Διαγραφή χρέους: Το μεγάλο ευρωπαϊκό debate άνοιξε.
Διαγραφή χρέους: Το μεγάλο ευρωπαϊκό debate άνοιξε.
Στην Γαλλία το δημόσιο χρέος αγγίζει πια το 120% του ΑΕΠ και έχει αυξηθεί κατά 20% σε σχέση με τα επίπεδα του 2019. Στην Ιταλία πιάνει το 160% του ΑΕΠ και στο σύνολο της ευρωζώνης οδεύει, σε μέσο όρο, στο 100%.
Οι αριθμοί αυτοί θα ήταν αδιανόητοι έναν χρόνο πριν. Αποτελούν όμως το προϊόν μιας ιστορικής πανδημίας, εγγράφουν υποθήκη μιας νέας οικονομικής κρίσης πολεμικών διαστάσεων, και σπάνε ήδη – σε επίπεδο δημόσιου debate τουλάχιστον – τα μεγάλα ευρωπαϊκά ταμπού: Ανοίγουν, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, την συζήτηση για τη διαγραφή των χρεών της πανδημίας αλλά και για την ριζική αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας – ήτοι, του δημοσιονομικού γύψου του Μάαστριχτ και της ευρωζώνης.
Το πρώτο ενδιαφέρον γεγονός είναι πως τα δημοσιονομικά κάστρα της Ευρώπης απειλούνται εκ των έσω: Στο Βερολίνο ήταν ο «άνθρωπος της Μέρκελ» και διευθυντής της καγκελαρίας Χέλγκε Μπράουν εκείνος που έβαλε ανοιχτά στο τραπέζι αυτή την εβδομάδα πρόταση αλλαγής του γερμανικού συντάγματος για να σπάσει το περίφημο «φρένο χρέους» - η συνταγματική πρόβλεψη που ισχύει από το 2009 και βάζει όριο 0,35% στον νέο δανεισμό της Γερμανίας για να αποτραπεί η υπερχρέωση. Την πρόταση Μπράουν στήριξε ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς –«έχει πολλά πλεονεκτήματα» είπε -, ο νέος πρόεδρος των Χριστιανοδημοκρατών (και πιθανός υποψήφιος για την καγκελαρία) Αρμιν Λάσετ βγήκε μετωπικά απέναντι δηλώνοντας ότι «το χρέος φρένου θα πρέπει να τηρηθεί», και το θέμα, όπως και το ευρύτερο ζήτημα των δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρώπη, θεωρείται δεδομένο ότι θα κυριαρχήσει στην προεκλογική εκστρατεία έως τις κάλπες του φθινοπώρου.
Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η συζήτηση, ακόμη και για τη διαγραφή χρεών της πανδημίας, ανοίγει συντεταγμένα: Στην Γαλλία, ο Εμμανουέλ Μακρόν συγκρότησε ειδική επιτροπή να εξετάσει τη διαχείριση του «χρέους covid» ορίζοντας πρόεδρό της τον, κεντρώο, πρώην υπουργό Οικονομικών Ζαν Αρτουί. Και τις τελευταίες εβδομάδες ο διάλογος που διατρέχει οριζόντια το πολιτικό σύστημα και τους οικονομολόγους στο Παρίσι είναι εάν, πως και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να αντιμετωπιστεί η θηλιά των χρεών της πανδημίας.
Η πιο συντηρητική προσέγγιση, όπως αυτή του Αλέν Μινς πρώην συμβούλου του Εντουάρ Μπαλαντίρ και του Νικολά Σαρκοζί, δείχνει στην κατεύθυνση περιορισμένου «κουρέματος» με rollover του χρέους – δηλαδή μετακύλισή του σε ομόλογα μακράς διάρκειας.
