Με… διαζύγιο απειλούν οι ΗΠΑ την Κίνα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
 Στο ναδίρ η διεθνής εικόνα της Αμερικής.


 Με… διαζύγιο απειλούν οι ΗΠΑ την Κίνα.
  
Εχει μεσολαβήσει μισός αιώνας από τη δεκαετία του 1970 όταν ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, έκανε για πρώτη φορά άνοιγμα της υπερδύναμης στην Κίνα. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, ο Ντενγκ Ξιαοπίνγκ, τότε πρόεδρος της Κίνας, δρομολογούσε τη σταδιακή μετάβαση της κλειστής κινεζικής οικονομίας στην ελεύθερη αγορά. Σχεδόν ταυτοχρόνως η πολιτική ηγεσία της Ουάσιγκτον θεώρησε πως ήταν ασφαλέστερο να ενσωματώσει την Κίνα στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα παρά να την αφήσει εκτός. Ηταν η αρχή μιας μακράς πορείας που κατέληξε τον Δεκέμβριο του 2001 στην ένταξη του ασιατικού οικονομικού γίγαντα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Και η ένταξη στον ΠΟΕ ήταν η καθοριστική εξέλιξη που διευκόλυνε και επιτάχυνε την ιλιγγιώδη άνοδο της Κίνας και την ανάδειξή της σε  ανταγωνιστή των ΗΠΑ. 

Εκτοτε ο προβληματισμός της Ουάσιγκτον πολλαπλασιάστηκε και πολύ προτού ο Ντόναλντ Τραμπ κηρύξει εμπορικό πόλεμο στο Πεκίνο, ο Μπάρακ Ομπάμα προώθησε την εμπορική συμφωνία με τις χώρες Ασίας και Ειρηνικού, τη γνωστή ως ΤΡΡ (Trans Pacific Partnership). Ο προκάτοχος του Ντόναλντ Τραμπ προσπάθησε να προσδέσει τις χώρες της Ασίας στο άρμα των ΗΠΑ προσφέροντάς τους μια εναλλακτική έναντι της μεγάλης κινεζικής αγοράς. Επρόκειτο βέβαια για μία από τις πολυμερείς συμφωνίες από τις οποίες έσπευσε να αποσύρει τις ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ, σχεδόν μόλις ανέλαβε καθήκοντα, τον Ιανουάριο του 2017.

Τώρα, περίπου επτά εβδομάδες πριν από τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, ο απρόβλεπτος πρόεδρος των ΗΠΑ επανέρχεται δριμύτερος στο θέμα που κυριάρχησε στην προηγούμενη προεκλογική του εκστρατεία και χρωμάτισε έντονα μεγάλο μέρος της θητείας του στο τιμόνι της υπερδύναμης: την αναμέτρησή της με τον μεγάλο ανταγωνιστή της, την Κίνα. Ισως επειδή ο εμπορικός πόλεμος δεν έχει αποφέρει τους προσδοκώμενους καρπούς, ενώ το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ από το διμερές εμπόριο με την Κίνα έχει διευρυνθεί περαιτέρω. Στο μεταξύ, η Ουάσιγκτον βλέπει με ανησυχία την Κίνα να εξελίσσεται σε τεχνολογική υπερδύναμη. Μελέτη που δημοσίευσε πριν από ένα χρόνο το ερευνητικό κέντρο για τα δεδομένα καινοτομίας, με έδρα σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η δεύτερη οικονομία στον κόσμο υστερεί ακόμη έναντι των ΗΠΑ στην υψηλή τεχνολογία και στην τεχνητή νοημοσύνη.

