Γιατί ο κόσμος νικήθηκε από την πανδημία.

Στρατιώτες απολυμαίνουν ένα σχολείο κατά την διάρκεια της επιδημίας COVID-19 στη New Rochelle της Νέας Υόρκης, τον Μάρτιο του 2020. Andrew Kelly / Reuters

Γιατί ο κόσμος νικήθηκε από την πανδημία.

Οι φόβοι για την πολιτική και την ασφάλεια
 κατέστρεψαν την συλλογική απάντηση. 

Περίληψη:  Οι εντάσεις μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών όχι μόνο υπονόμευσαν την ικανότητα του ΠΟΥ να διεξάγει μια ανεξάρτητη, διαφανή και εμπεριστατωμένη έρευνα για το πώς ξεκίνησε η πανδημία αλλά εμπόδισε και την ικανότητά του να κάνει τις χώρες να δράσουν γρήγορα και ενωμένες να σταματήσουν την εξάπλωση του ιού.
 
Την ημέρα πριν από την ορκωμοσία του προέδρου Τζο Μπάιντεν, οι Ηνωμένες Πολιτείες πέρασαν ένα τραγικό ορόσημο που σηματοδοτούσε τους 400.000 θανάτους από την [ασθένεια] COVID-19. Ο Μπάιντεν έκτοτε προειδοποιεί ότι θα μπορούσαν να χαθούν μισό εκατομμύριο αμερικανικές ζωές μέχρι τον Φεβρουάριο. Δεν θα έπρεπε να είναι τόσο άσχημα. Η ασυνέπεια και η ανικανότητα της διοίκησης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ επιδείνωσαν το κόστος της πανδημίας, αλλά το ίδιο έκαναν ευρύτερες δυνάμεις εν μέρει πέρα από τον έλεγχο οποιασδήποτε κυβέρνησης, από την πολιτική έως τον προστατευτισμό και μέχρι την παράνοια. 

Στις πρώτες μέρες της επιδημίας, καθώς ο νέος κορωνοϊός άρχισε να ξεπερνά τα σύνορα, οι χώρες έσπευσαν να θεσπίσουν εμπόδια στα ταξίδια και να εφαρμόσουν προστατευτικά μέτρα, ενάντια στις συμβουλές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Αντί να δουλέψουν μαζί για να περιορίσουν την έξαρση, οι μεγάλες δυνάμεις φιλονικούσαν για το ποια θα έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνη. Η επιστημονική έρευνα υποτάχθηκε στα εθνικά συμφέροντα και η ανάπτυξη και διανομή εμβολίων -μια διαδικασία που οι ειδικοί κάποτε ήλπιζαν ότι θα προσφέρει μια παγκόσμια λύση σε μια παγκόσμια κρίση- επέκτειναν τις ανισότητες στην υγεία. Τα αποτελέσματα αυτού του εμβολιαστικού απαρτχάιντ είναι πλέον εμφανή: από τις 25 Ιανουαρίου, καμία [1] από τις 68,1 εκατομμύρια δόσεις εμβολίου που χορηγήθηκαν παγκοσμίως δεν παρασχέθηκε σε χώρες χαμηλού ή χαμηλο-μεσαίου εισοδήματος. «Ο κόσμος βρίσκεται στα πρόθυρα μιας καταστροφικής ηθικής αποτυχίας», δήλωσε ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ, Tedros Adhanom Ghebreyesus [2] την περασμένη εβδομάδα, αναφερόμενος στο κενό πρόσβασης στα εμβόλια.

