O Πούτιν, ο Ερντογάν και η Ελλάδα.
ASSOCIATED PRESS
O Πούτιν, ο Ερντογάν και η Ελλάδα.
Είμαστε υποχρεωμένοι να καταδεικνύουμε τις αρνητικές συνέπειες της συμμαχίας Πούτιν και Ερντογάν για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Τα τελευταία χρόνια, έχει μεγαλώσει η σύγχυση στην Ελλάδα και την ελληνική κοινή γνώμη, σχετικά με τις σχέσεις Ρωσίας Τουρκίας και Ελλάδας.Τα πράγματα έμοιαζαν σχετικά εύκολα όσο Τουρκία και Ρωσία συγκρούονταν στη Συρία αλλά έπαψε να είναι από τη στιγμή που άρχισαν να συνεργάζονται, μετά το 2016. Έτσι, παράλληλα με την έντονη αποδοκιμασία της γερμανικής αλλά και της αμερικανικής πολιτικής, είμαστε υποχρεωμένοι να καταδεικνύουμε τις αρνητικές συνέπειες της συμμαχίας Πούτιν και Ερντογάν για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Και αυτό θέλουν να το συγκαλύψει ένα σημαντικό τμήμα οπαδών της Ρωσίας οι οποίοι ανήκουν σε όλα τα πιθανά και απίθανα περιβάλλοντα. Από την άκρα δεξιά και τον ορθόδοξο χώρο έως την άκρα αριστερά προβάλλεται μία πολιτική άκριτης υπεράσπισης της Ρωσίας και των επιλογών της, παρά τις συχνά αρνητικές για τα εθνικά μας συμφέροντα θέσεις της. Οι πλέον θρασείς ή οι πλέον αφελείς, φθάνουν μάλιστα να υποστηρίζουν πως η Ελλάδα η Ρωσία και η Τουρκία θα πρέπει «να τα βρουν» απέναντι στους δυτικούς, σύμφωνα με το παλιό κουκουέδικο αφήγημα, παραγνωρίζοντας ή αποσιωπώντας τον τουρκικό επεκτατισμό. Οι περισσότεροι το πράττουν «διά της παραλείψεως». Δηλαδή, αποσιωπούν ρωσικές θέσεις και ενέργειες που στηρίζουν την Τουρκία, όπως έγινε ακόμα και με την Αγία Σοφία, και από την άλλη επιτίθενται αποκλειστικά, ενάντια σε ορισμένες στις χώρες της Δύσης και την ελληνική κυβέρνηση – εξάλλου υπάρχουν και πολλά για να τους καταμαρτυρήσει κανείς μια και επιτρέπουν τον τουρκικό επεκτατισμό.
Το εγχείρημα λοιπόν καθίσταται ιδιαίτερα εύκολο μια και απλώς αποσιωπάται η ανάλογη ή και ακόμα χειρότερη τοποθέτηση της Ρωσίας . Έτσι, από το πρωί μέχρι το βράδυ, καταγγέλλουν και ορθώς τη Δύση και την Ευρωπαϊκή Ένωση διότι περιορίζονται σε φραστικές καταδίκες καθώς και την υποχωρητική ελληνική κυβέρνηση. Αποκρύπτουν όμως τη στάση της Ρωσίας που δεν βάζει κανένα φραγμό στην τουρκική επιθετικότητα ούτε καν φραστικά. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί με την Κύπρο και την τουρκική εισβολή. Εμείς μιλάμε μονίμως, και δικαίως, για τον Κίσινγκερ αλλά αποκρύπτουμε το γεγονός ότι η Ρωσία έδωσε τότε το οκέι στον Ετσεβίτ για να εισβάλει στην Κύπρο. Κάποιοι από τους κυνικότερους ή τους αφελέστερους συμπληρώνουν πως, εάν είχαμε εγκαταλείψει, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, τότε και μόνο θα μας προστάτευε η Ρωσία. «Καλά να πάθουν» λοιπόν οι Έλληνες.
