Καύκασος: Η ρώσικη ουδετερότητα στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Η διένεξη μεταξύ Αρμενίων και τουρκόφωνων μουσουλμάνων Αζέρων στην σημερινή Δημοκρατία του Ναγκόρνο Καραμπάχ προκαλεί έντονο ενδιαφέρον, αφενός επειδή είναι η παλαιότερη και εμβληματικότερη των frozen conflicts που σημειώθηκαν στην πρώην ΕΣΣΔ το 1988, αφετέρου επειδή εκδηλώθηκε χωρίς την άμεση συμμετοχή της Μόσχας.
Ο Οργανισμός για την Aσφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (OSCE) θέσπισε το 1992 αρμόδιο όργανο για την πολιτική διευθέτηση του Ναγκόρνο Καραμπάχ την Ομάδα του Μινσκ (MINSK GROUP) στην οποία συμπροεδρεύουν οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Ρωσία.
Η Ομάδα του Μινσκ δεν επιθυμούσε να διεθνοποιηθεί το ζήτημα καθώς ένα τέτοιο σενάριο θα ευνοούσε το Αζερμπαϊτζάν και την Τουρκία, δεδομένου ότι τα Ηνωμένα Έθνη έχουν χαρακτηρίσει παράνομη την κατοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ από την Αρμενία.
Υπό αυτήν την συνθήκη, η Μόσχα ήρθε αντιμέτωπη με το δίλλημα να επέμβει ρισκάροντας να εμπλακεί σε πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία ή να κρατήσει ουδέτερη στάση.
Στο πρώτο σενάριο, τυχόν αδυναμία της να υπερισχύσει θα υπέσκαπτε το κύρος της και σε άλλες μετα-σοβιετικές περιοχές που αναζητούν εναλλακτικά καθεστώτα ασφάλειας, όπως η Γεωργία, η Μολδαβία και η Ουκρανία.
Από την άλλη, η έννοια της ουδετερότητας απέκτησε νομική βάση στην Σύμβαση της Χάγης (1907) κι έχει αποδειχθεί διαχρονικά ότι προσαρμόζεται εύκολα σε νέες συνθήκες.
Η επιλογή της ουδετερότητας προκύπτει από την κατανόηση των διακρατικών τους σχέσεων και την ανάγκη εξισορρόπησης των συμφερόντων τους στον Καύκασο.
Η παρουσία της Ρωσίας στον Καύκασο χρονολογείται από τα τέλη του 18ου αιώνα ενώ μετά το τέλος των ρωσοτουρκικών πολέμων καθυπέταξε πλήρως την περιοχή.
Στην μετά-κομμουνιστική Ρωσία, συντηρήθηκε η άποψη ότι η Μόσχα προστατεύει τους Αρμένιους από τους Αζέρους.
Όμως, η Μόσχα δεν στήριξε την Ερεβάν στην διένεξη στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, παρά το γεγονός ότι διατηρεί στρατιωτική βάση στην Αρμενία.
Η Αρμενία δεν είχε ιδιαίτερα ισχυρούς συμμάχους εντούτοις λάμβανε την στήριξη της Ρωσίας.
Το 2018, η κατάσταση άλλαξε όταν η βελούδινη επανάσταση εναντίον του κυβερνώντος κόμματος οδήγησε στην εξουσία τον φιλελεύθερο Pashinyan.
Ο νυν πρωθυπουργός θεωρείται απειλή από το Κρεμλίνο καθώς φέρνει κύμα αλλαγής στο καθεστώς, δεν επιβάλλει περιορισμούς στα ΜΜΕ, καλωσορίζει την δράση δυτικών ΜΚΟ και ασκεί δίωξη στον πρώην αρμένιο πρόεδρο Robert Kocharyan.
Από την άλλη, ο Lavrov έχει επιδείξει τάση εύνοιας προς το Μπακού.
Ο αρμένικης καταγωγής υπουργός αντιμετωπίζει το ζήτημα με βάση την υφιστάμενη μορφή του (current format), εστιάζοντας περισσότερο σε σκέψεις για πιθανούς τρόπους επίλυσης παρά σε συγκεκριμένη πρόταση.
Αυτή η στάση υποδαυλίζει τις προσπάθειες της Αρμενίας η οποία επιδιώκει να αλλάξει την δομή των διαπραγματεύσεων ανάγοντας το ζήτημα από διμερές – Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν- σε τριμερές –συμπεριλαμβάνοντας την de facto ηγεσία του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Επιπρόσθετα, η Ρωσία θεωρείται σύμμαχος της Αρμενίας όμως δεν έχει εχθρικές σχέσεις με το Αζερμπαϊτζάν.
Κατά την σοβιετική περίοδο, το Μπακού βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Κρεμλίνου.
Τα κοιτάσματα πετρελαίου του Αζερμπαϊτζάν ήταν καθοριστικής σημασίας έως την δεκαετία του ’60 για τον ρώσικο σχεδιασμό βιομηχανοποίησης.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης επέφερε αστάθεια στις σχέσεις τους και το Ναγκόρνο Καραμπάχ αποτέλεσε σημαντικό πεδίο αντιπαράθεσης.
