«Μαγική» η αντίληψη περί Εκκλησίας ότι υπάρχει θεϊκή προστασία από τον ιό.


«Μαγική» η αντίληψη περί Εκκλησίας 
ότι υπάρχει θεϊκή προστασία από τον ιό.
 
Το ζήτημα του ανοίγματος των ιερών ναών κατά τη διάρκεια των εορτών έχει ήδη πολωθεί σε σημείο που κάθε προσπάθεια προς την κατεύθυνση μιας νηφάλιας αποτίμησής του είναι πια πολύ δυσχερής, καθώς πνίγεται από την ένθεν κι ένθεν προερχόμενη φασαρία που περνά ως «άποψη». Θα πρέπει, λοιπόν, αν θέλουμε να το δούμε ψύχραιμα και ρεαλιστικά, να προσπεράσουμε δυο παρασιτικές και αλληλοτροφοδοτούμενες ιαχές, οι οποίες συσκοτίζουν και παροδηγούν παρά συμβάλλουν στην αλληλοκατανόηση και συνεννόηση των δυο διαφορετικών λεξιλογίων που αναμετρώνται εν προκειμένω, του «πολιτικού» και του «εκκλησιαστικού».

Η πρώτη πηγή παραπληροφόρησης είναι το ανακλαστικό αντικληρικαλιστικό συναίσθημα που προσπαθεί να εξαργυρωθεί πολιτικά, ως «συμβολή» στη συζήτηση. Δεν είναι του παρόντος η αναφορά στις αιτίες που τρέφουν τον εγχώριο αντικληρικαλισμό, ορισμένες από τις οποίες είναι εντελώς απερίσκεπτες και συναισθηματικές (έως παιδαριώδεις), ενώ άλλες είναι λελογισμένες και σχετίζονται με την αίσθηση ότι μια παρελθοντολάγνα Εκκλησία παρεμβαίνει σε ανεπίτρεπτο βαθμό στην πολιτική ζωή της χώρας με απώτερη στόχευση να δρα ως τροχοπέδη σε οποιαδήποτε εξέλιξη, επιθυμώντας μια κοινωνία στατική, κλειστή στον κόσμο και μονοπολούμενη από το ένα και μοναδικό, αποκλειστικό ιερό, το δικό της πάντα, εννοείται.

Ο αντικληρικαλισμός και η ενστικτώδης αποστροφή προς το ιερό, όπως και ο αθεϊσμός εν γένει, δεν είναι υγιή κριτήρια προσέγγισης του πυρίκαυστου ζητήματος της θέσης της πίστης στον δημόσιο χώρο – σε αντίθεση με το πνεύμα της ανεξιθρησκίας, που ομνύοντας στον πλουραλισμό και τα δημοκρατικά ιδεώδη της ελευθερίας της συνείδησης, της σκέψης και του αυτοπροσδιορισμού, σέβεται την πίστη (χωρίς να άγεται και να φέρεται από αυτήν) και δεν τη λοιδωρεί, ούτε υποτιμά το θρησκευτικό αίσθημα των πιστών. Εν προκειμένω, το ουδετερόθρησκο κράτος, ακόμη κι όταν επιτάσσει προσωρινά και λόγω έκτακτων συνθηκών το κλείσιμο των ναών, αντιλαμβάνεται κι αναγνωρίζει ότι μέτρο είναι επώδυνο για μια μεγάλη μερίδα των πολιτών.

Η δεύτερη παραφωνία έχει ως πηγή προέλευσης τη θρησκοληψία, με ό,τι η τελευταία συνεπάγεται: ένα  άκρατο λαϊκισμό και μια επιθετική αυτοδικαίωση, που καταδεικνύουν κραυγαλέο έλλειμμα πολιτικού εγγραμματισμού (και δεν υπάρχει νοσηρότερη και πιο επικίνδυνη μορφή αναλφαβητισμού από τον πολιτικό αντίστοιχο), συνωμοσιολογία, καθώς και μια παιδαριώδη αίσθηση ότι η Εκκλησία και η πίστη πολεμούνται, σε μια χώρα μάλιστα όπου η Εκκλησία και τα μέλη της απολαμβάνουν την αυτονόητη μεροληπτική μεταχείριση που παρέχεται αφειδώς στις πλειοψηφίες.