Η ασυντόνιστη, χαοτική και εθνοκεντρική διεθνής απάντηση στην COVID-19 έρχεται σε έντονη αντίθεση με την διεθνή αντίδραση στην πανδημία H1N1 του 2009 και στην επιδημία του Έμπολα το 2014. Το 2009, οι υγειονομικές Αρχές από μεγάλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αντάλλαξαν τεχνολογία και πληροφορίες σχετικά με την εξάπλωση του ιού της γρίπης των χοίρων και επιτάχυναν την ανάπτυξη ενός εμβολίου -μια συνεργασία που βοήθησε στην καταπολέμηση αυτού του ιού και ενός μεταγενέστερου, του H7N9 της γρίπης των πτηνών, η οποία θα μπορούσε εύκολα να γίνει πανδημία [3] το 2013, αλλά δεν έγινε. Στην συνέχεια, το 2014, μεγάλες δυνάμεις ανταποκρίθηκαν σε εκκλήσεις των Ηνωμένων Εθνών και του ΠΟΥ να στείλουν υγειονομική βοήθεια στην Δυτική Αφρική για να βοηθήσουν στην καταπολέμηση του ιού Έμπολα. Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες συγκεκριμένα, σφυρηλάτησαν μια στενή εταιρική σχέση -συνεργαζόμενες για την κατασκευή κέντρων θεραπείας και την παροχή ιατρικών προμηθειών- που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο γύρισμα της παλίρροιας εναντίον του Ebola.

Μερικοί αναλυτές κατηγορούν [4] τον ΠΟΥ για την κατάρρευση της διεθνούς συνεργασίας στον τομέα της υγείας κατά την διάρκεια της πανδημίας της COVID-19. Και για να είμαστε δίκαιοι, ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας έκανε μια σειρά λανθασμένων βημάτων. Καθυστέρησε να κηρύξει την έξαρση ως έκτακτη ανάγκη διεθνούς ενδιαφέροντος για την δημόσια υγεία (public health emergency of international concern, PHEIC), έδειξε αδυναμία εφαρμογής των διεθνών υγειονομικών κανονισμών με συνεκτικό και αποτελεσματικό τρόπο, και συγχώρησε πάρα πολλά στην Κίνα σε μια προσπάθεια να επιδιώξει την συνεργασία της στην παρακολούθηση και την ανταπόκριση για την ασθένεια. Αλλά αυτά τα προβλήματα δεν είναι καινούργια. Κατά την διάρκεια της πανδημίας H1N1 του 2009, ο ΠΟΥ συνέστησε ένα σύνολο ήπιων κατευθυντήριων γραμμών μετριασμού για χώρες σε όλο τον κόσμο, αλλά υποστήριξε την απόφαση της Κίνας να ακολουθήσει μια αυστηρή στρατηγική περιορισμού, στέλνοντας ανάμεικτα μηνύματα σε μια φαινομενική απόπειρα να εξευμενίσει το Πεκίνο. Και κατά την διάρκεια της επιδημίας Έμπολα το 2014, ο ΠΟΥ ήταν εξίσου καθυστερημένος με την κήρυξη της επιδημίας ως PHEIC. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις, οι χώρες βρήκαν και πάλι τρόπους να συνεργαστούν για να σταματήσουν τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στην δημόσια υγεία από το να γίνουν κατακλυσμικά γεγονότα.

Τι έκανε διαφορετική αυτή την εποχή; Μια πιο προσεκτική ματιά στην διεθνή απάντηση στην COVID-19 αποκαλύπτει δύο νέες εξελίξεις που έχουν επιδεινώσει τον αντίκτυπο και την αντίδραση στην πανδημία: πολιτικοποίηση και ασφαλειοποίηση.

ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΙΟΣ

Κατά την διάρκεια προηγούμενων επιδημιών και εξάρσεων, η προέλευση της νόσου είχε ιδωθεί ως ένα επιστημονικό -παρά πολιτικό- ζήτημα. Για παράδειγμα, η Κίνα δεν αμφισβήτησε την θέση ότι η επιδημία SARS την περίοδο 2002-2003 ξεκίνησε στην Foshan, στην επαρχία Guangdong, και καμία άλλη χώρα δεν μίλησε δημόσια για την ανάγκη να λογοδοτήσει η Κίνα για την πρόκληση της επιδημίας. Αλλά μέσα σε λίγους μήνες από την αρχική ανακάλυψη της COVID-19 στην Wuhan της Κίνας, τον Δεκέμβριο του 2019, το ζήτημα του από πού προήλθε [η ασθένεια] έγινε πολιτικά φορτισμένο.

