«Όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων έφτασε στην Αμμόχωστο..»*
ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ:
15 Νοεμβρίου 2020 Ο Ερντογάν (αριστερά) μαζί με τον Τατάρ στην Αμμόχωστο (ASSOCIATED PRESS)
«Όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων έφτασε στην Αμμόχωστο..»*
Η Άγκυρα δημιουργεί προχώματα,
ακολουθώντας την στρατηγική ενός forward basing.
Την περασμένη Κυριακή, 15 Νοεμβρίου 2020, επέτειο ανακήρυξης του ψευδοκράτους στα κατεχόμενα εδάφη του βόρειου μέρους της Κύπρου, γίναμε θεατές μιας άνευ προηγουμένου, κακόγουστης, νέο-Οθωμανικής παράστασης. Η οποία παρεμποδίστηκε εν μέρη από τις καιρικές συνθήκες, έλαβε χώρα όμως δε επί των κλοπιμαίων της Αμμοχώστου και επί του ομαδικού τάφου των ελληνοκυπρίων αμάχων του Άγιου Μέμνονα. Πώς φτάσαμε, όμως, ως εδώ;
Το καλοκαίρι του 2017, στο Κραν Μοντανά, ο Κύπριος Πρόεδρος, Νίκος Αναστασιάδης, αρνήθηκε να συμφωνήσει σ’ ένα σχέδιο λύσης του κυπριακού, που βασιζόταν σε αριθμό σοβαρών παραχωρήσεων σε επίπεδο εσωτερικής διακυβέρνησης από την ελληνοκυπριακή πλευρά, χωρίς να έχουν υποβληθεί πρώτα, επισήμως και γραπτώς, οι εξασφαλίσεις της Τουρκίας, για το θέμα της απόσυρσης των εγγυήσεων και του τουρκικού κατοχικού στρατού. Θέση στην οποία ήταν σύμφωνη κι η Αθήνα, δια στόματος Νίκου Κοτζιά.
″Εncirclement”, το πρώτο άλλοθι
Έκτοτε, η κατάρρευση των συνομιλιών του 2017 παρουσιάζεται ως ένα από τα άλλοθι για την έκνομη συμπεριφορά της Τουρκίας, η οποία διεκδικεί με στρατιωτικά μέσα περισσότερο ζωτικό χώρο, όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο γενικότερα, προβάλλοντας, ταυτόχρονα, εαυτό ως θύμα αποκλεισμού κι απομόνωσης στην ευρύτερη περιφέρεια και χαρακτηρίζοντας τις επιθετικές της πράξεις ως αντίδραση σε περικύκλωση από εχθρικά κράτη, τα οποία τολμούν να σχηματίζουν πολυμερείς και τριμερείς συνεργασίες εν απουσία της. Ρητορική που θυμίζει έντονα τις δικαιολογίες που το Βερολίνο πρότασσε, περί ’encirclement’ της αυτοκρατορικής Γερμανίας, πριν την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
“Appeasement”, το δεύτερο άλλοθι
Αυτό, μετά την υποτιθέμενη απορριπτική στάση των ελληνοκυπρίων στη λύση του κυπριακού, αποτελεί και το δεύτερο της άλλοθι. Επιχείρημα το οποίο η τουρκική διπλωματία αναπαράγει με πειστικότητα και συχνότητα, με αποτέλεσμα Ελλάδα και Κύπρος να κατηγορούνται από τη διεθνή κοινότητα ότι αποκλείουν και δεν συζητούν με την Άγκυρα, απορρίπτουν πιθανόν δικαιωματικές της απαιτήσεις και δεν συναινούν στην εξεύρεση μιας μέσης λύσης συνεργασίας win-win, που να ικανοποιεί όλες τις πλευρές. Κατ’ ακρίβεια, αυτή η έξαρση στις απαιτήσεις της κυβέρνησης Έρντογαν έχει ενισχυθεί από τέτοιου είδους αντιλήψεις, που καθοδηγούν την πολιτική κατευνασμού που ακολουθεί μέχρι σήμερα η ΕΕ. Κάτι που εύκολα μπορεί κάποιος ιστορικά να αντιπαραβάλει με τις προσπάθειες ’appeasement’ της χιτλερικής Γερμανίας, πριν την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Νεοθωμανισμός, το τρίτο άλλοθι
Επιπρόσθετα, η παρουσία του κ. Τραμπ στον Λευκό Οίκο, του οποίου τα διαπλεκόμενα οικογενειακά και επαγγελματικά συμφέροντα μάλλον έφταναν μέχρι το παλάτι του Έρντογαν, διευκόλυναν ακόμη περισσότερο την Άγκυρα στις επιδιώξεις της, αφού οδηγήθηκε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ουδεμία σοβαρή συνέπεια θα έχει, εάν αντικαταστήσει το διεθνές δίκαιο με το δίκαιο του ισχυρού. Το οποίο και έπραξε. Φροντίζοντας, ταυτόχρονα, να ενισχύσει το αφήγημα περί ιστορικής ευθύνης και δικαιωματικών αξιώσεων της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή, χάρη στην ιδιότητα του διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- το τρίτο της άλλοθι.