Μάλιστα, εάν προσέξει κανείς, τα βέλη των υποστηρικτών της συμμαχίας Πούτιν-Ερντογάν δεν στρέφονται ιδιαίτερα εναντίον της πλέον εχθρικής προς την Ελλάδα ευρωπαϊκής χώρας, της Γερμανίας αλλά έχουν ως προνομιακό στόχο τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και τον… Μητσοτάκη. Και δεν χρειάζεται φιλοσοφία για να το ερμηνεύσουμε. Διότι η Ρωσία έχει στενές σχέσεις με τη Γερμανία και, μετά την απόπειρα κατά του Ναβάλνυ, διακυβεύεται ο North Stream 2.Ένας ακόμα λόγος ώστε Ρωσία και Γερμανία να “αντιπαθούν” τον Εastmed και να συντάσσονται με την Τουρκία, ενάντια στο ελληνο-αιγυπτιακό σύμφωνο οριοθέτησης ΑΟΖ.
Μια αδιέξοδη αυτοκρατορική πολιτική
Η πολιτική της προσέγγισης Ρωσίας-Τουρκίας είναι συνέπεια μιας αυτοκρατορικής-ευρασιανικής πολιτικής σε αντίθεση με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ρωσικού λαού. Διότι η λογική της αυτοκρατορικής Ευρασίας, οδηγεί στην υπαγωγή στην Κίνα, οικονομικά, και το Ισλάμ, πολιτιστικο-πολιτικά. Εξάλλου, το πρόσφατο μήνυμα που έστειλε η... Τουρκία μέσω των Αζέρων στη Ρωσία, στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, αποδεικνύει του λόγου το ασφαλές.
Και η σημερινή Ρωσία δεν είναι η αυτοκρατορική τσαρική Ρωσία ή η Σοβιετική Ένωση, είναι μία χώρα 145 εκατομμυρίων, εκ των οποίων το 15% είναι μουσουλμάνοι, και περιστοιχίζεται στα νότια σύνορά της από τα 70 εκατομμύρια των μουσουλμάνων της Κεντρικής Ασίας, για να μην αναφερθώ στα 250 εκατομμύρια του Ιράν, του Αφγανιστάν και της Τουρκίας. Την ίδια στιγμή, το ΑΕΠ της, σε δολάρια, είναι κατώτερο της Ιταλίας και συνεχίζει να εξαρτιέται αποκλειστικά από την ενέργεια, τις πρώτες ύλες και τη στρατιωτική βιομηχανία.
Μετά την κατάρρευση του 1989-93, η Ρωσία, έχοντας χάσει όλους τους δορυφόρους της, καθώς και την όποια επιρροή στο παγκόσμιο αριστερό κίνημα, επιχείρησε προς στιγμήν να ενταχθεί στο δυτικό σύστημα.
Ωστόσο, μια τέτοια πορεία δεν ευδοκίμησε εξαιτίας εξωτερικών αλλά και εσωτερικών παραγόντων.
Κατ’ αρχάς την έντονη αντίθεση όλων των πρώην ανατολικών χωρών, Πολωνίας, Βαλτικών χωρών, Ρουμανίας, Τσεχοσλοβακίας κ.λπ., με τον φόβο της επιστροφής της ρωσικής αυτοκρατορίας. Πάνω σε αυτά ακριβώς τα έντονα αντιρωσικά συναισθήματα θα στηριχθεί η προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερμανίας να επεκτείνουν τη δική τους επιρροή – οικονομική η Γερμανία και πολιτικοστρατιωτική οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Απέναντι σε μία τέτοια πολιτική, αρχικώς ο Γιέλτσιν και για μία μικρή περίοδο ο Πούτιν, επιδίωξαν την ένταξη της Ρωσίας στο ευρύτερο δυτικό στρατόπεδο παρά τις τρικλοποδιές των Αμερικανών στοχεύοντας να καταστεί μεσοπρόθεσμα η Ρωσία ευρωπαϊκή δύναμη και πάλι, και έτσι να αποκοπεί η Ευρώπη από την αποκλειστική αμερικανική ηγεμονία. Διότι μια Ευρώπη, συνδεδεμένη με τη Ρωσία θα μπορούσε και να απεξαρτηθεί από την αμερικανική κυριαρχία. Όμως, επρόκειτο για μία στρατηγική μακράς πνοής και προφανώς μεγάλης υπομονής.
