Μπορούν οι μαζικοί έλεγχοι ολόκληρων περιοχών να σταματήσουν τον κορονοϊό.
Πιο κάτω θα εξετάσουμε τις βασικότερες παραμέτρους του θέματος, καταλήγοντας σε ένα ενδεικτικό σχέδιο δράσης (actionplan), σε περίπτωση που αποφασιστεί η εφαρμογή του και στην Ελλάδα.
Ο ρόλος των ελέγχων στην καταπολέμηση του κορωνοιού
Οι έλεγχοι για την εξακρίβωση των φορέων του ιού είναι ένας από τους 3 πυλώνες για την αντιμετώπιση του ιού, όπως ανέφερε ο Γενικός Διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήδη από τις 16 Μαρτίου με τις τρεις λέξεις «test, trace, isolate» (έλεγχος, ιχνηλάτηση, απομόνωση), τονίζοντας δίνοντας ιδιαίτερα την σημασία των ελέγχων.
Οι μαζικοί έλεγχοι σε σημεία όπου παρατηρείται έξαρση των κρουσμάτων αποτελεί συνήθη πρακτική. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, σε περιπτώσεις αυξημένου αριθμού κρουσμάτων πραγματοποιούνται στοχευμένοι έλεγχοι σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, σε καταυλισμούς ή ακόμη και σε χωριά, ενώ οι προσκλήσεις προς «όλους τους δημότες» μεγαλύτερων περιοχών συνήθως καταλήγουν σε αντιπροσωπευτικό αριθμό ελέγχων (που κι αυτό βεβαίως είναι χρήσιμο). Αντίστοιχα μέτρα λαμβάνονται και από τις άλλες χώρες, ενώ ο συνολικός ή και ημερήσιος αριθμός των ελέγχων θεωρείται σημαντικό κριτήριο των προσπαθειών μιας χώρας. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα, είναι της τάξης των 25.000 ελέγχων την ημέρα, με συνεχώς αυξανόμενη την αναλογία των «γρήγορων τεστ».
Αυτό που εξετάζουμε σήμερα είναι κάτι διαφορετικό, αφού αφορά μεγάλες περιοχές και το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού τους.
Κίνα, η πρώτη εφαρμογή μαζικών ελέγχων σε ολόκληρες περιοχές, για την εκρίζωση του ιού
Η Κίνα είναι η πρώτη χώρα που εφάρμοσε μαζικούς ελέγχους που κάλυπταν πρακτικά όλους τους κατοίκους εκτεταμένων περιοχών:όταν τον περασμένο Μάιο, μετά την επιτυχημένη αντιμετώπιση του ιού, φάνηκαν σημάδια επανεμφάνισής του η Κίνα προχώρησε στον έλεγχο των 11 εκατομμυρίων της περιοχής Wuhan μέσα σε περίπου 10 ημέρες, εντοπίζοντας περίπου 300 ασυμπτωματικούς φορείς. Αυτό έγινε εφικτό με τον τετραπλασιασμό των κέντρων ελέγχου, την κινητοποίηση προσωπικού και από άλλες περιοχές και βέβαια την διαθεσιμότητα των υλικών για τα τεστ.
Την πολιτική αυτή, της μηδενικής ανοχής στην ύπαρξη νέων κρουσμάτων (που εν μέρει οφείλεται και στην εμπειρία της από τον προηγούμενο ιό SARS), η Κίνα συνεχίζει και σήμερα. Ενδεικτικά, τον Οκτώβριο διενεργήθηκαν έλεγχοι σε 9 εκατομμύρια κατοίκους μέσα σε 5 ημέρες στην πόλη Qingdao, λόγω της παρουσίας 12 κρουσμάτων (εκ των οποίων οι μισοί ήταν ασυμπτωματικοί), ενώ στην συνέχεια διενεργήθηκαν έλεγχοι σε 4,7 εκατομμύρια κατοίκους στην περιοχή Xinjiang, με αποτέλεσμα τον εντοπισμό 138 ασυμπτωματικών ασθενών. Τέλος, πριν λίγες ημέρες, η Κίνα αποφάσισε τον έλεγχο των 300.000 κατοίκων της πόλης Manzhouli, κοντά στα σύνορα με την Ρωσία, λόγω της παρουσίας 2 νέων κρουσμάτων.
