Το τέλος της προόδου.
Το τέλος της προόδου.
Κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας ένα σημαντικό έργο του Κρίστοφερ Λας (1932-1994), του Αμερικανού στοχαστή που κατατάσσεται δίκαια μεταξύ των κορυφαίων κοινωνιολόγων στον εικοστό αιώνα. Πρόκειται για το βιβλίο «Ο αληθινός και μοναδικός παράδεισος. Η πρόοδος και οι επικριτές της» (μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, 2020). Το ακόλουθο άρθρο του Κρίστοφερ Λας είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό L’ Espresso τον Μάρτιο του 1990.
Εδώ και κάμποσο καιρό, είναι ήδη φανερό ότι ο κόσμος μπαίνει σε μια νέα Εποχή των Ορίων. Ηδη, η παρακμή των ιδεολογιών που βασίζονται στο όνειρο της οικουμενικής αφθονίας, η διάβρωση της πολιτισμικής κληρονομιάς της Δύσης και η ανάδυση κινημάτων αποφασιστικά αντίθετων στην παράδοση του Διαφωτισμού αναγγέλλουν το επερχόμενο τέλος της φιλελεύθερης εποχής.
Ο αργός θάνατος του φιλελευθερισμού αντιπροσωπεύει το κεντρικό στοιχείο της σύγχρονης ιστορίας. Το ερώτημα είναι τι είναι αυτό που παίρνει τη θέση του. Ηδη από τον 18ο αιώνα, η εμπιστοσύνη στην πρόοδο αντιπροσώπευε μια κοσμική θρησκεία για τη Δύση. Οι συμφορές του 20ού αιώνα -οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, η τελική λύση του Χίτλερ, τα γκουλάγκ του Στάλιν, η ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων- αποδυνάμωσαν την εμπιστοσύνη στην πρόοδο, αλλά, παρ’ όλα αυτά, αυτή επέζησε ώς τις μέρες μας, έστω και τροποποιημένη.
Σε τελική ανάλυση, ο αιώνας μας γνώρισε όχι μόνο συμφορές, αλλά και βελτιώσεις. Γνώρισε συνεχείς αυξήσεις της παραγωγικότητας, τη διάδοση της βιομηχανίας σε γεωργικές κοινωνίες και την αύξηση του βιοτικού επιπέδου τουλάχιστον στα πλήρως εκβιομηχανισμένα έθνη.
Αυτές οι εξελίξεις φαίνονταν να δικαιολογούν μια συγκρατημένη εμπιστοσύνη στην πρόοδο, μια εμπιστοσύνη που δεν βασίζεται σε αφελείς αυταπάτες σχετικά με τη δυνατότητα τελειοποίησης της ανθρώπινης λογικής, αλλά στην ελπίδα ότι μια διαρκής αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης -μια επανάσταση αυξανόμενων προσδοκιών- θα υποστήριζε απεριόριστα την οικονομική επέκταση.
Η πιο πειστική μορφή της προοδευτικής ιδεολογίας συνέδεε πάντα την οικονομική ανάπτυξη με τον εκδημοκρατισμό της κατανάλωσης. Ο φιλελευθερισμός κατέληξε να ταυτίζεται με πολιτικές σχεδιασμένες για να εξασφαλίζουν την πλήρη απασχόληση και επομένως να επεκτείνουν την ικανότητα για κατανάλωση.
Σε αυτό το σημείο, ο μαρξισμός δεν συγκρούεται με τον φιλελευθερισμό. Υπόσχεται και αυτός αφθονία για όλους, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι η οικουμενική αφθονία δεν θα μπορέσει ποτέ να επιτευχθεί από τον καπιταλισμό. Σήμερα έχει αναγνωριστεί ευρέως ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε και από τον σοσιαλισμό.
Η κατάρρευση όμως των σοσιαλιστικών συστημάτων στην Ανατολική Ευρώπη δεν πρέπει να μας παραπλανήσει σχετικά με τις δυνατότητες του καπιταλισμού. Η ελπίδα της αφθονίας για όλους εγκαταλείφθηκε σιωπηλά.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Ρόναλντ Ρέιγκαν άρχισαν να διαλύουν το κεϊνσιανό κράτος και η πολιτική τους επιτυχία υποδηλώνει ότι τόσο η Αγγλία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι έτοιμες να ανεχθούν υψηλά επίπεδα ανεργίας, την αποδυνάμωση της μεσαίας τάξης και την ανάπτυξη μιας κοινωνίας με δύο τάξεις πολωμένες ανάμεσα στους πολύ πλούσιους και τους πολύ φτωχούς.
Η συνειδητοποίηση του ότι η απεριόριστη επέκταση της καταναλωτικής ζήτησης προϋποθέτει κοινωνικές συνθήκες που δεν μπορούν να επιτευχθούν πλέον δίνει τη χαριστική βολή στην εμπιστοσύνη στην πρόοδο, ιδιαίτερα στη φιλελεύθερη (και μαρξιστική) εκδοχή αυτής της εμπιστοσύνης, στην οποία η υλική πρόοδος θεωρούνταν ως το προϊόν της δημοκρατίας.
Η επέκταση της ζήτησης, πάνω στην οποία η Αριστερά είχε εναποθέσει τις ελπίδες της, προϋποθέτει όχι μόνο μια διαρκή αναθεώρηση των υλικών προσδοκιών, έναν ατέρμονο επαναπροσδιορισμό της πολυτέλειας ως ανάγκης, αλλά και τη συνεχή ενσωμάτωση νέων ομάδων στην κουλτούρα της κατανάλωσης.
