εντούτοις δεν βλέπει πλέον το μέλλον της με την ίδια αισιοδοξία, όπως πριν δέκα ή είκοσι χρόνια.

Η αρχή του τέλους του «γερμανικού θαύματος»

Καταρχάς το περίφημο “γερμανικό οικονομικό θαύμα” φαίνεται πως έχει φτάσει στα όριά του και αρχίζει πλέον να ξεφουσκώνει. Τόσο οι εμπορικοί πόλεμοι, που κήρυξε ο Τραμπ, όσο και η πανδημία, και κυρίως οι απαρχαιωμένες βιομηχανικές προϋποθέσεις της γερμανικής οικονομίας, καθιστούν τη συνέχιση της πολιτικής των εμπορικών πλεονασμάτων προβληματική, αν όχι ανέφικτη. Το γερμανικό εξαγωγικό μοντέλο, που βασίζεται κυρίως στις αυτοκινητοβιομηχανίες, στην παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων και εργαλείων, σε χημικά-φαρμακευτικά προϊόντα, καθώς και στην παραγωγή και εξαγωγή οπλικών συστημάτων, δεν αποτελεί εγγύηση για το μέλλον.

Η Γερμανία βρίσκεται ήδη πίσω σε μια σειρά από τομείς αιχμής και τεχνολογίες υψηλής προστιθέμενης αξίας: από κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές και μπαταρίες, μέχρι ηλεκτροκίνητα οχήματα, ρομποτική, δίκτυα 5G, λογισμικό και Τεχνητές Νοημοσύνες (ΑΙ). Ακόμη κι αν προσπαθήσει, δύσκολα πλέον θα μπορέσει να γεφυρώσει το χάσμα απέναντι σε ανερχόμενες δυνάμεις, όπως η Κίνα, που καλπάζουν. Η Γερμανία καταβάλει σημαντικές προσπάθειες στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, λόγω της κατάργησης όλων των πυρηνικών σταθμών τα επόμενα χρόνια, αλλά και πάλι δεν βρίσκεται στην πρωτοπορία.

Γήρανση και πληθυσμιακή συρρίκνωση της Γερμανίας

Ο οικονομικός ανταγωνισμός με την Κίνα δημιουργεί μεγάλα υπαρξιακά άγχη στο Βερολίνο. Από την άλλη ο γερμανικός πληθυσμός αργά αλλά σταθερά μειώνεται και γηράσκει δημογραφικά, μειώνοντας το εργασιακό δυναμικό της χώρας. Ακόμη και με την αθρόα έλευση προσφύγων και μεταναστών, που η Γερμανία προσπαθεί να ενσωματώσει οικονομικά και κοινωνικά, η χώρα δε θα αποφύγει να δει τον πληθυσμό της να μειώνεται το 2060 γύρω στα 70 εκατομμύρια από τα σημερινά 82 εκατομμύρια. Την ίδια περίοδο η γειτονική Γαλλία, έχοντας σαφέστατα πιο νεανικό δυναμικό, θα δει τον πληθυσμό της να αυξάνει από τα σημερινά 66 εκατομμύρια στα 77 εκατομμύρια κατοίκους το έτος 2060 και να καθίσταται έτσι η πολυπληθέστερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γεγονός αυτό, αν συνδυαστεί με καλύτερες οικονομικές επιδόσεις της Γαλλίας, ενδέχεται να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της Ευρώπης προς το Παρίσι, για πρώτη φορά έπειτα από δύο αιώνες.

