Οι πρώτες 100 ημέρες της εξωτερικής πολιτικής του Τζο Μπάιντεν.


 
Οι πρώτες 100 ημέρες της εξωτερικής πολιτικής του Τζο Μπάιντεν.

Η εξάλειψη της πανδημίας και των τεράστιων οικονομικο-κοινωνικών συνεπειών της μπορεί να είναι αναμφίβολα η πρώτη προτεραιότητα του επισήμως από χθες νέου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζο Μπάιντεν ,αλλά η ανθρωπότητα περιμένει και τα πρώτα δείγματα γραφής στην εξωτερική του πολιτική. Και κυρίως να αντιστρέψει την …στροφή από την πολιτική του προκατόχου του, Ντόναλντ Τραμπ.

Όπως γράφει χαρακτηριστικά το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy «o Τραμπ ,τις πρώτες 100 ημέρες στο αξίωμά του ,είχε δώσει εκτεταμένες εντολές για την αναστροφή και αποσυναρμολόγηση των βασικών στοιχείων της εξωτερικής πολιτικής Ομπάμα και την προώθηση της πλατφόρμας «America First»(Πρώτα η Αμερική) ,που υπονόμευσε δεκαετίες προσπαθειών για Δυτική συναίνεση στην εξωτερική πολιτική».

Τώρα ο Μπάιντεν και κυρίως η ομάδα που έχει επιλέξει να κατευθύνει την εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης ,έχουν αναλάβει τη δέσμευση να αντικαταστήσουν το «America First» με το «America’s back»(Η Αμερική επιστρέφει). Σύμφωνα με τον Μέλ Γκούρτοφ, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο δημόσιο Πανεπιστήμιο του Πόρτλαντ , η δέσμευση του Μπάιντεν είναι να «επιστρέψει η Αμερική στην πολυμερή διπλωματία και στους διεθνείς οργανισμούς, όπως η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και τα Ηνωμένα Έθνη . Επιστρέφει στις σχέσεις συμμαχίας με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, στο να δίνει σημασία στα ανθρώπινα δικαιώματα όταν καθορίζει την εξωτερική της πολιτική».

Τα πρώτα δείγματα γραφής του νέου Προέδρου θα φανούν φυσικά στη
Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ ,  στις 17 Φεβρουαρίου στις Βρυξελλες. Ο Μπάιντεν αναμένεται να καταστήσει σαφές οτι στόχος του ειναι η ενίσχυση της Συμμαχίας ,αλλά και των σχέσεων Ηνωμένων Πολιτειών – Ευρώπης ,που είχαν διαρραγεί από τον προκάτοχό του. Οπως λέει πάντως Ο Τσακ Χάγκελ, υπουργός Αμυνας του Ομπάμα και συνάδελφος του Μπάιντεν στη Γερουσία για 12 χρόνια, «αυτό που πρέπει να κάνει ο Μπάιντεν ξεπερνά τις πρώτες 100 ημέρες. Θα πρέπει να κινηθεί αμέσως για να ξαναχτίσει, να αποκαταστήσει τις συμμαχίες μας, να τους διαβεβαιώσει ότι η Αμερική επέστρεψε στο παιχνίδι για να ηγηθεί».
Όλα αυτά ακούγονται βέβαια πολύ ρόδινα και ευχάριστα στα αυτιά μας και μένει να αποδειχτούν καθώς- όπως λέει ο σοφός λαός «ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις». Μακριά από εμάς βέβαια η δίκη προθέσεων.
Οι γνωρίζοντες επιμένουν πάντως ότι ο Τζο Μπάιντεν θα είναι «εσωτερικός» Πρόεδρος. Η ημερήσια εγχώρια ατζέντα είναι τόσο μεγάλη και πολιτικά φορτισμένη – μετανάστευση, υγειονομική κρίση, οικονομία, φυλετική δικαιοσύνη, ενίσχυση της συνεργασίας με τους παραδοσιακούς Ρεπουμπλικάνους-που δύσκολα θα επιτρέψει στον νέο Πρόδρι να ασχοληθεί τις πρώτες 100 ημέρες τουλάχιστον,με τα σοβαρά θέματα της εξωτερικής πολιτικής.