Φτάσαμε, λοιπόν, στο σήμερα, όπου η κατά τα άλλα αδικημένη, ‘περικυκλωμένη’ και ‘απομονωμένη’ Άγκυρα βρίσκεται στο Ιράκ, στη Σομαλία, στο Κατάρ, στη Λιβύη. Σουλατσάρει σχεδόν ανενόχλητη σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Έχει αφεθεί από μια σχετικά αποδυναμωμένη Ρωσία να παρέμβει στον Καύκασο κι έχει σχεδόν επιβάλει την παρουσία της επί των Κούρδων της Συρίας, βομβαρδίζοντας το στρατόπεδο των ΗΠΑ στην περιοχή και εξευτελίζοντας ένα επίλεκτο σώμα του αμερικανικού στρατού. Ας σημειώσουμε ότι αποτελεί ένα ακόμα κοινό μυστικό ότι η Τουρκία λειτουργεί ως πηγή ανασφάλειας για το ΝΑΤΟ (βλ. S-400 και συναλλαγές με το Ισλαμικό Κράτος) και την ΕΕ (βλ. μεταναστευτικό και τρομοκρατία).
Μικρό κομμάτι σε ένα μεγάλο πάζλ, λοιπόν, η Κύπρος και η Αμμόχωστος. Αλλά με βαρύτητα στο γεωπολιτικό πλαίσιο του Δόγματος Έρντογαν- του εξωστρεφούς δόγματος εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, το οποίο διέπει την τουρκική στρατηγική, μετά το πραξικόπημα του 2016. Η Άγκυρα δεν βασίζεται πλέον στη δημιουργία αναχωμάτων, για να διασφαλίσει την εσωτερική της ασφάλεια. Η Άγκυρα δημιουργεί προχώματα, ακολουθώντας την στρατηγική ενός forward basing.
Ο χάρτης παρέχει την απάντηση για τη σημασία της Κύπρου και των ελληνικών νήσων σε σχεδιασμούς τέτοιας φύσης, αφού αποτελούν ουσιώδες εφαλτήριο για τον έλεγχο και την απρόσκοπτη πρόσβαση των θαλασσίων οδών στην Ανατολική Μεσόγειο. Εκεί βρίσκεται η απάντηση για την τουρκική παρουσία στα κυπριακά ύδατα, στην Κρήτη και στο Καστελλόριζο, παρά σε υποτιθέμενα μελλοντικά κέρδη από το φυσικό αέριο.
Με ιστορικούς όρους, η Τουρκία προφανώς αναζητεί να κλείσει το τελευταίο κεφάλαιο του Ανατολικού Ζητήματος (ποιος, δηλαδή, θα πάρει τα εναπομείναντα -θαλάσσια- λάφυρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) με τον τρόπο που η ίδια θέλει και πλέον μπορεί. Μας υπενθυμίζει ότι ο Μεγάλος Ασθενής δεν βρίσκεται πλέον στο νεκροκρέβατο του. Εξου και η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης και όσα αυτή προϋποθέτει. Για την Κύπρο και την Ελλάδα.
