Η ευτυχία βρίσκεται στα εμπορικά κέντρα...
Η ευτυχία βρίσκεται στα εμπορικά κέντρα...
Το εμπορικό κέντρο στην εποχή μας είναι αναμφίβολα ο χώρος που έχει υποστεί την πιο προσεκτική επεξεργασία στον κόσμο.
Τα εμπορικά κέντρα και η εξάπλωση των περιχώρων τους αντιπροσωπεύουν μια από τις φυσικές εκφράσεις του σύγχρονου καπιταλισμού, επιτηδευμένου όσο και άπληστου. Άδεια σήμερα, την ώρα της πανδημίας, αντικαθίστανται σιγά - σιγά από το ηλεκτρονικό εμπόριο που φέρνει όλες τις μάρκες και τα προϊόντα του κόσμου κοντά μας, μ’ ένα κλικ.
Στην Ελλάδα η συνήθεια άργησε να ριζώσει, πιθανώς εξαιτίας του καιρού ή ακόμα επειδή οι μεγάλες -ευρωπαϊκές κυρίως- αλυσίδες καθιερώθηκαν επίσης με σχετική καθυστέρηση. Η πένα του Τόμας Φρανκ μας μεταφέρει στο Κάνσας του 2001 και σε μια διαφορετική εικόνα, εκείνη ενός εμπορικού κέντρου που αποτελεί τη βάση γύρω από την οποία δομούνται τα νέα αστικά προάστια.
Στην αρχή υπήρχε το Κάντρι Κλαμπ Πλάζα του Κάνσας Σίτι. Χτισμένο τη δεκαετία του 1920, μέρος ενός ευρύτερου συνόλου συνοικιών μόνο με κατοικίες, το Πλάζα υπήρξε το πρώτο μεγάλο προαστιακό εμπορικό κέντρο στον κόσμο που οργανώθηκε σε τέλεια συνάρτηση με το αυτοκίνητο. Ήταν επίσης ο τόπος σύγκλισης ενός φανταχτερού χώρου στον οποίο ξεφύτρωσαν ετερόκλητες κατοικίες: από το στυλ της γαλλικής Προβηγκίας, στο σκωτσέζικο πλούσιο επαρχιακό αρχοντικό, ενώ κάποιες άλλες μιμούνται τα παραθαλάσσια σπίτια της Βιρτζίνιας. Το ίδιο το εμπορικό κέντρο έμοιαζε με αντίγραφο της Σεβίλλης.
Όλα αυτά αντιπροσωπεύουν μια από τις πρώτες απόπειρες διαφυγής από τη σκληρή ζωή στο Κάνσας Σίτι εντός των τειχών: επιτέλους καλά σχολεία, πισίνες, ιδιωτική αστυνομία και σχεδόν αποκλειστικά λευκός πληθυσμός, προερχόμενος από ανώτερες τάξεις, τα αγαθά των οποίων δεν θα έχαναν ποτέ πια την αξία τους. Η μέθοδος Κάντρι Κλαμπ αποδείχθηκε τόσο αποτελεσματική, ώστε το Πλάζα έγινε τόπος προορισμού για τουρίστες από όλες τις μεσοδυτικές πολιτείες. Σε τέτοιο σημείο ώστε το φαινόμενο που εισήγαγε το Πλάζα εξαπλώνεται στον Νότο και στη Δύση, μερικές εκατοντάδες δρόμους πιο πέρα, όσο το προάστιο του Κάνσας Σίτι προεκτείνεται εκεί όπου παλιά υπήρχαν χωράφια.
Εδώ βρίσκει κανείς μεγάλες εμπορικές ζώνες, κτήρια όπου στεγάζονται γραφεία, με απαστράπτουσες προσόψεις, συνοικίες με κατοικίες μόνο για υψηλά εισοδήματα και περιφερειακές λεωφόρους με έξι λωρίδες κυκλοφορίας που προσπαθούν απελπισμένα να κάνουν τον γύρο της πόλης. Τα συγκροτήματα «Μακ-Κατοικιών», που εισβάλλουν στους πιο απομακρυσμένους λόφους και σε πολυσύχναστα σταυροδρόμια, άγνωστα μέχρι πέρυσι, φιλοξενούν μεσιτικά γραφεία, εστιατόρια της μόδας και παντοπωλεία πολυτελείας.
