Social Media: Αναζητώντας ηθική σε μια ψηφιακή δυστοπία.



  Social Media: Αναζητώντας ηθική σε μια ψηφιακή δυστοπία.

Ο τρόπος με βάση τον οποίο, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης «εθίζουν» τους χρήστες τους και επιζητούν συνεχώς την προσοχή τους, δημιουργεί ερωτήματα για το κατά πόσο ο δυτικός κόσμος πλησιάζει (ή βρίσκεται ήδη) σε μια «ψηφιακή δυστοπία», με τους όρους να καθορίζονται από τις μεγάλες εταιρείες της Silicon Valley, όπως η Facebook και η Google.

Τέτοιου είδους ερωτήματα και ανησυχίες, απασχολούσαν τον Tristan Harris, πρώην Design Ethicist της Google και πρόεδρο του Center for Humane Technology, που, μιλώντας στο δημοφιλές ντοκιμαντέρ του Netflix, «Social Dilemma», αναφέρθηκε στα «εργαλεία» που χρησιμοποιούν οι ψηφιακοί κολοσσοί, με στόχο να κρατούν τους χρήστες τους συνδεδεμένους όσο το δυνατόν περισσότερο. Εργαλεία, που βασίζονται στην εκπλήρωση βασικών ψυχολογικών αναγκών των ανθρώπων και βελτιώνονται-ισχυροποιούνται συνεχώς.

Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Harris, απόφοιτος του Stanford με ειδίκευση στις «Τεχνικές Πειθούς και Επιρροής», αφού αναρωτήθηκε «πως είναι δυνατόν να κατευθύνεις τις σκέψεις και τις συμπεριφορές 3 εκατομμυρίων ανθρώπων κάθε μέρα, με ηθικό τρόπο;», ξεκίνησε τη δική του προσπάθεια να συνδέσει έννοιες όπως η «ηθική» και ο «σεβασμός στους χρήστες» με τις ανήθικες και καπιταλιστικές πρακτικές των αμερικανικών ψηφιακών κολοσσών, που αποζητούσαν την ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση και προσκόλληση των χρηστών στα Social Media.  

Αρχικά, ο Harris, το 2013 όταν δούλευε ακόμη στην Google, δημιούργησε μια παρουσίαση, η οποία αφορούσε το πως οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, κάνουν ό,τι μπορούν με στόχο να «αιχμαλωτίσουν» τους χρήστες και την προσοχή τους, με διάφορες ψυχολογικές μεθόδους. Παρά το γεγονός πως η παρουσίαση έφτασε σε χιλιάδες εργαζόμενους της εταιρείας και ο Harris συζήτησε για το συγκεκριμένο ζήτημα με τον τότε διευθυντή της Google, δεν υπήρξε καμία ουσιαστική αλλαγή στις μεθόδους της εταιρείας. 

Τρία χρόνια μετά, ο Harris, αποχώρησε από την Google, για να ξεκινήσει μια καινούρια πρωτοβουλία, το «Time Well Spent» αλλά και φυσικά να ιδρύσει το «Center for Humane Technology», πρωταρχικός στόχος του οποίου ήταν να φέρει πιο κοντά τη σημερινή τεχνολογία με την έννοια της «ανθρωπιάς», δηλαδή, να βρει τρόπους, οι οποίοι θα μπορούσαν να συνδυάσουν τα σημερινά τεχνολογικά επιτεύγματα, στον χώρο των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, με τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων που τα χρησιμοποιούν.

Η οικονομία της προσοχής

Με άλλα λόγια, όπως υποστήριζε ο Harris στο Associated Press, πρέπει οι ψηφιακοί κολοσσοί, να σταματήσουν τον «αγώνα για το ποιος θα καταφέρει να κερδίσει περισσότερο την προσοχή των ανθρώπων» και να «αντιληφθούν τον αντίκτυπο που έχουν οι μεθόδοι τους, στον τρόπο με τον οποίο, δισεκατομμύρια άνθρωποι στον Κόσμο ξοδεύουν την προσοχή τους μέσα στις εφαρμογές τους».

Άλλωστε, ο πρώην Design Ethicist της Google, σχεδόν σε κάθε δήλωση του, αναφέρεται στην έννοια της «προσοχής» που επιζητούν τα Social Media από τους χρήστες τους.

Οι δηλώσεις του Harris ασφαλώς δεν είναι τυχαίες, αλλά, αντιθέτως, ταυτίζονται με ολόκληρη τη νοοτροπία που ακολουθούν εταιρείες όπως η Facebook και η Google.

