Εκεί που οδηγεί ο Αχέροντας ποταμός.
Ψυχές στη βάρκα του Χάροντα. Εργο που ο Γάλλος Φεϊέν-Περέν φιλοτέχνησε το 1857 και δημοσιεύθηκε στο L’ Illustration Journal Universel. Φωτ. SHUTTERSTOCK
Εκεί που οδηγεί ο Αχέροντας ποταμός.
Αδης, Ερεβος ή Τάρταρος· Αχέρων, Πυριφλεγέθων, Κωκυτός ή Στύγα·και φυσικά ο Κέρβερος, οι Ερινύες ή ο Ραδάμανθυς. Οι αρχαίοι Ελληνες είχαν πολλά ονόματα για τον Κάτω Κόσμο, για τις θεότητές του, για τη διαδρομή που ακολουθούσε κανείς ώστε αναπόφευκτα να τον προσεγγίσει. Πού ακριβώς βρισκόταν όμως και πώς έμοιαζε το τοπίο του; Με ποια κριτήρια, ηθικά, κοινωνικά ή άλλα, ταξινομούνταν οι ψυχές στην επικράτειά του; Πώς τα περνούσαν μετά θάνατον τόσο οι βασιλιάδες όσο και οι απλοί άνθρωποι, οι δίκαιοι ή οι άδικοι, οι πλούσιοι ή οι φτωχοί;
Ιδού μερικά ερωτήματα που η Γαλλίδα Ντανιέλ Ζουανά, ελληνίστρια, ιστορικός και καθηγήτρια αρχαίων ελληνικών, επιχειρεί να απαντήσει στη μελέτη της «Οι Ελληνες στον κάτω κόσμο. Από τον Ομηρο στον Επίκουρο», που βασίζεται σε έργα λογοτεχνίας, ιστορίας, φιλοσοφίας και ρητορικής. Δεν είναι το πρώτο της πόνημα με θέμα τους αρχαίους Ελληνες. Εχει καταπιαστεί με το χιούμορ τους, τη μυθολογία τους ή με προσωπικότητες όπως η «Ασπασία η Μιλήσια» (εκδ. Ενάλιος). Αυτή τη φορά, θέλησε να συγκεντρώσει τις διαφορετικές αντιλήψεις περί θανάτου που συναντάμε στον Ομηρο, στον Πλάτωνα, στον Επίκουρο κ.α., διαπιστώνοντας ότι ενώ κάποιες παραμένουν σταθερές, άλλες δείχνουν ότι δεν έχουμε ακριβώς να κάνουμε με έναν ιστορικά ενιαίο και ομοιογενή πολιτισμό.
«Πράγματι, στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία συναντάμε διαφορετικές τοποθεσίες του κόσμου των νεκρών», λέει στην «Κ» η Ντανιέλ Ζουανά. «Νομίζω όμως ότι οι Ελληνες πάντοτε πίστευαν πως οι νεκροί βρίσκονται κάπου και διατηρούν δεσμούς με τους ζωντανούς. Ακόμα και όταν οι Επικούρειοι φιλόσοφοι υποστήριξαν ότι μετά τον θάνατο δεν υπάρχει τίποτα, οι υπόλοιποι δεν το υιοθέτησαν ακριβώς, πιστεύοντας βαθιά ότι οι νεκροί “επιβιώνουν” με έναν τρόπο. Ισως μεταφέρονταν σε ένα σημείο δυτικά ή ανατολικά του ωκεανού που περιέκλειε τον επίπεδο δίσκο της γης. Μπορεί επίσης, ο Κάτω Κόσμος να ήταν ένας απέραντος τόπος, με λίμνες, βάραθρα, τέρατα και δαίμονες. Σίγουρα, οι Ελληνες δεν πίστευαν ότι οι νεκροί βρίσκονται κάπου στον ουρανό». Στον Ομηρο, ο Κάτω Κόσμος μοιάζει αρκετά τρομακτικός: είναι γκρίζος, χωρίς χρώματα ή βλάστηση και οι ψυχές φτερουγίζουν ακανόνιστα, βγάζοντας διαπεραστικές κραυγές. Αλλες φορές μοιάζουν με νυχτερίδα και άλλες με σκιά, διατηρώντας μια κάποια ανθρώπινη μορφή. Γενικά, η εικόνα της ομηρικής κόλασης δεν είναι βέβαια ευχάριστη ή ομοιόμορφη, σίγουρα όμως παρέμεινε χαραγμένη για πολύ καιρό στο μυαλό των αρχαίων Ελλήνων, παρόλο που επρόκειτο για ένα κόσμο χωρίς φως, χωρίς χαρά, στον οποίο φοβόσουν φυσικά να βρεθείς, όπως φαίνεται και από την επιθανάτια αγωνία της Αντιγόνης. «Αντίθετα, ο Κάτω Κόσμος του Πλάτωνα, με συναρπάζει», λέει η Ζουανά. «Ο Πλάτωνας εισάγει για πρώτη φορά την έννοια της κρίσης των νεκρών, σύμφωνα με το καλό ή το κακό που έκαναν στη ζωή τους. Ισχυρίζεται παρηγορητικά, ότι και οι ένοχοι, αφού εξιλεωθούν, μπορούν να έχουν μια σχεδόν ικανοποιητική μεταθανάτια ζωή. Είναι ξεκάθαρος ο βαθμός στον οποίο αυτή η αντίληψη επηρέασε τη χριστιανική σκέψη».