Το σκεπτικό της χρήσης των μαζικών ελέγχων, για την ταχεία μείωση του αριθμού των κρουσμάτων
Στην Ευρώπη (σε αντίθεση με τις χώρες της Ασίας που κατάφεραν να περιορίσουν ή και να αποφύγουν το δεύτερο κύμα του ιού), στις αρχές του φθινοπώρου η κατάσταση παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση, η οποία μόλις τώρα σε κάποιες περιοχές δείχνει να ανακόπτεται. Η αύξηση αυτή των κρουσμάτων επηρέασε και τους τρεις πυλώνες που προαναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, υπερφορτώνοντας την λειτουργία των μηχανισμών ανιχνευσιμότητας των επαφών των κρουσμάτων. Ενδεικτικά:
Στην Ελλάδα, μέχρι τα τέλη Μαρτίου οι μισοί περίπου φορείς εντοπίζονταν από τον ΕΟΔΥ μέσω ιχνηλάτησης, ενώ σήμερα το αντίστοιχο συνολικό ποσοστό έχει πέσει περίπου στο 25%.
Σε μικρότερες και μεγαλύτερες χώρες, το σύστημα ανίχνευσης των επαφών των εξακριβωμένων κρουσμάτων δεν μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά, λόγω του μεγάλου αριθμού των κλήσεων, ενώ στις ΗΠΑ πριν μερικές ημέρες δόθηκαν οδηγίες επιλογής των περιπτώσεων που, κατά προτεραιότητα, πρέπει να ιχνηλατούνται.
Παράλληλα, οι ασυμπτωματικοί ασθενείς (δηλαδή που δεν παρουσιάζουν συμπτώματα) αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό των συνολικών κρουσμάτων, αν και οι σχετικές εκτιμήσεις διαφέρουν (από ποσοστά 20% ή 40% των συνολικών κρουσμάτων μέχρι ποσοστά πολλαπλάσια των καταγεγραμμένων περιπτώσεων), ενώ ο ρόλος του στην μετάδοση του ιού είναι πλέον επιβεβαιωμένος.
Η ανάπτυξη των χαμηλού κόστους γρήγορων τεστ (“rapid test”, δηλαδή ελέγχων που τα αποτελέσματά τους προκύπτουν μετά από 15-20 λεπτά), με αυξανόμενο βαθμό επιτυχίας (η ευαισθησία για πολλά, είναι πλέον πάνω από 90%), συχνά με απλούστερο τρόπο λήψης βιολογικού υλικού (μόνο με σάλιο) και μικρό ποσοστό ψευδών θετικών απαντήσεων (1-2%), έδωσε μια νέα ώθηση στην δυνατότητα μαζικών ελέγχων. Πρόσφατη Μελέτη αναφέρει ότι οι συχνοί, επαναλαμβανόμενοι έλεγχοι με χαμηλού κόστους «γρήγορα τεστ» φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματικοί στον έλεγχο της εξάπλωσης του ιού από τους αραιούς ελέγχους RT-PCR. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, αυτό οφείλεται στην μεγαλύτερη ταχύτητα εντοπισμού των κρουσμάτων στην κρίσιμη περίοδο της μεγαλύτερης μεταδοτικότητάς τους, ενώ μεγάλο μέρος των περιπτώσεων που «ξεφεύγουν» από τα γρήγορα τεστ έχουν σχετικά μικρότερη συμβολή στην εξάπλωση του ιού, λόγω του χαμηλού ιικού τους φορτίου.
Παρότι τα επιχειρήματα των υποστηρικτών των διαφόρων μορφών τεστ φαίνονται αντικρουόμενα, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνει η διάκριση ανάμεσα στους διαφορετικούς τύπους τεστ:
για την ταυτοποίηση όσο γίνεται περισσότερων κρουσμάτων στον ταχύτερο δυνατό χρόνο, τα επαναλαμβανόμενα rapidtests είναι ενδεχομένως πιο κατάλληλα, ακόμα κι αν δεν εντοπίζεται το σύνολο των κρουσμάτων.