Χωρίς τον υπερατλαντικό προστάτη: 
κενό άμυνας και η πρόκληση του Ευρωστρατού

H σημερινή Γερμανία είναι αναγκασμένη από τις εξελίξεις να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της, ως ήπιας υπερδύναμης, στην Ευρώπη και στον κόσμο. Εγκαταλείποντας βεβαιότητες δεκαετιών θα πρέπει να εγκαταλείψει και την ασφάλεια που της παρείχε επί δεκαετίες ο μεγάλος υπερατλαντικός προστάτης. Ο Τραμπ προκάλεσε πρόωρη ευθανασία στην όλη ιδέα, κλονίζοντας ταυτόχρονα και την ενότητα του ΝΑΤΟ. Έτσι η Γερμανία θα αναγκαστεί από εδώ και πέρα να αναλάβει νέες ευθύνες στους οργανισμούς στους οποίους μετέχει. Καταρχάς να προχωρήσει σε αύξηση των αμυντικών της δαπανών, και να προωθήσει το σχέδιο για έναν κοινό Ευρωστρατό, μαζί με τη Γαλλία, ειδικά τώρα που η Μεγάλη Βρετανία εγκαταλείπει την Ε.Ε. Όσο ο Τραμπ απειλεί με αποχώρηση από το ΝΑΤΟ ή με περαιτέρω σημαντική απόσυρση στρατευμάτων από την

Ευρώπη, τόσο σημαντικότερη καθίσταται η ανάγκη ενός ισχυρότερου γαλλογερμανικού άξονα, ειδικά στον αμυντικό τομέα.

 Μέρος από το κενό ασφάλειας στην Ευρώπη, από την ενδεχόμενη στρατιωτική αποχώρηση των ΗΠΑ, θα το καλύψει αρχικά η Γαλλία, που είναι πυρηνική δύναμη μεσαίου μεγέθους και διαθέτει τον ισχυρότερο συμβατικό στρατό στην Ευρώπη, μετά τη Ρωσία. Με την ανοχή της Γερμανίας η Γαλλία, μέχρι τουλάχιστον τη μελλοντική συγκρότηση ενός κοινού Ευρωστρατού, θα προσπαθήσει να θέσει υπό την αμυντική της ομπρέλα το χώρο της Ε.Ε. και κυρίως περιφερειακές χώρες, που έχουν προκλήσεις ασφάλειας, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος λόγω του τουρκικού επεκτατισμού.

Προνομιακές σχέσεις με τη Ρωσία

Το Βερολίνο θεωρεί τον εαυτό του, προνομιακό εταίρο της Ρωσίας, στον οικονομικό και ενεργειακό τομέα, όπως έδειξε και η κατασκευή των δύο υποθαλάσσιων αγωγών (Nord Stream) φυσικού αερίου στη Βαλτική Θάλασσα. Οι μεγάλες γερμανικές επενδύσεις στην απέραντη Ρωσία, αλλά και η ενεργητική διπλωματική εμπλοκή της στο Ουκρανικό, δίνουν στη Γερμανία την αίσθηση ότι μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο πέρα από τα ανατολικά της σύνορα, από όπου ιστορικά προέρχονται οι απειλές εναντίον της. Ωστόσο δεν μπορεί να χειριστεί και να αντιμετωπίσει μόνη της τη Ρωσία χωρίς και τη συνδρομή της υπόλοιπης Ευρώπης.

Ο ανατολικοευρωπαϊκός γεωοικονομικός χώρος

Η Γερμανία βλέπει την κεντρική και ανατολική Ευρώπη, όχι απλά ως ζώνη διαπεριφερειακής ανάπτυξης, αλλά ως τον δικό της γεωοικονομικό “ζωτικό χώρο”, και περιοχή ανάθεσης υπεργολαβιών και φτηνού εργατικού κόστους, προκαλώντας αναπόφευκτα αντιδράσεις ανερχόμενων βιομηχανικά χωρών, όπως η Πολωνία, που έχει δυσάρεστα ιστορικά βιώματα από τη γερμανική επιθετικότητα. Αναμφίβολα η Ανατολική Ευρώπη διαδραμάτιζε κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου σημαντικό ρόλο στα ζητήματα ασφάλειας της Γερμανίας. Στην εποχή μας όμως τον ρόλο αυτό τον έχει η Μεσόγειος ως ζώνη προκλήσεων, απειλών και αποσταθεροποίησης.

