Μία απόπειρα σκιαγράφησης της ζωής και του έργου του Ιωάννη Καποδίστρια.
Απεικόνιση του Ιωάννη Καποδίστρια σε τοιχογραφία στην «Αίθουσα των 40» του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, η οποία περιλαμβάνει επιφανείς αποφοίτους του Università degli Studi di Padova.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821 - 2021.
Μία απόπειρα σκιαγράφησης της ζωής και του έργου
του Ιωάννη Καποδίστρια.
O Καποδίστριας έχτισε τη σταδιοδρομία του με θυσίες και επίμονες προσπάθειες. Απέφυγε τις εύκολες και δελεαστικές προτάσεις που θα έλυναν από νωρίς, με έναν πλούσιο γάμο στη Ρωσία ή μια υψηλή διοικητική θέση, τα οικονομικά του προβλήματα και θα εξασφάλιζαν μια ζηλευτή θέση στους κύκλους της ρωσικής αριστοκρατίας. Eγραψε στον πατέρα του: «Μοι προσεφέρθησαν έως τώρα δύο ευκαιρίαι δια να συνάψω σπουδαίον συνοικέσιον. Υπήρξε μία ευτυχής συρροή όλων των επιθυμητών όρων: Γέννησις. Ανατροφή. Κύρος. Χρήματα. Πλούτος. Προσδοκίαι. Είσοδος εις την Αυλήν, καθ’ όσον και αι δύο είναι δεσποινίδες της Αυλής. Εις αμφοτέρας τας προτάσεις αυτάς απήντησα αρνητικώς. Ο μόνος δε λόγος, τον οποίον προέβαλα σχέσιν έχει προς τας αρχάς μου. Θα ήτο ώς να επώλουν εις υψηλήν τιμήν την ελευθερίαν μου…».
Διεκδίκησε έντονα μια ενεργή θέση στη ρωσική διπλωματική υπηρεσία, και όταν του δόθηκε, έδειξε γρήγορα τις ικανότητές του: ξεχωριστή ευφυΐα, ευρυμάθεια, ικανότητα να εντοπίζει το ουσιώδες στα εξεταζόμενα θέματα, άνεση στη χρήση του προφορικού λόγου και μεγάλη ευχέρεια στη γραπτή διατύπωση των απόψεών του, σκληρή εργασία και συστηματική ενημέρωση, αφοπλιστική προσωπική γοητεία. Στην επιδίωξη των στόχων του ήταν σκληρός με τον εαυτό του, θυσίασε χαρές από την προσωπική του ζωή. Μία μόνο γυναίκα φαίνεται να τον συγκίνησε, η Ρωξάνδρα Στούρτζα, αλλά η αποτυχία ενός γάμου είναι, κατά τη γνώμη μου, υπερβολικό να αποδίδεται και αυτή σε θυσία για «πατριωτικούς στόχους». Σε δύσκολες στιγμές άντλησε δύναμη από τη βαθιά ορθόδοξη πίστη του και τις ιδέες που του είχε εμπνεύσει ο πατέρας του. Η συνεχής επικοινωνία μαζί του για περίπου 11 χρόνια δείχνει το μέγεθος της πατρικής επιρροής. Αυτή η αλληλογραφία μάς επιτρέπει ένα ψυχογράφημα του Καποδίστρια και μια πολύπλευρη εικόνα της καθημερινότητάς του, για να μη μένουμε μόνο στη διπλωματική και πολιτική του δράση.
Είχε την τύχη να προσέξει τις ικανότητές του ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α΄ και να τον ορίσει έμπιστο συνεργάτη του. Δίπλα του βρέθηκε στο κέντρο των σημαντικότερων εξελίξεων της περιόδου 1814-1822 και αποτύπωσε με τις ιδέες του, τις συμβουλές και τις παρεμβάσεις του σημαντικές αποφάσεις για την τύχη της μετα-ναπολεόντειας Ευρώπης. Εκμεταλλεύθηκε τις για ένα διάστημα «φιλελεύθερες» τάσεις του αυτοκράτορα για να αντισταθεί στην αντιδραστική προσπάθεια του Μέτερνιχ και των ομοίων του να ακυρώσουν όλες τις μεγάλες αλλαγές που έφερε η Γαλλική Επανάσταση στην πολιτική και κοινωνική οργάνωση πολλών ευρωπαϊκών κρατών.