για την επιβεβαίωση, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, του αν κάποιος είναι φορέας του ιού, μέχρι σήμερα τα PCR tests υπερτερούν, ακόμα κι αν μέρος των επιβεβαιωμένων, με την μέθοδο αυτή, θετικών κρουσμάτων έχουν χάσει πλέον την ικανότητα μετάδοσης του ιού.
Σε κάθε περίπτωση, οι αρμόδιοι έχουν τον λόγο.
Ευρώπη, οι μέχρι τώρα εφαρμογές μαζικών ελέγχων σε ολόκληρες περιοχές
4.1 Η περίπτωση που προκάλεσε την μεγαλύτερη δημοσιότητα ήταν η περίπτωση της Σλοβακίας. Μετά από μια πιλοτική εφαρμογή στις 23 Οκτωβρίου (σε δύο περιοχές με τα περισσότερα κρούσματα, όπου 141.000 άτομα υποβλήθηκαν σε τεστ σε διάστημα τριών ημερών), το Σαββατοκύριακο 31 Οκτωβρίου και 1 Νοεμβρίου υποβλήθηκαν σε ελέγχους με «γρήγορα τεστ» συνολικά 3,6 εκατομμύρια κάτοικοι (περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού). Σύμφωνα με τα δημοσιοποιημένα στοιχεία, κινητοποιήθηκαν 40.463 άτομα, μεταξύ των οποίων 14.500 υγειονομικοί και 6.319 στρατιώτες, σε 5.000 σημεία της χώρας. Η συμμετοχή των κατοίκων ήταν εθελοντική, σε όσους όμως δεν υποβλήθηκαν σε τεστ, επιβάλλονταν περιοριστικοί όροι (καραντίνα) επί 14 ημέρες στις μετακινήσεις και την εργασία, καθώς και σημαντικά πρόστιμα στους παραβάτες. Συνολικά βρέθηκαν θετικοί 38.459 κάτοικοι (λίγο πάνω από το 1% όσων υποβλήθηκαν στο τεστ), οι οποίοι απομονώθηκαν στο σπίτι τους ή σε ένα από τα ξενοδοχεία καραντίνας.
Ακολούθησε δεύτερος γύρος, μια εβδομάδα μετά, όπου ελέγχθηκαν 45 από τις 79 συνολικά Περιφέρειες, με περίπου 2 εκατομμύρια κατοίκους, ανευρίσκοντας 13.509 θετικά κρούσματα. Στις περιοχές που ελέγχθηκαν και τις δύο φορές, τα θετικά κρούσματα μειώθηκαν θεαματικά, από 1,47%, σε 0,62%.
Παρότι ορισμένοι αναφέρουν ότι υπήρξε συνωστισμός στα εξεταστικά κέντρα και άλλοι θεωρούν ότι στην μείωση των κρουσμάτων συνέβαλαν και οι περιορισμοί στην κυκλοφορία των πολιτών, γενικά η πρωτοβουλία θεωρήθηκε ως επιτυχημένη, με αποτέλεσμα στην συνέχεια και άλλες χώρες να εξετάσουν την δυνατότητα αντίστοιχων ελέγχων.
Ενδιαφέρον ακόμα παρουσιάζει η είδηση ότι, ενώ στις 24 Νοεμβρίου ο Πρωθυπουργός της Σλοβακίας ανακοίνωσε ότι τα τεστ θα συνεχιστούν και τον Δεκέμβριο (σε τρία συνεχή Σαββατοκύριακα, με στόχο συνολικά 8 εκατομμύρια ελέγχους), τελικά αναβλήθηκε η έναρξή της το πρώτο Σαββατοκύριακο του μήνα, λόγω καθυστέρησης στην παράδοση της πρώτης δόσης της παραγγελίας των συνολικά 16 εκατομμυρίων τεστ.