Στην Ουάσιγκτον φαίνεται, όμως, πως κάποιοι πολιτικοί κύκλοι φοβούνται μια επανάληψη του αιφνιδιασμού που υπέστη η υπερδύναμη το 1957, όταν οι Σοβιετικοί έστειλαν πρώτοι τον Σπούτνικ εκατομμύρια έτη φωτός στον ουρανό και τέσσερα χρόνια μετά έστειλαν τον πρώτο άνθρωπο στο Διάστημα. Εναν τέτοιο φόβο φαίνεται να κρύβει ο αποκλεισμός της Huawei από κάθε συνεργασία με αμερικανικές εταιρείες, ακόμη και αν δεν μπορούν να διαψευσθούν με βεβαιότητα οι κατηγορίες της κυβέρνησης Τραμπ πως ο κινεζικός κολοσσός εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών αποτελεί  το «μάτι» του Πεκίνου στη Δύση. Και ίσως θεωρούν πως μπορούν να αναχαιτίσουν την κινεζική επέλαση αποκόπτοντας την κινεζική οικονομία πλήρως από την αμερικανική.

Ετσι, ο Ντόναλντ Τραμπ μιλάει πλέον ανοικτά για ένα οικονομικό διαζύγιο από τη δεύτερη οικονομία στον κόσμο. Μέσα στην εβδομάδα αναφέρθηκε στην προοπτική πλήρους αποσύνδεσης των δύο οικονομιών με τον όρο που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι για να αναφερθούν στη διακοπή κάθε εμπορικής, επιχειρηματικής και οικονομικής δοσοληψίας ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη. Και υποστήριξε πως η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να αποσυνδέσει την αμερικανική οικονομία από την κινεζική και «δεν θα χάσει δισεκατομμύρια δολάρια». Δεν έλειψε, βέβαια, το προεκλογικό χρώμα στις εξαγγελίες του Αμερικανού προέδρου που επανέλαβε παλαιότερες υποσχέσεις του ότι θα επαναφέρει στις ΗΠΑ όσες θέσεις εργασίας έχουν μεταφερθεί στην Κίνα. Σίγουρα, όμως, το θέμα υπερβαίνει την προεκλογική εκστρατεία και ίσως εγκυμονεί εξελίξεις.

Στροφή του Πεκίνου σε μια πιο αυτάρκη οικονομία

Δεν είναι μόνον οι ΗΠΑ που έχουν διάθεση για ένα –όχι απαραιτήτως βελούδινο– διαζύγιο με την Κίνα. Τελευταία την ίδια διάθεση εκδηλώνουν και τα στελέχη της κινεζικής ηγεσίας. Ισως εξαιτίας των όσων έχουν συμβεί στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών, του εμπορικού πολέμου δηλαδή, και των απρόβλεπτων αντιδράσεων του προέδρου Τραμπ. Ισως, όμως, και να εντάσσεται, μερικώς τουλάχιστον, στα φιλόδοξα σχέδια του Κινέζου προέδρου που δεν κρύβει την πρόθεσή του να αναδείξει την Κίνα σε παγκόσμια υπερδύναμη, αυτεξούσια οικονομικά και τεχνολογικά.

Το Πεκίνο εξεδήλωσε τις διαθέσεις του προσφάτως, εντάσσοντας στον κατάλογο των εξαγωγών που απαγορεύει τους αλγορίθμους. Οι αλγόριθμοι αποτελούν κύριο περιουσιακό στοιχείο της δημοφιλούς στην αμερικανική νεολαία εφαρμογής ψηφιακών παιχνιδιών TikTok. Είχε προηγηθεί μια παρατεταμένη διελκυστίνδα ανάμεσα στις δύο πλευρές γύρω από την πώληση της TikTok και τις πιέσεις που άσκησε ο Αμερικανός πρόεδρος στην κινεζική Byte Dance και μητρική της TikTok για να την πουλήσει εντός στενής προθεσμίας στην αμερικανική Microsoft.

