Ἡ ἀθέατη τραγωδία τῆς αὐτάρκειας. Σχόλια σὲ δύο παπαδιαμαντικὰ διηγήματα.



  «Ἁμαρτία ἡ ἀπουσία ἀπὸ τὸ παρόν». (Ν. Γ. Πεντζίκης, Τὸ Μυθιστόρημα τῆς Κυρίας Ἔρσης)

«Ὤ, πόσον τὰ ἡλιοβασιλέμματα ἐκεῖνα, ἀνάμεσα εἰς τὴν χλόην καὶ τὰς ἀναδενδράδας ἐπερνοῦσαν φαιδρά, δροσερά, καὶ μυροβόλα!» Ἔτσι συνοψίζει ὁ Παπαδιαμάντης τὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ ἥρωά του στὸ διήγημα «Μὲ τὸν πεζόβολο» (1907), τὸν ὁποῖο παρακολουθεῖ ὅλη τὴν ἡμέρα «εἴτε νὰ φυτεύῃ ἢ νὰ σκαλίζῃ ἢ νὰ ποτίζῃ καὶ νὰ κατευθύνῃ τὸ νερὸν εἰς τ᾿ αὐλάκια τοῦ περιβολιοῦ, πότε νὰ τρέχῃ ὅλους τοὺς γιαλούς, ἀπὸ ἀμμουδιὰν εἰς ἀμμουδιὰν καὶ ἀπὸ ἀγκάλην θαλάσσης εἰς ἀγκάλην μὲ τὸν πεζοβόλον ἐπὶ τοῦ ὤμου τοῦ δεξιοῦ, μὲ τὸν τορβᾶν ὑπὸ τὴν ἀριστερὰν μασχάλην, νὰ θαλασσώνῃ ἕως τὸ γόνα […] εἰς ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα ἦτον εὔθυμος καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τραγουδῇ:

Τὸ γιαλό, γιαλό, ψαράκια κυνηγῶ

Ὅλη ἡ περιγραφὴ τοῦ «φίλου του, τοῦ γυμνόποδος κηπουροῦ» καὶ ψαρᾶ ἐν τῷ ἅμα, παραπέμπει σὲ παραδείσια κατάσταση. Ὁ Τριαντάφυλλος ζῇ σὲ μιὰ μικρὴ Ἐδὲμ μὲ τὴν γυναῖκα του καὶ τὰ μικρὰ παιδάκια του. Τὰ ἀπογεύματα ἐρχόταν στὸν κῆπο του τακτικὰ «ἀφελεῖς καὶ ἀνοικτόκαρδες οἱ παραμάνες τῶν πλουσίων οἰκογενειῶν τοῦ Τυρνάβου, τῶν Τρικάλλων καὶ τῆς Λαρίσης, ὅσαι ἠγάπων νὰ παραθερίζουν εἰς τὴν γλυκεῖαν μικρὰν νῆσον. Ὁ Τριαντάφυλλος, φαιδρὸς πάντοτε, ἐπεριποιεῖτο ἁβρῶς τὰς πελάτιδας ταύτας, ρίπτων πολλοὺς ἀστεϊσμούς, πάντοτε ποικίλους, καὶ τοὺς ἰδίους πάντοτε, ἐν σχέσει πρὸς τὴν εὐθύτητα ἢ τὴν καμπυλότητα τῶν καρπῶν τῆς κηπουρικῆς του […] καὶ ὅλα αὐτὰ ἐπὶ παρουσίᾳ τῆς φαμελιᾶς του — μιᾶς γυναικὸς κοντούλας, ἁπλοϊκῆς σιωπηλῆς — καὶ κανεὶς δὲν ἐσκανδαλίζετο».