Ο ίδιος από τον φιλελευθερισμό της εποχής του, ως σύστημα ιδεών και πολιτική πρακτική, κράτησε κάποιες όψεις του –κυρίως την ανθρωπιστική του πλευρά–, και αντέδρασε στα δημοκρατικά κελεύσματά του. Απεχθανόταν και φοβόταν τις επαναστάσεις που τις θεωρούσε καταστροφικές. Κατάλαβε όμως καλά ότι η άρχουσα τάξη, στην οποία και αυτός ανήκε ως γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, δεν μπορούσε να διατηρηθεί στην εξουσία χωρίς κλυδωνισμούς και άσκηση βίας, αν δεν έκανε λελογισμένα και ελεγχόμενα από τα πάνω ανοίγματα προς τμήματα της μεσαίας τάξης που κατείχαν περιουσία και μόρφωση. Για αυτόν ένα μετριοπαθές σύνταγμα, που θα χορηγούνταν με τη θέληση του ηγεμόνα και όχι με τον εξαναγκασμό του, ήταν η επιθυμητή σύζευξη της υπάρχουσας πολιτειακής πραγματικότητας με τις νέες απαιτήσεις που είχαν στο μεταξύ προκύψει. Αντιλήφθηκε, επίσης, ότι δεν μπορούσαν πλέον να παραβλεφθούν τα δίκαια και οι αξιώσεις των λαών για κάποιας μορφής αυτοπροσδιορισμό, ιδιαίτερα αυτών των εθνοτήτων των οποίων η ιδιαιτερότητα δοκιμαζόταν ή ακόμη και κινδύνευε στις πολυεθνικές κρατικές οντότητες. Η τύχη της Επτανήσου αλλά και των υπόλοιπων περιοχών όπου κατοικούσαν Eλληνες ήταν μια ζωντανή και συγχρόνως οδυνηρή διαπίστωση αυτού του προβλήματος.
Σφραγίδα με ξύλινη λαβή του Ιωάννη Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδος. Βιβλιοθήκη της Βουλής.
Για τις ιδέες του αυτές ήλθε σε οξεία αντιπαράθεση με τον Μέτερνιχ και τον Κάστλερεϊ, υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας, οι οποίοι χρησιμοποίησαν κάθε τρόπο –πολλές φορές αμφίβολης εντιμότητας– για να υποσκάψουν την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα σε αυτόν. Το πέτυχαν εκμεταλλευόμενοι τη συντηρητική αναδίπλωσή του από το 1820. Ο Αλέξανδρος πίστεψε τελικά ότι κάθε τι που απειλούσε την ειρήνη έπρεπε να αποτραπεί επειδή εξυπηρετούσε το επαναστατικό διευθυντήριο στο Παρίσι, που υποκινούσε τις απανταχού εξεγέρσεις κατά των εδραιωμένων καθεστώτων. Υπό αυτό το πρίσμα είδε ο Ρώσος αυτοκράτορας και την Επανάσταση των Ελλήνων.
Ο Καποδίστριας αρνήθηκε την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας και προσπάθησε να αποτρέψει την έκρηξη μιας επανάστασης. Δεν πίστευε στην αναγκαιότητά της, ιδιαίτερα αφού γνώριζε ότι ο Αλέξανδρος δεν θα την υποστήριζε. Οπως και έγινε. Οταν όμως ξέσπασε τελικά η Επανάσταση, ο Καποδίστριας προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τα τουρκικά αντίποινα για να καταστήσει τη Ρωσία ρυθμιστή των εξελίξεων. Επέμενε να μην επιτρέψει η Ρωσία να έχουν λόγο οι σύμμαχοί της στις δικές της σχέσεις της με την οθωμανική αυτοκρατορία. Παρά την επιμονή του, δεν εισακούστηκε. Οδυνηρά είδε τον αυτοκράτορα να υποκύπτει στις εισηγήσεις του Μέτερνιχ, και να παραπέμπει το ελληνικό ζήτημα σε ένα ακόμη συνέδριο των δυνάμεων. Τελικά, η επιμονή του για την υιοθέτηση των δικών του θέσεων δυσαρέστησε τον Αλέξανδρο και ο αποχωρισμός τους ήταν αναπόφευκτος.