Αντίστοιχα, η Αυστρία εξήγγειλε επίσης μεγάλης κλίμακας ελέγχους, προκειμένου να επιτευχθεί ευκολότερα η άρση των μέτρων πριν την περίοδο των εορτών. Τα τεστ έχουν ήδη ξεκινήσει από τις 4 Δεκεμβρίου, ενώ η βελτίωση της κατάστασης το τελευταίο διάστημα δεν επηρέασε τον σχεδιασμό. Η οργανωτική πλευρά του εγχειρήματος στην Αυστρία στηρίζεται στην προηγούμενη ηλεκτρονική εγγραφή των εξεταζομένων και στην υποστήριξη κυρίως του στρατού και δευτερευόντως, εκπαιδευμένων εθελοντών, όπως του Ερυθρού Σταυρού και ενδεχομένως φοιτητών της ιατρικής. Συνολικά 10 εκατομμύρια “rapidtest” έχουν παραγγελθεί, για τα συνολικά 8,8 εκατομμύρια του πληθυσμού.
Οι ρυθμοί πάντως είναι χαμηλότεροι από ότι στην Σλοβακία: ενδεικτικά, στην πόλη της Βιέννης, αναμένεται από τις 4 μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου να ελεγχθούν 1,2 εκατομμύρια κάτοικοι (από τα συνολικά 1,9 εκατομμύρια, εξαιρουμένων δηλαδή όσων εντάσσονται σε άλλα προγράμματα και όσων δεν αναμένεται να έχουν κοινωνικές επαφές το επόμενο διάστημα). Οι έλεγχοι θα γίνονται σε 3 μεγάλες εγκαταστάσεις, η κάθε μια από τις οποίες θα διαθέτει 100 «διαδρόμους εξυπηρέτησης». Με πρωτοβουλία της πόλης της Βιέννης, τα καταγραφόμενα ως θετικά κρούσματα από τα “rapidtest” θα επανεξετάζονται με τεστ PCR.
Έχουμε την γνώμη ότι η συγκεκριμένη πρωτοβουλία επίσης θα είναι θετική, παρότι, σε σχέση με την Σλοβακία, υπάρχει χαμηλότερη συνολική συμμετοχή των πολιτών και οι έλεγχοι ολοκληρώνονται σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Στην Γαλλία, μετά από εκκλήσεις ειδικών επιστημόνων στον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Υγείας για την διενέργεια μαζικών ελέγχων, στις αρχές Δεκεμβρίου ανακοινώθηκε η εκτέλεση μαζικών ελέγχων σε τρεις μεγάλες πόλεις, με δημάρχους γνωστές προσωπικότητες από όλο το πολιτικό φάσμα:
στην Χάβρη, Δήμαρχος της οποίας είναι ο πρώην Πρωθυπουργός Edouard Philippe,
στην Λίλλη, με Δήμαρχο το εμβληματικό στέλεχος των σοσιαλιστών Martine Aubry και
στο Σεντ Ετιέν, με Δήμαρχο τον Αντιπρόεδρο της δεξιάς παράταξης LRGaël Perdriau.
Πρόσφατα, ο πρώην Πρόεδρος της δεξιάς παράταξης (LR) Laurent Wauquiez (νυν περιφερειάρχης στην δεύτερη μεγαλύτερη και ιδιαίτερα πληττόμενη από τον ιό Περιφέρεια της Γαλλίας), εξήγγειλε μαζικούς ελέγχους στην συγκεκριμένη Περιφέρεια στις 16 και 23 Δεκεμβρίου, γεγονός που προκάλεσε έκπληξη και ερωτηματικά, αφού δεν προηγήθηκε συνεννόηση με την κεντρική εξουσία ή τους τοπικούς άρχοντες για την καλύτερη επιτυχία του εγχειρήματος.
