Εκλογές στις ΗΠΑ: Μάχη "αξιών" δίνουν οι "δύο Αμερικές".
Εκλογές στις ΗΠΑ: Μάχη "αξιών" δίνουν οι "δύο Αμερικές".
Εμβόλιο, Ισραήλ και Ανώτατο Δικαστήριο. Αυτό είναι το "τριπλό σχήμα" με το οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ δίνει τη μάχη της επανεκλογής του στις κάλπες της 3ης Νοεμβρίου, την ώρα που οι δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να εμφανίζουν προπορευόμενο τον Δημοκρατικό αντίπαλό του Τζο Μπάιντεν και οι γνωρίζοντες αναμένουν θυελλώδεις μετεκλογικές εξελίξεις.
Οι ΗΠΑ ξεπέρασαν το θλιβερό όριο των 200.000 νεκρών από την πανδημία του κορονοϊού, ωστόσο ο ένοικος του Λευκού Οίκου επιχειρεί να εμπνεύσει αισιοδοξία στους συμπολίτες του, επιμένοντας, παρά τις επιφυλάξεις των ειδικών, ότι το λανσάρισμα ενός αποτελεσματικού εμβολίου βρίσκεται προ των πυλών. Το γεγονός ότι στη συνείδηση του μέσου Αμερικανού η υγειονομική απειλή μοιάζει να υποχωρεί (μολονότι πληθαίνουν ακριβώς οι ενδείξεις ενός "δεύτερου κύματος") ευνοεί τον Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο, ο οποίος στις αρχές του χρόνου ήλπιζε να προσέλθει στην εκλογική μάχη με όπλο τις επιδόσεις του στον τομέα της οικονομίας και τώρα επείγεται να στρέψει τη δημόσια συζήτηση σε θέματα άλλα από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Ο διεθνής αντίκτυπος
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχασε, βέβαια, την ευκαιρία που του προσέφερε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών για να εξαπολύσει εκ νέου μύδρους στην Κίνα ως προς τις ευθύνες της για τη διάδοση του κορονοϊού (και όχι μόνο), δίνοντας έτσι το κεντρικό μοτίβο της τοποθέτησής του στη διεθνή σκηνή, που αποτελεί και τη μόνη βέβαιη "κληρονομιά" του – διότι η σινοαμερικανική αντιπαράθεση δεν αποτελεί αποκλειστικά εμμονή του νυν προέδρου και δεν προβλέπεται να υποχωρήσει έπειτα από ενδεχόμενη αποχώρησή του από την εξουσία.
Παράλληλα, σε μια πρωτοφανή διαπλοκή του προεκλογικού αγώνα με την αμερικανική εξωτερική πολιτική, η κυβέρνηση Τραμπ αφιερώνει το τελευταίο διάστημα όλο το διπλωματικό της κεφάλαιο προκειμένου να αυξήσει τον αριθμό των αραβικών κρατών που προχωρούν σε εξομάλυνση των σχέσεών τους με το Ισραήλ, κατά τις προβλέψεις του "ντιλ του αιώνα" που έχει επεξεργαστεί ο Λευκός Οίκος για το Μεσανατολικό. Μετά τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν, το ίδιο βήμα προαναγγέλλεται ότι θα κάνει άμεσα τουλάχιστον άλλη μία χώρα, που πιθανολογείται ότι είναι το Σουδάν, όπου με ενθάρρυνση των αραβικών μοναρχιών ο στρατός ανέτρεψε πέρσι τον επί 30 χρόνια δικτάτορα Ομάρ αλ Μπασίρ.
Σήμερα η εκλεκτή
Όμως το στοιχείο που πραγματικά ανέτρεψε τον χαρακτήρα της προεκλογικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ είναι ασφαλώς το ερώτημα της διαδοχής της προσφάτως εκλιπούσης Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Την πρότασή του για το νέο ισόβιο μέλος του εννεαμελούς και πανίσχυρου πολιτειακά Ανώτατου Δικαστηρίου ο Αμερικανός πρόεδρος πρόκειται να την ανακοινώσει σήμερα, με φαβορί τη 48χρονη συντηρητική καθολική Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ και την 52χρονη ισπανόφωνη Μπάρμπαρα Λαγκόα από τη Φλόριντα. Για τον Ντόναλντ Τραμπ θα είναι η τρίτη φορά που του δίνεται αντίστοιχη δυνατότητα: όμως η πρώτη κατά την οποία θα είναι σε θέση να επηρεάσει τον συσχετισμό συντηρητικών και προοδευτικών στο Δικαστήριο.
Μέχρι τώρα επικρατούσε μια λεπτή ισορροπία, η οποία καταγράφηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το 2000, όταν, με ψήφους 5 έναντι 4, το Δικαστήριο σταμάτησε την ανακαταμέτρηση στην πολιτεία της Φλόριντα, χαρίζοντας έτσι την προεδρία στον Τζορτζ Μπους τζούνιορ.