Η ομάδα της εξωτερικής πολιτικής 

Ο Μπάιντεν έχει συγκροτήσει άλλωστε μια σοβαρή και οργανωμένη ομάδα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής υπό τον νέο επικεφαλής του Στέητ Ντηπάρτμεντ , Αντονι Μπλίνκεν.
Όπως γράφει το Newsweek «ο Μπάιντεν επέλεξε άτομα που ξέρει καλά και είναι γνωστά στο εξωτερικό, που είναι ανεξάρτητοι στοχαστές και όχι πιστοί οπαδοί του, και που εκτιμούν την ομαδική εργασία. Ολοι είναι στελέχη που υπηρέτησαν τα χρόνια της διοίκησης Ομπάμα-Μπάιντεν. Επομένως, η μαθησιακή τους περίοδος θα πρέπει να είναι σύντομη και η εμπιστοσύνη του προέδρου σε αυτά τα στελέχη είναι υψηλή» τονίζει το αμερικανικό περιοδικό.
Η ομάδα αυτή σίγουρα απέχει πολύ από την τυχαία οργανωμένη «μάζωξη» φίλων του,που είχε ο Ντόναλντ Τραμπ στην εξωτερικη πολιτική. Το ερώτημα βέβαια είναι -όπως λέει ο καθηγητής Γκούρτοφ- «αν η ομάδα αυτή των σοβαρών επαγγελματιών θα θελήσουν να επιστρέψει απλώς η Αμερική στα παραδοσιακά της συμφέροντα και στόχους ή αν θα επαναπροσδιορίσει τη θέση της χώρας στον κόσμο;»
Ο νέος υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν ,μιλώντας στην αρμόδια Επιτροπή της Γερουσίας που αξιολόγησε τον διορισμό του, διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα αντιμετωπίσει το Κογκρέσο ως έναν πλήρη εταίρο στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. «Τα τελευταία χρόνια, σε όλες τις διοικήσεις ,η φωνή του Κογκρέσου στην εξωτερική πολιτική είχε μειωθεί» τόνισε ο Μπλίνκεν και πρόσθεσε: « Ο Πρόεδρος Μπάιντεν πιστεύει – και συμμερίζομαι την πεποίθησή του – ότι καμία εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να επιτύχει χωρίς τη συναίνεση του αμερικανικού λαού». Μια δέσμευση πολύ σοβαρή αν αναλογιστεί κανείς ότι από την εποχή του προέδρου Ρέιγκαν ,ουδέποτε συζήτησε ή ψήφισε για μια σειρά εξωτερικών παρεμβάσεων της υπερδύναμης . «Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά για να απαριθμηθούν» γράφει το Foreign Policy ,αλλά υπενθυμίζει μια σειρά επεμβάσεων εν αγνοία του Κογκρέσου: στη Γρενάδα το 1983, στον Παναμά 1989, στο Ιράκ το 1993, 1996 και 1998 ,στη Βοσνία το 1995,στο Κόσοβο το 1999, στη Λιβύη το 2011, στην Υεμένη το 2015 και τη Συρία το 2017 και το 2018. «Σε καθεμία από αυτές τις περιπτώσεις, ο εκάστοτε Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ελάμβανε μονομερώς την απόφαση για χρήση αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ χωρίς να πάρει έγκριση από το Κογκρέσο» γράφει το αμερικανικό περιοδικό.
Ο καθηγητής Γκούρτωφ εκτιμά μάλιστα ότι οι βασικές εντολές Μπάιντεν στην ομάδα του θα είναι :κοινό έδαφος με την Κίνα (όπως για την κλιματική αλλαγή ) και τη Ρωσία ( για τον έλεγχο των όπλων), αλλά ταυτόχρονα στιβαρή πολιτική στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και στην Ουκρανία. Ως προς τις αναπτυσσόμενες χώρες επίσης, η Ουάσιγκτον έχει καταστήσει ήδη σαφές ότι επιστρέφουν στην νέα αμερικανική ατζέντα η εξωτερική βοήθεια και οι επενδύσεις .

«Η στρατηγική Μπάιντεν είναι: προχωρήστε γρήγορα, να είστε τολμηροί », τονίζει ο νέος Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν. “Δεν σκεφτόμαστε σε χρονικό ορίζοντα δύο ετών, αλλά σε ένα πλαίσιο πρώτων μηνών» προσθέτει . Ο Τσακ Χάγκελ που συνεργάστηκε το τελευταίο διάστημα με τον Μπάιντεν για την μεταβίβαση των εξουσιών από την προηγούμενη διοίκηση Τραμπ, εκτιμά ότι « η Αμερική δεν ήταν ποτέ σε αυτήν την κατάσταση στο παρελθόν, εσωτερικά και διεθνώς»

Τι θα γίνει με την Τουρκία;

Ολοι οι αναλυτές συγκλίνουν στην άποψη ότι η ομάδα Μπάιντεν στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής θα αλλάξει έτσι κι αλλιώς την «φιλική» πολιτική του Τραμπ έναντι του Τούρκου προέδρου Ερντογάν, υιοθετώντας ποιο σκληρή γλώσσα ,αλλά και πρακτική. Στο βαθμό μάλιστα που ο Ερντογάν δεν θα περιορίσει τις σχέσεις του με την Ρωσία και την Κίνα και θα συνεχίζει να λειτουργεί μονομερώς στη διεθνή σκηνή, θα βρίσκει συνεχώς απέναντί του την Ουάσιγκτον .Οπως σημειώνει το Bloomberg η Τουρκία ανησυχεί σοβαρά για τις προθέσεις της διοίκησης Μπάιντεν όχι μόνο γιατί ο νέος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών είχε αποκαλέσει «αυτοκράτορα» πριν δύο χρόνια τον Ερντογάν τονίζοντας την ανάγκη της εκλογικής του ήττας. «Η μακροχρόνια συμπάθεια του Μπάιντεν για τους Κούρδους στο Ιράκ και τη Συρία είναι πιθανώς αυτό που προκαλεί το μεγαλύτερο άγχος
στην Άγκυρα» γράφει το Bloomberg. Η Αγκυρα φοβάται το ενδεχόμενο η νέα διοίκηση να προωθήσει τη συγκρότηση «ενός κουρδικού κράτους στα νοτιοανατολικά σύνορα της Τουρκίας – ένα ανάθεμα για την Άγκυρα, η οποία έχει εχθρικές σχέσεις με τον δικό της κουρδικό πληθυσμό» γράφει το Bloomberg.
Συνεπώς, στο εξής πρέπει να σκέφτεται πολύ σοβαρά ο Ερντογάν κάθε φορά που θα ζητάει αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης ,γιατί κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εμπνεύσει τον Μπάιντεν να ζητήσει τη δημιουργία Κουρδικού κράτους. Θανάσιμη μαχαιριά ,δηλαδή, για την Αγκυρα…

Του Μιχάλη Ψύλου
από την εφημερίδα Δημοκρατία

Από Militaire News -21/01/2021