Πρωτοχρονιάτικο: Αντί άλλων ευχών, 22 επισημάνσεις γύρω από τον χρόνο και τη διαχείρισή του.



Πρωτοχρονιάτικο: Αντί άλλων ευχών, 
22 επισημάνσεις γύρω από τον χρόνο και τη διαχείρισή του.

Του Γιώργου Ι. Κωστούλα*   

Η είσοδος του νέου έτους βρίσκει την κοινωνία μας σε βαθύτατη, πρωτόγνωρη κατήφεια. Τα μηνύματα, πανταχόθεν, καταγράφονται από βαρύθυμα έως αποκαρδιωτικά. Η έλευση των εορτών δείχνει ανήμπορη να άρει τη γενική δυσθυμία. Το αντίθετο. Θα τις διέλθουμε, στην καλύτερη περίπτωση, μέσα από μία ελεγχόμενη αποδέσμευση των αισθημάτων. Η αδυσώπητη επίγνωση της πραγματικότητας εμποδίζει ακόμα και την έκφραση ευχών.

Η καθιερωμένη ευχή "Καλή Χρονιά” εκφέρεται μηχανικά και προκαλεί ένα σφίξιμο στο στομάχι. Τι ακριβώς ευχόμαστε, φέτος, όταν λέμε "Καλή Χρονιά”; Η σημερινή απελπισία, κοινωνική και ατομική κινείται στον σκοτεινό λαβύρινθο Ντοστογευσικών αδιεξόδων.

Το μόνο ελπιδοφόρο στοιχείο είναι ότι για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια βιώνουμε την "Σήμερον”, όπως θα το έθετε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, "ως Αύριον και όχι ως Χθες”. Η ελληνική κοινωνία ωριμάζει. Με βίαιο τρόπο, αλλά ωριμάζει. Μέγα κέρδος μας οι ασκήσεις αυτογνωσίας στις οποίες μας υπέβαλε η οικονομική κρίση σε πρώτη φάση και η πανδημία στη συνέχεια. Η αυτοκριτική, η καταγραφή λαθών, ο τρόπος μας ζωής και σκέπτεσθαι έχει μπει στο μικροσκόπιο. Τί πήγε στραβά, πού κάναμε λάθος; Η ανάγκη για "τροπική” εσωτερική αλλαγή, με τη μορφή μιας "ένδον φυγής” καταγράφεται από όλους μας.

Όντας, λοιπόν, με την έλευση της νέας χρονιάς, μπροστά σε μια λογοδοσία αφενός, και σε έναν ετήσιο προγραμματισμό αφετέρου, επιτρέψτε μου φέτος, μετά από αυτήν τη εισαγωγή, να εισφέρω 22 ευσύνοπτες και ευανάκλητες επισημάνσεις, γύρω από τον χρόνο και τη διαχείρισή του, αντί άλλων ευχών για τον καινούριο χρόνο.

Όπως όλα τα σημαντικά πράγματα στη ζωή, έτσι και η καλή χρησιμοποίηση-διαχείριση του χρόνου δεν διδάσκεται στα σχολεία. Όλοι έχουμε πάρει τα... εξωσχολικά μας μαθήματα. Ένα μέρος από τα δικά μου μαθήματα, ο κατάλογος που ακολουθεί. (Οι παλαιότεροι αναγνώστες αυτής της στήλης, ίσως να έχουν ξαναδιαβάσει κάποιες από τις επισημάνσεις σε κείμενά μου. Στο ξεκίνημα της νέας χρονιάς, ωστόσο, νομίζω ότι αυτές έχουν και πάλι τη θέση τους. Κυρίως για τους αδιόρθωτους - επιρρεπείς στην πιο ασυλλόγιστη σπατάλη-αυτήν του χρόνου):

- Η κατανομή του χρόνου είναι ασφαλώς η πιο δημοκρατική και δίκαιη κατανομή. Ισχυροί ή άθλιοι, δραστήριοι ή ράθυμοι, μεγαλοφυείς ή ανόητοι, δίκαιοι ή αμαρτωλοί ο καθένας έχει ακριβώς το ίδιο απόθεμα χρόνου στη διάθεσή του