Και σε αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με έναν απερίσκεπτο συναισθηματισμό, ο οποίος τρέφεται από ακραίες φωνές (ιδιοτελείς και μη) και έντυπα της κατώτατης πνευματικής υποστάθμης που πουλάνε ανέξοδη και χαζοχαρούμενη «πνευματικότητα» άνευ ουσιαστικών θεολογικών κριτηρίων. Η επίφαση ευσέβειας και «κατάνυξης», το θρησκευτικό φολκλόρ και η παραίτηση από την κριτική εγρήγορση που εμπνέει το πνεύμα του Χριστού και όχι των ευσεβοφανών Φαρισαίων, έχουν καταποντίσει σε μεγάλο βαθμό την ουσία του Ευαγγελίου, ανταλλάσσοντάς την με το ελκυστικό μα κούφιο και ανέξοδο κέλυφός του.

Εάν λοιπόν προσπεράσουμε τις φωνασκίες των αυτοδικαιωμένων αμφοτέρων των παρατάξεων που εκφράζονται με το θυμικό τους, τι απομένει να πούμε; Πρέπει να παραμείνουν κλειστοί οι ναοί, ή θα ήταν προτιμότερο να ανοίξουν εν όψει των γιορτών, όπως επιθυμεί η Εκκλησία; Εν προκειμένω δεν διεκδικώ δάφνες ουδετερότητας και αντικειμενικότητας, άλλωστε αυτοπροσδιορίζομαι ως εν ενεργεία πιστός, ας μου επιτραπεί όμως να πω ότι ο ρόλος της θεολογίας δεν είναι να εξωραΐζει καταστάσεις και να δικαιώνει κάθε δημόσια απόφανση και στάση της ιδρυματικής Εκκλησίας απέναντι σε τρέχοντα ζητήματα. Συχνά, η θεολογία οφείλει να υπενθυμίσει και στην Εκκλησία, όσο κι αν η τελευταία αποτελεί την επικράτεια σάρκωσης της θεολογίας, ότι η μαθητεία στον Χριστό, ατομική και συλλογική, απαιτεί σκληρές και δύσκολες υπερβάσεις στις οποίες και η ίδια η Εκκλησία, ως ενδοϊστορικός θεσμός αδυνατεί συχνά να ανταποκριθεί.

Συγκεκριμένα, υποχρεούμεθα να υπενθυμίσουμε ότι μια «εθνική» Εκκλησία (που ως τέτοια αποτελεί αυτόχρημα μια αντίφαση εν τοις όροις, καθώς έχει ήδη απωλέσει την καθολικότητά της), υποταγμένη στον Καίσαρα επειδή απολαμβάνει τη μεροληπτική εκ μέρους του μεταχείριση, δεν πείθει όταν διαμαρτύρεται για τους όποιους περιορισμούς που της επιβάλει συγκυριακά ο Καίσαρας,  αδιάφορο αν οι περιορισμοί είναι δικαιολογημένοι ή αδικαιολόγητοι.

Στη συγκεκριμένη συγκυρία, οι περιορισμοί μπορεί να θεωρηθούν υπερβολικοί, δεν είναι όμως παράλογοι, τουναντίον μάλιστα∙ το διακύβευμα είναι σοβαρότατο και ανάλογη είναι η ευθύνη της πολιτείας, μέσω της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησής της, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων γινόμενη κατ’ ανάγκην δυσάρεστη προς όλους ανεξαιρέτως. Θα ήθελα να προσθέσω, όμως, πέραν αυτού, ότι μια «μαγική» (ας μου επιτραπεί ο όρος) αντίληψη περί Εκκλησίας, στην επικράτεια της οποίας το θαύμα εκβιάζεται και η θεϊκή προστασία από τον κορονοϊό προεξοφλείται και θεωρείται δεδομένη, αποτελεί θεολογικά και ποιμαντικά εξώφθαλμο ατόπημα.