Η περίπτωση της πόλης του Λίβερπουλ στην Αγγλία αποτελεί επίσης ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: όντας μια από τις πιο πληττόμενες περιοχές, με 700 περίπου κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους στις 8 Οκτωβρίου, αποφασίστηκε η διενέργεια ελέγχων σε μεγάλη κλίμακα. Τα τεστ ξεκίνησαν στις 6 Νοεμβρίου και τις πρώτες δύο εβδομάδες 153.000 έλεγχοι, κυρίως με «γρήγορα τεστ» που δεν απαιτούν εργαστηριακή υποδομή, είχαν διενεργηθεί. Θεωρείται ότι έπαιξαν κι αυτά ρόλο στο ότι μέχρι τις 15 Νοεμβρίου ο αριθμός των κρουσμάτων έπεσε στα 260 ανά 100.000 κατοίκους, αφού ανακαλύφθηκαν πολλές εκατοντάδες ασυμπτωματικών κρουσμάτων. Οι έλεγχοι διενεργούνταν σε 37 σημεία (εκκλησίες, ξενοδοχεία, γυμναστήρια μέχρι και το γήπεδο ποδοσφαίρου της γνωστής ομώνυμης ομάδας), με την υποστήριξη περίπου 2.000 ατόμων στρατιωτικού προσωπικού. Τα καταγραφόμενα ως θετικά κρούσματα επανελέγχονταν με τεστ PCR.
Η απόδοση των γρήγορων τεστ που εφαρμόστηκαν στην συγκεκριμένη πόλη, καθώς και στους επισκέπτες γηροκομείων και στους φοιτητές των Αγγλικών πανεπιστημίων ενόψει των εορτών δέχθηκε κριτική, διότι εκτιμήθηκε ότι τα μισά περίπου κρούσματα (και το 30% των κρουσμάτων με υψηλό ιικό φορτίο) δεν ανευρέθηκαν: η κρίσιμη διαφορά (εκτός, πιθανόν, από την επιλογή των πλέον αξιόπιστων τύπων τεστ) ενδεχομένως είναι να κατανοηθεί ότι ένα μη θετικό αποτέλεσμα «γρήγορου τεστ» δεν αποτελεί λόγο επανάπαυσης και μη τήρησης των λοιπών κανόνων πρόληψης και ασφαλείας.
Μετά την πόλη του Λίβερπουλ, όπως έχει ανακοινωθεί, θα ακολουθήσουν έλεγχοι σε άλλες 67 πόλεις της Μεγάλης Βρετανίας. Τέλος, ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας, ανακοινώνοντας στις 23 Νοεμβρίου το χειμερινό πρόγραμμα κατά του ιού, περιέλαβε στα προγραμματιζόμενα μέτρα τους μαζικούς ελέγχους στις περισσότερο πληττόμενες περιοχές.
Στις ΗΠΑ, που οι δύσκολες στιγμές δεν έχουν περάσει, όαση στο τοπίο αποτέλεσαν οι οργανωμένοι χώροι διαμονής και διδασκαλίας (campus) των φοιτητών, σε πολλά Πανεπιστήμια. Τους ελέγχους σε περίπου 100 περίπου από αυτά, στις Βορειοανατολικές ΗΠΑ, έχει αναλάβει το Broad Institute, ένα βιοιατρικό εργαστήριο του Harvard και του ΜΙΤ, με συνολικά 2,1 εκατομμύρια ελέγχους από τον Μάρτιο μέχρι σήμερα.
Παρότι η εικόνα του κάθε Πανεπιστημίου είναι διαφορετική και σε αρκετά υπάρχουν σοβαρά προβλήματα και η διδασκαλία γίνεται εξ αποστάσεως, «η βιομηχανία της ανώτατης εκπαίδευσης» φαίνεται ότι πρόλαβε τα χειρότερα, μεταξύ άλλων, και με το μέτρο των μαζικών ελέγχων.
Τέλος, η περίπτωση του Λουξεμβούργου είναι αρκετά διδακτική. Από τον Ιούνιο μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου περίπου οι μισοί κάτοικοι και ξένοι εργαζόμενοι που περνούν καθημερινά τα σύνορα του Δουκάτου ελέγχθηκαν για παρουσία ιού. Στην συνέχεια, και μέχρι τον προσεχή Μάρτιο η προσπάθεια συνεχίζεται με στοχευμένες ομάδες εργαζομένων. Το αποτέλεσμα μέχρι τώρα δεν είναι ικανοποιητικό, αφού, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το Λουξεμβούργο είναι αναλογικά η πιο πληττόμενη χώρα της Ε.Ε.. Πιθανολογούμε ότι σε αυτό το αποτέλεσμα συνέβαλε και η μεγάλη χρονική διάρκεια για την διενέργεια των τεστ, σε συνδυασμό με τις πυκνές μετακινήσεις εργαζομένων.