Οπως επεσήμαναν προσφάτως σε σχετικό σχόλιό τους οι Financial Times, η TikTok σε καμία περίπτωση δεν είναι στρατηγικής σημασίας όπως η Huawei ώστε να δικαιολογεί όσο θόρυβο προκάλεσε ο Τραμπ γύρω από το θέμα της πώλησής της. Το Πεκίνο, όμως, δεν θα ανεχόταν ποτέ να εμφανιστεί η κυβέρνηση Τραμπ ως η δύναμη που επέβαλε διά της βίας την πώληση της δημοφιλούς εφαρμογής, μολονότι στην παρούσα φάση μάλλον θα ήθελε να αποφύγει μια κλιμάκωση της έντασης με την Ουάσιγκτον μέχρι τις εκλογές. Αναμφίβολα, όμως, η κίνηση του Πεκίνου να υπονομεύσει την εξαγορά μέσω της απαγόρευσης στις εξαγωγές προδίδει τη διάθεση της Κίνας να απεξαρτήσει τον τεχνολογικό της τομέα από την αμερικανική οικονομία και βιομηχανία.

Το εμπάργκο που επέβαλε η Ουάσιγκτον κατά του κινεζικού κολοσσού εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών της Huawei και ο πλήρης αποκλεισμός της από τις αμερικανικές βιομηχανίες έχει δράσει ως καταλύτης, εξωθώντας την Κίνα να επισπεύσει την ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών. Εχουν, άλλωστε, προηγηθεί από τον Μάιο οι εξαγγελίες του Κινέζου προέδρου Σι Τζιπίνγκ περί μιας νέας διττής στρατηγικής που θα βασίζεται σε έναν εγχώριο κύκλο παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης στο εσωτερικό της χώρας. Αυτός ο κύκλος θα συνυπάρχει με τη διαδικασία περαιτέρω ενσωμάτωσης της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία, καθώς αυτή θα ανοίγει τις πόρτες της σε περισσότερες εισαγωγές προϊόντων, κεφαλαίου και επενδύσεων από το εξωτερικό.

Κινέζοι οικονομολόγοι που προτείνουν μεταρρυθμίσεις έχουν δηλώσει στο Reuters ότι η ουσία του σχεδίου είναι η στροφή σε μια πιο αυτάρκη οικονομία και η δημιουργία μοχλών ανάπτυξης με μακροπρόθεσμη δυναμική.

Εξάλλου, ίσως το πλέον φιλόδοξο σχέδιο το Πεκίνου τα τελευταία χρόνια, ο νέος Δρόμος του Μεταξιού, δεν είναι παρά μια μορφή εμπορικής διπλωματίας που, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου του γουάν, θα διευκολύνει την Κίνα να επεκτείνει τις εξαγωγές της σε άλλες αγορές, πέραν της αμερικανικής.

Η πλήρης αποσύνδεση των δύο μεγάλων οικονομιών θα πλήξει περισσότερο τους Κινέζους.

Η κλιμακούμενη αναμέτρηση ανάμεσα στην Κίνα και στις ΗΠΑ έχει πλήξει το διμερές εμπόριο. Μια πλήρης αποσύνδεση των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, όμως, θα ήταν πολύ πιο επιζήμια για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Κίνας. Αυτή είναι η εκτίμηση των Τομ Ορλίκ και Μπιορν βαν Ρόγιε, οικονομολόγων του Bloomberg Economics.