Κι επειδή ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα, αξίζει να υπενθυμίσουμε ένα περιστατικό θεμελιώδες για την ιδρυτική αφήγηση του χριστιανισμού: ότι αφ’ ης στιγμής η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ ειδοποιήθηκαν (σύμφωνα με τη βιβλικό κείμενο) από τον Άγγελο για τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε η ζωή του νεογεννηθέντα Χριστού στη Βηθλεέμ, δεν επαναπαύθηκαν στη βεβαιότητα μιας θείας προστατευτικής παρέμβασης, αλλά συμμορφώθηκαν με τις επιταγές του κοινού νου και αποφάσισαν τάχιστα να ξεβολευτούν – ήγουν, να μεταναστεύσουν, με όλο τον μόχθο, την ταλαιπωρία και την αβάσταχτη αβεβαιότητα που συνεπάγετο μια τέτοια απόφαση: η ζωή του ίδιου του Χριστού δεν αφέθηκε παθητικά στη θεία πρόνοια, αλλά πέρασε στα χέρια του ανθρώπου, με την ανάληψη μιας μεγάλης περιπέτειας. Σε ό,τι με αφορά, θα ήθελα διακαώς να ανοίξουν αύριο κιόλας οι ναοί.

Παρά ταύτα, ως πολίτης μιας ευνομούμενης δημοκρατικής χώρας, χωρις να παραιτούμαι στο ελάχιστο από το καθήκον άσκησης κριτικής στην όποια κυβέρνηση, προτίθεμαι, καταβάλλοντας το αντίστοιχο ψυχολογικό κόστος, να συμμεριστώ προς ώρας την αποστέρηση από τη συμμετοχή στη Λειτουργία (την κορύφωση της συλλογικής λατρείας) θεωρώντας ότι ως πολίτης, οφείλω να δεσμεύομαι από τις αποφάσεις της εκλεγμένης κυβέρνησης που δεσμεύουν και στα υπόλοιπα ζητήματα όλους τους άλλους πολίτες. Ίσως η όλη διευθέτηση να επιδέχεται μιας κάποιας βελτίωσης, μετά από διαβούλευση, με την έννοια μιας μικρής χαλάρωσης του μέτρου – αυτό είναι ένα πρακτικό ζήτημα το οποίο μακάρι να καταστεί εφικτό. Κατά κύριο λόγο, όμως, η συμμόρφωσή μας με την απόφαση της πολιτείας καταδεικνύει αν μη τι άλλο τη συνειδητοποίηση ότι θα ήταν καλό να έχει και κάποιο κόστος η χριστιανική μας ιδιότητα (απευθύνομαι πάντοτε στους πιστούς εδώ) σε μια περίοδο παρατεταμένης ειρήνης και πλήρους ελευθερίας ασκήσεως των λατρευτικών μας δικαιωμάτων.

Το εν λόγω κόστος θα ήταν η εκ μέρους μας εκδήλωση μιας υπομονετικής εγκαρτέρησης, μιας καρτερικής υπευθυνότητας, που θα ήταν σήμερα η καλύτερη, η λυσιτελέστερη χριστιανική μαρτυρία, σε μιαν εποχή έντονου αντι-μεταφυσικού σκεπτικισμού και αποδοκιμασίας του ιερού. Αυτό πιστεύω ότι είναι το μείζον, τούτη τη στιγμή της κοινής μας δοκιμασίας, μετά την προάσπιση της ζωής και της υγείας όλων μας.

  Χαράλαμπος Βέντης
 Επίκουρος καθηγητής της Φιλοσοφίας της Θρησκείας, Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Θησκειολογίας, Θεολογική Σχολή ΕΚΠΑ


13 Δεκεμβρίου 2020