Ο Τραμπ, ο οποίος αναφέρθηκε στην COVID-19 ως «ο κινεζικός ιός», κατηγόρησε το Πεκίνο ότι «υποκίνησε μια παγκόσμια πανδημία». Κινέζικα κρατικά μέσα ενημέρωσης απάντησαν, επιμένοντας [5] ότι «αν και η COVID-19 ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στην Κίνα, αυτό δεν σημαίνει ότι προέρχεται από την Κίνα». Άλλες χώρες, όπως δήλωσε το Πεκίνο, ενδέχεται να ήταν υπεύθυνες για την διάδοση του ιού. «Όλο και περισσότερες έρευνες δείχνουν ότι η πανδημία πιθανότατα προκλήθηκε από ξεχωριστές εξάρσεις σε πολλά μέρη του κόσμου», δήλωσε ο Wang Yi, υπουργός Εξωτερικών της Κίνας [6] στις αρχές του μήνα.

Δεν ήταν μόνο η προέλευση του ιού που πολιτικοποιήθηκε. Η απάντηση του ΠΟΥ ήταν επίσης πολιτικοποιημένη. Πριν από την πανδημία COVID-19, οι Ηνωμένες Πολιτείες σπάνια αμφισβητούσαν την αυξανόμενη μόχλευση της Κίνας επί του ΠΟΥ. Η Ουάσιγκτον μέχρι που υποστήριξε το Πεκίνο [7] για την εκλογή της Δρ. Margaret Chan, μιας Κινέζας του Χονγκ Κονγκ, ως γενικής διευθύντριας του ΠΟΥ το 2006. (Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν επίσης την επανεκλογή της το 2012, όταν ήταν η μόνη υποψήφια). Όμως, καθώς η διεθνής απάντηση στην COVID-19 έγινε συνυφασμένη με την εγχώρια πολιτική, ο Τραμπ -πρόθυμος να βρει έναν αποδιοπομπαίο τράγο για την δική του κακοδιαχείριση της πανδημίας- κατηγόρησε τον ΠΟΥ ότι χειραγωγείται από την Κίνα, παρά την έλλειψη ισχυρών στοιχείων. Σε απάντηση, η κινεζική κυβέρνηση κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι «επιδιώκουν να δυσφημίσουν την Κίνα παρακάμπτοντας τις δικές τους ευθύνες».

Οι εντάσεις μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών όχι μόνο υπονόμευσαν την ικανότητα του ΠΟΥ να διεξάγει μια ανεξάρτητη, διαφανή και εμπεριστατωμένη έρευνα για το πώς ξεκίνησε η πανδημία -ο οργανισμός δεν έχει ακόμη διεξαγάγει επαρκή έρευνα- αλλά εμπόδισε την ικανότητά του να κάνει τις χώρες να δράσουν γρήγορα και ενωμένες να σταματήσουν την εξάπλωση του ιού. Οι εντάσεις ΗΠΑ-Κίνας παρέλυσαν επίσης το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο απέτυχε να εκδώσει ένα ισχυρό ψήφισμα [8] για να κινητοποιήσει τις υπηρεσίες του ΟΗΕ προς την καταπολέμηση της COVID-19 ή για να δημιουργήσει ένα επικουρικό όργανο για τον συντονισμό των διεθνών προσπαθειών περιορισμού της πανδημίας.