Σε σχετική μελέτη τους, οι δύο οικονομολόγοι τονίζουν πως αν πράγματι αποσυνδεθούν πλήρως οι δύο οικονομίες, τότε το μακροπρόθεσμο δυναμικό ανάπτυξης της Κίνας θα περιορισθεί περίπου στο 3,5% έως το 2030. Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με σημαντική μείωση, αν συγκριθεί με τη σημερινή πρόβλεψη για ανάπτυξη 4,5% υπό την προϋπόθεση ότι οι διμερείς σχέσεις παραμένουν σε γενικές γραμμές αμετάβλητες. Η πλήρης αποσύνδεση, που ορίζεται ως η διακοπή των εμπορικών σχέσεων καθώς και κάθε ανταλλαγής τεχνολογίας, που έως τώρα δίνει ώθηση στην ανάπτυξη, θα έχει πολύ μεγαλύτερες συνέπειες για την κινεζική παρά για την αμερικανική οικονομία, καθώς η Κίνα είναι αυτή που επωφελείται περισσότερο από τις διασυνοριακές ανταλλαγές ιδεών και καινοτομίας. Σε περίπτωση πλήρους αποσύνδεσης, το δυναμικό ανάπτυξης των ΗΠΑ θα περιοριζόταν στο 1,4% το 2030, από το 1,6% στο οποίο εκτιμάται σήμερα. Αν υλοποιηθεί ένα τέτοιο σενάριο, η αύξηση της παραγωγικότητας στην Κίνα θα επιβραδυνθεί επειδή η χώρα δεν θα επωφελείται πλέον από τη μεταφορά τεχνολογίας, ενώ οι κεφαλαιουχικές επενδύσεις θα είναι περιορισμένες. Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη των δύο οικονομολόγων, όμως, οι συνέπειες δεν θα είναι καταστρεπτικές, καθώς στη διάρκεια των τελευταίων 20 χρόνων η Κίνα έχει ήδη γεφυρώσει το χάσμα τεχνολογίας που τη χώριζε από τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Οι δύο οικονομολόγοι διευκρινίζουν, πάντως, ότι «αν η Κίνα σπεύσει να αυξήσει τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη και συσφίξει τις σχέσεις της με άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, μπορεί να εξισορροπήσει σημαντικό μέρος του αντικτύπου της αποσύνδεσης».

Η νέα στρατηγική που έχει εξαγγείλει ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ θέλει την εγχώρια οικονομία να αναλαμβάνει τον ρόλο του κύριου μοχλού της ανάπτυξης σε μια προσπάθεια να περιφρουρήσει τη χώρα από μια παγκόσμια επιβράδυνση και μια εντεινόμενη εναντίον της εχθρότητα. Κι ενώ δεν έχουν ακόμη διασαφηνιστεί οι λεπτομέρειες του σχεδίου που εκπονεί ο Κινέζος πρόεδρος, είναι σαφές πως και η Κίνα επιδιώκει να γίνει πιο αυτάρκης και πιο ανεξάρτητη στους τομείς της προηγμένης βιομηχανίας και προπαντός στην τεχνολογική καινοτομία. Οι δύο οικονομολόγοι προειδοποιούν, πάντως, πως η Κίνα θα μπορούσε να υποστεί πολύ μεγαλύτερες καταστροφικές συνέπειες αν συνταχθούν με τις ΗΠΑ ορισμένοι παραδοσιακοί σύμμαχοί τους, όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Γερμανία και η Γαλλία, και αποσυνδέσουν και αυτές τις οικονομίες τους από την Κίνα. Σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις τους, στην περίπτωση αυτή το δυναμικό ανάπτυξης της Κίνας θα μπορούσε να περιορισθεί έως και στο 1,6% μέσα σε 10 χρόνια και θα ήταν πολύ πιο δύσκολο για το Πεκίνο να ελέγξει αυτή την κατάσταση υιοθετώντας πολιτικές εξισορρόπησης.

Δεν θα χάναμε…

Ο Αμερικανός πρόεδρος χαρακτήρισε «ενδιαφέρουσα» τη λέξη «αποσύνδεση» που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι την τελευταία δεκαετία για να αναφερθούν στην προοπτική πλήρους διακοπής κάθε συνεργασίας ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Προϊδεάζοντας προεκλογικώς τους Αμερικανούς τόνισε πως «δεν θα χάναμε δισεκατομμύρια δολάρια αν σταματούσαμε να κάνουμε μπίζνες με την Κίνα».

Η προειδοποίηση

Εκπροσωπώντας τη μερίδα του αμερικανικού κατεστημένου που, ανεξαρτήτως κομματικής ταυτότητας, διαφωνεί με τις επιλογές του Αμερικανού προέδρου και προπαντός με τον εμπορικό πόλεμο, ο Λάρι Σάμερς προειδοποίησε πως «με όσα συμβαίνουν ανάμεσα στο Πεκίνο και στην Ουάσιγκτον, ενδεχομένως να βρισκόμαστε στην πλέον επικίνδυνη οικονομική συγκυρία μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009».