Καὶ ὅμως, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἰδανικὴ εἰκόνα ἀπουσιάζει ἡ γυναῖκα του. Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἄντρα της τὴν ἔχει οὐσιαστικὰ ἀκυρώσει ὡς ὀντότητα. Τῆς ἔχει στερήσει τὸ δικαίωμα τοῦ λόγου. Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι σαφής: «Τὴν γυναῖκα ταύτην, ὅταν τὴν ἐνυμφεύθη ὁ Τριαντάφυλλος, δ ε κ α π ε ν τ ο ῦ τ ι ν (ὑπογράμμιση δική μου), τὴν ἐνουθέτησεν ἐφ᾿ ἅπαξ, καὶ τῆς εἶπε μόνον τὰ ἑξῆς:

— Κύτταξε, μικρὴ νοικοκυρούλα, ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις ἔχω ἐλάττωμα, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὸ κόψω· τὸ νὰ λέω πολλὰ λόγια· μὰ τὸ ἐλάττωμα αὐτὸ τὸ ἔχω ὡς εἶδος ἐμπόρευμα ἢ καὶ ὡς μόστρα στὸ ἐμπόριό μου. Τὸ λοιπόν, κύτταξε, ἀφοῦ ἐγὼ λέω πολλά, ἐσὺ νὰ σιωπήσῃς, γιατὶ ἀλλοιῶς δὲν θὰ κάμουμε χωριὸ μαζί. Ἀπὸ τὴν στιγμὴν ἐκείνην, μ α κ α ρ ί α    ὥ ρ α (ὑπογραμμίζει ὁ Παπαδιαμάντης), τὴν συνταγὴν αὐτήν, ἡ μικρὴ γυναικοῦλα, τὴν ἔκαμε κομπόδεμα στὰ κλώνια τῆς μανδήλας της, καὶ ἦτο πλέον σπάνιον, ἂν τὴν ἤκουσε κανεὶς ἔκτοτε νὰ ὁμιλῇ».

Ἐκεῖ σωπαίνει ὡς πρὸς αὐτὴν καὶ ὁ συγγραφέας. Ἀντιθέτως εἶναι διεξοδικότατος στὴν ἀφήγηση τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ Τριαντάφυλλου. Τὸν παρακολουθεῖ τὶς Κυριακὲς τὸ πρωί, ὅταν ἀνεβαίνει στὸ χωριὸ νὰ πουλήσει τὸ ἐμπόρευμά του, ἀστειευόμενος μὲ τὶς νοικοκυρὲς — πάντα μὲ τὰ συνήθη σεξουαλικὰ ὑπονοούμενα — ἢ «σφενδονίζων ἄκακόν τινα βωμολοχίαν πρὸς τὸν ἀγοραστήν». Ὅταν ξεπουλάει, συναντιέται καὶ πίνει μὲ τοὺς «ἀνταγωνιστάς του εἰς τὸ ἐμπόριον». Μὲ τὸν ἕνα, ἀντίπαλό του «εἰς τὰ χωρατάπλὴν μόνον ἐν καιρῷ τῶν δημοτικῶν ἐκλογῶν […] συνέπιπτε νὰ εἶναι πάντοτε ἀπὸ δύο κόμματα […] ἐπειδὴ ἀλλοιῶς “δὲν θὰ εἶχε χάζι”. Καὶ τὸ πᾶν ἦτο πῶς νὰ κάμουν χάζι» (ὑ.δ.). Ὁ ἄλλος «τὸν γάιδαρόν του τὸν εἶχε μάθει ὑπακοὴν καὶ γυμναστικήν, ἀκόμη καὶ “γνῶσιν» καθὼς ἐκαυχᾶτο ὁ ἴδιος […] Ὅταν ἔμβαινεν εἰς καπηλεῖον διὰ νὰ πίῃ μαζὶ πάντοτε μὲ τὸν ἀνταγωνιστήν του Τριαντάφυλλον καὶ μὲ ἄλλους τ ρ ι ά ν τ α φ ί λ ο υ ς, ἔδιδεν αὐστηρὰν διαταγὴν εἰς τὸν γάιδαρόν του.

— Νὰ σταθῇς βρὲ σύ, ἐδῶ ἀπ᾿ ἔξω, καὶ νὰ μὴν κουνηθῇς. Τ᾿ ἀκοῦς;

Καὶ τὸ ζῷον ἐδείκνυεν ἐν τῷ ἅμα σχῆμα ταπεινώσεως καὶ ὑπακοῆς.

— Ὁλόρθα τ᾿ αὐτιά σ᾿! μὴν τὰ κατεβάζῃς!

Ὁ ὄνος ὤρθωνε τὰ ὦτα, κι᾿ ἔμενεν ἐπὶ ὥρας πράγματι ἀκίνητος.