- O Χρόνος είναι το πιο πολύτιμο, το πιο ατομικό, το πιο πεπερασμένο αγαθό. Μπορούμε να χάσουμε χρόνο, όχι όμως και να τον αυξήσουμε

- Η μαύρη τρύπα στο χάσιμο του χρόνου είναι η αναβολή. Κυριαρχία πάνω στον χρόνο σημαίνει κυριαρχία πάνω στον εαυτό μας: "καιρός επί πάσιν άριστος …”

- Μαζί με την αναβολή, και η τεμπελιά. Με τα λόγια του Λα Ροσφουκώ :"Ο διάβολος έβαλε την τεμπελιά στο σύνορο πολλών αρετών”

- Έτσι δεν πρέπει να διαβάσουμε και την τουρκική παροιμία: "Η μέρα τρέφει τον χρόνο, ο χρόνος δεν μπορεί να θρέψει τη μέρα”

- Μη χάνετε χρόνο σε ζητήματα που έχουν κάθε είδους χαμηλό βαθμό: επίδρασης, επηρεασμού, προστιθέμενης αξίας, κόστους, συνεπειών...

- Ο νόμος του Παρέτο (η αρχή τού 20/80) ισχύει και για τον χρόνο απολύτως: Π.χ. το 20% των ενασχολήσεών μας αποδίδει το 80% του αποτελέσματος

- Όπου σας "παίρνει”, ή όπου απαιτείται: Αναθέστε σε άλλους να κάνουν τα "πράγματα σωστά”,  για να μπορείτε εσείς να κάνετε "τα σωστά πράγματα”

- Ωστόσο, χρειάζονται και τα δύο: και η Επάρκεια ("κάνω τα πράγματα σωστά”) και η Αποτελεσματικότητα ("κάνω τα σωστά πράγματα”)

- (Και πάλι όπου σας "παίρνει”, ή όπου απαιτείται): Μην υπόσχεστε, μη δεσμεύεστε για κάτι, αν δεν έχετε ήδη σκεφθεί πού θα το αναθέσετε

- Υπάρχει η φυσική τάση ή και αδυναμία, να είμαστε περισσότερο διαθέσιμοι σ’ αυτούς που μας απασχολούν, μας διακόπτουν, μας ενοχλούν παρά στις δικές μας προτεραιότητες. Λυπηθείτε το χρόνο σας, ασκηθείτε, αντισταθείτε σ’ αυτήν την έξωθεν λεηλασία

- Ταυτίζουμε τον ελεύθερο χρόνο με χαμένο χρόνο. Από αυτή την αντίληψη ξεκινάει όλη η ανυποληψία  και η ενοχοποίηση που τον συνοδεύει 

- Από εκεί και η μεγάλη ανισορροπία του σημερινού ανθρώπου. Εκλαμβάνουμε  τον "μηδέν  πράττειν” ως απραξία αντί για ευκαιρία για ευπραξία

- Ούτε η εργασία, ούτε ο μόχθος, συνιστούν επαρκή στοιχεία για έναν πλήρη βίο, έναν αυτόνομο και αυθεντικά ανθρώπινο τρόπο ζωής, αφού απλώς υπηρετούν και παράγουν μόνο το αναγκαίο και το ωφέλιμο. Ο Αριστοτέλης υποτιμάει όσους δεν το καταλαβαίνουν αυτό: "Το δε ζητείν πανταχού το χρήσιμον ήκιστα αρμόττει τοις μεγαλοψύχοις και τοις ελευθέροις”, τα ακριβή λόγια του

Ή, περίπου, με τα λόγια του Χέρμαν Μέλβιλ: "Η αξιοπρέπεια δε συχνάζει στους χώρους εργασίας. Η αξιοπρέπεια βρίσκεται και αναδεικνύεται στον ελεύθερο χρόνο”

- Και ο Παπαδιαμάντης, μετριοπαθέστατα, σα να ζητούσε συγγνώμη, χαρακτήριζε τα γραφόμενά του ως "έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος” 

