Στις φλόγες της οικονομικής κρίσης η Τουρκία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
(1)  Scope Ratings: Υποβαθμίζει την Τουρκία σε Β από Β+, ανησυχίες για τα συναλλαγματικά αποθέματα. (2)  Το Σαββατοκύριακο των μεγάλων "μαχαιριών" στην τουρκική οικονομία. (3) Βραζιλία και Τουρκία: Δύο καναρίνια στο ανθρακωρυχείο. 



Στις φλόγες της οικονομικής κρίσης η Τουρκία.

Όταν ξεκινά η φωτιά, αρκεί να της ρίξεις ένα ποτήρι νερό. Όμως, αν την αφήσεις ανεξέλεγκτη, δεν θα φτάνουν κουβάδες ολόκληροι. Αυτή είναι η άποψη που διατύπωσε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα "Καράρ" ο άλλοτε "τσάρος" της τουρκικής οικονομίας, Αλί Μπαμπατζάν, απευθύνοντας απεγνωσμένη έκκληση για αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να χαλιναγωγηθεί η συναλλαγματική κρίση της γείτονος.

Όμως ο Μπαμπατζάν δεν αποτελεί πια τον πανίσχυρο υπουργό που έχαιρε της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Είναι ο αρχηγός ενός νεότευκτου (και κατά τις δημοσκοπήσεις μικρού) αντιπολιτευόμενου κόμματος που προέκυψε μετά την αποχώρηση του ιδίου και άλλων στελεχών από το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Και οι εκκλήσεις του δεν υπάρχει περίπτωση να εισακουστούν όταν ακόμα και η κεντρική τράπεζα έχει υποταχθεί στον πολιτικό έλεγχο του Ταγίπ Ερντογάν προς εξυπηρέτηση των ιδιόμορφων οικονομικών πολιτικών του.

Το ότι η λίρα σημειώνει αλλεπάλληλα ιστορικά χαμηλά έναντι του δολαρίου και του ευρώ αποτελεί μία εξέλιξη που σε λίγο δεν θα αξιολογείται καν ως είδηση, εφόσον επαναλαμβάνεται καθημερινά. Το ερώτημα μάλλον είναι πώς η γειτονική χώρα καταφέρνει παρ’ όλα αυτά να πορεύεται ανάμεσα στις "φλόγες" της οικονομικής κρίσης.

Απώλειες 30%

Το τουρκικό νόμισμα παραμένει μεταξύ των αρνητικών πρωταγωνιστών της χρονιάς στη συναλλαγματική αγορά, καταγράφοντας έναντι του αμερικανικού συνολικές απώλειες 30% από την αρχή του έτους (και 20% μόνο από τα μέσα Ιουλίου) έναντι του δολαρίου, φθάνοντας την εβδομάδα αυτή να ξεπεράσει ενδοσυνεδριακά το όριο των 8,5 λιρών ανά δολάριο.

Σε ό,τι αφορά την τρέχουσα συγκυρία οι κλυδωνισμοί της Τουρκίας συντονίζονται ασφαλώς με αυτούς όλων των αναδυόμενων οικονομιών, στο φόντο της αβεβαιότητας που έχουν προκαλέσει οι αμερικανικές εκλογές και της συνακόλουθης ανατίμησης του δολαρίου. Υπάρχουν όμως και λόγοι ειδικά τουρκικοί.

Ο τελευταίος γύρος αναταραχής τροφοδοτήθηκε εν πολλοίς από την απόφαση της κεντρικής τράπεζας στη συνεδρίαση Οκτωβρίου να αφήσει αμετάβλητο το βασικό επιτόκιό της στο 10,25%, μολονότι αυτό υπολείπεται του πληθωρισμού, ο οποίος ανήλθε στο 11,9%, έναντι 11,8% τον Σεπτέμβριο. Μάλιστα οι πληροφορίες θέλουν την κεντρική τράπεζα να επιμένει στην ίδια πολιτική και κατά την επικείμενη συνεδρίαση Νοεμβρίου, προτιμώντας έμμεσες πολιτικές νομισματικής περιστολής, που δεν θα θίγουν το ονομαστικό επιτόκιο, ως προς το οποίο τόση ευαισθησία έχει η πολιτική εξουσία (προκειμένου να τονώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης και να περιορίζεται η εκκαθαριστική λειτουργία της υπερχρέωσης των επιχειρήσεων σε ξένο νόμισμα).

Όλα αυτά συνιστούν μια απογοητευτική για τους επενδυτές εξέλιξη, όταν η αύξηση του επιτοκίου κατά δύο μονάδες στη συνεδρίαση Σεπτεμβρίου είχε ερμηνευτεί ως μία, έστω και καθυστερημένη, χειραφέτησή της από τον έλεγχο του Ερντογάν.