Δὲν ὑπάρχει σχέση παραλληλίας μὲ τὴν ἐξουθένωση τῆς «μικρῆς γυναικούλας»; Κατὰ τὴν προσωπική μου γνώμη, τὸ κλειδὶ τοῦ νοήματος βρίσκεται στὴν ἔκφραση «μακαρία ἡ ὥρα», τὴν ὁποία θεωρῶ εἰρωνεία, πικρότατη μάλιστα. Ἄλλωστε τὰ συνηθίζει αὐτὰ ὁ Παπαδιαμάντης (θυμίζω μόνο τὸν χαρακτηρισμὸ τῆς θειὰ-Σειραϊνῶς στὸ διήγημα «Ὁ Ἀβασκαμὸς τοῦ Ἀγᾶ» [ἡ ὁποία εἶχε κατορθώσει νὰ χωρίσει ἕνα ἀνδρόγυνο τὴν ὥρα τοῦ γάμου καὶ νὰ βουλιάξει σχεδὸν ἕνα καράβι μὲ τὸ μάτι της]: «μιὰ καλὴ χριστιανὴ» [ὑ.δ.], ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὅλαι αἱ ἄλλαι δύο πράγματα ἐφοβοῦντο, τὴν γλῶσσαν της καὶ τὸ μάτι της»). Μήπως συνειρμικὰ ὑποβάλλει τὸ τῆς Νεκρωσίμου Ἀκολουθίας «Μακαρία ἡ ὁδός»;

«Καὶ ὅμως, τίς νὰ τὸ ἔλεγε; Αὐτὸς ὁ τόσον εὔθυμος ἄνθρωπος καὶ φαιδρὸς ἐπέσυρε τῆς συμφορᾶς τὴν σκληρὰν μάστιγα (ὑ.δ.). Εἶδε τὴν δυστυχίαν, τὴν νόσον καὶ τοὺς θανάτους νὰ πλήττουν τὴν μικρὰν καλιάν του […] Ἡ φαμίλια του, ἐκείνη ἡ μικρὰ σιωπηλὴ γυναικούλα, ἀφοῦ ἐγέννησε ἓν ἀκόμῃ τέκνον, ἀρρώστησε καὶ ἀπέθανε»Τὴν ἀκολουθοῦν ἕνα-ἕνα τὰ τρία μικρὰ παιδάκια της«Ἔπεσαν καὶ ἀπέθαναν».

Ἡ παρουσία τῆς «σιωπηλῆς γυναικούλας» —δεκαπεντάχρονη μόλις στὸν γάμο της— εἶναι ἐντελῶς σκιώδης στὸ διήγημα· ἢ μᾶλλον εἶναι ἡ ἴδια σκιά. Δὲν ἔχει κἂν ὄνομα. Ὁ Παπαδιαμάντης, λεπτομερέστατος ὅσον ἀφορᾷ ὀνόματα καὶ οἰκογενειακὲς σχέσεις, ἀποσιωπᾷ ἀκόμη καὶ τὸ βαπτιστικό της ὄνομα, γιατὶ ἔτσι τὴν ὅρισε ὁ ἄντρας της, «νουθετώντας την ἐφ᾿ ἅπαξ». Καὶ ἐκείνη τὸ πίστεψε· ἀπὸ φόβο ἔκλεισε τὸ στόμα της γιὰ πάντα. Ἦταν ἀθῶα. Δὲν ἀνῆκε σ᾿ ἐκείνη τὴν κατηγορία τῶν γυναικῶν οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ χειρίζονται τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα, σὰν τὴν παπαδιὰ στὸ διήγημα «Ἄλλος τύπος». Ὁ Παπαδιαμάντης εἶχε ἤδη ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς «Νοσταλγοῦ»  ἐννοήσει ὅτι «ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, πότε δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι γυναικοκρατία». Ὅμως ξέρει πολὺ καλὰ καὶ ὅτι «ἄνδρες εἰσὶν οἱ κατὰ γυναικῶν νομοθετήσαντες» (Γρηγόριος Ναζιανζηνός). Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ὑποκύπτει σὲ κανενὸς εἴδους μανιχαϊσμὸ ἢ ἀφέλεια. Γνωρίζει ὅτι ἡ καταδίκη στὴ σιωπὴ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὂν ἐν διαλόγῳ.