- Πιο σημαντικό από το σεβασμό του ατομικού μας χρόνου είναι ο σεβασμός του χρόνου των άλλων. Δεν υπάρχει τίποτα πιο εγωιστικό από την εντύπωσή μας ότι μόνο ο δικός του χρόνος είναι πολύτιμος και επομένως άξιος σεβασμού 

- Είτε πρόκειται για τον επαγγελματικό μας χρόνο, είτε για τον προσωπικό, τον ελεύθερο, η πιο σημαντική ερώτηση πρέπει, πάντοτε, να είναι: "Tι κάνω τώρα;”

- Έχοντας υπόψιν μια κατηγορία συνανθρώπων μας, που δεν χρειάζεται να την περιγράψουμε εδώ, σκέφτεται κανείς την παραδοξολογία του Τόμας Μαν: Η ανάπαυση, γράφει, – και ο ελεύθερος χρόνος θα προσθέταμε – είναι γι’ αυτούς που δεν τα χρειάζονται καθόλου

- Ή, σύμφωνα με τον αφορισμό του Η. Αποστολίδη: "Από το πώς διαθέτεις τις πολλές σου ώρες, συναγάγουμε πόσο αποτιμάς τις λίγες”. Και το αντίστροφο

- Η αποθέωση της συμφιλίωσης με τον χρόνο, δραματοποιημένη από τον Μ. Μπρεχτ: Ο κ. Κ. συνάντησε κάποιον που είχε να τον δει πολύ καιρό. Μα εσείς δεν αλλάξατε καθόλου, του είπε ο άλλος, καθώς τον χαιρετούσε. Ωχ! Έκανε ο κ. Κ. και χλόμιασε...

- Και, μια σκέψη που σε άλλους μπορεί να προκαλέσει ίλιγγο, σε άλλους διάθεση  για απολογισμό και σε άλλους τη συνειδητοποίηση της ασημαντότητάς μας: "Δεν έχουμε ζήσει, ως τώρα, παρά μόνο την ανθρώπινη προϊστορία”

Καλή χρονιά.    

* O κ. Κωστούλας είναι τέως Γενικός Διευθυντής εταιρειών 
του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα- Email: gcostoulas@gmail.com


31/12/2020


        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ         




 Ο χρόνος για τους Μετα-έλληνες.
 
Τον εναργέστερο ορισμό του χρόνου τον έδωσε ο μύθος: Χρόνος είναι ο Κρόνος, ένας θεός που γεννάει παιδιά και τα τρώει. Η εικόνα αναπαράγει τη χρονική διαδοχή σαν πραγματικότητα προσωποποιημένη: Κάποιος «θεός» μεταβάλλει αδιάκοπα το παρόν σε παρελθόν, την ύπαρξη σε ανυπαρξία.
 
Η κριτική σκέψη, που πρωτογέννησαν στην ανθρώπινη Ιστορία οι κάποτε Ελληνες, απροσωποποίησε τον γεννήτορα: Τον χρόνο τον γεννάει η μεταβολή, δηλαδή η αέναη στο σύμπαν κίνηση. Ταυτίζεται ο χρόνος με την ουράνια σφαίρα στην κίνησή της, τα ουράνια σώματα είναι «όργανα χρόνου», μέτρα για να μετράμε τον χρόνο. Σε άμεση συνάρτση με την ύλη, που είναι το δεδομένο και άναρχο υποκείμενο της κινητικής μεταβολής, είναι και ο χρόνος αγέννητος, άπειρος (δίχως πέρατα), στοιχείο αναπόσπαστο της κοσμικής ολότητας, ανερμήνευτα δεδομένο «γίγνεσθαι» συστατικό του υπάρχειν.