Η αποικιακή παράδοση
Ωστόσο, υπήρχαν και εσωτερικοί παράγοντες που έκαναν δυσκολότερη και τελικώς απέτρεψαν μία τέτοια εξέλιξη.
Κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι οι ρωσικές ελίτ είχαν μία μακρά αυτοκρατορική και αποικιακή παράδοση, τουλάχιστον από την εποχή του μεγάλου Πέτρου. Όλη η σύγχρονη ιστορία της Ρωσίας, αλλά και της Σοβιετικής Ένωσης, αποτελεί μία ιστορία αποικιακών κατακτήσεων τόσο προς τα δυτικά, με την επέκταση στην Πολωνία, τις Βαλτικές Χώρες, την Κεντρική Ευρώπη, όσο και προς τα ανατολικά, μέχρι τη Μαντζουρία και προς τα νότια. Έτσι, διαμορφώθηκε μια αυτοκρατορική και ιμπεριαλιστική εθνική συνείδηση, βαθιά ριζωμένη στις ρωσικές ελίτ αλλά και τον ίδιο το ρωσικό λαό – αυτό που και οι μπολσεβίκοι αποκαλούσαν μεγαλορωσικό σοβινισμό.
Μία πρώτη μεγάλη κρίση δοκίμασε η Αυτοκρατορία κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ η οριστική κατάρρευση θα έρθει στη δεκαετία του 1990 καθώς θα αποκολληθούν και έθνη που συγκροτούσαν τον πυρήνα της, από την Ουκρανία μέχρι το Καζακστάν. Η Ρωσία, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της, θα τείνει να μεταβληθεί σε έθνος-κράτος και ενώ μέχρι το 1990 οι Ρώσοι αποτελούσαν κάτι λιγότερο από το 50% του πληθυσμού, σήμερα αποτελούν το 80%
Είναι δηλαδή εν τοις πράγμασι ένα εθνικό κράτος, παρότι η μετάβαση από μια αυτοκρατορική σε μια εθνική συνείδηση δεν είναι τόσο εύκολη. Και σε αυτό δεν βοηθά ούτε η γεωγραφία ενός αχανούς κράτους ούτε ο χαρακτήρας της ρωσικής οικονομίας και των ρωσικών αρχουσών τάξεων. Η δε δυναμική της αυξανόμενης αντιπαράθεσης με τους Αμερικανούς θα κάνει όλο και πιο ισχυρή την τάση της επιστροφής σε μία πολιτική παγκόσμιας αντιπαράθεσης, χρησιμοποιώντας κατ’ εξοχήν τη η στρατιωτική της μηχανή πράγμα που κάνει στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Συρία και τη Λιβύη και κατά δεύτερο λόγο η ανασυγκρότηση μιας ιδεολογικής επιρροής στηριγμένης σε έναν πολιτικο-ιδεολογικό «ανταρτοπόλεμο», άσχετα και πέρα από οποιαδήποτε ιδεολογική σταθερά.
Έτσι, μια και στη Δύση, αναπτύσσονται κατ’ εξοχήν οι δεξιές, ακροδεξιές ακόμα και φασιστικές αντιπαγκοσμιοποιητικές τάσεις, η Ρωσία του Πούτιν θα στηρίζεται προνομιακά σε αυτές. Θα στηρίξει και τον Τραμπ στις ΗΠΑ, ή τα ακροδεξιά κόμματα σε όλη την Ευρώπη και παράλληλα ομάδες από το αντίπαλο αριστερό στρατόπεδο. Και οι σύμμαχοί της σήμερα δεν θα είναι ο… Πάμπλο Πικάσο ή ο Γιάννης Ρίτσος και ο Μανόλης Γλέζος, αλλά διάφοροι ακροδεξιοί, από τον Μπάνον στις ΗΠΑ μέχρι τον Βελόπουλο στην Ελλάδα, καθώς και κάποιοι αριστεροί γυρολόγοι.
Μια αδιέξοδη υπερεπέκταση
Όμως, μια τέτοια πολιτική, υπερεπέκτασης είναι μεσοπρόθεσμα αντιπαραγωγική.
Κατ’ αρχάς οδηγεί στη μονομερή στρατιωτικοποίηση των εξωτερικών σχέσεων της χώρας και μία τέτοια πολιτική υπερδύναμης χωρίς τα όπλα της –πληθυσμιακά, οικονομικά, ιδεολογικά– την οδηγεί σε ανίερες και ανόσιες συμμαχίες. Συμμαχεί με την Τουρκία, υποτιμώντας το γεγονός πως αυτή η τελευταία αποτελεί την αιχμή του δόρατος ενός ισλάμ που πολιορκεί όλο και πιο στενά μια ορθόδοξη ευρωπαϊκή χώρα. Όσο για την πολιτική της ιδεολογικής διείσδυσης, αυτή γίνεται με όπλα τον Μπάνον, τον Βελόπουλο και διάφορα έντυπα, ιστοσελίδες και προσωπικότητες αμφιλεγόμενης αξίας και υπόστασης. Χαρακτηριστική είναι η έσχατη συμπόρευση πολλών ρωσόφιλων «παραγόντων» με την αμφισβήτηση του κορωνοϊού, της χρήσης μάσκας, του εμβολιασμού και η χρησιμοποίηση και της ορθοδοξίας γι’ αυτό τον σκοπό.
Μια μεγαλοϊδεατική αυτοκρατορική πολιτική δεν μπορεί παρά να έχει και συνέπειες στο εσωτερικό της χώρας, όπου οι κάθε είδους ολιγάρχες απομυζούν τον ρωσικό λαό, καταργούνται σταδιακώς τα όποια δημοκρατικά δικαιώματα, όπου καταστέλλονται βίαια ή ακόμα και δολοφονούνται όσοι διαφωνούν, γεγονός που απομακρύνει όλο και περισσότερο τη χώρα από τη φυσική της θέση στην Ευρώπη. Παράλληλα, προσφέρει την ευκαιρία τους άσπονδους φίλους της σε όλη τη Δύση, όπως συνέβη πρόσφατα με την υπόθεση Ναβάλνυ, να μεθοδεύουν όλο και περισσότερο την απομάκρυνση της Ρωσίας.
Αυτή η αδιέξοδη πολιτική μπορεί να αναστραφεί μόνο με την αποδοχή από τις ρωσικές ελίτ του γεγονότος ότι η Αυτοκρατορία έχει λάβει τέλος και ότι θα πρέπει να αυτο-αναγνωριστεί ως ένα ευρωπαϊκό έθνος-κράτος και να κερδίσει με την πολιτική της, εξωτερική και εσωτερική, την ένταξή της σε ένα ενιαίο ευρωπαϊκό σύστημα. Αντίθετα, η πορεία που ακολουθούν οι ελίτ της χώρας θα αποδειχτεί, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, μοιραία, όπως και επί Μπρέζνιεφ για τη Σοβιετική Ένωση.
Για μας τους Έλληνες, προφανώς, μια τέτοια πολιτική είναι απαράδεκτη και συνεχίζει μια αρνητική παράδοση εκατό χρόνων, από τη συμμαχία Λένιν-Κεμάλ φθάνοντας στη σημερινή συμμαχία Πούτιν-Ερντογάν. Δυστυχώς για εμάς, η συμμαχία μας με το ξανθό γένος, αποφασιστικής σημασίας κατά τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1829, τελείωσε με τον Κριμαϊκό Πόλεμο, το 1853. Έκτοτε, η ρωσική πολιτική υπήρξε εχθρική απέναντί μας, προωθώντας τον βουλγαρικό εθνικισμό και επεκτατισμό σε βάρος της Ελλάδας και με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, έφθασαν να παραχωρούν ολόκληρη τη Μακεδονία και τη Θράκη στη Βουλγαρία. Στη συνέχεια, οι μπολσεβίκοι θα αναστήσουν το ετοιμοθάνατο οθωμανικό τέρας, χρηματοδοτώντας και εξοπλίζοντας τον Κεμάλ ενώ θα συνεχίσουν να ανακινούν το μακεδονικό ζήτημα και να επιδιώκουν την απόσπαση της Μακεδονίας και της Θράκης από την Ελλάδα. Μόνο στο Κυπριακό ζήτημα, θα συνταχθούν με τους ελληνοκύπριους, και κατ’ επέκταση με τα ελληνικά συμφέροντα, μια και η Κύπρος αμφισβητούσε την αγγλική και Νατοϊκή κυριαρχία. Εν συνεχεία, με βάση την αντιπαράθεσή τους με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, θα παραμένουν εχθρικοί προς μια Τουρκία προκεχωρημένο φυλάκιο της δυτικής Συμμαχίας. Σήμερα, πάντως, θα τα ξαναβρούν με την Τουρκία και θα θεωρήσουν την αντιπαράθεση Τουρκίας-Ελλάδας ως μια πιθανή ευκαιρία αποσύνθεσης του ΝΑΤΟ.
Παρόλα ταύτα, επειδή σε βάθος χρόνου η ένταξη της Ρωσίας στο ευρωπαϊκό στρατόπεδο είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του ελληνισμού και της ορθοδοξίας, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να τρέφουμε εχθρική προδιάθεση απέναντι στη Ρωσία ούτε να ιδεολογικοποιούμε σε μια αντιρωσική κατεύθυνση τη σημερινή αντίθεσή μας στην τόσο αρνητική για μας προσέγγιση Ερντογάν-Πούτιν. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε την κοινή σε ένα σημαντικό ποσοστό ιστορική και πολιτιστική μας κληρονομιά και δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η Ρωσία, με βάση τα δικά της συμφέροντα, δεν επιθυμεί την παράδοση της Κύπρου στους Τούρκους. Γι’ αυτό και οι σχέσεις πρέπει να συνεχίζονται και να επενδύουμε και στη «δημόσια διπλωματία», ενισχύοντας την πολιτιστική μας παρουσία στη Ρωσία. Εξάλλου, όλοι οι Ρώσοι δεν συμφωνούν με όλες τις επιλογές του Πούτιν, πόσο μάλλον με εκείνες του τουρκόφιλου ευρασιανιστή Ντούγκιν.
Παρότι λοιπόν, σήμερα τα συμφέροντά μας δεν ταυτίζονται, πιστεύουμε πως ο χρόνος δουλεύει αντίστροφα για τα ευρω-ασιατικά και φιλο-ισλαμικά μεγαλοϊδεατικά οράματα των Ντούγκιν και κομπανία. Γιατί η σκληρή πραγματικότητα, όπως έγινε πρόσφατα στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, καταδεικνύει καθημερινά πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την επιβίωση της Ρωσίας ως μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης από την εγκατάλειψη των αυτοκρατορικών της ονειρώξεων.
Η εξέλιξη εξάλλου του ευρασιανισμού του Ντούγκιν είναι αποκαλυπτική. Ξεκίνησε πριν από 25 χρόνια με μια επιδίωξη ανασύστασης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, σε αντίθεση με την Κίνα και την Τουρκία, και κατέληξε στον ρωσο-ισλαμισμό και στη συμμαχία με την Κίνα! Ακριβώς γιατί πλέον η Ρωσία δεν μπορεί να είναι αυτοκρατορία και θα εξαρτηθεί, τελικώς, από τους ισχυρότερους συμμάχους της, το 1,5 δισεκατομμύριο των Κινέζων, οικονομικά, και το 1,5 δισεκατομμύριο των μουσουλμάνων, πολιτισμικά! Μόνο σε μια ενωμένη Ευρώπη θα μπορούσε να είναι ανεξάρτητη και αποφασιστικός παράγοντας της ευρωπαϊκής αυτονομίας. Και αυτό είναι το δικό μας συμφέρον. Απέναντι στον Ευρασιανισμό, η Πανευρώπη. Επιλέον θα ήταν ένας ευρωπαϊσμός ισορροπημένος στον οποίο θα μπορούμε να παίζουμε ουσιαστικό ρόλο ως σύνδεσμος ανατολικής και δυτικής πτέρυγας της Ευρώπης.
Γιώργος Καραμπελιάς
Συγγραφέας, Πολιτικός Αναλυτής
18/10/2020