Ἡ Ἄλκηστις, τὸ αἰώνιο ἀρχέτυπο τῆς φιλάνδρου συζύγου, ἀφοῦ γύρισε ἀπὸ τὸν ᾍδη, θὰ παραμείνει σιωπηλὴ γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Ὡς σκιὰ τοῦ ᾍδου. Ἡ ἡρωίδα τοῦ Παπαδιαμάντη θὰ σωπάσει μετὰ τὸ γάμο της, γιὰ πάντα. Θὰ εἶναι σκιὰ στὸν κόσμο τῶν ζωντανῶν. Ἡ κάθοδός της στὸν Κάτω κόσμο εἶναι ζήτημα χρόνου.

Καὶ ὁ Τριαντάφυλλος θὰ λέει: «Μ᾿ ἐμάδησε ἡ μπόρα σὰν τριαντάφυλλο ποὺ εἶμαι. Καὶ μετὰ καιρόν, ὕστερον, θὰ λέει εἰς τὰς παρηγορίας τῶν φίλων:

«Μοῦ ἔρριξε ὁ Χάρος τὸν πεζόβολο».

Δὲν ἔχει οὔτε τώρα ἐπίγνωση τοῦ τὶ συνέβη, ὅπως δὲν καταλάβαινε τόσον καιρὸ ὅτι εἶχε καταδικάσει τὴν σύντροφό του στὴν ἀνυπαρξία.

* * *

Στὴ «Δασκαλομάννα» ὁ ἀνώνυμος δάσκαλος διέρχεται ὅλη τὴ ζωή του στὸ σχολεῖο μὲ τρόπο ἀπόλυτης φιλαυτίας: «Τότε εἰσῆλθεν ὁ διδάσκαλος, μὲ τὸ τσιγάρον εἰς τὸ στόμα […] Ἤρχετο ἀπὸ τὴν ἀρραβωνιαστικήν του, ὅπου τρὶς ἢ τετράκις τῆς ἡμέρας, παραιτῶν τὸ Σχολεῖον εἰς τὴν τύχην του, ἀπήρχετο εἰς ἐπίσκεψιν». Δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸ λειτούργημα τοῦ δασκάλου. Τὸ σκηνικὸ τῆς τάξεως, ὅπως καὶ τὸ μέγιστο μέρος τοῦ διηγήματος, εἶναι ἄκρως κωμικό. Παρακολουθοῦμε τὴν ἐξέταση στὸ μάθημα τῆς Γεωγραφίας. Ὁ δάσκαλος ρωτάει μηχανικὰ ποιά εἶναι τὰ Ἑπτάνησα.

«Ὁ τρίτος μαθητὴς ἀπήντησεν ἀπνευστὶ καὶ ὁμαλῇ τῇ φωνῇ, χωρὶς νὰ ὑπεμφαίνει στίξιν ἢ παρένθεσιν:

“Κέρκυρα, Κορφοί, Λευκάς, Ἁγία Μαῦρα, Παξοί, Ἰθάκη, Κεφαλληνία, Ζάκυνθος καὶ Κύθηρα, Τσερῖγον”.

— Πολὺ καλά, ἐπένευσε καὶ πάλιν ὁ διδάσκαλος. Αὔριον νὰ μελετήσετε ἀπὸ ᾿δῶ ὣς ἐκεῖ. (Κ᾿ ἐχάραξε μὲ τὸν ὄνυχά του ἐπὶ τοῦ βιβλίου.) Ἱερὰν Ἱστορίαν θὰ κάμετε ἐπάναληψη τὸ ἴδιο, καὶ τρεῖς ἀράδες παρακάτω, προσέθηκεν ἰδὼν ὅτι ἐλησμόνησε νὰ ἀλλάξῃ τὸ μάθημα εἰς τὴν Ἱερὰν Ἱστορίαν. Πηγαίνετε τώρα!