Μετά τον Τραμπ τι;

Πέραν αυτού, όμως, η προοπτική αποχώρησης του Ντόναλντ Τραμπ από την εξουσία προκαλεί πρόσθετους πονοκεφάλους στην Άγκυρα. Ο ένοικος του Λευκού Οίκου θεωρούνταν (όχι αδίκως) ως ένα "ανάχωμα" στις τιμωρητικές διαθέσεις που επικρατούν στον Λόφο του Καπιτωλίου απέναντι στην Τουρκία για τη γεωπολιτική της συμπεριφορά. Ήδη η δοκιμαστική ενεργοποίηση από την Τουρκία του ρωσικού αντιβαλιστικού-αντιαεροπορικού συστήματος S-400 θέτει επί τάπητος τις επαπειλούμενες αμερικανικές κυρώσεις, οι οποίες παρέμεναν παγωμένες. Οι δε απόψεις του Τζο Μπάιντεν για την ανάγκη διευκολύνσεις μιας ειρηνικής "αλλαγής καθεστώτος" στην Άγκυρα έχουν κατατεθεί σε ανύποπτο χρόνο.

Οι αμερικανο-τουρκικές σχέσεις άπτονται όμως και της υγείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της γείτονος με αμεσότερο τρόπο, καθώς εκκρεμεί στις Ηνωμένες Πολιτείες η δικαστική διαδικασία εναντίον της κρατικής τράπεζας HalkBank για τον ρόλο της στην παράκαμψη και παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν. 

Πολιτική απραξία

"Η αγορά εκτιμά ότι μια νίκη Τραμπ θα ήταν ήπια υποστηρικτική ή λιγότερο αρνητική σε σύγκριση με μια νίκη του Μπάιντεν" για την τουρκική οικονομία, αναφέρει στο Bloomberg ο αναλυτής της Medley Global Advisors του Λονδίνου, Νάιτζελ Ρέντελ, αλλά προσθέτει: "Η τρέχουσα δυναμική, ωστόσο, δεν καθοδηγείται από το πολιτικό αποτέλεσμα χιλιάδες μίλια μακριά, αλλά από την πολιτική απραξία της κεντρικής τράπεζας στην Άγκυρα".  

Μιας τράπεζας η οποία δεν θα μπορεί για πολύ ακόμη να "παίζει κρυφτό" ανεβάζοντας το μέσο κόστος χρηματοδότησης κατά τουλάχιστον 600 μονάδες βάσης από τον Ιούλιο, μέσω πλάγιων χρηματοδοτικών εργαλείων, ενώ θα αφήνει άθικτα τα ονομαστικά επιτόκια. Ο "διάδρομος επιτοκίων" που αξιοποιεί η κεντρική τράπεζα στενεύει: αφήνοντας περιθώριο για περαιτέρω αύξηση του μέσου κόστους χρηματοδότησης κατά μόνο 130 μονάδες βάσης.

Ο μέσος Τούρκος δυσφορεί και επιφυλάσσεται 

Ο πληθυσμός της Τουρκίας, πάντως, δεν κρύβει την απαισιοδοξία του αλλά και τη δυσφορία του για την κυβέρνηση. Σύμφωνα με τη μηνιαία έρευνα της εταιρείας Metropoll, τουλάχιστον τα τρία τέταρτα των Τούρκων αναμένουν αρνητικές οικονομικές εξελίξεις και το 60% των ερωτηθέντων κατονομάζει ως αιτία τις λανθασμένες οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης, ενώ το 46% φτάνει μέχρι του σημείου να ενοχοποιεί το συγκεντρωτικό προεδρικό πολίτευμα που δημιούργησε ο Ερντογάν. Λιγότεροι από το ένα τέταρτο των πολιτών της γείτονος εμφανίζονται πεπεισμένοι ότι όλα οφείλονται σε "ξενική συνωμοσία" σύμφωνα με το αφήγημα του ισχυρού άντρα της Άγκυρας.

Επιπλέον. οι Τούρκοι πολίτες σε ποσοστό 75% ανησυχούν για την υποχώρηση της λίρας. Ωστόσο, η εμπιστοσύνη τους στο πολιτικό σύστημα είναι συνολικά τραυματισμένη, αφού το 55% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι και τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έχουν την εμπειρία να χειριστούν την οικονομική κρίση.

Ισοζύγιο τρεχουσών: ένα παράδοξο ολότελα τουρκικό

Η καρδιά των οικονομικών προβλημάτων της Τουρκίας εντοπίζεται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Πρόκειται για ένα παράδοξο εξόχως τουρκικό, καθώς η χώρα αδυνατεί να απαλλαγεί από το έλλειμμα, μολονότι έχει αξιοσημείωτη παραγωγική βάση και εξαγωγικές επιδόσεις

Αν και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε το 2019, έχει αρχίσει και πάλι να διευρύνεται, φτάνοντας τα 4,6 δισ. δολάρια τον Αύγουστο, έναντι πλεονάσματος 3,3 δισ. τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους.

Είναι αυτός ο λόγος που ο οίκος Moody's υποβάθμισε τον Σεπτέμβριο το αξιόχρεο της Τουρκίας από το Β1 στο Β2 με την επίκληση κρίσης ισοζυγίου πληρωμών.