Οι πιο ριζικές προτάσεις δείχνουν πλήρη διαγραφή των κρατικών χρεών που έχουν αγοραστεί από την ΕΚΤ, η οποία πλέον έχει στα χέρια της περίπου το ένα τέταρτο του συνολικού χρέους της ευρωζώνης. Κι εδώ, ίσως έχει σημασία το γεγονός ότι στην συγκεκριμένη πρόταση συναντώνται από ριζοσπάστες όπως ο Ζαν Λυκ Μελανσόν έως μετριοπαθείς κεντροαριστεροί όπως ο σοσιαλιστής, πρώην υπουργός Ανάπτυξης Αρνό Μοντεμπούρ.
Την ίδια ώρα ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λε Μερ βάζει ταυτόχρονα στο τραπέζι θέμα ριζικής και μόνιμης αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας. Ηδη, η Κομισιόν ετοιμάζεται να ανοίξει την συζήτηση για προσωρινή αύξηση, έως το τέλος του 2022, του πλαφόν για το χρέος στο 100% του ΑΕΠ (από 60% που ορίζει το Σύμφωνο Σταθερότητας), πρόκειται όμως για κίνηση που θεωρείται απλώς «ασπιρίνη».
«Το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ και της ευρωζώνης πρέπει να αλλάξει ριζικά και όχι απλώς προσωρινά» δήλωσε ο Λε Μερ την περασμένη εβδομάδα στους Financial Times, ενώ ο – πολύ γνωστός μας – πρώην πρόεδρος του Eurogroup Τόμας Βίζερ προσαύξησε: «Το όριο του 60% στο χρέος στις νέες συνθήκες είναι, απλώς, εντελώς ανεδαφικό», είπε.
Θα μπορούσαν να είναι και τα… ύστερα του δημοσιονομικού κόσμου της Ευρώπης, εάν δεν ήταν το ίδιο το ΔΝΤ που σχεδόν άπαξ μηνιαίως πια καλεί τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης να αγνοήσουν τους δημοσιονομικούς κανόνες, χρέη και ελλείμματα, και να ρίξουν χρήμα στην οικονομία.
Παρά ταύτα δεν είναι μια συζήτηση που θα κυλήσει αναίμακτα. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έβγαλε τους παλιούς σκελετούς από τα ντουλάπια του και έκανε δεξιά ρελάνς, ζητώντας ούτε λίγο ούτε πολύ, νέα Μνημόνια. Με παρέμβασή του επίσης στους Financial Times εγκάλεσε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις – ανάμεσά τους και την γερμανική – για «έλλειμμα αποτελεσματικότητας στις μεταρρυθμίσεις» και ζήτησε συγκεκριμένες «μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις» από τις χώρες της ευρωζώνης προκειμένου να έχουν πρόσβαση στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Στην ίδια κατεύθυνση, κι ένα βήμα πιο μπροστά, βγήκε και ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόσφκις προτείνοντας «συμφωνίες μετρήσιμων και δεσμευτικών στόχων» για να έχουν τα κράτη-μέλη πρόσβαση στο «πακέτο» του Ταμείου Ανάκαμψης, είτε πρόκειται για δάνεια, είτε ακόμη και για απ’ ευθείας επιχορηγήσεις.
Αμφότεροι θεωρούνται σε κύκλους των Βρυξελλών «λαγοί» των «φειδωλών του Βορρά», που είναι δεδομένο ότι θα αντιταχθούν – μαζί με τον σκληρό άξονα της γερμανικής χριστιανοδημοκρατίας – τόσο στην προοπτική διαγραφής χρεών, όσο και στην χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων.
Η αναμέτρηση όμως μόλις άρχισε και διαγράφεται μακρά και φορτισμένη – πόσο μάλλον, αφού Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία, οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης μετά την Γερμανία χτυπούν ήδη «κόκκινο» υπερχρέωσης. Και το γεγονός ότι η Ελλάδα, με το χρέος της να τρέχει ήδη στο 200% του ΑΕΠ, απλώς απέχει και σιωπά εκκωφαντικά σ΄ αυτή την συζήτηση, θα είχε επίσης ενδιαφέρον να εξηγηθεί…
Νικόλ Λειβαδάρη
1/2/2021