— Δάσκαλε, εἶπε φέρον τὴν χεῖρα εἰς τὸ οὖς τὸ παιδίον, γιατί ἐνῷ τὸ χαρτί μας μέσα λέει ὅτι ἡ Ἑπτάνησος ἀποτελεῖται ἀπὸ ἑπτὰ νήσους, ὕστερα βγαίνουν δέκα στὸ μέτρημα;

— Τὰς ἐμέτρησας ἐσύ;

— Τὰς ἐμέτρησα, νά!

Καὶ ἤρχισε νὰ μετρᾷ ἐπὶ τῶν δακτύλων του, “Κέρκυρα, Κορφοί, Λευκάς, Ἁγία Μαῦρα, κτλ.

Οἱ ἄλλοι συμμαθηταί του ἐγέλων ἐν χορῷ διὰ τὴν πολυπραγμοσύνην του. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι οὐδέποτε εἶχον ὑποπτευθῇ ὅτι εἶχον οἱανδήποτε ἔννοιαν αἱ λέξεις, ὅσαι ἦσαν τυπωμέναι ἐντὸς τῶν βιβλίων των. (Προσωπικὰ δὲν ξέρω ἄλλη ἐπιγραμματικότερη καὶ πιὸ καίρια κριτικὴ τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ μας συστήματος τῶν τελευταίων δύο αἰώνων). Ὡς διὰ νὰ “μὴν τοὺς χαλάσῃ τὴν καρδιά”, ἐπειδὴ ἐγέλων, ὁ διδάσκαλος ἔσπευσεν ν᾿ ἀπαντήσῃ:

— Αὐτὰ θὰ τὰ μάθετε ὅταν…

Ἴσως ἤθελε νὰ εἰπῇ ὅταν θὰ πᾶτε στὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο”. Ἀλλὰ διεκόπη.»

Αὐτὰ ὡς πρὸς τὸ πρῶτο μέρος.

«Φεῦ» ὅμως, ἡ ζωὴ δὲν περιμένει· «μετὰ ἓν ἔτος ἀκόμη, ἦτον πάλι μὲ τὰ μανίκια τοῦ ὑποκαμίσου, ἀλλὰ μανίκια παρέχοντα τὴν ἐντύπωσιν καμιζόλας ἢ γιακέτας, τόσον βαθύχροα βαμμένα, τόσον μαῦρα ἦσαν. Ὁ διδάσκαλος εἶχεν ἀπογοητευθεῖ διπλὴν ἀπογοήτευσιν, τὴν ἐκ τοῦ θαλάμου καὶ τὴν ἐκ τοῦ θανάτου». Χήρεψε λίγο καιρὸ μετὰ τὸν γάμο του. Καὶ τότε γίνεται, κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον, δάσκαλος: ὑποβάλλει ἀναφορὲς στὸν δήμαρχο γιὰ τὴν ἐπισκευὴ τῆς στέγης τοῦ σχολείου, καρφώνει μὲ τὰ χέρια του κάποια «χωλά» θρανία καὶ προσέχει «συντόνως» στὴν ἐξέταση τῶν μαθητῶν· «εἶτα ἀνέπτυσσεν ἀντὶ νὰ σημειώνῃ ἁπλῶς τὸ παρακάτω».Ἐζήτει εἰς τὸ ἔργον του βάλσαμον κατὰ τῆς διπλῆς πληγῆς, τῆς ἐκ τοῦ στεφανώματος καὶ ἐκ τῆς χηρείας».

Τὸ κοινὸ σημεῖο τῶν δύο διηγημάτων εἶναι, κατὰ τὴν γνώμη μου, ἡ ἀναλογία τῶν καταστάσεων, περιπέτεια κατὰ τὸν ἀριστοτελικὸ ὁρισμὸ («ἡ εἰς τοὐναντίον τῶν πραττομένων μεταβολή»): φαιδρότης καὶ εὐτυχία στὴν ἀρχή, πένθος καὶ μοναξιὰ γιὰ τὸν κεντρικὸ ἥρωα στὸ τέλος. Ἡ αἴσθηση τοῦ τραγικοῦ ποὺ ἔχει ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἐκείνη τῶν ἀρχαίων κλασικῶν. Στὴν ὀρθόδοξη συνείδηση τοῦ Παπαδιαμάντη συναντᾶται ὁ «παλαίφατος τριγέρων λόγος» τοῦ Αἰσχύλου μὲ τὸν σύγχρονο γεροντικὸ λόγο γιὰ τὴν «ἰσχὺ τῶν πνευματικῶν νόμων»: ἐὰν μένουμε κλεισμένοι στὴν αὐτάρκεια τοῦ Ἐγώ μας, ἡ τραγῳδία καραδοκεῖ στὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας. Ἡ μόνη λύσις τοῦ δράματος εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τῆς προκλήσεως: ὅσο διαρκεῖ «ἡ πανήγυρις τοῦ παρόντος βίου» νὰ βιώσουμε τὴν Ἀγάπη στὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον, τοῦ διπλανοῦ μας, τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπου ποὺ ἡ ζωὴ ἔχει φέρει κοντά μας. Ὄχι τὴν ἀφηρημένη ἀγάπη στὴν ἀνθρωπότητα, αὐτὴ ποὺ φοβᾶται ὁ Ντοστογιέφσκυ.

