Τι απέγινε η τέχνη με θετικό λυρικό πνεύμα;
Τι απέγινε η τέχνη με θετικό λυρικό πνεύμα;
Ο φίλος Κώστας Ζαρόκωστας με τον οποίο έχω εξαίρετες μνήμες συνεργασίας – χάρη σ’ αυτόν και τα κείμενά του κάναμε με τον Σπαθάρη και την “Ερση” τη παράσταση «Ο Καραγκιόζης στο Χρηματιστήριο» πριν 20 χρονια – είναι και εξαίρετος αφηγητής καθως διαπιστώνω τώρα με τις αναρτήσεις του για την Ευρυτανία.
Στα κείμενά του προσθέτει και ορισμένα έργα του Σπύρου Βασιλείου (1902-1995) με θέμα τη περιοχή, είναι αυτά της Συλλογής ΑΓΕΤ, ακουαρέλλες/τέμπερες (*) τα περισσότερα. Τον ευχαριστώ που μας τα θύμισε.
Είναι βέβαια σήμερα και μια εποχή κατάρρευσης των εικαστικών – έστω, επαναπροσδιορισμού και νέας εποχής/προοπτικής κλπ – που με έκαναν να συγκινηθώ με αυτά τα έργα του δημοφιλούς ζωγράφου.
Τόση ποιότητα σε λίγες μικρές ζωγραφιές! Η σύνθεση των σκηνών, οι έντεχνα λεπτεπίλεπτες αλλα και αυθόρμητες/”αθώες” ταυτόχρονα πινελλιές, το χρώμα που χοροπηδά πάνω στο φόντο σαν μπαλέτο, η συνολική ισορροπία, η δροσιά, η χαρά της ζωής «ευχαριστώ Θεέ μου για όσα είδαν τα μάτια μου» όπως έλεγε ο ίδιος μνημονεύοντας στίχους του Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Ξεχασμένα όλα αυτά, κι εγώ που τα γράφω δεν ξέρω πώς να τα πω ώστε να μην εκληφθώ ως υπόλοιπο μεσοπολεμικής εποχής.
Ευγενής πρόθεσή μου είναι να ζητήσω να ξαναβρεί το σύγχρονο βλέμμα στη τέχνη τον λυρισμό και το θετικό πνεύμα και να μην μένει στα δεσμά της υποχρεωτικής γκρίνιας, του σκληρού ρεαλισμού και του αδιέξοδου ή: της ατέρμονης αναζήτησης νέων εκφραστικών τρόπων. Να, πχ η Ειρ. Κανά, η Βικ. Σταματοπούλου, ο Μαν. Χάρος, ο Γ. Χαδούλης είναι ζωγράφοι που το έχουν αυτό το πνεύμα που υποστηρίζω, χωρίς να είναι οι μόνοι, εννοείται.
Γιατί, αλήθεια, είναι απαραίτητα τόσο κακός ο λυρισμός και η ευχαριστηριακή διάθεση; Όσο κόπο κάνουν σήμερα οι καλλιτέχνες για να βρουν μια ακόμη ματαιότητα και δυστοπία στη ζωή και στη τέχνη, θα μπορούσαν να τον αφιερώσουν στο να δουν τη χαρά της ζωής και του λυρικού βλέμματος. Γιατί να μένουμε ακόμη στην μετατροπή της τέχνης σε ζητιανιά για συγκατάνευση ή παραλήρημα;
Ώς πότε; Δεν φτάνουν τόσες δεκαετίες, τόσοι χιλιάδες πίνακες και τόσος πνευματικός κόπος για να ειπωθεί όσα ένας περίπατος στα νεκροταφεία μπορεί να πει αμεσότερα και βαθύτερα;
Εγώ το χόρτασα το φαινόμενο και τον στασιμοπληθωρισμό του.
Αλλά και τρομάζω με το πόσο έχει εισχωρήσει και κάνει κατάληψη στη τέχνη η έμμεση πολιτική προπάγανδα, αυτή που θέλει να βλέπει τον κόσμο κακό κι ανἀποδο και αρνητικό ώστε να αναδειχθούν οι πολιτικές δυνάμεις που υπόσχονται προγραμματισμένη βελτίωση και προστασία αδυνάτων.