Αυτό που υπάρχει στην περιφέρεια του Κάνσας Σίτι δεν διεκδικεί πια ούτε μοναδικότητα ούτε ιδιαιτερότητα. Το σκεπαστό και κλειστό εμπορικό κέντρο εφευρέθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 από έναν επιχειρηματία από τη Μινεάπολη, ο οποίος ήθελε να πετύχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερες πωλήσεις, αλλά και να προσφέρει άνεση στους πελάτες του, ειδικά τον χειμώνα, που είναι πολύ βαρύς στο Βορρά.
Στα σαράντα χρόνια που πέρασαν από τότε η ιδέα αυτή εξαπλώθηκε αρχικά από τη Νέα Υόρκη έως το Λος Άντζελες και ύστερα σ' ολόκληρο τον κόσμο, πάντα ακολουθώντας το ίδιο περίπου βασικό σχέδιο: μια γιγαντιαία κατασκευή σε σχήμα λίγο έως πολύ κύβου, με τεράστιους χώρους στάθμευσης, ώστε να μπορούν να φιλοξενούν όσο το δυνατόν περισσότερους πελάτες.
Τουλάχιστον δύο γνωστές μάρκες (από τις οποίες μία εθνικού βεληνεκούς) πρέπει να καλύπτουν τις άκρες του κτηριακού συγκροτήματος και ανάμεσά τους να υπάρχουν μικρότερα μαγαζιά, ενώ είναι απαραίτητη μια πτέρυγα με ευρεία επιλογή εστιατορίων γρήγορου φαγητού για τους καταναλωτές. Σχεδόν πλήρης είναι και η απουσία εξωτερικής διακόσμησης, με το ντιζάιν να επικεντρώνεται στους εσωτερικούς χώρους.
Το Πλάζα ήταν το τιτάνιο έργο που ενέπνεε έναν μοναδικό επιχειρηματία. Αντιθέτως το εμπορικό κέντρο στην εποχή μας είναι αναμφίβολα ο χώρος που έχει υποστεί την πιο προσεκτική επεξεργασία στον κόσμο. Η οικοδόμηση και η διαχείριση εμπορικών κέντρων έχει εξελιχθεί σε τεράστια βιομηχανία και ο ενθουσιασμένος καταναλωτής είναι τόσο ζωτικής σημασίας για την αμερικανική οικονομία όσο και η φθηνή βενζίνη. Γι' αυτό έμποροι και διαφημιστές ζητούν από τους ανθρωπολόγους να μας παρακολουθούν την ώρα που εκτελούμε την πράξη της αγοράς.
Η μουσική υπόκρουση έχει επιλεγεί με μεγάλη φροντίδα για να μας προτρέπει μια να χαζεύουμε και μια να βιαζόμαστε. Οι βιτρίνες και η εσωτερική διακόσμηση των καταστημάτων είναι προϊόντα σχολαστικού ελέγχου. Από τον φωτισμό των φυτών σε γλάστρες μέχρι την κατανομή των καταστημάτων στον χώρο, τίποτα δεν έχει αφεθεί στην τύχη. Τίποτα δεν υπάρχει εκεί έτσι, «για ομορφιά».
Τα εμπορικά κέντρα και η εξάπλωση των περιχώρων τους αντιπροσωπεύουν μια από τις φυσικές εκφράσεις του σύγχρονου καπιταλισμού, επιτηδευμένου όσο και άπληστου. Ωστόσο, όσον αφορά τα προάστια, στην Αμερική λένε ότι η οργάνωσή τους γύρω από εμπορικά κέντρα είναι άμεση έκφραση της λαϊκής βούλησης. Τα μεγάλα εμπορικά κέντρα, με τους τεράστιους χώρους στάθμευσης, και η συνεχής επέκταση των προαστίων ως αποτέλεσμά τους αντιστοιχούν σ' αυτό που ζητάει ο λαός όταν του επιτρέπουν να ταξιδεύει και να επιλέγει ελεύθερα: «Το εμπορικό κέντρο είμαι εγώ».