Το πρόβλημα είναι διαρθρωτικό. Μετά τις οικονομικές επιτυχίες της πρώτης πενταετίας διακυβέρνησης της Τουρκίας από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (οι οποίες όμως οφείλονταν στις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν υπό την επίβλεψη του Κεμάλ Ντερβίς το αμέσως προηγούμενο διάστημα, στο πλαίσιο της προσφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), η διόγκωση της κατανάλωσης έφερε εκτίναξη των εισαγωγών, ενώ η έλλειψη ενδιάμεσων αγαθών και η ενεργειακή εξάρτηση είχαν ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση του ελλείμματος σε βαθμό ανάλογο (και μεγαλύτερο) με την ανάπτυξη της τουρκικής παραγωγικής μηχανής.

Παράλληλα, η προϊούσα αστικοποίηση και η απελευθέρωση του αγροτικού τομέα οδήγησε σε μεγάλη υποχώρηση του πρωτογενούς τομέα, με μεγάλες εκτάσεις γαιών να περνούν κάθε χρόνο σε αχρησία και την αλλοτινή αυτάρκεια της γείτονος να αντιστρέφεται σε εξάρτηση από τις εισαγωγές και στον διατροφικό τομέα.  

"Κλειδί" και για τη διεθνή στάση

Αυτά τα δεδομένα εξηγούν, βέβαια, πολλές από τις κινήσεις της Άγκυρας στη διεθνή σκηνή, είτε αφορούν τη διεκδίκηση δικαιοδοσίας στα υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων της Μεσογείου, είτε τη λεηλασία του μηχανολογικού εξοπλισμού του Χαλεπίου της Συρίας από φίλα προσκείμενους στην Τουρκία αντάρτες, είτε την περίπλοκη σχέση με τη Ρωσία, από την οποία η χώρα του Ταγίπ Ερντογάν εξαρτάται για την κάλυψη του 38% των ενεργειακών αναγκών της, αλλά και από την οποία προσδοκά έναν βαθμό ενεργειακής απεξάρτησης χάρη στην κατασκευή του ρωσικών συμφερόντων πυρηνικού σταθμού του Ακκουγιού. 

Παρήλθαν οι επενδύσεις

Το μοντέλο Ερντογάν στηρίχτηκε στην παντί τρόπω διόγκωση του ρυθμού ανάπτυξης με οδηγό την εγχώρια κατανάλωση και τις κατασκευές. Πρόκειται όμως για ένα εύθραυστο οικοδόμημα, στον βαθμό πού στηρίζεται στην εισροή (συχνά βραχυπρόθεσμη) ξένων κεφαλαίων με τη μορφή είτε του δανεισμού είτε των ξένων επενδύσεων.  

Ωστόσο οι ξένες άμεσες επενδύσεις στην Τουρκία έφτασαν στην κορύφωση τους γύρω στο 2007, όταν η χώρα έμοιαζε ιδεώδες regional hub, ενώ έκτοτε κινούνται καθοδικά, καθώς η επενδυτική εμπιστοσύνη διαρκώς υποχωρεί για μία σειρά από λόγους, που ξεκινούν από την αναίρεση της ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και φτάνουν, βέβαια, μέχρι την περιρρέουσα γεωπολιτική αστάθεια.

Ο εφιάλτης του στασιμοπληθωρισμού

Η συναλλαγματική κρίση μπορεί να τερματιστεί και χωρίς επιθετική αύξηση των επιτοκίων, με την ισοτιμία της λίρας να ισορροπεί εντέλει σε κάποιο χαμηλό επίπεδο, όμως αυτό θα επιφέρει αυτομάτως έκρηξη του πληθωρισμού υποστηρίζει ο Αλί Μπαμπατζάν.

Ήδη οι τιμές των τροφίμων λειτουργούν ως οδηγός για την εκτίναξη του πληθωρισμού, ο οποίος τον Οκτώβριο διαμορφώθηκε ως προς αυτή την κατηγορία προϊόντων στο 16,5% σε ετήσια βάση έναντι 14,90 5% τον Σεπτέμβριο. Παράλληλα ο γενικός δείκτης τιμών παραγωγού έφτασε στο 18,2%, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη αύξησή του από τον Ιούλιο του 2019.  

Χαρακτηριστικά, το τελευταίο διάστημα οι Τούρκοι καταναλωτές σπεύδουν να προμηθευτούν είδη ρουχισμού και οικιακές συσκευές εν αναμονή επικείμενης απαγορευτικής ανατίμησής τους.

Πολλοί αναλυτές υποψιάζονται μάλιστα ότι τα στατιστικά στοιχεία είναι χειραγωγημένα, καθώς η υποχώρηση της λίρας και η εκτίναξη του δείκτη τιμών παραγωγού δεν εναρμονίζονται με τη διατήρηση του δείκτη τιμών καταναλωτή λίγο κάτω από το 12%, σε επίπεδα δηλαδή χαμηλότερα και της προ-πανδημικής περιόδου. 