Περιορισμοί και προϋποθέσεις στην δυνατότητα εφαρμογής μαζικών εμβολιασμών
Ο πρώτος όρος αφορά την διαθεσιμότητα των αναγκαίων και κατάλληλων σετ για τα τεστ. Σημειώνουμε ότι η παραγωγή των γρήγορων τεστ δεν καλύπτει πλήρως την αυξανόμενη ζήτησή τους. Ενδεικτικά, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε την δωρεά 120 εκατομμυρίων γρήγορων τεστ (εκτιμώμενης αξίας περίπου 600 εκατομμυρίων δολαρίων) σε χώρες που δεν διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους για την αγορά τους.
Ο δεύτερος όρος είναι η διαθεσιμότητα του αναγκαίου προσωπικού και χώρων για την λήψη του βιολογικού υλικού και γενικότερα η οργάνωση για την εκτέλεση των τεστ.
Σε ότι αφορά το αναγκαίο προσωπικό, σημειώνεται ότι, εκτός των κλιμακίων του ΕΟΔΥ, θα μπορούσαν να συμμετέχουν καταρτισμένοι εθελοντές (πχ φοιτητές ιατρικής ή ιδιώτες γιατροί), στρατιωτικό ιατρικό προσωπικό, Πανεπιστημιακά εργαστήρια, ή και ιδιωτικά εξεταστικά κέντρα, όλα υπό τον έλεγχο του ΕΟΔΥ, γεγονός που, πέραν της πρακτικής του πλευράς, αξιοποιεί και προβάλλει την κινητοποίηση ολόκληρης της κοινωνίας. Προφανώς, σε όλες τις περιπτώσεις, η διαχείριση των δεδομένων θα γίνεται κεντρικά, από δημόσια αρχή.
Σε ότι αφορά τους χώρους, θα πρέπει να υπάρχουν επαρκείς χώροι (για ευκολότερη εξυπηρέτηση και αποφυγή συνωστισμού), ενώ καλό είναι να προβλεφθεί
η εξυπηρέτηση όσων παρουσιάζουν συμπτώματα, μέσα από τα αυτοκίνητά τους (drivein), όπως εφαρμόζεται συχνά στο εξωτερικό αλλά και στην Ελλάδα (σε ιδιωτικά εξεταστικά κέντρα, αλλά και σε τεστ που οργανώνουν ορισμένοι Δήμοι, υπό την εποπτεία του ΕΟΔΥ).
Η γνώμη μας είναι ότι, για την αποφυγή συνωστισμού, θα μπορούσε να υλοποιηθεί ένα μικτό σύστημα, που θα συνδυάζει ένα σύστημα ηλεκτρονικών εγγραφών και τηλεφωνικής επικοινωνίας. Για την καλύτερη οργανωτική επιτυχία, θεωρούμε αναγκαία την συνεργασία και υποστήριξη των δημοτικών αρχών, των τοπικών ΜΜΕ και γενικότερα των τοπικών κοινωνιών.
Ο τρίτος όρος είναι ο εθελοντικός χαρακτήρας των ελέγχων, παράλληλα με την θέσπιση αντικινήτρων για όσους δεν συμμετάσχουν. Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα και για όσους ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού (κατάκοιτοι, ηλικιωμένοι, κλπ), με μετάβαση ειδικών κλιμακίων στους χώρους διαμονής τους.