Το επιχείρημα αυτό συναντά τον λεγόμενο «λαϊκισμό της αγοράς», σύμφωνα με τον οποίο το τοπίο που έχει προκύψει από τον νέο καπιταλισμό αντικατοπτρίζει τον μέσο και ενάρετο πολίτη, ενώ κάθε κριτική για την επέκταση των προαστίων φέρει τη σφραγίδα ενός απαξιωτικού ελιτισμού. Στη μια όχθη βρίσκονται αριστεριστές «σνομπ» και εγωιστές, θιασώτες του προγραμματισμού και σίγουροι ότι όλα τα ξέρουν καλύτερα από τους άλλους. Στην άλλη βρίσκονται αληθινοί άνθρωποι, οι οποίοι προφανώς θέλουν τα εμπορικά κέντρα. Αυτή η άποψη έχει επικρατήσει τόσο ώστε ένας αμφιλεγόμενος κατασκευαστής εμπορικών κέντρων δεν δίστασε να αυτοανακηρυχθεί «αρχιτέκτονας του Λαού».
Η πραγματικότητα του λαού όμως είναι λίγο διαφορετική. Όταν, αντί να υποθέτουν ότι η γνώμη των ανθρώπων είναι ίδια με αυτή των επιχειρηματιών, τους ρωτούν τι πραγματικά σκέφτονται για την επέκταση των προαστίων, γίνεται αμέσως φανερό ότι σιχαίνονται αυτόν τον τρόπο ζωής. Λίγοι είναι εκείνοι που πιστεύουν ακόμη ότι η λύση στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν μέσα στις πόλεις είναι να πάνε να εγκατασταθούν λίγο πιο μακριά, εκεί όπου θα χτιστεί ένα καινούργιο εμπορικό κέντρο, θα φτιαχτούν απαίσιες κατοικίες, για να περνούν τελικά τη μέρα τους μέσα σ' ένα 4x4, κινούμενοι σε μποτιλιαρισμένους δρόμους, διακοσμημένους με καχεκτικά δεντράκια.
Στο εξής οι νέοι που έχουν τα μέσα επιστρέφουν στις πόλεις που εγκατέλειψαν οι γονείς τους. Κατοικούν στις δήθεν «μποέμικες» συνοικίες και προκαλούν άνοδο των τιμών στα αστικά ακίνητα. Αυτοί που παραμένουν στα προάστια κάθε άλλο παρά εύχονται την επέκτασή τους, διότι έτσι θα επιδεινωθούν οι κυκλοφοριακές συνθήκες στη συνοικία τους.
Αυτό το νέο «αντι-προαστιακό» πνεύμα, αυτή η επιθυμία διαφυγής, εκφράζεται παντού. Σύμφωνα με τον επαγγελματικό Τύπο, οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν με διαύγεια και ταυτόχρονα με σύγχυση το θέμα των προαστίων. Δεν θέλουν πια να πηγαίνουν στο νιοστό ανώνυμο εμπορικό κέντρο. Απαιτούν εμπειρίες, όχι ατέλειωτα καταστήματα και εστιατόρια. Θέλουν να ξεφύγουν από δρόμους που δεν οδηγούν πουθενά και από προκατασκευασμένους «χώρους ζωής».
Χρειάζεται περίπου μιάμιση ώρα για να πάει κάποιος από τα νότια του Σικάγου στο εμπορικό κέντρο Woodfield, στο Schaumburg του Ιλινόις. Χτισμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το Woodfield, με τις πέντε μεγάλες μάρκες του και τα 200.000 τετρ. μέτρα καταστημάτων, ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο του κόσμου.
Από κατάστημα σε κατάστημα και από εστιατόριο σε εστιατόριο, αυτό που πουλιέται εδώ είναι μια αυθεντικότητα σε δόσεις και μια αντίσταση κατά παραγγελία ενάντια στον προαστιακό τρόπο ζωής. Επειδή, ως διά μαγείας, μπορεί κάποιος να ζει σε μια συνοικία με εντελώς ίδιες μεταξύ τους κατοικίες, να περνάει, όπως όλος ο κόσμος, τον καιρό του μέσα σε ένα κουτί, αλλά ταυτόχρονα, χάρη στα πολλά μαγαζιά αυτής της εμπορικής ζώνης (ή οποιασδήποτε άλλης), έχει τη δυνατότητα να φαντάζεται ότι καταργεί τους κανόνες, ότι είναι ένας σκληρός και ατομιστής αστός, ένα εκλεπτυσμένο άτομο, ένας μοναχικός λύκος μέσα σ' ένα κοπάδι από πλάσματα που βελάζουν.
Απ' έξω το Schaumburg ίσως μοιάζει με άψυχο βασίλειο του κομφορμισμού και του ψεύτικου. Όμως το Schaumburg ευημερεί, πουλώντας ακριβώς πολιτιστικά αντίδοτα ενάντια στον κομφορμισμό, στην απουσία ψυχής και στην έλλειψη αυθεντικότητας.
Αλλού, όμως, για τους ιδιοκτήτες άλλων εμπορικών κέντρων, η τελευταία δεκαετία σήμανε μαρασμό, παρακμή και κλείσιμο. Όσο μεγάλωνε η πίεση που τους ασκούσαν τα αφεντικά, τόσο λιγότερο χρόνο διέθεταν οι Αμερικανοί για να τριγυρνούν στους κλιματιζόμενους διαδρόμους των εμπορικών κέντρων. Αναγκάστηκαν να ψωνίζουν πιο γρήγορα και πιο φθηνά. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος για τον οποίο «άνθησαν» γιγαντιαία καταστήματα ευκαιριών (στοκατζίδικα) στη χώρα.
Η αρχή τους είναι η εξής: να περιορίσουν στο ελάχιστο τα γενικά έξοδα εξαφανίζοντας κάθε περιττό στοιχείο, όπως οι διακοσμήσεις ή οι καλλιτεχνικές βιτρίνες. Εδώ τα προϊόντα πουλιούνται χύμα, σε μεταλλικά εκθετήρια και κάτω από κρύα βιομηχανικά φώτα. Τους έχει αφαιρεθεί τελείως η μαγεία του μάρκετινγκ και στοιβάζονται σε τεράστιους σωρούς σαν κοινά αντικείμενα.
Συνήθως τα καταστήματα ευκαιριών εγκαθίστανται σε φθηνές περιοχές στην περιφέρεια των πόλεων, το Costco όμως του Κάνσας Σίτι βρίσκεται μέσα στην πόλη, σε μια περιοχή όπου παλαιά υπήρχαν κατοικίες και νυχτερινά κέντρα. Εκεί έβρισκε κάποιος, για παράδειγμα, το Μίλτον'ς, ένα θρυλικό μπαρ, τελευταίο απομεινάρι της τζαζ σκηνής της δεκαετίας του 1930, με τους δικούς του Κάουντ Μπέιζι και Τσάρλι Πάρκερ. Επί πολύν καιρό γαντζωμένο στην άκρη του δρόμου, πρόκληση για το χλιαρό και καθώς πρέπει πνεύμα της εποχής, έπεσε τελικά θύμα της προόδου. Σήμερα τη θέση του έχει πάρει ο χώρος στάθμευσης του Costco...
Thomas Frank
Αμερικανός πολιτικός αναλυτής, ιστορικός και δημοσιογράφος, συνιδρυτής του περιοδικού «The Baffler». Συγγραφέας, μεταξύ πολλών άλλων, του «The People, No. A Brief History of Anti-Populism», εκδ. Metropolitan Books, Νέα Υόρκη, 20201
Επιμέλεια: Θανάσης Κούτσης
MONDE DIPLOMATIQUE 7’
30/11/2020