Ο Καποδίστριας δέχθηκε τελικά την εκλογή του από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση ως κυβερνήτη της Ελλάδος, αφού προηγουμένως είχε εξασφαλίσει την παραίτησή του από τη ρωσική υπηρεσία και οι τρεις δυνάμεις είχαν αποφασίσει επίσημα την εμπλοκή τους για τη δημιουργία ελληνικής κρατικής οντότητας.
Κατά τη γνώμη του, η Ελλάδα του 1828 δεν ήταν ώριμη για συνταγματικό πολίτευμα. Προείχαν η απελευθέρωση της χώρας, η διεθνής αναγνώρισή της και ο καθορισμός ασφαλών συνόρων, η ηθική και πνευματική βελτίωση του πληθυσμού και η διανομή των γαιών στους ακτήμονες για να απαλλαγούν από τις κοινωνικο-οικονομικές ανάγκες που επέβαλλαν την εξάρτησή τους από ισχυρούς προστάτες. Οταν οι όροι αυτοί θα πραγματοποιούνταν –κυρίως η διεθνής αναγνώριση της Ελλάδας και ο σχηματισμός ισχυρής τάξης μικρών καλλιεργητών–, ο κρατικός πατερναλισμός θα μπορούσε να συνδυαστεί με μια μορφή συνταγματικότητας (επαρχιακά συμβούλια στην αρχή, εθνική αντιπροσωπεία αργότερα). Διέκρινε, επομένως, το μελλοντικό πολίτευμα, που ποτέ δεν αρνήθηκε ότι θα είχε κάποιο χαρακτήρα συνταγματικό, από το προσωρινό καθεστώς που εγκαθίδρυσε με την άφιξή του. Πίστευε, μάλιστα, ότι το τελευταίο επιβαλλόταν να είναι συγκεντρωτικό, για να προστατέψει τον λαό από τις αυθαιρεσίες των ηγετικών ομάδων και να εξασφαλίσει, με την έλλειψη εσωτερικών διαμαχών, τη συνεχή υποστήριξη των δυνάμεων κατά τη μεταβατική περίοδο.
Ωστόσο, παρ’ όλες τις προθέσεις του Καποδίστρια για κάποιες μελλοντικές και υπό όρους συνταγματικές παραχωρήσεις –των οποίων ενδεχομένως δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η ειλικρίνειά τους–, στην Ελλάδα του 1828-1831 η εξουσία συγκεντρώθηκε και ασκήθηκε από έναν. Αυτό συνέβη με όσα θετικά και αρνητικά αυτή η λύση συνεπαγόταν. Στη θέση μιας πολιτικής πολυφωνίας, που οι συνεδριάσεις των επαναστατικών συλλογικών Σωμάτων, των Εθνοσυνελεύσεων και των Βουλών εύλογα μαρτυρούν, επιβλήθηκε η γνώμη του ενός –όσο φωτισμένη και αν ήταν–, για τα μικρά και τα μεγάλα ζητήματα του υπό διαμόρφωση κράτους. Η δημοκρατική αρχή που είχε καθιερωθεί μέσω των Συνταγμάτων σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, παρά το γεγονός ότι λειτούργησε πολλές φορές για την εξυπηρέτηση συμφερόντων και επιδιώξεων προσώπων και ομάδων, είχε παγιωθεί ως μια πραγματικότητα στις συνειδήσεις σχεδόν όλων των ενεργών πολιτών. Η αναστολή λειτουργίας της θα μπορούσε να γίνει –και έγινε– ανεκτή λόγω έκτακτων συνθηκών για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό το διάστημα όμως δεν μπορούσε να παραταθεί έως ότου διαμορφωθούν οι πολιτικοί και κοινωνικοί όροι, τους οποίους θεωρούσε ο κυβερνήτης απαραίτητους για την εφαρμογή της στην πράξη.