Καθώς ο ρητορικός πόλεμος μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσινγκτον εντατικοποιήθηκε, ο εθνικισμός ρίζωσε. Το δημόσιο αίσθημα στις Ηνωμένες σκλήρυνε ενάντια στην Κίνα Πολιτείες και ο αντι-αμερικανισμός εξαπλώθηκε στην Κίνα. Και οι δύο χώρες χαρακτήρισαν την απάντηση στην πανδημία ως μάχη μεταξύ ανταγωνιστικών πολιτικών μοντέλων. Για το Πεκίνο, η ικανότητα της Κίνας να συγκρατήσει γρήγορα την ασθένεια ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες βγήκε εκτός ελέγχου έδειξε την αποτυχία της φιλελεύθερης δημοκρατίας και την ανωτερότητα ενός αυταρχικού συστήματος στο οποίο το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) έχει το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας. Για την Ουάσινγκτον, το ίδιο το γεγονός της πανδημίας μαρτυρά την αποτυχία του ΚΚΚ να προσφέρει χρηστή διακυβέρνηση στον λαό του και στον κόσμο. Η υπόσχεση του Μπάιντεν να πραγματοποιήσει μια σύνοδο κορυφής για τις δημοκρατίες [9] ώστε να αντιμετωπίσουν την COVID-19 ρισκάρει να ενισχύσει αυτό το διχαστικό αφήγημα, χωρίζοντας τον κόσμο σε δύο πολιτικά στρατόπεδα ενόψει μιας κοινής παγκόσμιας πρόκλησης.

ΜΙΑ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Εξίσου επιζήμια με την πολιτικοποίηση της πανδημίας ήταν η τάση των εθνών σε όλο τον κόσμο να χαρακτηρίζουν την κρίση ως κρίση εθνικής ασφάλειας. Σε αντίθεση με τις περισσότερες προηγούμενες επιδημίες, η COVID-19 έχει θεωρηθεί υπαρξιακή απειλή από σχεδόν κάθε χώρα –κάτι που με την σειρά του δικαιολογεί αντιδράσεις που δεν δεσμεύονται από τις κανονικές πολιτικές διαδικασίες. Κυβερνήσεις παγκοσμίως έχουν εφαρμόσει δραστικά μέτρα, όπως η σφράγιση ολόκληρων πόλεων και γειτονιών, η επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας και ταξιδιωτικών απαγορεύσεων, η κήρυξη καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, και η ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τραμπ επικαλέστηκε [10] τον νόμο Αμυντικής Παραγωγής (Defense Production Act) για να υποστηρίξει την απάντησή του στην COVID-19 και διόρισε [11] έναν στρατηγό τεσσάρων αστέρων ως εκτελεστικό αρχηγό της Επιχείρησης Warp Speed, την εμβολιαστική προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Όχι μόνο αυτός ο πολεμικός βηματισμός έχει απαλλάξει τις χώρες από την ηθική υποχρέωση να βοηθούν άλλες˙ έχει κάνει σημαντικές ιατρικές προμήθειες –συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού ατομικής προστασίας (personal protective equipment, PPE) και δραστικών φαρμακευτικών συστατικών- πολύ πιο πολύτιμες και δύσκολο να αποκτηθούν από όσο πριν.

Καθοδηγούμενες από την αρχή της ιδιοτέλειας, οι χώρες έσπευσαν να θεσπίσουν ταξιδιωτικούς περιορισμούς και προστατευτικά μέτρα, ενώ πλειοδοτούσαν η μία εναντίον της άλλης για αναπνευστήρες και χειρουργικές μάσκες. Η διεθνής συνεργασία στον τομέα της υγείας, στον βαθμό που εξακολουθούσε να υφίσταται, έγινε θέμα στενού εθνικού συμφέροντος. Η Κίνα αρνήθηκε [12] την προσφορά των Κέντρων Ελέγχου Νόσων των ΗΠΑ (U.S. Centers for Disease Control) να στείλουν επιδημιολόγους στην χώρα νωρίς στην έξαρση, και η Ουάσινγκτον αργότερα μείωσε σημαντικά την συνεργασία με το Πεκίνο στον τομέα της δημόσιας υγείας με την αιτιολογία ότι η Κίνα καταχράται διεθνείς συμφωνίες υγείας για να ενισχύσει την επιρροή της στο εξωτερικό. Αυτές οι ίδιες δυναμικές προκάλεσαν σύντομα τον εμβολιαστικό εθνικισμό [13], ο οποίος ενθάρρυνε τα πλούσια έθνη να συνάψουν ξεχωριστές συμφωνίες με μεγάλους κατασκευαστές εμβολίων για να εξασφαλίσουν πρόσβαση [σε αυτά] κατά προτεραιότητα. Μερικές παρήγγειλαν πολύ περισσότερες δόσεις εμβολίων από όσες χρειάζονταν. Για παράδειγμα, ο Καναδάς φέρεται να δέσμευσε μεταξύ πέντε [14] και δέκα δόσεων ανά πολίτη [15].