«Οι σύγχρονες κοινωνίες αποφεύγουν να μιλούν για τον θάνατο
και δεν πιστεύουν ιδιαίτερα στην ύπαρξη της ψυχής», λέει η Ντανιέλ Ζουανά.
Οι απόψεις περί ψυχής και το μαρτύριο του Ταντάλου
Αν ο Εμίλ Ντιρκέμ είχε δίκιο όταν παρατηρούσε ότι οι θεοί αναπαριστούν τις αξίες των κοινωνιών που τους λατρεύουν, τότε στην περίπτωση των αρχαίων Ελλήνων κάτι τέτοιο φαίνεται να ισχύει για τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, όχι όμως απολύτως και για εκείνους του Κάτω Κόσμου. Οι νεκροί δεν τους συναναστρέφονται σχεδόν ποτέ. «Μόνο οι μυστηριακές λατρείες δίνουν στους μυημένους τη δυνατότητα να συναντήσουν θεότητες του Κάτω Κόσμου, όπως τον Αδη ή την Περσεφόνη, χωρίς όμως να έχουμε λεπτομέρειες για αυτές τις συναντήσεις», παρατηρεί η Ντανιέλ Ζουανά.
Από το υπόλοιπο πλέγμα ιδεών περί θανάτου που εναλλάσσονται στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, το στοιχείο που μοιάζει αμετάβλητο είναι η ύπαρξη και η εμπρόθετη δράση της ψυχής. «Αλλοτε είναι ένα κακόβουλο πνεύμα που επιστρέφει για εκδίκηση, αλλά μπορεί να εξουδετερωθεί», εξηγεί η Γαλλίδα ελληνίστρια. «Σε κάποιες εκδοχές του μύθου των Ατρειδών, η Κλυταιμνήστρα κόβει τα χέρια και τα πόδια του νεκρού Αγαμέμνονα, ώστε να εμποδίσει τις μεταθανάτιες πράξεις του. Επίσης, ένας νεκρός μπορεί να λειτουργήσει σαν προστάτης, όπως βλέπουμε στις τραγωδίες του Αισχύλου. Ακόμα και σε πραγματικά γεγονότα, καταγεγραμμένα από αρχαίους ιστορικούς, οι άνθρωποι ζητούν από κάποιον ένδοξο πρόγονο να τους βοηθήσει στη μάχη».
