Ο Ιησούς των φιλοσόφων.
Ο Ιησούς των φιλοσόφων.
Το ακόλουθο άρθρο του Ισπανού φιλοσόφου Φερνάντο Σαβατέρ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «El País». Είναι άραγε το ίδιο πράγμα να λέμε ότι ο χριστιανισμός έχει συμπληρώσει δύο χιλιετίες με το να λέμε ότι τις έχει συμπληρώσει ο Ιησούς; Ταυτίζεται ο Ιησούς με όσα επινόησε γι’ αυτόν η χριστιανική Εκκλησία;
Αν αληθινά ο Ιησούς υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο και δεν ήταν μόνο κάτι που εδώ και πάνω από δύο χιλιετίες το χειρίζονται επιδέξιοι επίσημοι διαχειριστές, ποιος ξέρει αν θα διατηρούσε καλές σχέσεις με τους χριστιανούς ή αν αντίθετα -όπως υποστήριξε ο Ντοστογιέφσκι με την παραβολή του Μεγάλου Ιεροεξεταστή- οι χριστιανοί θα τον κακομεταχειρίζονταν. Ειλικρινά δεν γνωρίζω την απάντηση.
Καθώς όμως μιλάμε για ένα θέμα εξαιρετικά περίπλοκο, μπορεί να είναι ορθότερο κάθε ιδιαίτερη κατηγορία προσώπων να αναρωτηθεί ποιοι είναι οι δικοί της δεσμοί με αυτόν τον αμφιλεγόμενο μεσσία από τη Γαλιλαία, που άσκησε τόσο διαρκή επίδραση στον πολιτισμό. Η ομάδα στην οποία ανήκω εγώ αποτελείται (λίγο ώς πολύ) από φιλόσοφους.
Τι σκέφτηκαν λοιπόν οι φιλόσοφοι σχετικά τόσο με τον χριστιανισμό όσο και με τη μορφή του Ιησού; Οσα ακολουθούν είναι ένα σκαρίφημα απάντησης που χαρακτηρίζεται από έλλειψη βαθιάς γνώσης του ζητήματος, η οποία θεραπεύεται εν μέρει χάρη στην ανάγνωση του βιβλίου του Ξαβιέ Τιλιέτ «Ο Χριστός της φιλοσοφίας». Στη διάρκεια του 17ου αιώνα ο Ιησούς Χριστός βρίσκει δύο σημαντικούς φιλοσοφικούς υποστηρικτές (οι οποίοι τον υποστηρίζουν για αντιτιθέμενους λόγους).
Η φοβερή ευγλωττία του Πασκάλ τον παρουσιάζει σαν μια γιατρειά εναντίον της καρτεσιανής υπεροψίας της φιλοσοφίας, η οποία (φιλοσοφία) είναι σε θέση μόνο να μελετάει την άθλια και διεφθαρμένη ανθρώπινη κατάσταση, αλλά όχι να μας απελευθερώνει από αυτήν. Χωρίς τον Ιησού Χριστό η γνώση είναι ανήμπορη και στείρα, αντιπροσωπεύει απλώς μια «διασκέδαση» -και μάλιστα μιαν από τις χειρότερες διασκεδάσεις- πίσω από την οποία κρύβουμε την εξουθενωτική δυσθυμία στην οποία τσαλαβουτάμε, μέχρις ότου έλθει ο θάνατος για να μας βγάλει μια για πάντα από την πλάνη. Με δυο λόγια, ο Ιησούς μάς σώζει ακόμα και -ή κυρίως;- από τη φιλοσοφία.
Σύμφωνα με τον Σπινόζα αντίθετα (που ήταν ο πιο πεισμένος και αιρετικός μεταξύ των οπαδών του Καρτέσιου), ο Χριστός αντιπροσωπεύει ούτε λίγο ούτε πολύ τον κορυφαίο φιλόσοφο και η διαδρομή της ζωής του -όπως μας την αφηγούνται απολογητές που είναι τόσο ενθουσιώδεις- είναι ένα ανυπέρβλητο παράδειγμα ορθολογικής νηφαλιότητας, που τιμωρήθηκε με διωγμό και θανάτωση (ο Σπινόζα γνώριζε καλά και από προσωπική εμπειρία αυτό το είδος αναθεματισμών).
Η θεμελιώδης αλήθεια του ουμανισμού -σύμφωνα με την οποία το φυσικό πεπρωμένο κάθε ανθρώπου είναι οι συνάνθρωποί του και επομένως ο άνθρωπος πρέπει να αγαπάει και να βοηθάει όλους τους συνανθρώπους του χωρίς εξαιρέσεις- είναι ο θεμελιώδης πυρήνας της διδασκαλίας του Ιησού. Αν ο Χριστός την εξήγησε με παραβολές και την πρότεινε με τη μορφή νόμων και όχι με τη γεωμετρική μέθοδο, όπως έκανε στη συνέχεια ο Σπινόζα, αυτό οφειλόταν στην άγνοια και στην ξεροκεφαλιά του λαού στον οποίο απευθυνόταν.
Οσο για τα θαύματα και για την ίδια την ανάστασή του από το βασίλειο των νεκρών, πρόκειται για αλληγορικές διατυπώσεις, τις οποίες μια ευσεβής αλλά εσφαλμένη παράδοση προσπαθεί να ερμηνεύσει κατά κυριολεξία. Στη διάρκεια του αιώνα του Διαφωτισμού ο Ρουσό επιβεβαιώνει τις θεμελιώδεις πλευρές των υποδείξεων του Σπινόζα σχετικά με τον ιδρυτή του χριστιανισμού (και όχι ιδρυτή, κατ’ αυτόν, της Εκκλησίας ούτε των Εκκλησιών που σφετερίστηκαν μέσα στον ιστορικό χρόνο την κληρονομιά του).