Αυτή η πολλών δεκαετιών προπαγάνδα, μαζί με υψηλού φιλοσοφικού επιπέδου αλλά αρνητικές στη τελική πράξη θεωρίες σαν του Τ. Αντόρνο, έχουν ίσως διαβρώσει την διάθεση και τη νοοτροπία του μεγαλύτερου μέρους όλων των τεχνών. Καλλιτέχνης – ως υπόδειγμα γενικό – είναι πλέον κάποιος πονεμένος, αδιέξοδος, που δεν αρκείται στα δεδομένα εκφραστικά μέσα και ψάχνει πώς θα καταγγείλει αυτό το υποτιθέμενο δυτικοευρωπαικό πολιτιστικό τέλμα.
Σε παλιότερους αιώνες, υπήρχε, παρ’ όλα αυτά και μια αντιπρόταση μέσα στο έργο τέχνης, ένα φωτάκι στην άκρη του τούνελ που ενίσχυε τη θέληση και το όραμα. Τώρα – ακόμη – κάτι τέτοιο θεωρείται ξεπεσμός καλλιτεχνικός.
Ο Βασιλείου υπήρξε ο δημοφιλέστερος ζωγράφος στην ελληνική ζωγραφική – 5.500 έργα συνολικά, που του ζητήθηκαν – ακριβώς γι αυτό, διότι έδινε αξία στα ξεπερασμένα, στα ερείπια, ακόμη και στα σκουπίδια. Πολύ πριν το κάνει η ποπ αρτ και το γαλλικό νουβό ρεαλίσμ. Μόνο στον κάποτε βοηθό του Pavlos (Διονυσόπουλο) μετέδωσε αυτό το λυρικό πνεύμα, ο οποίος και διακρίθηκε στο Παρίσι κάνοντας κατασκευές με σκουπίδια χάρτινα απ’ το τυπογραφείο.
Αλλά αυτή η «ανάσταση» θεωρείται ενοχλητική, από την νοοτροπία που ήλθε και αντικατέστησε τον οπτιμισμό των «νοικοκυραίων» και των ταπεινών, με την αυταπάτη της θραύσης του κατεστημένου από τα νέα κοινωνικά κινήματα, τις νέες εικαστικές γλώσσες, κλπ κλπ.
Έχοντας μελετήσει και εκδόσει σε βιβλία το έργο και του Σπύρου Βασιλείου αλλά και του «σκληρού ρεαλιστή» Χρόνη Μπότσογλου, είχα μείνει έκπληκτος από την ομοιότητα των αυτοαναφορικών θεμάτων τους. Τον εαυτό του ζωγράφιζε συνεχώς ο Βασιλείου, το σπίτι του, τη ραπτομηχανή της μάννας του, τα παιδιά του κ.ο.κ., το ίδιο ακριβώς και ο Μπότσογλου. Αλλά δοξαστικά και τρυφερά ο πρώτος, και αποστασιοποιητικά/μπρεχτικά ο δεύτερος. Και ο Μπότσογλου όπως και ὀλοι οι άλλοι που διαδέχτηκαν τον Βασιλείου, τον μίσησαν, τον λοιδώρησαν, τον κατηγόρησαν κλπ για να κάνουν οι περισσότεροι ό,τι κι εκείνος αλλά με αντίστροφο πνεύμα.
Θυμήθηκα άλα αυτά που έζησα ως τεχνοκριτικός, ξαναβλέποντας αυτές τις ταπεινές σκηνές του χειμώνα στο Καρπενήσι από το χέρι του Βασιλείου. Έφτιαξε η διάθεσή μου.
Ίσως γιατί τριγυρνώντας τώρα με τον εγκλεισμό στους άδειους δρόμους, απά τη μια βλέπω ερημιά και προιούσα εγκατάλειψη αλλά την άλλη φαντασιώνομαι αισιόδοξα κάποια μελλοντική κίνηση και κόσμο να τρέχει για τις δουλειές του όπως παλιά, έστω και με νοοτροπίες που τυχόν δεν μου αρέσουν.
(*) Ο Βασιλείου είχε άριστη γνώση όλων των εικαστικών τεχνικών, εν προκειμένω δούλεψε το ακρυλικό χρωματικό μέσον εν μέρει με πυκνότητα τέμπερας και εν μέρει με αραίωση ακουαρέλλας.
(**) Στο κείμενό μου της ομαδικής έκθεσης ‘Νεα Εικονολατρεία’ αναλύω σε έκταση αυτό το φαινόμενο, συσχετίζοντας το αστικό γούστο με τη νοοτροπία των αρνητών του κλπ. Θα επανέλθω με προσεχή ανάρτηση εδώ στο FB.
Χάρης Καμπουρίδης
5 Φεβρουαρίου 2021