Ο αγέρωχος Ερντογάν και οι αισιόδοξοι υπουργοί

Οι κυβερνώντες, πάντως, επιμένουν να εκπέμπουν μηνύματα αισιοδοξίας.

Ο υπουργός Οικονομικών και προεδρικός γαμπρός Μπεράτ Αλμπαϊράκ, ανακοίνωσε περιχαρής τη Δευτέρα ότι οι εξαγωγές του μεταποιητικού τομέα αυξήθηκαν τον Οκτώβριο κατά 5,6% σε ετήσια βάση, ενώ επανέλαβε ότι στόχος της κυβέρνησης είναι να ρίξει τον πληθωρισμό σε μονοψήφιο ποσοστό εντός του 2021.

Μάλιστα ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ δεν διστάζει να περιγράφει ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον για την τουρκική οικονομία, με έμφαση στις εξαγωγές και τη στροφή σε κλάδους προστιθέμενης αξίας. Χαρακτηριστικά, επικαλείται τη σχέση της χώρας του με την Κίνα, περιγράφοντας έναν πρωταγωνιστικό ρόλο της Τουρκίας στις διεθνείς αλυσίδες τροφοδοσίας, όπως αυτές θα διαμορφωθούν την επαύριο της πανδημίας, ενώ και η συνάδελφός του Ρουχσάρ Πεκτζάν, υπουργός Εμπορίου, χαιρετίζοντας το Τουρκο-Αφρικανικό Εμπορικό Φόρουμ μνημόνευσε την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ που θέλει τη γείτονα να αποτελεί τη λιγότερο εκτεθειμένη οικονομία, μαζί με την Κίνα και την Νότιο Κορέα, από την ύφεση λόγω κορονοϊού.

Η αυτοπεποίθηση αυτή οφείλεται οπωσδήποτε στις ανάγκες πολιτικής επικοινωνίας των κυβερνώντων, υποκρύπτει ωστόσο και κάτι περισσότερο πραγματικό: την αντίληψη ότι η ισχυρή παραγωγική βάση της χώρας και οι ευφάνταστες συμπράξεις της στη διεθνή σκηνή θα της εξασφαλίσουν ένα μέλλον πέρα από τους τρέχοντες κλυδωνισμούς.

Πράγμα, όμως, που καθόλου δεν απαντά το ερώτημα των ενδογενών αδυναμιών, ούτε μειώνει την άμεση πίεση από εξελίξεις όπως η καλπάζουσα δολαριοποίηση των καταθέσεων, λόγω της υποχώρησης της λίρας, ή η μείωση της τουριστικής κίνησης λόγω πανδημίας κατά 70%. 

"Πόλεμος ανεξαρτησίας"

Ο Τούρκος πρόεδρος πάλι επιμένει στην πολεμική ρητορική του. Η χώρα διεξάγει πόλεμο απέναντι σε ένα "διαβολικό τρίγωνο" που σχηματίζουν η συναλλαγματική ισοτιμία, ο πληθωρισμός και τα επιτόκια, υποστηρίζει ο Ταγίπ Ερντογάν ο οποίος σε ομιλία του το Σάββατο έκανε λόγο για έναν νέο, οικονομικό αυτήν τη φορά, Πόλεμο της Ανεξαρτησίας απελευθέρωσης απέναντι σε όσους πολιορκούν οικονομικά τη χώρα.

Βέβαια αυτό το "αγέρωχο" πνεύμα, γεννά και τους αντίστοιχους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς - με άμεσες επιπτώσεις και στον οικονομικό τομέα. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η επιτυχία του (διόλου αμελητέου σε κόστος) μποϊκοτάζ που κήρυξε η Σαουδική Αραβία και ακολουθούν χώρες όπως η Αίγυπτος, το Μπαχρέιν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στα προϊόντα, τον τουρισμό και την επενδυτική αγορά της Τουρκίας. Πρόκειται για κίνηση με πολύ μεγαλύτερη απήχηση από το μποϊκοτάζ που από την πλευρά της λάνσαρε η Τουρκία (και ακολούθησε μόνο το Κατάρ) απέναντι στη Γαλλία στον απόηχο των δηλώσεων Μακρόν για το Ισλάμ, μετά τον αποκεφαλισμό καθηγητή των παρισινών προαστίων για τα περιώνυμα "Σκίτσα του Μωάμεθ". Άλλωστε το γεγονός ότι η χώρα του Ερντογάν θα αντιμετωπίζει εφεξής ένα κλίμα όλο και λιγότερο ανεκτικό τόσο από Ανατολών όσο και από Δυσμών εικονογραφεί η πρόσφατη απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να απαγορεύσει στην επικράτειά της τη λειτουργία των Τούρκων υπερεθνικιστών "Γκρίζων Λύκων", μετά τις ταραχές που αυτοί προκάλεσαν εναντίον της αρμενικής κοινότητας στην Ντιζόν και τη Λυών. 
 
Του Κώστα Ράπτη


20/11/2020


          ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ         
 



1.
Scope Ratings: Υποβαθμίζει την Τουρκία σε Β από Β+, 
ανησυχίες για τα συναλλαγματικά αποθέματα.

Σε υποβάθμιση της Τουρκιας σε Β από Β+ προχώρησε η Scope Ratings την Παρασκευή με αρνητικές προοπτικές όσον αφορά στα μακροπρόθεσμα συναλλαγματικά της αποθέματα λόγω επιδείνωσης στη δυνατότητα του κράτους να εξυπηρετήσει χρέος σε ξένο νόμισμα μετά τη σχετική εξάντληση μέρους των συναλλαγματικών αποθεμάτων για να συγκρατήσει την πτώση της λίρας αλλά και των ελλειμμάτων που παρατηρούνται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Το σκεπτικό

Η υποβάθμιση οφείλεται στην επιδείνωση της ικανότητας της χώρας να εξυπηρετεί πληρωμές χρέους σε ξένο νόμισμα μακροπρόθεσμα. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένου του χρυσού, υποχώρησαν στα $84,4 δισ. τον Νοέμβριο από το υψηλό των $134,6 δις στις αρχές του 2020, αναφέρει η έκθεση του οίκου αξιολόγησης. Η αυξανόμενη χρήση swaps σε ξένο νόμισμα - $58 δις στο τέλος Σεπτεμβρίου από$4 δις τον Φεβρουάριο του 2019 – με τις τουρκικές τράπεζες επιδεινώνει περαιτέρω την εικόνα.

«Η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας στηρίζεται όλο και περισσότερο στο να δανείζεται και να ρολάρει ξένο νόμισμα από τις τράπεζες του εσωτερικού για να επιβραδύνει την διολίσθηση της λίρας. Αυτή η εξάρτηση αυξάνει τους κινδύνους στο ισοζύγιο πληρωμών καθώς τα συναλλαγματικά αποθέματα εξαντλούνται ενώ υπάρχει φυγή κεφαλαίων και δομικά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών σθναλλαγών», αναφέρει ο οίκος.

Τα αποθέματα χρυσού της Τουρκίας καλύπτουν γύρω στο64% του βραχυπρόθεσμου χρέους έναντι 114% στα μέσα του 2016. Επιπρόσθετα, πάνω από $15 δις αποθεμάτων είναι στο νόμισμα ριάλ του Κατάρ που έχει χαμηλότερη ρευστότητα, αποτέλεσμα των swaps με την κεντρική τράπεζα του Κατάρ. Παρόλο που τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας επαρκούν για να καλύψουν τις βραχυπρόθεσμες πληρωμές χρέους, η υποχώρηση τους αυξάνει την πίεση αποπληρωμής χρέους σε ξένο νόμισμα μακροπρόθεσμα. Κατά συνέπεια, τα ασφάλιστρα κινδύνου credit default swaps διάρκειας ενός έτους σε δολάριο διαπραγματεύονται σήμερα στις 491 μονάδες βάσης από 65 μβ τον Ιανουάριο.

«Αντί να στραφεί στις πιό απαιτητικές αγορές της Ευρώπης για να αντλήσει ξένο νόμισμα, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας το αντλεί από το τραπεζικό σύστημα της χώρας μέσω έκδοσης χρεογράφων σε ξένο νόμισμα ύψους $30 δις στις τράπεζες του εσωτερικού. Η εξάρτηση αυτή από το τραπεζικό σύστημα του εσωτερικού για να καλύψει την έξοδο των διεθνών επενδυτών εξαντλεί τις αντοχές της οικονομίας. Το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης σε ξένο νόμισμα ανέρχεται στο 56% του συνόλου από 27% στα μέσα του 2013. Σε αυτό έχει συμβάλλει η διολίσθηση της λίρας που υποτιμήθηκε κατά 16,7% ετησίως κατά μέσο όρο από το 2015 έως το 2019 και κατά 31% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ το 2020.

Στο εγγύς μέλλον, οι κρατικές και οι ιδιωτικές τράπεζες της Τουρκίας έχουν επαρκή αποθέματα δολαρίων για να συνεχίσουν τις συναλλαγές swap με την κεντρική τράπεζα η να δανείζουν την κυβέρνηση. Οι καταθέσεις κατοίκων εσωτερικού σε ξένο νόμισμα αγγίζουν τα $196 δις λόγω της προτίμησης τους να αποταμιεύουν σε δολάρια για να προφυλαχθούν από το ρίσκο υποτίμησης της λίρας. Ομως, το συστημικό απόθεμα ξένου νομίσματος έχει και αυτό τα όρια του καθώς καλύπτει το εκτιμώμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών 1,2% του ΑΕΠ για την περίοδο 2021-25 μετά από την διεύρυνση του στο 3,7% φέτος λόγω της πτώσης των εξαγωγών, των εσόδων από τουρισμό και φυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του οίκου Scope Ratings, η οικονομία της Τουρκίας προβλέπεται να συρρικνωθεί κατα 4,4% φέτος, ανακάμπτοντας 5,7% το 2021 με βάση ένα αρνητικό σενάριο που βλέπει lockdown στο τελευταίο τρίμηνο της χρονιάς.

Το χρέος της γενικής κυβέρνησης στην Τουρκία βρίσκεται σε μέτρια επίπεδα σε σύγκριση με άλλες χώρες, ωστόσο συνεχίζει να αυξάνεται. Το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης βρίσκεται σε ένα διαχειρίσιμο 33% του ΑΕΠ. Υπάρχει και το κρατικο ταμείο πλούτου με $33,5 δις σε περιουσιακά στοιχεία στο τέλος του 2018 που μπορούν να παρέχουν ρευστότητα σε δυσμενή σενάρια.


 13 Νοεμβρίου 2020 



2.
Το Σαββατοκύριακο των μεγάλων "μαχαιριών" στην τουρκική οικονομία. 

Η οικονομική κατάρρευση της Τουρκίας άρχισε πλέον να μεταφέρεται σε πολιτικό και θεσμικό επίπεδο, όπως φανερώνουν οι πρωτοφανούς πυκνότητας εξελίξεις του Σαββατοκύριακου.

Η αρχή έγινε το Σάββατο με τη μεταμεσονύκτια αποπομπή (δια προεδρικού διατάγματος, με το οποίο αντικαταστάθηκαν συνολικά 18 κρατικοί αξιωματούχοι) του κεντρικού τραπεζίτη Μουράτ Ουισάλ, ο οποίος είχε αναλάβει καθήκοντα μόλις τον Ιούλιο του 2019, στη θέση του επίσης άδοξα απομακρυνθέντος Μουράτ Τσετίνκαγια. Αντικαταστάτης του Ουισάλ ορίσθηκε ο μέχρι τούδε επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής της τουρκικής προεδρίας, πρώην υπουργός οικονομικών και πρώην βουλευτής του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, Νατζί Αγμπάλ.

Μολονότι η θητεία του κεντρικού τραπεζίτη προβλέπεται πενταετής, ο Ουισάλ ακολούθησε την τύχη του προκατόχου του για τους ίδιους πάνω κάτω λόγους: την άρνηση (ή μάλλον πλέον, την αδυναμία) να συνεχίσει τη διευκολυντική νομισματική πολιτική που επιθυμεί ο Ταγίπ Ερντογάν, εν μέσω εκτίναξης του πληθωρισμού, εξάντλησης των συναλλαγματικών αποθεμάτων και δραματικής υποχώρησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας της τουρκικής λίρας.

Τους πρώτους μήνες της παρουσίας του στο "τιμόνι” της νομισματικής πολιτικής, ο Ουισάλ προχώρησε σε αλλεπάλληλες μειώσεις του βασικού επιτοκίου της κεντρικής τράπεζας από το 24% στο 8,25%. Όμως στη συνεδρίαση Σεπτεμβρίου της νομισματικής επιτροπής το επιτόκιο αυξήθηκε κατά 200 μονάδες βάσης, δημιουργώντας στους επενδυτές προσδοκίες επανόδου στην οικονομική "ορθοδοξία”, οι οποίες όμως διαψεύσθηκαν από την (εξαναγκασμένη;) απόφαση της συνεδρίασης Οκτωβρίου να μην υπάρξει συνέχεια. Πλέον, η προγραμματισμένη συνεδρίαση της 19ης Νοεμβρίου θα βρει την κεντρική τράπεζα με νέο διοικητή, τον τρίτο μέσα σε ενάμιση χρόνο.

Ο Ουισάλ αποχωρεί με την ισοτιμία του νομίσματος, την οποία παρέλαβε στις 5,70 λίρες ανά δολάριο, να έχει κατακρημνισθεί στις 8,55 λίρες ανά δολάριο, μετά από διαδοχικά ιστορικά χαμηλά.

Όμως η κραυγαλέα άρνηση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας δεν ήταν παρά η αρχή. Την Κυριακή, νέος, μεγαλύτερος γύρος αναστάτωσης προέκυψε μετά τη δημοσιοποίηση μέσω Instagram της παραίτησης του ίδιου του υπουργού Οικονομικών και γαμπρού του Ερντογάν, Μπεράτ Αλαμπαϊράκ, ο οποίος φερόταν να επικαλείται, στην ηλικία των 42 ετών, "λόγους υγείας” και να επιθυμεί να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην οικογένειά του.

Ακολούθησε χάος, με τα μέσα ενημέρωσης να αποφεύγουν να μεταδώσουν την είδηση, τον λογαριασμό του Αλμπαϊράκ στο Twitter να έχει παραδόξως παγώσει, κυβερνητικά στελέχη να εύχονται για την ανάκληση της παραίτησης και τον ίδιο τον υπουργό μετά από μία ώρα να ισχυρίζεται ότι η ανακοίνωση (την οποία πάντως συνεργάτες του επιβεβαίωσαν προς το Bloomberg ως αυθεντική) αποτέλεσε προϊόν "χακαρίσματος”.

Πιθανότερη εκδοχή: ο Αλμπαϊράκ επιχείρησε να αποδράσει, οργισμένος για τον διορισμό στην κεντρική τράπεζα του Αγμπάλ τον οποίο θεωρεί πολέμιο των πολιτικών του, αλλά υποχρεώθηκε από τον Ερντογάν να αναδιπλωθεί. Περισσότερη σαφήνεια αναμένεται να προκύψει από τη συνεδρίαση, σήμερα νωρίς το απόγευμα, του συμβουλίου κυβερνητικής πολιτικής του κυβερνώντος κόμματος.

Εν τω μεταξύ, στις αγορές η λίρα ενδυναμώθηκε κατά 4% στο άκουσμα της αποχώρησης του Αλμπαϊράκ.

Όλα αυτά, στον φόντο του έντονου εσωκομματικού πολέμου που είναι γνωστό ότι επικρατεί ανάμεσα στον κύκλο του Αλμπαϊράκ και τους περί τον ολοένα και περισσότερο ισχυρό υπουργό Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού. Άλλωστε, ο ίδιος ο Σοϊλού αποτέλεσε τον πρωταγωνιστή μιας επεισοδιακής παραίτησης η οποία δεν έγινε αποδεκτή, στον φόντο της χαοτικής επιβολής lockdown στη γείτονα κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας.

Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι η αναστάτωση των τελευταίων 24ώρων συμπίπτει με την οριστικοποίηση της νίκης του Τζο Μπάιντεν στις ΗΠΑ, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ λειτουργούσε ως ανάχωμα στις τιμωρητικές διαθέσεις του Κογκρέσου απέναντι στην Τουρκία του Ερντογάν για τη γεωπολιτική της συμπεριφορά.

Με ανοιχτά τρία μέτωπα απέναντι στη Ρωσία (Συρία, Λιβύη, Καύκασο) και με την οικονομία της στο έλεος των διαθέσεων των αγορών η Τουρκία ανακαλύπτει την όλο και μεγαλύτερη εξάρτησή της από τη Δύση – και το ερώτημα του οικονομικού και πολιτικού τιμήματος που αυτή θα ζητήσει αναδεικνύεται σε κεντρικό.

Του Κώστα Ράπτη


9/11/2020


3.
Βραζιλία και Τουρκία: Δύο καναρίνια στο ανθρακωρυχείο. 

Οι ανά τον κόσμο αρμόδιοι για την χάραξη οικονομικής πολιτικής που αισθάνονται ανακούφιση με την απουσία μιας ολοσχερούς αναδυόμενης κρίσης στις αγορές εν μέσω της πανδημίας θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν σήμερα η Βραζιλία και η Τουρκία.

Παρά το παλιρροιακό κύμα παγκόσμιας ρευστότητας που κρατά στην επιφάνεια τις οικονομικώς προβληματικές αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς, τόσο η Βραζιλία, όσο και η Τουρκία βρίσκονται σήμερα στη μέγγενη μιας σοβαρής συναλλαγματικής κρίσης. Αυτή η εξέλιξη θα πρέπει να υπογραμμίζει το πραγματικό ρίσκο της εμφάνισης μιας παγκόσμιας κρίσης χρέους σε αναδυόμενες αγορές ακόμη και πριν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη αρχίσουν να διορθώνουν τις ιδιαίτερα ανορθόδοξες νομισματικές τους πολιτικές.

Ακόμη και πριν την πανδημία του COVID-19, οι αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς είχαν σαθρά οικονομικά θεμέλια και επίπεδα ρεκόρ χρέους σε σχέση με το μέγεθός τους. Η πανδημία εξέθεσε περαιτέρω τις αδυναμίες αυτές, καθώς προκάλεσε μια τέλεια οικονομική καταιγίδα με ένα μεγάλο σοκ στην πλευρά της προσφοράς, χαμηλές διεθνείς τιμές εμπορευμάτων, αδύναμη εξωτερική ζήτηση και αποστράγγιση των εμβασμάτων των εργαζομένων από το εξωτερικό.

Η αντίδραση της αγοράς στην επιδείνωση λόγω πανδημίας των οικονομικών θεμελίων των αναδυόμενων αγορών οδήγησε σε ένα πολύ έντονο αρχικό κύμα αγοράς των ενεργητικών των αναδυόμενων αγορών και σε μια αναστροφή ρεκόρ των κεφαλαιακών ροών αυτών των χωρών. Οι τάσεις όμως αυτές γρήγορα ανεστράφησαν από την ιδιαίτερα επιθετική αντίδραση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ στην κρίση, που περιλάμβανε μια αύξηση της τάξης των 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στο μέγεθος του ισολογισμού της. Τους τελευταίους έξι μήνες, με την ενίσχυση της ρευστότητας από τη Fed, οι τιμές των ενεργητικών στοιχείων των αναδυόμενων αγορών έχουν σχεδόν πλήρως ανακτήσει τα προ πανδημίας επίπεδά τους, ενώ ένα σημαντικό ποσό κεφαλαίου επιστρέφει σε αυτές τις οικονομίες.

Παρά την αποκατάσταση της γενικής νηνεμίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές των αναδυόμενων οικονομιών από το παλιρροιακό κύμα ρευστότητας της Fed, οι επενδυτές δεν έκλεισαν τα μάτια στη σημαντική επιδείνωση των θεμελιωδών στοιχείων της οικονομίας στη Βραζιλία και την Τουρκία, δύο από τις μεγαλύτερες αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς. Αυτό οδήγησε σε μια άνω του 25% υποτίμηση των νομισμάτων των δύο χωρών από την αρχή του έτους. Ακόμη χειρότερα, η τουρκική λίρα δείχνει σήμερα σαφέστατα σημάδια ελεύθερης πτώσης.

Στην περίπτωση της Βραζιλίας, οι αγορές φαίνεται να ανησυχούν όχι μόνο για την απουσία του οποίου συνεκτικού σχεδίου στη χώρα για τον περιορισμό της διάδοσης του COVID-19, αλλά και για το γεγονός ότι η πανδημία εξώθησε τα δημοσιονομικά της Βραζιλίας σε ένα ξεκάθαρα μη βιώσιμο μονοπάτι. Σύμφωνα με το Δ.Ν.Τ, το έλλειμμα προϋπολογισμού της Βραζιλίας αναμένεται να εκτοξευθεί σχεδόν στο 17% του ΑΕΠ, ενώ μέχρι το τέλος του χρόνου ο λόγος δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να ξεπεράσει το 100%, επίπεδο ασυνήθιστα υψηλό για μια αναδυόμενη οικονομία της αγοράς. Με δεδομένη τη μακρά παράδοση της Βραζιλίας να επιχειρεί να ξεφύγει από τα προβλήματα χρέους της μέσω του πληθωρισμού, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι οι επενδυτές φαίνεται να χάνουν με ραγδαίο ρυθμό την εμπιστοσύνη τους στο εθνικό νόμισμα, φοβούμενοι ακόμη ένα πληθωριστικό επεισόδιο στη Βραζιλία.

Αν οι αγορές χάνουν την εμπιστοσύνη τους στο νόμισμα της Βραζιλίας, φαίνεται πως αυτό συμβαίνει με ακόμη γρηγορότερο ρυθμό Στην περίπτωση της τουρκικής λίρας. Αυτή η απώλεια εμπιστοσύνης φαίνεται να τροφοδοτείται τόσο από την απογοήτευση των αγορών με τα πολιτικά κίνητρα που διέπουν την διαχείριση της τουρκικής οικονομικής πολιτικής, όσο και με τις περιπέτειες της εξωτερικής πολιτικής του προέδρου Ερντογάν οι οποίες έχουν καταφέρει να βάλουν σε ανταγωνιστική προς την Τουρκία θέση ταυτόχρονα την Ευρώπη, την Ρωσία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ιδιαίτερη βαρύτητα στις ανησυχίες των επενδυτών έχει η υπονόμευση της τραπεζικής ανεξαρτησίας στην Τουρκία από την πολιτική παρέμβαση του προέδρου Ερντογάν και την επιμονή πεποίθησή του, ακόμα και σε μία περίοδο έντονης κρίσης συναλλαγματικών ισοτιμιών, ότι η αύξηση των επιτοκίων είναι αιτία και όχι θεραπεία του πληθωρισμού.

Η εμφάνιση κρίσεων συναλλαγματικών ισοτιμιών σε δύο μείζονες αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς πρέπει να λειτουργήσει ως σαφής προειδοποίηση στους αρμόδιους για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής στις ΗΠΑ ως προς τους κινδύνους που οι αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς μπορούν να συνεπάγονται για την οικονομική ανάκαμψη των ΗΠΑ. Η θέση αυτή φαίνεται να ενισχύεται ακόμη περισσότερο δεδομένου ότι οι αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς αποτελούν σήμερα σχεδόν το ήμισυ της παγκόσμιας οικονομίας και χρωστούν πάνω από 4 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ σε χρέος συνομολογημένο σε δολάρια. Ενισχύεται επίσης καθώς τόσο η Ευρώπη όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να αντιμετωπίζουν ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας και καθώς οι αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς έχουν να αντιμετωπίζουν μείζονα προβλήματα χρέους εν μέσω της χειρότερης οικονομικής ύφεσης των τελευταίων ενενήντα ετών.

Με λίγα λόγια, δεν είναι τώρα η ώρα για εφησυχασμό έναντι των αναδυόμενων οικονομιών της αγοράς. Αντιθέτως, είναι ώρα οι αρμόδιοι για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ να διατυπώσουν σοβαρά εναλλακτικά σχέδια για την αντιμετώπιση μιας ακόμη κρίσης χρέους στις αναδυόμενες αγορές.

 Desmond Lachman,
στέλεχος του American Enterprise Institute.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 28 Οκτωβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.


 6 Νοεμβρίου 2020 




     ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