Η ανάγκη για μεσογειακή πολιτική του Βερολίνου

Το Βερολίνο γνωρίζει πολύ καλά πως οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές, οι απειλές της τρομοκρατίας, το ζήτημα του ενεργειακού ανεφοδιασμού της Ευρώπης, αλλά και οι κίνδυνοι πολέμων, ανάφλεξης και αποσταθεροποίησης, προέρχονται πλέον από τις νότιες και ανατολικές ακτές της Μεσογείου, και όχι από την Ανατολική Ευρώπη. Αν και η Γερμανία δεν έχει μια συνεκτική μεσογειακή πολιτική, όπως η Γαλλία, χρησιμοποιεί κυρίως τις οικονομικές σχέσεις, αλλά και την Ε.Ε. ως όχημα προώθησης των συμφερόντων της στον μεσογειακό χώρο.

Οι γερμανικές επενδύσεις σε Τουρκία και Ελλάδα, ταυτόχρονα με τις αθρόες πωλήσεις γερμανικών όπλων, ακόμη και η μαζική διοχέτευση Γερμανών τουριστών, προσδίδουν στο Βερολίνο έναν σημαντικό ρόλο στα μεσογειακά ζητήματα. Η πολυεπίπεδη ανάμειξη της Γερμανίας στα Βαλκάνια και στα ανοικτά ζητήματά τους, η παρέμβαση της στην λιβυκή κρίση, από τη διάσκεψη στο Βερολίνο μέχρι τη συμμετοχή της φρεγάτας «Αμβούργο» στην Επιχείρηση Ειρήνη, και βεβαίως η ενεργή διαμεσολάβησή της στην ελληνοτουρκική διαμάχη σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, δεν της προσφέρουν απλά το γόητρο της μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης, αλλά και της επιτρέπουν να έχει ένα σημαντικό ειδικό βάρος στις εξελίξεις του 21ου αιώνα.

Η Γερμανία, αυτός ο «exemplary global citizen» (υποδειγματικός πολίτης του κόσμου), η οποία είναι μια ευρωπαϊκή Handelsmacht («εμπορική δύναμη») με παγκόσμια συμφέροντα, που βλέπει την Ευρώπη ως πρωταρχικό «χώρο συσσώρευσης», θα πρέπει να αναλάβει πλέον νέες ευθύνες, λιγότερο γερμανοκεντρικές και περισσότερο ευρωκεντρικές, σε συνεργασία με τη Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, τοποθετώντας αυτή τη φορά στο επίκεντρο, όχι την Ανατολική Ευρώπη, αλλά τη Μεσόγειο. Στη Μεσόγειο θα κριθεί άλλωστε και το μέλλον της Ευρώπης στον 21ο αιώνα.

Γιώργος Στάμκος


8,9/8/2020


          ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ             



 Σε τρεις μήνες η γερμανική οικονομία 
έχασε τα «κέρδη» μιας δεκαετίας. 

Η γερμανική οικονομία το δεύτερο τρίμηνο του 2020 τα πήγε χειρότερα από όσο αναμενόταν και εμφάνισε τη μεγαλύτερη περιστολή από οποιοδήποτε τρίμηνο, αρχής γενομένης από το 1970 και μέχρι σήμερα.

Εκείνη τη χρονιά ξεκίνησε επισήμως ο υπολογισμός και η καταγραφή του γερμανικού ΑΕΠ από τη στατιστική υπηρεσία Destatis. Ενδεχομένως, η συρρίκνωση να είναι και η δραστικότερη από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας και των μέτρων για την ανάσχεσή της, το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 10,1% σε τριμηνιαία βάση, εξανεμίζοντας ανάπτυξη σχεδόν μιας δεκαετίας.