Ανακατεύοντας την τράπουλα στην Αμμόχωστο
Ακόμη μια απόδειξη για αυτή την αναθεωρητική τάση της Άγκυρας αποτελούν και τα πρόσφατα γεγονότα στα Βαρώσια, στην Αμμόχωστο. Η παραλιακή πόλη της Αμμοχώστου παρέμενε μια μη-προσβάσιμη πόλη-φάντασμα, μετά τη δεύτερη τουρκική εισβολή, τον Αύγουστο του 1974. Οι κάτοικοι της εξαναγκάστηκαν άρον άρον σε φυγή, για να γλυτώσουν από τις ορδές του Αττίλα, αφού η Τουρκία παραβίασε μονομερώς την κατάπαυση του πυρός που είχε συμφωνηθεί και άρχισε εκ νέου στρατιωτικές επιχειρήσεις. Εξου και ο ομαδικός τάφος στον χώρο πικνικ του κ. Έρντογαν, με ηλικιωμένους και παιδιά που δεν πρόλαβαν να διαφύγουν.
Η Αμμόχωστος, έκτοτε, θεωρείτο διαπραγματευτικό χαρτί, του οποίου θα έκανε χρήση η Άγκυρα σε μελλοντική διαπραγμάτευση. Να θυμίσουμε ότι τα ψηφίσματα 550 και 789 του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα οποία εξασφαλίστηκαν σε προηγούμενες δεκαετίες, ξεκάθαρα επικυρώνουν την επιστροφή της πόλης στους νόμιμους κατοίκους της, υπό διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών- κάτι το οποίο μάλιστα προτείνουν να λειτουργήσει ως Μέτρο Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών. Όμως, με το τωρινό άνοιγμα της Αμμοχώστου και τα σχέδια για την ανοικοδόμηση δισεκατομμυρίων από τους επιχειρηματίες φίλους του κ. Έρντογαν, υπό την επίβλεψη του Δήμου Ικονίου και της Τουρκικής Εταιρείας Ανάπτυξης, η Άγκυρα έστειλε το μήνυμα ότι μόλις έχει πετάξει την παλαιά τράπουλα στα αζήτητα και οποιαδήποτε επαναφορά της στο τραπέζι των συνομιλιών θα γίνει με νέους όρους και δη νέα τράπουλα.
Εδώ εντάσσονται και οι διακηρύξεις Έρντογαν-Τατάρ περί δύο κρατών και νέου πλαισίου διαπραγματεύσεων, μακριά από τα ήδη συμφωνηθέντα για ενιαίο κράτος ομοσπονδίας. Τονίζοντας συνεχώς ότι στο Κραν Μοντανά του 2017 ήταν η ελληνική πλευρά που έκανε πίσω. Ξεχνώντας, βεβαίως, να προσθέσουν, αφενός, την τουρκική άρνηση για χειροπιαστές, γραπτές προτάσεις και αφετέρου, το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις ουδέποτε απέτυχαν γιατί υπήρξε διαφωνία για την εσωτερική δομή του κράτους, αλλά γιατί υπήρξε διαφωνία για το εξωτερικό πλαίσιο ασφάλειας.
Ελληνοκυπριακά φοβικά σύνδρομα
Γνωρίζοντας τη διαπραγματευτική δεινότητα και τις δυνατότητες της Άγκυρας και αντιπαραβάλλοντας την με το φοβικό σύνδρομο πανικού και την πρακτική αδυναμία, που διακατέχει στις πλείστες των περιπτώσεων, τις κυβερνήσεις Αθήνας και Λευκωσίας, δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε που θα βρίσκεται το κοινό έδαφος υποχωρήσεων, που καλούνται να βρουν οι δύο πλευρές, μεταξύ ομοσπονδίας και δύο κρατών/διχοτόμησης.
Μια υποχώρηση την οποία έχουν ήδη θέσει ως επιτακτική ανάγκη, με πραγματιστικούς όρους, οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και Ρωσίας, δια στόματος των πρεσβευτών τους στην Κύπρο.
Το τρίτο τραπέζι
Η Τουρκία προβλέπεται ότι θα ‘υποχωρήσει’ επιστρέφοντας κατ’ ακρίβεια στη διαπραγματευτική αφετηρία που βρισκόταν το 2017, προβάλλοντας όμως απαιτήσεις για αντίστοιχες υποχωρήσεις και από τη δική μας πλευρά. Καθόλου τυχαίο ότι η καινούργια τουρκική πρόταση που ακούμε τελευταίως μιλά για επιπρόσθετο ’τρίτο τραπέζι΄ στις διαπραγματεύσεις για το κυπριακό (πέρα της εσωτερικής διακυβέρνησης και του πλαισίου ασφάλειας), το οποίο θα αφορά τις θαλάσσιες ζώνες και δη το φυσικό αέριο της Κύπρου. Κάτι που δεν φαντάζει πρακτικό τη στιγμή που υπάρχουν διεθνείς συμφωνίες που διέπουν (βλ. UNCLOS) τέτοιου είδους ζητήματα, τα οποία μπορούν να επιλυθούν στο δικαστήριο. Προφανώς, η Άγκυρα έχει ήδη κάνει τις επιλογές της κι αυτές δεν συμπεριλαμβάνουν το διεθνές δίκαιο, το οποίο και δεν τη βολεύει. Αυτονόητο ότι οι αποφάσεις που θα προσπαθήσει να εκμαιεύσει σε τέτοιου είδους πακετοποιημένη διαπραγμάτευση θα κινηθούν εκτός του δικαίου της θάλασσας.