Στην ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικάνους 100μελή Γερουσία, στην οποία εναπόκειται η έγκριση της επιλογής, 51 μέλη, συμπεριλαμβανομένου του μέχρι πρότινος ταλαντευόμενου Μιτ Ρόμνι, τάσσονται υπέρ της άμεσης πλήρωσης της κενής έδρας στο Ανώτατο Δικαστήριο, μολονότι οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν (όπως ακριβώς έπρατταν και οι αντίπαλοί τους το 2016 απέναντι στον Μπαράκ Ομπάμα) ότι είναι σκόπιμο να έχει μεσολαβήσει η προεδρική εκλογή.
Μοιραίο λάθος;
Αν η επιλογή του διαδόχου της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ προχωρήσει με την ταχύτητα που επιθυμούν ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικάνοι, οι συντηρητικοί θα κυριαρχούν στο Δικαστήριο με ψήφους 6 έναντι 3 για πολλά χρόνια στο μέλλον – και, άρα, πολλά από τα "κεκτημένα" των προηγούμενων δεκαετιών σε ό,τι αφορά ατομικά και εργασιακά δικαιώματα, την έκτρωση, την οπλοφορία, την περίθαλψη κ.ο.κ. θα τεθούν εν αμφιβόλω.
Είναι αυτό το στοιχείο που δίνει στα δύο μεγάλα κόμματα τη δυνατότητα να πιέσουν το ευρύτερο ακροατήριό τους να συμμετάσχει με ζήλο στην ψηφοφορία για να υπερασπιστεί τις εκατέρωθεν "απειλούμενες αξίες".
Ενδεχομένως πρόκειται για μοιραίο λάθος του Τραμπ, εφόσον με τον τρόπο αυτό ο Μπάιντεν αποκτά επιχειρήματα για να κινητοποιήσει το αριστερό τμήμα του εκλογικού σώματος, το οποίο μέχρι τώρα αδυνατούσε να εμπνεύσει. Σε κάθε περίπτωση, τα αντίπαλα στρατόπεδα συσπειρώνονται και η αντιπαράθεση αποκτά το "κεντρικό επίδικο αντικείμενο" που έμοιαζε μέχρι τώρα να απουσιάζει.
Διάχυτος ο φόβος της εκτροπής
Δεν υπάρχει "εκλογική βραδιά". Η μάχη για τον Λευκό Οίκο θα είναι μακρόσυρτη και πιθανότατα δεν θα εξελιχθεί ομαλά. Αυτή είναι η προειδοποίηση που απηύθυνε ήδη από τον Αύγουστο το Transition Integrity Project, δεξαμενή σκέψης που συγκροτήθηκε ad hoc για τη διασφάλιση της νομιμότητας των ερχόμενων εκλογών, με τη συμμετοχή επιφανών ακαδημαϊκών, έμπειρων στελεχών και των δύο κομμάτων των ΗΠΑ και δικαστικών. Στην ανάλυσή του, το TIP εξετάζει τέσσερα πιθανά σενάρια όσον αφορά τα εκλογικά αποτελέσματα και καταλήγει πως η μόνη περίπτωση ομαλής κυβερνητικής μετάβασης στις ΗΠΑ θα ήταν μια (όχι πολύ πιθανή) ευρεία νίκη του Μπάιντεν.
Σε ένα περιβάλλον όπου πλέον ανθεί η μιντιακή φιλολογία περί επικείμενου "νέου αμερικανικού εμφυλίου", με την εμπλοκή ενδεχομένως και του στρατού (!), κανείς δεν πιστεύει ότι ο ηττημένος των εκλογών θα παραδεχθεί τη νίκη του αντιπάλου του. Πόσο μάλλον που, λόγω της διάδοσης (ιδίως μεταξύ των Δημοκρατικών ψηφοφόρων) της επιστολικής ψήφου, είναι πολύ πιθανό άλλη να είναι η εικόνα του εκλογικού χάρτη το βράδυ της 3ης Νοεμβρίου και άλλη να προκύψει τις επόμενες μέρες, εν μέσω οριακών διαφορών σε αρκετές πολιτείες-"κλειδιά", καθυστέρησης της καταμέτρησης, διαφορετικών μιντιακών αφηγημάτων για το αποτέλεσμα και δικαστικών μαχών, μπροστά στις οποίες η υπόθεση "Γκορ εναντίον Μπους" του 2000 να φαντάζει παρωνυχίδα.
Εξου και ο Ντόναλντ Τραμπ στρέφει διαρκώς τα βέλη του εναντίον των κυβερνητών που προωθούν την επιστολική ψήφο, χαρακτηρίζοντάς την προκαταβολικά "όχημα νοθείας", ενώ και τη σπουδή του για τη συμπλήρωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τη δικαιολογεί προεξοφλώντας ότι αυτό θα κρίνει εντέλει το αποτέλεσμα – και άρα είναι καλύτερο να έχει εννέα μέλη και όχι "τέσσερα συν τέσσερα".
Του Κώστα Ράπτη
27/9/2020