Μέχρι πρότινος η μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ είχε εμφανιστεί το πρώτο τρίμηνο του 2009 και ήταν 4,7%. Σύμφωνα με την Destatis, εξαιρουμένης κάποιας αύξησης στις δημόσιες δαπάνες, όλα τα επιμέρους στοιχεία, που συναπαρτίζουν το ΑΕΠ, δηλαδή η κατανάλωση των νοικοκυρών, οι επενδύσεις σε εξοπλισμό και οι εξαγωγές, σημείωσαν δραστική πτώση. Σε συνδυασμό με την πτώση 2% το πρώτο τρίμηνο και σε τριμηνιαία βάση, η συρρίκνωση φθάνει το 12% εν συγκρίσει με τα προ κρίσης επίπεδα το τελευταίο τρίμηνο του 2019 και επισκιάζει την αιφνίδια περιστολή 7% της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης – αυτή, όμως, ήταν σταδιακή και συντελέσθηκε εντός τεσσάρων τριμήνων από το πρώτο του 2008 έως το πρώτο του 2009.

Βέβαια, θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Πρώτον, τα τριμηνιαία στοιχεία του ΑΕΠ συγκαλύπτουν την κάμψη στη δραστηριότητα, η οποία τον Απρίλιο είχε πιθανώς βυθιστεί 20% και πλέον από τα προ κρίσης επίπεδα. Μία ανάκαμψή της από τον Μάιο και μετά, η οποία ανέκτησε πιο πολύ τον βηματισμό της μέσα στον Ιούνιο, συνέβαλε στην ενίσχυση του τριμηνιαίου μέσου όρου του ΑΕΠ και περιόρισε τη συρρίκνωση σε συσχετισμό με το πρώτο τρίμηνο. Δεύτερον, η γερμανική οικονομία πιθανώς να υπέστη λιγότερο δριμύ χτύπημα από την Ιταλία, την Ισπανία και άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Επιπλέον, και η γερμανική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε με ένα από τα πιο ολοκληρωμένα δημοσιονομικά πακέτα στήριξης στον κόσμο. Οπότε, αυτό άμβλυνε περαιτέρω τον δυσμενή αντίκτυπο και επίσπευσε την ανάκαμψη.

Οσον αφορά, τώρα, τις προοπτικές, βάσει των στοιχείων των οικονομικών ινστιτούτων και της Κομισιόν, η οικονομική δραστηριότητα ενδυναμώθηκε περαιτέρω τον Ιούλιο, πρώτο μήνα του τρίτου τριμήνου. Με τη βοήθεια της τύχης, η οικονομία ίσως ανακτήσει ένα σχεδόν 40% των απωλειών του δευτέρου τριμήνου εντός του τρίτου.

Το ουσιώδες ερώτημα έχει να κάνει με το πώς η βελτίωση αυτή θα εξελιχθεί σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Αφότου η προσφορά, ως επί το πλείστον, αποκατασταθεί ο ρυθμός της ανάκαμψης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη ζήτηση και πώς θα επανέλθει. Φόβοι για τυχόν δεύτερο κύμα θα περιορίσουν την κατανάλωση των νοικοκυριών και τις εταιρικές επενδύσεις. Η δε ζήτηση από το εξωτερικό θα παραμείνει υποτονική, ενώ παράλληλα τα δημοσιονομικής και νομισματικής φύσεως μέτρα είναι τεράστια. Τέλος, πιστεύουμε ότι θα υπάρξει ήπια ανάκαμψη που θα οδηγήσει τη γερμανική οικονομία στα προ κρίσης επίπεδα του ΑΕΠ στις αρχές του 2022 και την υπόλοιπη Ευρώπη εντός αυτής της χρονιάς.

  Holger Schmieding,
 οικονομολόγος της επενδυτικής τράπεζας Berenberg,

https://www.kathimerini.gr/1090202/article/oikonomia/die8nhs-oikonomia/se-treis-mhnes-h-germanikh-oikonomia-exase-ta-kerdh-mias-dekaetias?fbclid=IwAR2DeyDWphEdOrdPQcmMDOmWr4rJe0u64C10ayQRoQHZq3C9e78yd82-hWY


31/7/2020