Μια κινητοποιημένη από την πανδημία μετατόπιση της ισορροπίας ισχύος μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών ενίσχυσε τα εθνικιστικά συναισθήματα. Ως η πρώτη που υπέστη μια έξαρση, η Κίνα είναι επίσης η πρώτη που σε μεγάλο βαθμό ανακάμπτει. Η οικονομία της σημείωσε ανάπτυξη 2,3% [16] το 2020, σε σύγκριση με αρνητική ανάπτυξη 3,5% στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το χάσμα του ΑΕΠ μεταξύ των δύο χωρών θα συνεχίσει να συρρικνώνεται, αυξάνοντας πιθανώς τον φόβο της Ουάσιγκτον ότι η Κίνα θα μπορούσε να την εκτοπίσει ως κορυφαία δύναμη στον κόσμο. Και όσο και οι δύο χώρες βλέπουν την πανδημική αντίδραση μέσω του πρίσματος της ασφάλειας και του ανταγωνισμού, θα δώσουν προτεραιότητα στα σχετικά κέρδη ισχύος έναντι των απόλυτων [κερδών] από την συνεργασία στον τομέα της δημόσιας υγείας.

ΕΝΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΑΓΑΘΟ

Κι όμως δεν έχουν όλα χαθεί. Παρά την πανδημία που μαίνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα ενοχλητικά κρούσματα στην Κίνα, ο κόσμος κινείται προς τους μαζικούς εμβολιασμούς και την ανοσία. Ωστόσο, οι δύο υπερδυνάμεις πρέπει να συνεργαστούν για να διασφαλίσουν ότι οι πολιτικές ανησυχίες και οι ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια δεν θα εμποδίζουν την διεθνή συνεργασία στην επόμενη πανδημία.

Για τον σκοπό αυτό, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να λάβουν μέτρα για την εξουδετέρωση των πολιτικών και στρατιωτικών εντάσεων. Οι δύο χώρες πρέπει να ανοίξουν ξανά δρόμους για μεγαλύτερη επικοινωνία, όπως ο Συνολικός Διάλογος ΗΠΑ-Κίνας (United States-China Comprehensive Dialogue), ο οποίος διαλύθηκε κατά την διάρκεια της διοίκησης Τραμπ. Τέτοιες επικοινωνίες συχνά χλευάζονται ως φτηνές συζητήσεις, αλλά ενδέχεται να μειώσουν τις πιθανότητες εσφαλμένου υπολογισμού και να μετριάσουν τους κινδύνους ασφαλείας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν επίσης να τις χρησιμοποιήσουν για να μοιραστούν την εμπειρογνωμοσύνη τους στην βελτίωση της εργασιακής βιοασφάλειας και στην δημιουργία θεσμών για την διευκόλυνση της ανάπτυξης φαρμάκων. Οι ανταλλαγές [στελεχών] μεταξύ στρατών θα μπορούσαν επίσης να επεκταθούν ώστε να επιτρέψουν σε εκπροσώπους και των δύο χωρών να επισκέπτονται κυβερνητικά υποστηριζόμενους χώρους βιο-άμυνας οι μεν των δε.

Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να πιέσουν για τη μεταρρύθμιση και την ενίσχυση του ΠΟΥ, ώστε να μπορέσει να διαδραματίσει έναν πιο επιτακτικό και πολιτικά ανεξάρτητο ρόλο στον συντονισμό των διεθνών αντιδράσεων σε μελλοντικές παγκόσμιες υγειονομικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Στον οργανισμό πρέπει να δοθεί περισσότερη αυτονομία και μεγαλύτερος ρόλος στην ανταλλαγή πληροφοριών που σχετίζονται με ασθένειες, στην εξάλειψη παρανοήσεων και φημών, και στην διερεύνηση εστιών [ασθενειών]. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις θα συνεπάγονται αναθεώρηση των διεθνών κανονισμών υγείας για την βελτίωση της συμμόρφωσης των κρατών-μελών και το να επιτρέπεται στον ΠΟΥ να συγκεντρώνει τις δικές του πληροφορίες ώστε να μπορεί να λαμβάνει ταχύτερες και καλύτερες αποφάσεις. Κατ’ ελάχιστον, ο οργανισμός χρειάζεται απρόσκοπτη πρόσβαση στα επίκεντρα των εξάρσεων.

Ο έλεγχος μιας πανδημίας πρέπει να θεωρηθεί ως παγκόσμιο δημόσιο αγαθό, που απαιτεί συνεισφορές από κάθε έθνος. Καμία χώρα δεν μπορεί να είναι ασφαλής από την COVID-19 προτού καταστραφεί εντελώς η παγκόσμια αλυσίδα μετάδοσης. Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και άλλες σημαντικές οικονομικές δυνάμεις, θα πρέπει συνεπώς να αυξήσουν την υποστήριξή τους στον COVAX, έναν παγκόσμιο μηχανισμό προμηθειών για εμβόλια COVID-19, έτσι ώστε να μπορέσει να εξασφαλίσει δίκαιη και έντιμη πρόσβαση σε εμβόλια σε όλο τον κόσμο.

Αυτό είναι σαν να ζητάς πολλά σε μια τόσο φορτισμένη εποχή, αλλά οι επείγουσες περιστάσεις το απαιτούν. Διακυβεύονται εκατομμύρια ζωές. Υπάρχουν πολλά να κερδίσουμε από την συνεργασία και πολλά να χαθούν από την σύγκρουση για τον περιορισμό ενός ιού που δεν γνωρίζει ούτε πολιτικούς διαχωρισμούς ούτε εδαφικά σύνορα.

Σύνδεσμοι:
[2] https://www.who.int/director-general/speeches/detail/who-director-genera...
[3] https://www.cdc.gov/flu/avianflu/h7n9-virus.htm#:~:text=In%20fact%2C%20o...
[4] https://www.nytimes.com/2020/07/07/opinion/coronavirus-world-health-orga...
[5] http://www.xinhuanet.com/english/2020-02/27/c_138824360.htm
[6] https://www.globaltimes.cn/page/202101/1211592.shtml#.X_D6SXzRjus.twitter
[7] http://www.chinanews.com/hr/news/2006/11-10/818509.shtml
[8] https://www.cfr.org/report/pandemic-preparedness-lessons-COVID-19/
[9] https://www.politico.com/news/2020/11/28/biden-democracy-summit-440819
[10] https://republicans-energycommerce.house.gov/news/blog/president-trump-i...
[11] https://www.hhs.gov/about/news/2020/05/15/trump-administration-announces...
[12] https://www.nytimes.com/2020/12/30/world/asia/china-coronavirus.html?ref...
[13] https://www.rand.org/pubs/research_reports/RRA769-1.html
[14] https://vdata.nikkei.com/en/newsgraphics/coronavirus-vaccine-status/
[15] https://apnews.com/article/toronto-ontario-health-coronavirus-pandemic-q...
[16] https://www.barrons.com/articles/chinas-economy-did-well-in-2020-the-u-s...

Στα αγγλικά:  

Yanzhong Huang 
Ο YANZHONG HUANG είναι ανώτερος συνεργάτης για την Παγκόσμια Υγεία στο Council on Foreign Relations, όπου διευθύνει την σειρά στρογγυλής τραπέζης Global Health Governance και είναι καθηγητής στην Σχολή Διπλωματίας και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Seton Hall.


29/01/2021