Τέλος, προϋποθέτει την υλοποίηση μιας παγκόσμιας αγοράς, που περιλαμβάνει τους πληθυσμούς οι οποίοι προηγουμένως αποκλείονταν από οποιαδήποτε εύλογη προοπτική ευημερίας. Η πρόβλεψη όμως ότι «αργά ή γρήγορα θα γίνουμε όλοι εύποροι», που εκφραζόταν με τόση εμπιστοσύνη πριν από λίγα μόνο χρόνια, δεν φαίνεται πλέον πολύ πειστική.
Αν πάρουμε υπόψη μας το τωρινό ποσοστό αύξησης του πληθυσμού, η απόπειρα να εξαχθεί το δυτικό βιοτικό επίπεδο στον υπόλοιπο κόσμο, ακόμη και αν ήταν οικονομικά ή πολιτικά εφικτή, θα ισοδυναμούσε με μια συνταγή για περιβαλλοντική καταστροφή. Οι αναπτυγμένες χώρες δεν έχουν πλέον τη βούληση ή τους πόρους για να αναλάβουν ένα τόσο μνημειώδες αναπτυξιακό πρόγραμμα. Δεν είναι καν σε θέση να λύσουν το πρόβλημα της φτώχειας εντός των ίδιων των συνόρων τους.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, την πιο πλούσια χώρα στον κόσμο, ένα όλο και πιο πολυάριθμο προλεταριάτο βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα θλιβερό μέλλον και η παρακμή της μεσαίας τάξης δεν μπορεί να αποκρυφτεί. Η παγκόσμια κυκλοφορία των προϊόντων, των πληροφοριών και των προσώπων, αντί να τους κάνει όλους εύπορους, έχει διευρύνει το χάσμα ανάμεσα στα πλούσια και τα φτωχά έθνη και έχει προκαλέσει μια μαζική μετανάστευση προς τη Δύση, όπου οι νεοεισερχόμενοι έρχονται για να αυξήσουν τη μεγάλη στρατιά των αστέγων, των ανέργων, των αναλφάβητων, των ναρκομανών, των εγκαταλειμμένων και των στερούμενων πολιτικά δικαιώματα.
Το φιλελεύθερο όνειρο της προόδου βασιζόταν σε προϋποθέσεις ευρύτερης εμβέλειας από τον ξεριζωμό της φτώχειας και τον εκδημοκρατισμό της ευημερίας. Ο φιλελευθερισμός δεν ήταν μόνο μια οικονομική φιλοσοφία. Εμφανιζόταν και ως κληρονόμος και θεματοφύλακας των πολιτισμικών παραδόσεων της Δύσης: της ατομικής ελευθερίας, της ελευθερίας του λόγου, της θρησκευτικής ανεκτικότητας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ο «εκσυγχρονισμός» του κόσμου συνεπαγόταν όχι μόνο την υλοποίηση μιας παγκόσμιας αγοράς, αλλά και μιας παγκόσμιας κουλτούρας στην οποία αυτές οι αξίες θα γίνονταν οικουμενικά σεβαστές. Και σε αυτή την περίπτωση ο φιλελευθερισμός πέρασε σκληρές δοκιμασίες. Οι κεντρικές αξίες της δυτικής κουλτούρας δεν υποστηρίζονται πλέον από όλους, ούτε καν στη Δύση.
Αυτές δέχονται επιθέσεις τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά. Η Δεξιά απαρνιέται τον ουμανισμό και ζητάει την επανένωση εκκλησίας και κράτους, ενώ η Αριστερά καταγγέλλει ως πολιτισμικό ιμπεριαλισμό οποιαδήποτε προσπάθεια να υποστηριχθεί ένας πυρήνας κοινών αξιών και απαιτεί ίσες ευκαιρίες για τις μειονότητες. Η δυτική κουλτούρα απειλείται όχι μόνον από το εσωτερικό αλλά και από το εξωτερικό.
Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός είναι μόνον η πιο δηλητηριώδης εκδήλωση μιας αμετάβλητης φυλετικής οργάνωσης, αντίθετης στην κοσμοπολιτική παράδοση του Διαφωτισμού. Με τη θεοκρατική αντίληψη του κράτους, τον αποκλεισμό των γυναικών από τη δημόσια ζωή, την αυστηρή σεξουαλική ηθική και την ανελέητη εχθρότητα προς τους ξένους, το σιιτικό κίνημα αποβλέπει στην ανατροπή όλης της πορείας της νεότερης ιστορίας.
Για τον φιλελευθερισμό αυτό αντιπροσωπεύει μια σοβαρότερη απειλή από όσο ήταν ο κομμουνισμός, δεδομένου ότι αρνείται πλήρως τις αξίες του, αντί να περιορίζεται στο να υποστηρίζει ότι μπορούν να υλοποιηθούν μέσω ενός νέου συστήματος παραγωγής. Τώρα που ο κομμουνισμός οπισθοχωρεί, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός προσφέρει μια ελκυστική εναλλακτική στους λαούς του Τρίτου Κόσμου, που έχουν αρχίσει να υποψιάζονται ότι ο «εκσυγχρονισμός» απαιτεί από αυτούς να θυσιάσουν τους παραδοσιακούς πολιτισμούς τους, χωρίς να κερδίσουν την ανταμοιβή ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου. Το κύρος της δυτικής κουλτούρας, που εξαρτιόταν ιστορικά από την επαγγελία της οικουμενικής αφθονίας, καταλύεται όταν αυτή η επαγγελία αποκαλύπτεται απατηλή. […]
Θανάσης Γιαλκέτσης
11/10/2020