Ας ελπίσουμε ότι η Αθήνα αντιλαμβάνεται ότι μιας τέτοιας μορφής διαπραγματευτικό προηγούμενο για τις θαλάσσιες ζώνες της Κύπρου σήμερα, γνωρίζοντας την Τουρκία, θα επεκταθεί σχεδόν αναπόφευκτα αύριο και στις θαλάσσιες ζώνες του Αιγαίου.
Συμπερασματικά, δεν φαντάζει καθόλου απόμακρο το ενδεχόμενο να δούμε την αντικατάσταση του ανοίγματος της Αμμοχώστου, ως πιθανού ΜΟΕ που πρακτικά δεν υφίσταται πλέον, με μια ‘ενδιάμεση’, ‘στρατηγική’ συμφωνία για το φυσικό αέριο και την ΑΟΖ, που υποτιθέμενα θα δημιουργήσει τις συνθήκες συνεργασίας των δύο πλευρών για μια ολοκληρωμένη λύση του κυπριακού στο εγγύς μέλλον.
Μας αντιπαραβάλλουν, έτσι κι αλλιώς, συχνά το παράδειγμα της Γαλλογερμανικής συνεργασίας για τους φυσικούς πόρους των συνοριακών περιοχών της Αλσατίας και της Λοραίννης, μετά τον αιματηρό πόλεμο που έληξε το 1945 και το πως αυτή η ενδιάμεση συνεργασία αποτέλεσε τον προπομπό για την ΕΕ. Ξεχνώντας βεβαίως να αναφέρουν ότι η επιθετική Γερμανία πρώτα γονάτισε αφοπλισμένη και μετά συνεργάστηκε, αφού δεν είχε καμία απολύτως δυνατότητα να επιτεθεί ξανά στην ταλαιπωρημένη και εξασθενημένη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Γαλλία. Η συνεργασία πέτυχε, μεταξύ άλλων, λόγω συμμετρίας της αδυναμίας των δύο εταίρων. Η σύγκριση μεταξύ Κύπρου-Τουρκίας και Γαλλίας-Γερμανίας είναι ασεβής και ανιστόρητη. Την στιγμή που τα ποδοβολητά των βαρβάρων ακούγονται και πάλι μέσα στην Αμμόχωστο…
*Ο τίτλος του άρθρου αποτελεί παράφραση από το ποίημα του Κύπριου ποιητή Παντελή Μηχανικού, το οποίο αναφέρεται στην αρχαία Σαλαμίνα της Κύπρου, που ιδρύθηκε από τον Τεύκρο μετά τον Τρωϊκό Πόλεμο. Η σημερινή Αμμόχωστος κτίστηκε κοντά στα ερείπια της Σαλαμίνας, τον 7ο αιώνα μ.Χ., όταν η αρχαία πόλη καταστράφηκε από αραβικές επιδρομές.
Άννα Κουκκίδη-Προκοπίου
Ανώτερη Επιστημονική Συνεργάτιδα, Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
22/11/2020
ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Η περίκλειστη περιοχή της Αμμοχώστου. Φωτογραφία Τζουμχουριετ
Αμμόχωστος και διεθνές δίκαιο.
Υπό το φως των πρόσφατων εξελίξεων αναφορικά με την κατεχόμενη πόλη της Αμμοχώστου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση των ζητημάτων που έχουν προκύψει με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Καίτοι το κυπριακό πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά νομικό, εντούτοις δεν πρέπει να παροράται η θεμελιώδης σημασία της νομικής πτυχής.