Το κόστος δεν θεωρούμε ότι αποτελεί κρίσιμο παράγοντα, αφού το κοινωνικό και οικονομικό κόστος από την παράταση των μέτρων αποκλεισμού αλλά και για την περίθαλψη των ασθενών είναι σημαντικά μεγαλύτερο. Ενδεικτικά, ανακοινώθηκε η πρόθεση της Κυβέρνησης να τεθεί, για τα ιδιωτικά εργαστήρια, όριο κόστους 10 Ευρώ για τα γρήγορα τεστ και 40 Ευρώ για τα τεστ PCR, οπότε, ακόμα κι αν ιδιωτικοί κυρίως φορείς εκτελέσουν τον έλεγχο του συνόλου του πληθυσμού (κάτι που ενδεχομένως δεν είναι αναγκαίο) από δύο φορές, το συνολικό κόστος δεν θα ξεπεράσει τα 220 εκατομμύρια Ευρώ.
Τέλος, θα πρέπει να καθοριστούν οι προτεραιότητες των περιοχών, ξεκινώντας από τις περισσότερο πληγείσες, προχωρώντας σύντομα και στις υπόλοιπες. Γενικότερα, οι λεπτομέρειες του τρόπου εφαρμογής, (κάποιες ενδεικτικά αναφέρθηκαν πιο πάνω) αναμένεται να κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία του εγχειρήματος.
Συμπέρασμα
Ανατρέχοντας στα δημοσιεύματα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν «μαγικές συνταγές» για την εξαφάνιση της πανδημίας, ενώ μια τέτοια αντίληψη λειτουργεί αρνητικά στην αντιμετώπισή της. Υπάρχουν όμως μέτρα που μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στον περιορισμό της και η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι μαζικοί επαναλαμβανόμενοι έλεγχοι στο σύνολο των κατοίκων συγκεκριμένων πληττόμενων περιοχών είναι ένα από τα χρήσιμα αυτά μέτρα.
Πολιτικός Μηχανικός
Ισχυρισμός:
Τα νέα mRNA εμβόλια στην πραγματικότητα αποτελούν γονιδιακή θεραπεία.
Συμπέρασμα:
Η γονιδιακή θεραπεία προϋποθέτει την αλλαγή του γενετικού υλικού. Το mRNA εμβόλιο δεν θα αλλοιώσει ούτε θα αλλάξει το γενετικό υλικό του οργανισμού που εμβολιάζεται.
ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ
Σε πολλά δημοσιεύματα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα σε ελληνικές ιστοσελίδες και τα οποία μεταφέρουν τα λεγόμενα της γενετίστριας Alexandra Henrion-Caude, εντοπίζουμε ανακριβείς ισχυρισμούς σχετικά με τη λειτουργία των mRNA εμβολίων.
Πιο συγκεκριμένα στα υπό εξέταση δημοσιεύματα διαβάζουμε τα εξής:
ΤΙ ΙΣΧΥΕΙ
Όπως αναφέρεται και στα υπό εξέταση δημοσιεύματα, οι δηλώσεις της Alexandra Henrion-Caude προέρχονται από συνέντευξη που έδωσε στο κανάλι CNEWS στις 30 Νοεμβρίου.
Ο βασικός ισχυρισμός ότι “λέμε εμβόλιο, δεν είναι εμβόλιο, ένας τρόπος να το πούμε, θα ήταν ότι είναι γενετική μηχανική, είναι προφυλακτική γονιδιακή θεραπεία” αποτελεί διαστρέβλωση του τρόπου λειτουργίας των mRNA εμβολίων στον ανθρώπινο οργανισμό.
Καταρχάς, ο όρος γενετική μηχανική σχετίζεται με την άμεση χειραγώγηση του γονιδιώματος ενός οργανισμού. Πρόκειται δηλαδή για τεχνική η οποία, χρησιμοποιώντας διάφορες μεθόδους, καθιστά εφικτή την τροποποίηση κάποιας γενετικής πληροφορίας προς επίτευξη ποικίλων στόχων. [πηγή 1] [πηγή 2]
Κατ’ επέκταση, τεχνικά μιλώντας, οι γονιδιακές θεραπείες είναι μια μορφή γενετικής μηχανικής, καθώς εξ ορισμού προϋποθέτουν την τροποποίηση ή αντικατάσταση τμημάτων του γενετικού υλικού στα κύτταρα ενός ιστού ή οργάνου όπου εντοπίζεται κάποιο ελαττωματικό γονίδιο. [πηγή]
Ωστόσο, τα mRNA εμβόλια δεν αποτελούν γονιδιακή θεραπεία ούτε εμπίπτουν στην κατηγορία της γενετικής μηχανικής για τον ανθρώπινο οργανισμό, καθώς δεν τροποποιούν με κανένα τρόπο το γενετικό υλικό (DNA) του ανθρώπινου κυττάρου.
Συνοπτικά, προκειμένου ο οργανισμός μας να παράγει τις κατάλληλες άμυνες για να αντιμετωπίσει έναν παθογόνο παράγοντα, όπως έναν ιό, πρέπει πρώτα να μάθει πώς να τον αναγνωρίζει. Μέχρι στιγμής αυτό γινόταν βάζοντας ένα αποδυναμωμένο κομμάτι του ιού ή χημικές ενώσεις από το περίβλημα τους (πρωτεΐνες) στον οργανισμό, ώστε το ανοσοποιητικό μας σύστημα να μάθει πως να τον αντιμετωπίζει χωρίς να κινδυνέψει ιδιαίτερα από τις επιπτώσεις της ασθένειας. [πηγή]
Στην περίπτωση του ιού SARS-CoV-2, ως αντιγόνο, αναγνωρίζεται από τον οργανισμό μας η πρωτεΐνη-ακίδα που βρίσκεται στην επιφάνειά του και είναι χαρακτηριστική του συγκεκριμένου ιού.
Κατά συνέπεια, παρακάμπτοντας τη διαδικασία εισαγωγής της συγκεκριμένης πρωτεΐνης αυτούσιας στον οργανισμό μας, το mRNA (αγγελιοφόρο RNA) των εμβολίων θα μεταφέρει στις “μηχανές παραγωγής πρωτεϊνών” του κυττάρου (ριβοσώματα) την οδηγία για το πώς να συνθέσουν αυτή τη συγκεκριμένη πρωτεΐνη-ακίδα του ιού. Μόλις το mRNA επιτελέσει τη λειτουργία του, το μόριο αυτό αποδομείται από άλλους κυτταρικούς μηχανισμούς. [πηγή 1] [πηγή 2] [πηγή 3]
Στη συνέχεια το κύτταρο εκθέτει αυτή τη πρωτεΐνη στο περίβλημα του ενημερώνοντας κατ’ ουσίαν το ανοσοποιητικό σύστημα ότι αν αυτή η πρωτεΐνη εμφανιστεί στον οργανισμό πρέπει να κινητοποιήσει τις άμυνες του προκειμένου να εξουδετερώσει το φορέα, δηλαδή τον ιό.
Συνοψίζοντας, η διαδικασία σύνθεσης της πρωτεϊνης-ακίδας του ιού σύμφωνα με τη γενετική οδηγία την οποία μεταφέρει το mRNA, πραγματοποιείται στο χώρο του κυτταροπλάσματος, μακριά από τον κυτταρικό πυρήνα όπου βρίσκεται το ανθρώπινο DNA. Έτσι, το mRNA των εμβολίων δεν έρχεται σε καμία περίπτωση σε επαφή με το γενετικό μας υλικό και δεν του προκαλεί καμία τροποποίηση. Συνεπώς, τα εμβόλια mRNA εξ ορισμού δεν αποτελούν γονιδιακή θεραπεία.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ τα mRNA εμβόλια δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ποτέ ξανά ως τεχνολογία, δεν ξεκίνησαν να αναπτύσσονται φέτος. Πρόκειται για τεχνολογία η οποία αναπτύσσεται εδώ και πάρα πολλά χρόνια γεγονός που επέτρεψε την ιδιαίτερα γρήγορη προσαρμογή της για τη περίπτωση του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2. [πηγή 1] [πηγή 2][πηγή 3]
Συμπέρασμα
Εν κατακλείδι, σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα, τα νέα mRNA εμβόλια δεν αποτελούν γονιδιακή θεραπεία για τον οργανισμό μας, καθώς δεν αλληλεπιδρούν με το ανθρώπινο γενετικό υλικό, ούτε το τροποποιούν με κάποιο τρόπο.