Ωστόσο, η ιδέα μιας απλής επιβίωσης της ψυχής δεν θα ικανοποιούσε για πολύ καιρό την εξελισσόμενη αρχαιοελληνική κοινωνία. Πολλοί άρχισαν να αναρωτιούνται αν υπήρχε κάτι που θα μπορούσαν να κάνουν εν ζωή προκειμένου να βελτιώσουν τη μεταθανάτια συνθήκη. «Είναι πάλι οι λατρείες, όπως τα Ελευσίνια Μυστήρια, που εισάγουν την ιδέα ότι κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται όχι με καλές ή κακές πράξεις, αλλά με την υιοθέτηση σωστών τελετουργικών προτύπων, που θα οδηγήσει τους μυημένους σε μια μορφή παραδείσου», επισημαίνει η Ζουανά. «Με τον Πλάτωνα η πρόσβαση στην καλή μεταθανάτια ζωή επιτυγχάνεται με ηθικά κριτήρια, ενώ η ψυχή χάνει το ανθρώπινο περίγραμμά της, αποκτώντας κάτι σαν φωτεινή υπόσταση. Οι Στωικοί, οι Επικούρειοι και εν μέρει ο Αριστοτέλης αμφισβήτησαν την επιβίωσή της, όχι όμως και την αρχική ύπαρξή της. Ενδιαφέρθηκαν για τα υλικά χαρακτηριστικά της, για το αν αποτελούνταν από μια θερμή ανάσα ή από ένα άθροισμα ατόμων».
Τελικά, σύμφωνα με τη Ζουανά, η εξέλιξη των αντιλήψεων περί ψυχής δεν οφειλόταν τόσο σε κοινωνικές όσο σε ηθικές μετατοπίσεις. Από την εποχή του Ομήρου κι έπειτα, στοχαστές, ποιητές αλλά και κοινοί «θνητοί» αιτούνταν μια δικαιοσύνη που, αφού δεν διαφυλασσόταν πάντοτε από τους νόμους της πόλης, θα έπρεπε τουλάχιστον να επιτυγχάνεται στην άλλη ζωή. Ωστόσο, κάποιες ψυχές υπέφεραν αιωνίως, αλλά όχι πάντοτε δικαίως. Ο Σίσυφος, ο Ηρακλής, οι Δαναΐδες είναι τέτοιες περιπτώσεις.
Η Ζουανά προτιμά έναν άλλο επιφανή καταδικασμένο. «Πιστεύω ότι ο Τάνταλος είναι ένα σύμβολο ταιριαστό και στη δική μας εποχή. Το μαρτύριό του είναι ότι δεν μπορεί να σβήσει τη δίψα και την πείνα του, γιατί ενώ είναι βυθισμένος στο νερό και από πάνω του κρέμονται κλαδιά φορτωμένα με καρπούς, όλα απομακρύνονται όταν πλησιάζει. Σήμερα, η τηλεόραση και οι διαφημίσεις μάς προσφέρουν ονειρικές εικόνες από χώρες που δεν μπορούμε να επισκεφθούμε, από ρούχα και συσκευές που δεν έχουμε τη δυνατότητα να αποκτήσουμε. Δανειζόμενη λοιπόν μια φράση του Αλμπέρ Καμύ, νομίζω ότι σήμερα ένας σοφός φιλόσοφος καλείται να μας διδάξει ότι “πρέπει να φανταστούμε τον Τάνταλο ευτυχισμένο”».
Τι άλλο έχουν να προσφέρουν οι αρχαιοελληνικές αντιλήψεις περί θανάτου σε μια εποχή που πασχίζει να τον νικήσει με τη βοήθεια της τεχνολογίας; «Οι σύγχρονες κοινωνίες αποφεύγουν να μιλούν για τον θάνατο και δεν πιστεύουν ιδιαίτερα στην ύπαρξη της ψυχής», καταλήγει η Ζουανά. «Είναι λες και προσπαθούμε να επεκτείνουμε τη ζωή όσο γίνεται, να καταστήσουμε τον θάνατο όσο το δυνατόν πιο ανώδυνο, κάτι που δεν είναι απορριπτέο. Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι μοιάζουν να μην είναι πιστοί, αλλά πιστεύουν ότι υπάρχει “κάτι”. Η άρνηση να πιστέψει κανείς στο απόλυτο τίποτα υπήρχε στους αρχαίους Ελληνες κι έφθασε σε εμάς μέσω του χριστιανισμού. Η ανάγκη για το υπερβατικό φαίνεται πως είναι θεμελιώδης στους ανθρώπους. Οπως λέει κι ο μύθος της Πανδώρας, όταν έχουν χαθεί τα πάντα, στο κουτί παραμένει η ελπίδα».
To 329 σελίδων βιβλίο που κυκλοφορεί στα ελληνικά
(μτφρ. Χαράλαμπος Μαγουλάς) από τις εκδόσεις Εστία.
Νικόλας Ζώης
30/8/2020