Σε αυτό το γίγνεσθαι της αδιάκοπης χρονικής «ροής» ο Ηράκλειτος θα διαβλέψει μια σύνθεση της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, που την πιστοποιούμε ως εμπειρία αδιάκοπα καινούργιων πραγματοποιήσεων: «στο ίδιο ποτάμι δεν γίνεται να μπούμε δυο φορές» – τα νερά που μας βρέχουν κάθε φορά είναι άλλα. Η «ροή» είναι κυκλική, όχι σταθερή περιοδική επανάληψη των ίδιων γεγονότων, αλλά μια αδιάκοπα επιστρεπτική ενοποίηση κάθε έκφανσης του υπάρχειν (ροή συναγωγής και διασκορπισμού, σύστασης και αφανισμού, παρουσίας και απουσίας).

Στον χρόνο ως ανακύκληση θα επιμείνει και ο Πλάτων, αλλά για να φωτίσει τη διαφορά των αισθητών από τις μήτρες καταγωγής τους: τις «ιδέες». Η πραγματικότητα των αισθητών είναι χρονική, των ιδεών αιώνια («αιών» ο «αιεί ών», αυτός που δεν έχει αρχή και τέλος, δεν γίνεται ούτε περατούται). Οπως κάθε αισθητό καθορίζεται στην ύπαρξή του από την «ιδέα» του, έτσι και ο χρόνος μπορεί να οριστεί ως προς τη σχέση του με τον αιώνα: Ο κύκλος είναι εικόνα της πληρωματικής ολότητας και ο κυκλικός χρόνος «κυκλούμενη» εικόνα του αιώνα.

Υφάδι της ύπαρξής μας ο χρόνος, αλλά και στημόνι της γνώσης μας, μαζί με τον χώρο. Χρόνος, χώρος, αιτία και σκοπός είναι οι συντεταγμένες που ορίζουν την ανθρώπινη εμπειρία, συνιστούν τα όριά της: Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε εμπειρικά το άχρονο και αδιάστατο, το αναίτιο και άσκοπο. Το συλλαμβάνουμε νοητικά «κατ’ αντιδιαστολήν», μπορεί και να το σημάνουμε με τη γλώσσα – λογική των μαθηματικών, δεν το πιστοποιεί όμως η εμπειρία.

Ο Αριστοτέλης, ο απροσμέτρητος, επιχείρησε να διευρύνει την εμπειρία μας αναλύοντας την αποκλειστικά ανθρώπινη ικανότητα του «χρονίζειν»: Ο χρόνος είναι αριθμούμενος. Οχι ως αντικείμενο μέγεθος που υπόκειται σε μέτρηση, αλλά ως αριθμός ακατάπαυστα συντελούμενος με την πρόοδο της διαδοχής προτέρου και υστέρου. Η διαδοχή γίνεται κατανοητή ως «φορά» (μεταφορά, μετατόπιση) μιας μονάδας, της οποίας το πέρασμα – μετάβαση από το πρότερο στο ύστερο μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τη διαδοχή – ροή του χρόνου (το ότι ο χρόνος «περνάει»). Η νοητή αυτή μονάδα είναι το «νυν». Ο χρόνος επομένως είναι αριθμούμενη «φορά» χάρη στο νυν που αντιστοιχεί στη φερόμενη μονάδα ή στη μονάδα της προόδου του αριθμού. Αλλά αυτά όλα μόνο για την κατανόηση, όχι για την εμπειρία.

Η εμπειρική αντίληψη εκδέχεται τον χρόνο σαν διαδοχή ή ροή στιγμών (δηλαδή μονάδων χρόνου) που η καθεμιά τους για να είναι «μονάδα» είναι και αδιαίρετη – την ονομάζουμε «νυν»: άποσο χρόνο του τώρα. Αλλά αυτός ο άποσος χρόνος δεν μπορεί να αποτελεί μονάδα, μέρος και μέτρο του σύνολου χρόνου, γιατί οι μονάδες, που συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο, πληθύνονται ποσοτικά χωρίς να διαφοροποιούνται, ενώ τα «νυν» αποκλείεται να πληθυνθούν χωρίς να πάψουν να είναι «νυν»: μεταβάλλονται σε ανύπαρκτο παρελθόν ή σε ανύπαρκτο μέλλον. Επομένως το «νυν» είναι μόνο νοητό όριο, οριακή τομή ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον – ένα χρονικά αδιάστατο «τώρα» που παραμένει εμπειρικά απρόσιτο στον άνθρωπο.