Την τελευταία 20ετία όμως οι σχέσεις τους καθορίζονται περισσότερο από τον ενεργειακό παράγοντα παρά τον πολιτικό.
Ο Aliyev σπούδασε στην σχολή διπλωματίας της Ρωσίας και διαδέχτηκε τον πατέρα του, πρώην αξιωματούχο της KGB.
Το 1993 αποσύρθηκε από τον Οργανισμό της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας με αποτέλεσμα οι ενεργειακές εξαγωγές να ενισχύσουν την πολιτική ανεξαρτησία του. Την δεκαετία του ’90 το Αζερμπαϊτζάν προσπάθησε να ισσοροπήσει μεταξύ Δύσης και Ρωσίας.
Η απαγκίστρωση του από την Δύση από το 2008 κι έπειτα συντέλεσε στην προσέγγιση του προς το Κρεμλίνο, ειδικά μετά την προσάρτηση της Κριμαίας (2014).
Μάλιστα, η αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας-Ουκρανίας φαίνεται να συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός ακόμη πρώην σοβιετικού κράτους που επιδιώκει να γίνει σημαντικός προμηθευτής αερίου στην Ευρώπη.
Η άγνοια της Δύσης για την ευρύτερη περιοχή και κατ’επέκταση το ασθενές ενδιαφέρον της για τις δυνατότητες αναπτυξιακών έργων στο Αζερπαϊτζάν ενθαρρύνουν την σύσφιξη σχέσεων μεταξύ Μόσχας και Μπακού.
Η ρωσο-τουρκική αντίδραση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ ενδέχεται να είναι το προοίμιο για την μετατροπή της διένεξης από ευρω-ατλαντική υπόθεση σε περιφερειακή.
Η υποστήριξη της Τουρκίας στο Αζερμπαϊτζαν συνάντησε την παθητική στάση της Ρωσίας, γεγονός που αφενός εκδηλώνει το ρωσο-τουρκικό σύνθημα προς τις δύο διαφιλονικούμενες χώρες για αποτροπή κλιμάκωσης και αφετέρου θέτει εν αμφιβόλω τον ρόλο του παραδοσιακού συμμάχου της Αρμενίας.
Επιπρόσθετα, επιβεβαιώνεται η δυνατότητα συνεργασίας τους σε διάφορα μέτωπα με την δυνατότητα ολοκλήρωσης διμερών στρατηγικών άμυνας και ασφάλειας στον Νότιο Καύκασο.
Συνεπώς, μπορεί να βρίσκονται αντίθετα στο συριακό και στο λιβυικό μέτωπο εντούτοις βρίσκουν κοινό συμφέρον στην αποστασιοποίησή τους από την Δύση.
Η μετατροπή της διένεξης σε περιφερειακή υπόθεση, αναβιώνει το Δόγμα του Primakov βάσει του οποίου η Ρωσία θα έπρεπε να επιδιώξει περιφειακές συμμαχίες για την αποτροπή της δυτικής παρέμβασης εν γένει στην περιοχή.
Η επίτευξη συμφωνίας πιστώνεται ως επιτυχία του Aliyev. Από την άλλη επιφέρει σημαντικά οφέλη στην Ρωσία.
Κατά πρώτον, κλείνει ο φάκελος της παλαιότερης frozen conflict στην μετα-σοβιετική ζώνη.
Κατά δεύτερον, εισέρχεται ρώσικη στρατιωτική παρουσία για πρώτη φορά στο Αζερμπαϊτζάν.
Επιπρόσθετα, προσφέρει οφέλη και στην Τουρκία καθώς βάσει συμφωνίας δημιουργείται μια «χερσαία γέφυρα» μεταξύ Nakhichevan και Τουρκίας με αποτέλεσμα να εισχωρήσει και να αποκτήσει θέση ισχύος στον Καύκασο.
Ο ρόλος της ωστόσο στην ειρηνευτική διαδικασία θα είναι περισσότερο συμβολικός καθώς το πάνω χέρι προς στιγμήν φαίνεται να το έχει η Ρωσία.
Συνοψίζοντας, γίνεται αντιληπτό ότι το Μπακού φαίνεται να κατέκτησε ορισμένους στόχους (ανάκτηση εδαφών και επιστροφή προσφύγων), ενδέχεται όμως η παρουσία της Μόσχας να προκαλέσει προβλήματα στο αζερικό καθεστώς μακροχρόνια και η ειρηνευτική της αποστολή να μετατραπεί σε κατοχική δύναμη.
Συνεπώς, φαίνεται ότι σε κάποιες περιστάσεις η στάση ουδετερότητας δύναται να οφελήσει κάποια κράτη της ανατολικής Ευρώπης.
Το ζητούμενο είναι κατά πόσο αυτή η επιλογή αποτελεί πλέον ξεπερασμένη τακτική άσκησης πολιτικής (κυρίως για κράτη της πρώην ΕΣΣΔ) ή αν δύναται να αποτελέσει βιώσιμη επιλογή για το μέλλον.
Υποψήφια διδάκτωρ, Ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων