Επιστρέφει η απειλή μιας νέας κρίσης χρέους.
Επιστρέφει η απειλή μιας νέας κρίσης χρέους.
Οι υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης αναζητούν πλέον εργαλεία
για τον δραστικό περιορισμό του.
Κοντεύει έτος από τη στιγμή οπότε η πανδημία του κορωνοϊού κατέλαβε τον πλανήτη εξαπίνης, επιβάλλοντας πρωτοφανή περιοριστικά μέτρα με δυσβάσταχτο οικονομικό αντίκτυπο και εξίσου πρωτοφανή αποφασιστικότητα κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών να μετέλθουν κάθε μέσο για την αντιμετώπισή του. Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη οι Αρχές αύξησαν τις δαπάνες προς πάσα κατεύθυνση, με τις Βρυξέλλες να αποφασίζουν για πρώτη φορά αναστολή της ισχύος του Συμφώνου Σταθερότητας και ανοχή στην εκτίναξη του χρέους και του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Δεν άργησαν βέβαια οι προειδοποιήσεις πως οι εκτεταμένες δαπάνες για τη στήριξη των οικονομιών και ο ανεξέλεγκτος δανεισμός επιφέρουν ιλιγγιώδη εκτίναξη του χρέους που ήδη βρισκόταν σε δυσθεώρητα επίπεδα. Και η ανησυχία ήταν, άλλωστε, από την αρχή εντονότερη για την Ευρωζώνη που λίγα χρόνια πριν βυθιζόταν στη δίνη της κρίσης χρέους, με ορισμένες χώρες να μην την έχουν αφήσει ουσιαστικά πίσω τους.
Πολλές φορές οι προειδοποιήσεις ήρθαν από τους ίδιους φορείς που προχώρησαν στην πιο επιθετική πολιτική στήριξης όπως η ΕΚΤ, η οποία από τον περασμένο Μάιο έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την εκτίναξη του χρέους στην Ευρωζώνη. Προέβλεψε πως το χρέος της Ελλάδας θα εκτιναχθεί σε επίπεδα πάνω από το 200% του ΑΕΠ της και της Ιταλίας θα φτάσει τουλάχιστον στο 160%, της Πορτογαλίας στο 130% και στο 120% της Γαλλίας και της Ισπανίας. Ηχηρή, άλλωστε, ήταν και η προειδοποίηση της Κομισιόν προς την Ελλάδα όταν έδωσε το πράσινο φως για να προχωρήσει σε αύξηση δαπανών, τονίζοντας, όμως, πως είναι αναπόφευκτη η συνεπακόλουθη αύξηση του χρέους της.
Κανείς δεν διανοήθηκε, πάντως, να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα των εκβιαστικών περιστάσεων. Ακόμη και το εμμονικό Βερολίνο ανέστειλε το θέσφατο του λεγόμενου «φρένου χρέους» και το ταμπού του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και προχώρησε σε δανεισμό ασυνήθη για τα γερμανικά δεδομένα. Δεν άργησε, όμως, να έρθει και ο προβληματισμός για το ποιος και με τι τρόπο θα πληρώσει τον λογαριασμό. Ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Ολαφ Σολτς, ασυνήθιστα καθησυχαστικός, προέβλεψε προ ημερών πως το χρέος θα καλυφθεί από τη μεγάλη ανάπτυξη που θα σημειωθεί μετά την πανδημία.
Η αισιοδοξία του δεν δικαιώνεται, όμως, καθώς το δεύτερο κύμα της πανδημίας και η επαναφορά των περιοριστικών μέτρων προοιωνίζονται νέα ύφεση που κάθε άλλο παρά θα διευκολύνει την κατάσταση. Μοιραία οι υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης αναζητούν την έξοδο κινδύνου για να διαφύγουν από μια νέα κρίση χρέους.
Πρώτη η Ιταλία έκανε το τολμηρό βήμα να ζητήσει από την ΕΚΤ το αδιανόητο βάσει των όσων προβλέπουν τόσο οι συνθήκες της Ε.Ε. όσο και οι ανένδοτες προσταγές του Βερολίνου: να διαγράψει όσα ιταλικά ομόλογα έχει αγοράσει εν μέσω της πανδημίας, δηλαδή όσο πρόσθετο χρέος έχει αναγκαστεί να επωμισθεί η Ρώμη εξαιτίας της πανδημίας.
Το αίτημα διατυπώθηκε ανεπισήμως μέσα στην εβδομάδα διά στόματος του αντιπροέδρου της ιταλικής κυβέρνησης, Ρικάρντο Φρακάρο, που υποστήριξε σε συνέντευξή του σε ιταλικό μέσο ότι «η νομισματική πολιτική πρέπει να στηρίζει την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική των χωρών-μελών με κάθε τρόπο» και προσέθεσε ότι ανάμεσα στους διάφορους τρόπους πρέπει να συμπεριληφθεί και η δυνατότητα «ακύρωσης όσων κρατικών ομολόγων αγόρασε στη διάρκεια της πανδημίας ή η επ’ άπειρον παράταση της ωρίμανσής τους».
Βερολίνο και ΕΚΤ αποκλείουν το ενδεχόμενο διαγραφής ομολόγων
Το παράτολμο αίτημα του Ρικάρντο Φρακάρο δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Την αρχή είχε προλάβει να κάνει ώρες νωρίτερα ο Ιταλός πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Νταβίντ Σασόλι, όταν ζήτησε να διαγραφούν τα οφειλόμενα στην πανδημία πρόσθετα χρέη των χωρών-μελών της Ε.Ε. για να προκαλέσει έτσι θύελλα γερμανικών αντιδράσεων. Επιστρέφοντας στη γνώριμη στάση του Βερολίνου κατά οποιασδήποτε διαγραφής χρέους ή χρηματοδότησης χώρας μέσω της νομισματικής πολιτικής, Γερμανοί πολιτικοί αλλά και ο γερμανικός Τύπος κατέστησαν σαφές ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ανεχθούν κάτι τέτοιο. Εξίσου κατηγορηματική ήταν, άλλωστε, και η αντίδραση της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, όταν ρωτήθηκε σχετικά από ευρωβουλευτές στο πλαίσιο της ακρόασής της ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο προβληματισμός είναι αναπόφευκτος, καθώς οι προειδοποιήσεις της άνοιξης έγιναν διαπιστώσεις το φθινόπωρο. Προ ολίγων ημερών, το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF) έκρουσε ηχηρά τον κώδωνα του κινδύνου, τονίζοντας πως μέχρι το τέλος του έτους το παγκόσμιο χρέος θα εκτιναχθεί στο 365% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σημειώνοντας ραγδαία αύξηση σε σύγκριση με το περασμένο έτος, καθώς στα τέλη του 2019 το παγκόσμιο χρέος ανερχόταν στο 320% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Τόνισε μάλιστα πως το παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί συνολικά κατά 15 τρισ. δολάρια στη διάρκεια του έτους και αναμένεται να φτάσει φέτος στα 277 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το IIF προειδοποιεί έτσι πως η συνεχής συσσώρευση χρέους θα οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία σε μια κατάσταση στην οποία θα απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για να μειωθεί ο δανεισμός «χωρίς να πληγεί καίρια η οικονομική δραστηριότητα».
Από το καλοκαίρι, άλλωστε, το ΔΝΤ, που σημειωτέον δεν έπαψε στιγμή να τάσσεται υπέρ των αυξημένων δαπανών για να στηριχθούν οι οικονομίες, συνέστησε σύνεση στις δαπάνες προειδοποιώντας για την εκτίναξη του χρέους. Σε blog του Ταμείου οι κορυφαίοι οικονομολόγοι του, Βίκτορ Γκασπάρ και Γκίτα Γκοπινάχ, επισήμαναν πως οι κυβερνήσεις επωφελούνται από το χαμηλό κόστος του δανεισμού τους που θα παραμείνει πολύ χαμηλό για αρκετό καιρό. Τόνισαν ότι θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να ανασταλούν οι δαπάνες και τα προγράμματα στήριξης, αλλά προειδοποίησαν ιδιαίτερα όσες χώρες βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν τη νέα κρίση έχοντας ήδη αυξημένα επίπεδα χρέους και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης πως πρέπει να βρουν τον δρόμο ώστε να επιστρέψουν σε βιώσιμες δημοσιονομικές πολιτικές.
Κάλεσαν, έτσι, τις κυβερνήσεις να εκπονήσουν και να υιοθετήσουν αξιόπιστα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά προγράμματα για τη μελλοντική μείωση του χρέους τους. Προτείνουν ειδικότερα στις κυβερνήσεις να δώσουν πρωτίστως βάρος στην αποτελεσματική χρήση των πόρων, να ελαχιστοποιήσουν τη φοροαποφυγή, να βελτιώσουν την προοδευτική κλίμακα ανόδου των φορολογικών συντελεστών, να επιβάλουν φόρο στις εκπομπές καυσαερίων και να αξιοποιήσουν τις εκτεταμένες δαπάνες με κάθε δυνατό τρόπο.
Οι αναδυόμενες οικονομίες καλούνται να πληρώσουν 7 τρισ. δολ. εντός του 2021
Tο παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί πολύ περισσότερο από όσο περίμεναν οικονομολόγοι και διεθνή πιστωτικά ιδρύματα όπως π.χ. το ΔΝΤ. Από το 2016 ώς τα τέλη Σεπτεμβρίου, το παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί κατά 52 τρισ. δολάρια όταν την αμέσως προηγούμενη τετραετία, από το 2012 ώς το 2016 είχε αυξηθεί κατά 6 τρισ. δολάρια.
Το πρόβλημα είναι εξαιρετικά μεγάλο για τις αναδυόμενες αγορές, των οποίων το χρέος έχει αυξηθεί δραματικά εξαιτίας της υπερχρέωσης των επιχειρήσεών τους στην Κίνα. Συνολικά το χρέος του συνόλου των αναδυόμενων οικονομιών έχει φτάσει στα 76 τρισ. δολάρια. Σύμφωνα, άλλωστε, με το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο, το χρέος των αναδυόμενων αγορών έχει αυξηθεί συνολικά κατά 26 ποσοστιαίες μονάδες φέτος εξαιτίας της πανδημίας. Πλησιάζει έτσι στο 250% του αθροιστικού ΑΕΠ των αναδυόμενων αγορών.
Σε αντίθεση, πάντως, με την Ευρωζώνη, οι αναδυόμενες οικονομίες μπορούν να διατηρούν ελπίδες για κάποια μερική διαγραφή του χρέους τους τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πρόσθετο, αυτό που οφείλεται στην πανδημία. Από τους πρώτους μήνες της πανδημίας οι χώρες-μέλη του G20, πιστωτές των φτωχότερων χωρών του αναδυόμενου κόσμου, δέχθηκαν άμεσα να «παγώσουν» τις δόσεις του χρέους των αναδυόμενων μέχρι το τέλος του έτους. Εδωσαν, έτσι, σε 46 από τα φτωχότερα κράτη του κόσμου τη δυνατότητα να αναβάλουν μέχρι το τέλος του έτους την αποπληρωμή χρέους συνολικού ύψους 5 δισ. δολαρίων.
Στη συνέχεια αποφάσισαν να παρατείνουν την περίοδο του «παγώματος» μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους. Το πρόβλημα για τις αναδυόμενες είναι πως με την πανδημία περιορίστηκαν σημαντικά τα φορολογικά τους έσοδα, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται δραματικά η αποπληρωμή του χρέους τους. Μέχρι το τέλος του επόμενου έτους οι αναδυόμενες αγορές θα πρέπει να έχουν αποπληρώσει συνολικό χρέος 7 τρισ. δολαρίων, το 15% από αυτό είναι σε δολάρια, που σημαίνει ότι θα είναι ευάλωτες στις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Καθοριστική ήταν, όμως, η κίνηση στην οποία προχώρησε προ δύο εβδομάδων το G20, όταν για πρώτη φορά συμφώνησε σε ένα κοινό πλαίσιο για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους χωρών. Το κοινό αυτό πλαίσιο προβλέπει δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές για όλες τις πιστώτριες χώρες βάσει των οποίων θα αποφασίζεται κατά πόσον πρέπει να διαγραφεί ή να αναδιαρθρωθεί το χρέος ενός κράτους.
Τις τελευταίες εβδομάδες τουλάχιστον έξι φτωχές χώρες έχουν κηρύξει στάση πληρωμών, αδυνατώντας να αντεπεξέλθουν στις πληρωμές του χρέους τους. Η συλλογιστική του κοινού πλαισίου είναι παρεμφερής με εκείνη της Λέσχης των Παρισίων, της άτυπης ένωσης πλούσιων πιστωτριών χωρών που αποτελεί και το μοναδικό ώς τώρα διεθνές βήμα για τη διαπραγμάτευση αναδιάρθρωσης χρέους.
Με την κίνηση αυτή τα μέλη του G20 αναγνώρισαν εμπράκτως ότι δεν πρέπει να αρκεστούν στο «πάγωμα» της αποπληρωμής του χρέους αλλά να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα και να διευκολύνουν περαιτέρω τα φτωχά κράτη. Και το σημαντικότερο είναι πως το κοινό πλαίσιο απαιτεί τη συμμετοχή όλων των πιστωτών συμπεριλαμβανομένης της Κίνας. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς τα τελευταία χρόνια η Κίνα έχει εξελιχθεί σε υπ’ αριθμόν ένα πιστωτή των αναπτυσσόμενων χωρών μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων που ελέγχει.
Προστασία
Αναζητώντας διέξοδο από την υπερχρέωση της Ιταλίας, ο αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης, Ρικάρντο Φρακάρο, ζήτησε από την ΕΚΤ να διαγράψει όσο χρέος της οφείλεται στην πανδημία, τονίζοντας πως «η ΕΚΤ δεν έχει πρόβλημα, μπορεί να τυπώνει όσο χρήμα θέλει και να αγοράζει κρατικά ομόλογα προστατεύοντας τα κράτη-μέλη από την αγορά».
Απόρριψη
Ερωτώμενη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αν υπάρχει πιθανότητα διαγραφής των χρεών που συσσωρεύθηκαν εξαιτίας της πανδημίας, η πρόεδρος της ΕΚΤ απάντησε κατηγορηματικά: «Απλούστατα ούτε καν θέτω το ερώτημα στον εαυτό μου» και διευκρίνισε πως «οτιδήποτε προς αυτήν την κατεύθυνση θα αποτελούσε σαφή παραβίαση της κοινοτικής νομοθεσίας».
Αντίδραση
Αντιδρώντας εξοργισμένος στο ιταλικό αίτημα, ο Γερμανός ευρωβουλευτής Μάρκους Φέρμπερ εξέφρασε την κατηγορηματική άρνηση του Βερολίνου σε κάθε χρηματοδότηση χωρών μέσω της νομισματικής πολιτικής, επιχειρηματολογώντας ότι «σε περίπτωση που επιτραπεί στην Ιταλία κάτι τέτοιο, εκείνο που θα βλέπαμε τότε θα έκανε να ξεχαστεί η πρόσφατη κρίση του ελληνικού δημόσιου χρέους».
Ρουμπίνα Σπάθη
30/11/2020