Στην «Ομολογία πίστεως του Βικάριου από τη Σαβοΐα» ο Ρουσό παρομοιάζει την ηθική του Ιησού με εκείνη του Σωκράτη. Υποστηρίζει ότι αυτές δεν διαφέρουν ουσιαστικά, αλλά ενώ για τον Ελληνα αρκούσε να αναφέρει τα υποδείγματα αρετής που ίσχυαν στην ευτυχή εποχή στην οποία έζησε, ο φουκαράς ο Ιησούς -ο οποίος έτυχε να ζει σε ένα ποταπό και φανατικό, δηλαδή ιερατικό περιβάλλον- όφειλε να επινοήσει τα πάντα από την αρχή, με αφετηρία τη δική του εσωτερική ακεραιότητα.
Η θέση του Βολτέρου απέναντι στον Χριστό είναι λιγότερο διαλλακτική αλλά εξίσου αμφίσημη. Από τη μια μεριά αυτός, επικαλούμενος πολλά ιστορικά τεκμήρια, ασκεί κριτική στον μύθο που περιβάλλει τον Ιησού και στις συναφείς ανακρίβειες, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι σε κανένα χωρίο των Ευαγγελίων ο Χριστός δεν παρουσιάζεται ως Θεός ή ως ταυτόσημος με τον Θεό και διευκρινίζοντας ότι μια τέτοια πλατωνίζουσα αντίληψη αρχίζει να επικρατεί μόνο με αφετηρία τη Σύνοδο της Νίκαιας. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για έναν απλό χωρικό, λιγότερο ή περισσότερο έξυπνο (και επιπρόσθετα Εβραίο, ιδιότητα που για τον Βολτέρο δεν αποτελούσε και τόσο καλή σύσταση), που δεν γνώριζε ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει και στον οποίο ο λαουτζίκος απέδιδε μυθικά επεισόδια που είχαν αντληθεί από την Παλαιά Διαθήκη.
Ταυτόχρονα ωστόσο του έτυχε να μιλάνε γι’ αυτόν σαν ένα «χωριάτη Σωκράτη» (αφού και αυτός έγινε μάρτυρας από τους κατόχους της επίγειας εξουσίας), ο οποίος κήρυττε εναντίον της ιερατικής υπερεξουσίας και υπέρ μιας απλής, φυσικής και φιλάνθρωπης ηθικής. Προκάλεσε φλογερές συναινέσεις και αυτό αποδεικνύει ότι δεν θα έπρεπε να του λείπει μια ισχυρή ικανότητα πειθούς καθώς και μια προσωπική ακεραιότητα.Το μεγαλύτερο όμως εγκώμιο που διατύπωσε ο Βολτέρος για τον Χριστό περιέχεται στην επιστολή του προς τον Ελί Μπερτράντ της 24ης Δεκεμβρίου του 1757: «Ο Ιησούς Χριστός δεν έστειλε ποτέ κανένα στην πυρά».
Πιθανότατα δεν υπήρξε φιλόσοφος με τόση επίγνωση της ιστορικής και μυθικής μορφής του Ιησού όση διέθετε ο Νίτσε, ξεκινώντας από το έργο του «Η γέννηση της τραγωδίας» στο οποίο είχε καταγγείλει τον Σωκράτη ως ένα είδος Ελληνα Χριστού -πρόδρομου του ηθικολογικού μηδενισμού που ο χριστιανισμός θα ενσάρκωνε στη συνέχεια-, μέχρι να φτάσει στις τελευταίες επιστολές της περιόδου της τρέλας, τις οποίες υπέγραφε ως «Διόνυσος», μορφή που αυτός πάντα φανταζόταν ως «Αντίχριστο».
Κι ωστόσο, ακόμα και στις πιο ανελέητες επιθέσεις του εναντίον του χριστιανισμού, η σκιά του Ιησού Χριστού φαίνεται να ασκεί μια σκοτεινή σαγήνη στον Νίτσε. Σε ένα από τα γραπτά του, που ανάγονται περί το 1885 και δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του, ο Νίτσε σημειώνει: «Ειρωνεία εναντίον εκείνων που πιστεύουν ότι σήμερα ο χριστιανισμός έχει ξεπεραστεί από τις σύγχρονες φυσικές επιστήμες.
Οι χριστιανικές αξίες δεν ξεπεράστηκαν ποτέ από αυτές τις επιστήμες. Ο Χριστός πάνω στον σταυρό παραμένει ακόμα και σήμερα το πιο υπέροχο σύμβολο που υπάρχει». Σε χοντρές γραμμές μπορούμε επομένως να συμπεράνουμε ότι η μορφή του Χριστού δεν είχε κακή φήμη μεταξύ των φιλοσόφων, τόσο μεταξύ των πιστών όσο και μεταξύ των αγνωστικιστών ή των δηλωμένων άθεων.
Σίγουρα τιμήθηκε διανοητικά πολύ περισσότερο από την Εκκλησία, την οποία αναντίρρητα ίδρυσε και η οποία ωστόσο του μοιάζει τόσο λίγο. Παραμένει ακόμη άλυτο -μετά από τόσους αιώνες!- το ζήτημα αν οι στοχαστές έχουν «προστατέψει» τον Χριστό ως θεοποίηση του ανθρώπου ή μάλλον ως εξανθρωπισμό του Θεού.
Θανάσης Γιαλκέτσης
25/12/2020