Με άλλα λόγια, η νομική έποψη του προβλήματος θα πρέπει να συνδυαστεί αρμονικά με την πολιτική, ούτως ώστε οψέποτε να καταλήξουμε στη δίκαιη διευθέτησή του. Σε διαφορετική περίπτωση, αν, δηλαδή, το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης και η προτεινόμενη λύση ερείδονται σε έκνομες προσεγγίσεις (π.χ. παρεκκλίσεις από θεμελιώδεις κανόνες διεθνούς δικαίου), μια τέτοια προσπάθεια θα αποτύχει οικτρά. Συνεπώς, κάθε φορά που γίνεται συζήτηση για το Κυπριακό, θα πρέπει αυτή να διέπεται από τους κανόνες της διεθνούς έννομης τάξης.
Εν πρώτοις, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 παραβίασε την απαγόρευση χρήσης βίας, η οποία αντανακλάται στο Άρθρο 2§4 του Χάρτη του ΟΗΕ. Ο συγκεκριμένος κανόνας αποτελεί μέρος του εθιμικού δικαίου, συνιστά κανόνα επιτακτικού δικαίου (ius cogens), ενώ το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης τον έχει χαρακτηρίσει ως τον «ακρογωνιαίο λίθο» του Χάρτη του ΟΗΕ. Συνακόλουθα, η οντότητα που εγκατέστησε η Τουρκία στην κατεχόμενη Κύπρο ουδέποτε μπορεί να αποκτήσει κρατική υπόσταση γιατί προήλθε από την παράνομη χρήση ένοπλης βίας και είναι υποτελής στην Τουρκία. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί τόσο από το Συμβούλιο Ασφαλείας ΟΗΕ (Ψηφίσματα 541/1983, 550/1984) όσο και από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (Γνωμοδότηση για το Κοσσυφοπέδιο 2010, παρ. 81). Επιπλέον, η μεταφορά Τούρκων υπηκόων στην κατεχόμενη Κύπρο αποτελεί σοβαρή παραβίαση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και, συγκεκριμένα, των διατάξεων που διέπουν την πολεμική κατοχή, με αποτέλεσμα τέτοιες ενέργειες να θεωρούνται έγκλημα πολέμου (Τέταρτη Σύμβαση Γενεύης 1949, άρθρο 49, παρ. 6/Πρώτο Πρωτόκολλο 1977, Άρθρο 85§§4α, 5). Ο εποικισμός καθορίζεται ως έγκλημα πολέμου και από τη Σύμβαση της Ρώμης για τη Σύσταση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (Άρθρο 8§2βviii), στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία είναι συμβαλλόμενο μέρος.
Έχοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω, είναι ξεκάθαρο πως οι οποιεσδήποτε ενέργειες της Τουρκίας μέσω της λεγόμενης τουρκικής δημοκρατίας βορείου Κύπρου δεν μπορούν να περιβληθούν μανδύα νομιμότητας, καθώς είναι θεμελιώδες το αξίωμα που προνοεί πως εκ της παρανομίας δεν παράγεται δίκαιο (ex iniuria ius non oritur). Άρα, το επιχείρημα ότι, αν δεν προσφύγουν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες στην Επιτροπή Ακίνητης Ιδιοκτησίας συνεπάγεται πως δεν ενδιαφέρονται για την περιουσία τους ή/και μπορεί να χάσουν τον τίτλο ιδιοκτησίας στερείται νομικού υποβάθρου. Οι εκτοπισθέντες ιδιοκτήτες περιουσιών δεν έχουν καμία υποχρέωση να αποδείξουν ότι κατέχουν νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας και ότι επιθυμούν να επιστρέψουν. Τουναντίον, είναι η Τουρκία που πρέπει να αποδείξει ότι οι περιουσίες στα κατεχόμενα έχουν αλλάξει ιδιοκτησιακό καθεστώς. Βεβαίως, η Τουρκία γνωρίζει πολύ καλά πως δεν μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο, καθώς:
α) εξ ορισμού, η κατέχουσα δύναμη, εν προκειμένω η Τουρκία, δεν αποκτά κυριότητα επί της κατεχόμενης περιοχής.
β) ως προεξετέθη, καμία ενέργεια της Τουρκίας, μέσω του ψευδοκράτους, δεν μπορεί να παραγάγει έννομες συνέπειες.