Η τεχνολογία

Ο υπεύθυνος των ερευνών για την αποσύνδεση ΗΠΑ – Κίνας στον τομέα της τεχνολογίας καλεί τις ΗΠΑ να προστατεύσουν την κυριαρχία τους στους ημιαγωγούς και στους μικροεπεξεργαστές. Προεξοφλεί, ωστόσο, ότι το Πεκίνο «δεν έχει καμία προοπτική να επιτύχει τον στόχο του για 70% αυτάρκεια της οικονομία του μέχρι το 2025».

Ρουμπίνα Σπάθη


15.09.2020  


           ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ           



 Στο ναδίρ η διεθνής εικόνα της Αμερικής.

Από τη στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο, η διεθνής εικόνα της Αμερικής, η οποία είχε βελτιωθεί αισθητά επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα, έγινε πολύ λιγότερο ελκυστική, ακόμη και στην κοινή γνώμη των πιο στενών και παραδοσιακών συμμάχων της. Η επιδείνωση επιταχύνθηκε ιδιαίτερα τη φετινή χρονιά, όπως υποδηλώνει η τελευταία έρευνα του Κέντρου Ερευνών Pew, τα πορίσματα της οποίας δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα.

Η έρευνα διεξήχθη σε 13 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ, μεταξύ των οποίων οι ισχυρότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα. Σε αρκετές από αυτές, η δημοφιλία των ΗΠΑ βρίσκεται στο ναδίρ των 20 τελευταίων χρόνων, στη διάρκεια των οποίων το διάσημο αμερικανικό ινστιτούτο πραγματοποιεί ανάλογες έρευνες. Ενδεικτικά, στη Γαλλία και στη Γερμανία οι θετικές γνώμες για τις ΗΠΑ περιορίζονται στο 31% και στο 26% των ερωτηθέντων αντιστοίχως, περίπου το ίδιο με ό,τι συνέβαινε τον Μάρτιο του 2003, όταν η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους αποφάσιζε τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ.

Ακόμη και στη Βρετανία, το ποσοστό όσων διατηρούν θετική γνώμη για τις ΗΠΑ περιορίζεται σε 41%, έναντι 83% που ήταν στην αρχή της χιλιετίας. Σοβαρό ρόλο στην επιδείνωση της διεθνούς εικόνας των ΗΠΑ έπαιξε η διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση Τραμπ (εδώ τα ποσοστά των θετικών γνωμών κυμαίνονται μεταξύ 20% και μόλις 6%), όπως και τα αλυσιδωτά περιστατικά φονικής αστυνομικής βίας εναντίον άοπλων μαύρων.

Οσο για τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ, η δημοσκόπηση είναι πραγματικός κόλαφος. Σύμφωνα με την έρευνα, τον εμπιστεύεται μόλις το 19% των Βρετανών, το 11% των Γάλλων, το 10% των Γερμανών και το 9% των Βέλγων, ενώ οι θετικές γνώμες για τον Μπαράκ Ομπάμα κυμαίνονταν μεταξύ 55% και 80% στη διάρκεια της οκταετίας του. Κατά μέσον όρο, στο σύνολο των 13 σύμμαχων χωρών όπου διεξήχθη η έρευνα, ο Τραμπ χαίρει εμπιστοσύνης από το 16% των ερωτηθέντων, χαμηλότερο ακόμη και από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν (23%) και τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ (19%).

Στην πρώτη θέση της σχετικής κατάταξης βρίσκεται η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ με 76%, ακολουθούμενη από τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος εμπνέει εμπιστοσύνη στο 64% των ερωτηθέντων. Ανάμεικτα είναι τα συναισθήματα για τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον, για τον οποίο θετικές και αρνητικές γνώμες μοιράζονται σε ίσα τμήματα.

PEW RESEARCH CENTER

https://www.kathimerini.gr/world/561080155/sto-nadir-i-diethnis-eikona-tis-amerikis/


16/9/2020