Στὴν περίπτωση τοῦ Τριαντάφυλλου ἀναιρεῖται κάθε ἔννοια συναντήσεως καὶ μάλιστα στὴν κατ᾿ ἐξοχὴν σχέση, τὴν συζυγία. Ἐπ᾿ οὐδενὶ πραγματώνεται «ὁ σκοπὸς τοῦ χριστιανικοῦ γάμου, ὅστις, κατὰ τὰς ὀρθοδόξους πηγάς, εἶναι ὄχι ὁ πολλαπλασιαμὸς τοῦ γένους, διότι ἄλλως ἐν περιπτώσει ἀτεκνίας φυσικὰ θὰ ἐθεσπίζετο τὸ διαζύγιον, ἀλλ᾿ ἡ σωφροσύνη τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικὸς» (ὑδ. δ.)» («Ἡ Νοσταλγός»). Στὴν δεύτερη περίπτωση, μέχρι νὰ ἐπισυμβεῖ ἡ προσωπικὴ τραγῳδία, δὲν ὑφίσταται καμμία παιδαγωγικὴ σχέση, ἡ, κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, «τέχνη τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν» τοὐλάχιστον παρῳδεῖται.

Ὅλα αὐτὰ βεβαίως ὁ Παπαδιαμάντης δὲν τὰ γράφει. Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος δὲν κρίνει κανέναν. Τοὺς ἀφήνει ὅλους νὰ κριθοῦν «ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου». Δὲν συμβουλεύει. Τὸ δήλωσε ἄλλωστε νωρίς: «Τὸ ἐμπόρευμα εἶναι τόσον εὐθηνόν, ὥστε καὶ οἱ πλέον φιλάργυροι γέροντες αὐτὸ καὶ μόνον σπαταλῶσι! Ἐγὼ εἶχα προσλάβει εἰς τὴν νεότητά μου ἤδη τὸ γεροντικὸν τοῦτο ἰδίωμα, νὰ συμβουλεύω τοὺς ἄλλους· καὶ συγχρόνως συνήθιζα νὰ μὴ δέχωμαι συμβουλὰς ἀπὸ κανένα. Ἀργότερα ἐνόησα ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ συμβουλεύω κανέν᾿ ἄλλον, εἰμὴ μόνον τὸν ἑαυτόν μου».

Τώρα, μόνο βλέπει καὶ «ζωγραφεῖ». Ἴσως κάποτε θρηνήσει:

«Σὰν νἄχαν ποτὲ τελειωμὸ τὰ πάθια κι᾿ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου»

Ἀλλὰ πάντα ξέρει, «Ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ» ἡ Ἱστορία θὰ γράφεται ὡς τραγῳδία. Ἐκτὸς ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αἰσθανθεῖ ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι ἕνας  «ἐν σαρκὶ περιπολῶν θεός».

 ------------------------------------------------------

Τὸ κείμενο δημοσιεύτηκε τὸ 2001 στὸ τεῦχος 48 (2001) 395-399 τοῦ Κυπριακοῦ περιοδικοῦ «Ἀκτή». Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Ο ποιητής” / Αλ. Παπαδιαμάντης) είναι έργο του Γιώργου Κόρδη, από τη συλλογή “Το δώμα των αθώων”.

 Μαντώ Μαλάμου, 25 Νοεμβρίου 2020