Ο επόμενος γίγας, Μάξιμος ο Ομολογητής, κομίζει αντίρρηση: το χρονικά αδιάστατο παρόν, η ελευθερία από την αναγκαιότητα της διαδοχής προτέρου και υστέρου, είναι εφικτά στον άνθρωπο. Γιατί ο χρόνος δεν μετράει μιαν ανερμήνευτα δεδομένη (τυχαία ή νομοτελειακή) «ροή» (κίνηση – μεταβολή), μετράει μια «σχέση» που έχει «νόημα», δηλαδή αιτία και σκοπό. Ο κόσμος είναι το γίγνεσθαι μιας ελευθερίας, όχι η τυφλή διαδικασία μιας άλογης αναγκαιότητας ή τυχαιότητας. Ο Λόγος, ο Αίτιος του υπαρκτού καλεί τα όντα εκ του μη όντος (την άσχετη ύπαρξη) στο είναι: στην περιπέτεια της σχέσης, στην ελευθερία. Ο χρόνος μετράει τη δυναμική της ανταπόκρισης σε αυτή την κλήση ή την άρνησή της. Η άρνηση «χρονούται» ως αποτυχία σχέσης, δηλαδή ως υπαρκτική αυτονομία, ιδιοτέλεια του κτιστού, φθορά και θάνατος. Η κατάφαση ελευθερώνει τη σχέση από τη νομοτελειακή χρονικότητα, όπως κάθε αμοιβαίος έρωτας: καθιστά χρονικά αδιάστατο το παρόν της σχέσης, πληρότητα υπαρκτική.

Μόνο ο άνθρωπος έχει την ικανότητα του χρονίζειν, τη λογική ικανότητα: Να καθιστά τον υλικό κόσμο λόγο υπαρκτικά αυτόνομο, ενεργούμενη άρνηση της Αιτιώδους Αρχής του, χρονικότητα φθοράς και θανάτου. ΄Η να τον μεταβάλλει σε «λογικό τόπο» ερωτικού γεγονότος, ευχαριστιακής αναφοράς των αισθητών στο «νόημά» τους, οδηγώντας χρόνο και κίνηση σε πληρότητα γιγνόμενου παρόντος – σε «αεικίνητον στάσιν και στάσιμον ταυτοκινησίαν περί το ταυτόν και εν και μόνον».

Η κατάθεση προτάσεων νοηματοδότησης του χρόνου, και της ύπαρξης στον χρόνο, ήταν πάντοτε το υπούργημα ή η ειδοποιός διαφορά που έδινε ταυτότητα στους Ελληνες. Στα τετρακόσια χρόνια κάτω από τον τουρκικό ζυγό η συνείδηση του υπουργήματος διαφυλάχτηκε, αλλά η πανανθρώπινη δυναμική του «απέσβετο». Και στη συνέχεια, η κατάρα του εθνικισμού, εκατόν ογδόντα εννέα χρόνια τώρα, εξάλειψε τη συνείδηση του οικουμενικού υπουργήματος, μετάλλαξε τον Ελληνισμό σε βαλκανική επαρχία. Σήμερα η αναίδεια του πρωτογονισμού, η υστερία της ιδιοτέλειας, η καφρική αγραμματοσύνη δεν αφήνουν πια περιθώριο να διασωθεί «το άριστον εκείνο», η ελληνικότητα, που «ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν». Οι ταγοί της χώρας ανελλήνιστοι ώς το μεδούλι, καταστρέφουν μεθοδικά την ιστορική συνείδηση, την πολιτιστική ευαισθησία, τη γλώσσα, την αξιοπρέπεια των ακόμα Ελληνόφωνων.

Σε ποιους να κομίσει «νόημα» του χρόνου σήμερα η γλώσσα του Ηράκλειτου, του Αριστοτέλη, του Μαξίμου;


3/1/2020