Επειδή ακριβώς η Τουρκία αντιλαμβάνεται τα πιο πάνω επιχειρήματα, καταλαβαίνει, επίσης, πως ο μόνος τρόπος να νομιμοποιηθεί η επί του εδάφους κατάσταση είναι διά της συναινέσεως των εκτοπισθέντων.
Καθίσταται, λοιπόν, αντιληπτό ότι οι απειλές της Τουρκίας πως οι εκτοπισθέντες θα χάσουν τις περιουσίες τους, εκτός και αν προσφύγουν στην Επιτροπή, είναι κενό γράμμα, αφ’ ης στιγμής όλες οι πράξεις της Τουρκίας στα κατεχόμενα ουδεμία έννομη συνέπεια παράγουν. Προσέτι, το επιχείρημα ότι αν οι εκτοπισθέντες δεν διεκδικήσουν τις περιουσίες τους ενώπιον της Επιτροπής, θα ανοίξει ο δρόμος για εποικισμό της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου είναι έωλο. Ο εποικισμός είναι έγκλημα πολέμου και καμία πράξη ή παράλειψη του κράτους-θύματος ή/και των πολιτών του δεν νομιμοποιεί/δικαιολογεί τέτοια ενέργεια. Εξάλλου, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μια μαζική προσφυγή στην Επιτροπή θα οδηγήσει σε επιστροφή περιουσιών.
Παρά το ότι αυτή τη στιγμή έχουμε εκ των πραγμάτων (de facto) απολέσει τον έλεγχο επί των περιουσιών μας στα κατεχόμενα και τα πράγματα είναι πολύ άσχημα, αυτό είναι δυνατόν να θεραπευθεί διότι ακόμη διατηρούμε δικαιώματα επ’ αυτών, τα οποία πηγάζουν εκ του νόμου (de iure). Ο πραγματικός κίνδυνος είναι να εκχωρήσουμε τα νόμιμά μας δικαιώματα στην Τουρκία είτε στο πλαίσιο μιας συνολικής λύσης είτε προχωρώντας σε ανταλλαγή περιουσιών μέσω της Επιτροπής (διευκρινίζεται ότι κανείς δεν έχει προτείνει στον δημόσιο διάλογο προσφυγή στην Επιτροπή με σκοπό την ανταλλαγή). Σε μια τέτοια περίπτωση, οι μέχρι σήμερα νόμιμες αξιώσεις των εκτοπισθέντων εκλείπουν διά παντός.
Εκείνο που πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν είναι ότι η ισχύς των τίτλων ιδιοκτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν εξαρτάται από την παροχή οποιασδήποτε επιβεβαίωσης από την Επιτροπή. Με άλλα λόγια, η προσφυγή στην Επιτροπή Ακίνητης Ιδιοκτησίας ούτε υποχρεωτική είναι ούτε αποτελεί προϋπόθεση για αναγνώριση των τίτλων ιδιοκτησίας των εκτοπισθέντων. Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που καταδεικνύει εναργώς η περίπτωση των Βαρωσίων είναι ότι πρέπει πάση θυσία να μην παρασυρθούμε από τα τεχνάσματα της Τουρκίας που προσπαθεί με απειλές για απώλεια τίτλων ιδιοκτησίας/εποικισμό της περίκλειστης πόλης να οδηγήσει τους εκτοπισθέντες στην Επιτροπή. Για να μη χαθούν οριστικά οι περιουσίες μας προέχει το να μην παραχωρήσουμε οικειοθελώς τα εκ του νόμου (de iure) δικαιώματά μας και, εν συνεχεία, να αποφύγουμε μια λύση του Κυπριακού που θα παρεκκλίνει από θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου. Εν κατακλείδι, οι κανόνες δικαίου θεσπίζονται για να λειτουργεί εύρυθμα η κοινωνία (εγχώρια τε και διεθνής). Η παράκαμψη των κανόνων με διάφορες αλχημείες που αποσκοπούν σε μια βιαστική, κατ’ ευφημισμόν λύση θα προκαλέσουν μια ανώμαλη κατάσταση με απρόβλεπτες συνέπειες. Ας συνταχθούμε, λοιπόν, με το δίκαιο για να αποφύγουμε τα καταστροφικά αποτελέσματα σπασμωδικών επιλογών.
ΝΙΚΟΛΑΣ Α. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
*Διδάκτωρ Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου-μέλος Δικηγορικού Συλλόγου Αμμοχώστου.
24/11/2020