Όπως αναφέρει το Atlantic: «Ο Harris, έμαθε στο πανεπιστήμιο πως οι πιο επιτυχημένες εφαρμογές και τα πιο επιτυχημένα site, μας ελέγχουν, εκμεταλλευόμενα τις πιο βασικές ανθρώπινες ανάγκες».

Τέτοιες, είναι οι ανάγκες για κοινωνική αποδοχή και κοινωνική αλληλεπίδραση, οι οποίες βασίζονται στην έννοια της ψυχολογικής ανταμοιβής/ικανοποίησης.

Σύμφωνα με έρευνα του Harvard μάλιστα, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης επιδρούν στο ίδιο κομμάτι του ανθρώπινου εκεφάλου με τις ναρκωτικές ουσίες, παρέχοντας τους ψυχολογική ικανοποίηση και συναισθήματα χαράς.

Πιο συγκεκριμένα λοιπόν, όταν ένα άτομο βλέπει πως έχει είδοποίηση στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ή ειδοποιείται πως κάποιος του έκανε like ή του έστειλε μήνυμα/mail, εκκρίνεται ντοπαμίνη, η οποία ανταμοίβει το άτομο για την πράξη που έκανε και τον κάνει να νιώθει ωραία.

Πέρα όμως από την βραχυπρόθεσμη επίδραση ενός like, ο τρόπος με τον οποίο είναι διαμορφωμένος ο ανθρώπινος εγκέφαλος, επιζητώντας βολικές και γνώριμες λύσεις, ωθεί το άτομο να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να εκκριθεί ντοπαμίνη ξανά, με τον ίδιο τρόπο. Κάτι τέτοιο σημαίνει, πως, ο χρήστης, επιθυμεί να συνδεθεί ξανά και ξανά, έτσι ώστε να ξανανιώσει την ίδια αίσθηση και να ανταμοιφθεί. 

Οι προγραμματιστές λοιπόν, που εργάζονται για τις μεγάλες εταιρείες, κάνουν ό,τι μπορούν, χρησιμοποιώντας «τον πιο ελκυστικό σχεδιασμό, ώστε να εκμεταλλευτούν τις ίδιες ψυχολογικές αδυναμίες που κάνουν τον τζόγο να είναι εθιστικός, δηλαδή, τις αισθήσεις της ανταμοιβής», δηλώνει ο Harris, ο οποίος, πέρα από τα likes και τις ειδοποιήσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως, αναφέρεται σε πολύ πιο «αθώες» τεχνικές λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα τα tags, ή η ένδειξη πως ένας διαδικτυακός φίλος/φίλη, πληκτρολογεί ένα μήνυμα.

Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, δημιουργείται μια αίσθηση «κοινωνικής υποχρέωσης προς τον χρήστη, καθότι είναι αγένεια να μην απαντήσει ή να μην αντιδράσει, επομένως παραμένει συνδεδεμένος», όπως δηλώνει ο Harris, κάνοντας επίσης λόγο για την «τεράστια ευκολία, με βάση την οποία γίνονται οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις στα Social Media».

«Όλοι μας είμαστε αιχμάλωτοι μέσα σε αυτό το σύστημα, ακόμα και όταν κάνουμε scroll-down , προσπερνώντας αναρίθμητες δημοσιεύσεις, λειτουργώντας σαν υπνωτισμένοι» υποστηρίζει μάλιστα στον Guardian, ο Harris.

Όπως γίνεται κατανοητό λοιπόν, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, εξαιτίας της συνεχούς τους επιθυμίας για κέρδος, αναλύουν και εκμεταλλεύονται διάφορα ευρήματα της νευροεπιστήμης για τον τρόπο λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου, δημιουργώντας την εντύπωση πως τα smartphones και τα Social Media, είναι «άκρως απαραίτητα», σε βαθμό που λειτουργούν ως «εμφύτευμα», όπως αναφέρει ο Harris.

Οι τακτικές τους αυτές όμως, έχουν συνέπειες ως προς τον τρόπο σκέψης των χρηστών των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, ακόμα και όταν βρίσκονται offline.

«Ακόμα και όταν θέλουμε να συγκεντρωθούμε ή να χαζέψουμε κάτι ενώ είμαστε offline, οι αντιπερισπασμοί είναι ένα κλικ μακριά», έγραφε το Harvard Business Review το 2015.

Βέβαια, όπως υποστήριζε ο καθηγητής κοινωνιολογίας στο Whitman College, William Bogard, «Η διάσπαση προσοχής από κάτι, είναι μια στρατηγική από το άτομο που εντοπίζεται τους τελευταίους αιώνες».

Παρ’ όλα αυτά όμως, οι εντατικότατες προσπάθειες των Social Media ώστε να κερδίσουν την προσοχή του χρήστη και να του προσφέρουν την «ανταμοιβή» καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας, με όλους τους τρόπους που ανέφερε ο Harris προηγουμένως,αποτελούν κάτι πρωτόγνορο, υπό την έννοια πως έχουν συμβάλλει στη δημιουργία ψυχολογικών συνδρόμων όπως το FOBO (Φόβος του να είσαι offline), FOMO (φόβος για να μη «χάσεις» τίποτα από όσα γίνονται στα Social Media και το nomo-phobia (ο φόβος του να χάσεις την επικοινωνία που προσφέρει το κινητό τηλέφωνο).

Προσοχή και (στα)… προσωπικά δεδομένα

Οι προαναφερθείσες συνέπειες των μεθόδων που ακολουθούν τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, εάν μάλιστα συνδυαστούν με τη συνεχή παρακολούθηση και τη συλλογή προσωπικών δεδομένων από τους κολοσσούς Silicon Valley, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ένα δυσοίωνο μέλλον που θα θυμίζει στοιχεία των ταινιών «Truman Show» και το «2001: A Space Odyssey», ένα καθεστώς συνεχούς παρακολούθησης δηλαδή, κατά το οποίο οι εταιρείες, θα παρατηρούν τους χρήστες με στόχο να βρουν τα στοιχεία με βάση τα οποία θα τους «εθίσουν» ακόμα περισσότερο, έχοντας ασφαλώς στην κατοχή τους όσα περισσότερα προσωπικά δεδομένα μπορούν.

«Από μια φιλοσοφική σκοπιά, ο άνθρωπος παράγει δεδομένα και πληροφορίες εδώ και χιλιετίες. Αυτό που έχει αλλάξει την τελευταία εικοσαετία, περίπου, με την ψηφιοποίηση των περιεχομένων και το Web 2.0 (το διαδραστικό Διακίκτυο) είναι το μέγεθος της παραγωγής αλλά και η δυνατότητα αποθήκευσης, επεξεργασίας και κοινής χρήσης των δεδομένων. Τα μεγέθη και οι ρυθμοί ανάπτυξής τους είναι ασύλληπτα. Νομίζω μάλιστα πως είναι κυρίως η καπιταλιστική λογική στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης που καθορίζει τις πολιτικές σε αυτό το επίπεδο. Οι εταιρείες για τις οποίες μιλάμε επιζητούν τη μεγιστοποίηση του παρεχόμενου περιεχομένου αλλά και της διανομής σε παγκόσμια κλίμακα με όσο γίνεται πιο μικρό κόστος για αυτές», δήλωνε επί αυτού στο tvxs.gr ο Παναγιώτης Πασχαλίδης, διδάσκων του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και ερευνητής στο πρόγραμμα Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Οι δηλώσεις του, έαν συνδυαστούν με το γεγονός πως το 99% των εσόδων του Facebook προέρχονται από τη διαφήμιση, αλλά και με τα όσα δήλωνε ο Harris σχετικά με την τεράστια «επιχείρηση παρακολούθησης» των ανθρώπων, ώστε να καταστεί το περιεχόμενο των Social Media όσο πιο ελκυστικό γίνεται προς τους χρήστες του, φαίνεται να ταιριάζουν ακριβώς με τα όσα δήλωνε ο Jake Tapper, δημοσιογράφος του CNN: «Είμαστε το προϊόν, και όχι οι καταναλωτές-πελάτες των Social Media».

Το μόνο που μένει να φανεί επομένως, είναι κατά πόσο η ηθική, για την οποία κάνει λόγο ο Harris, θα επικρατήσει της «ηθικής του κέρδους». Ή με άλλα λόγια, κατά πόσο «θα συνεχίσουμε να χειραγωγούμαστε, με το να κλικάρουμε, να κοινοποιούμε και να σκρολάρουμε, με τις εταιρείες να κερδίζουν χρήματα από την κατάθλιψη, την οργή και τους εθισμούς μας», όπως αναφέρει το Center for Humane Technology. 

Ευάγγελος Θεοδώρου


12/12/2020