Αποψη του Ναυπλίου. Διακρίνονται οι στρατώνες. Συλλογή Μάρως Καρδαμίτση-Αδάμη.
Επομένως, θα ήταν πολύ περιοριστικό να ανιχνεύσουμε μόνο παραμερισμούς ατόμων και συμφέροντα που θίγονταν στις αντιδράσεις οι οποίες προκλήθηκαν στο συγκεντρωτικό σύστημα που επέβαλε ο Καποδίστριας. Τότε θα παραβλέψουμε μια πραγματική διαφωνία για τη μορφή που έπαιρνε η πολιτική οργάνωση της χώρας, διαφορετική από αυτή που αρκετοί θεωρούσαν ότι ήταν σύμφωνη με τους στόχους της επαναστατικής τους προσπάθειας.
Από την άλλη, αν επικεντρωθούμε μόνο στις πράγματι συντηρητικές πολιτικές επιλογές του, και δεν δούμε το σημαντικό έργο που επιτέλεσε ή προσπάθησε να επιτύχει για την οργάνωση της ελληνικής Πολιτείας, θα δίναμε μερική εικόνα μιας σύνθετης πραγματικότητας. Για πρώτη φορά η εξουσία απέκτησε πραγματικό κύρος, το οποίο ο Καποδίστριας υπερασπίστηκε με αξιοπρέπεια και αποφασιστικότητα ακόμη και απέναντι σε ισχυρές εξωτερικές πιέσεις. Υπερασπίστηκε επίσης –αν και φαινόταν να αντιφάσκει με τη συγκεντρωτική του διακυβέρνηση– τα κυριαρχικά και συνταγματικά δικαιώματα των Ελλήνων όταν οι δυνάμεις επιχείρησαν να επιβάλουν, ερήμην τους, μοναρχικό πολίτευμα. Κάτι που δεν έκαναν οι αντίπαλοί του όταν ήλθαν στην εξουσία το 1832.
Η εικόνα αυτή θα ήταν ακόμη περισσότερο ελλιπής αν δεν δούμε επίσης τα κίνητρα και τις πρακτικές πολλών από αυτούς που δεν συμφώνησαν μαζί του. Εκείνων που τον αντιπολιτεύτηκαν, που ήθελαν πάση θυσία την απομάκρυνσή του και εντέλει κάποιοι τον δολοφόνησαν. Δεν δίστασαν, για να εξασφαλίσουν την απομάκρυνσή του από την εξουσία, να δεχθούν αδιαμαρτύρητα τις όποιες αποφάσεις των δυνάμεων, να βοηθήσουν τη συνεχή αγγλική προσπάθεια για την υπονόμευση του κυβερνήτη, να καταφύγουν σε αστήρικτες κατηγορίες και συκοφαντίες. Προσπάθησαν επίσης να εντάξουν την αντικαποδιστριακή πολεμική τους στην ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της Ρωσίας, ιδιαίτερα μετά την Ιουλιανή Επανάσταση και την επέμβαση των Ρώσων κατά της επανάστασης των Πολωνών. Εμπλοκή που κατά τον Καποδίστρια ήταν καταστροφική, αφού θα μετέφερε τις διαμάχες των δυνάμεων στην Ελλάδα.
Η δολοφονία ανακούφισε μεν όσους φοβούνταν μια οιασδήποτε μορφής παράταση της εξουσίας του, αλλά βύθισε τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο και την ανυποληψία, την οποία ενδεχομένως μόνον αυτός είχε ακόμη τη δυνατότητα, προβαίνοντας σε κάποιες υποχωρήσεις, να αποτρέψει.
Χρήστος Λούκος
ιστορικός, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης.
23/3/2021
Προσωπογραφία του Ιωάννη Καποδίστρια με τη στολή και τα παράσημα του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας. Ελαιογραφία που αποδίδεται στον Γεράσιμο Πιτζαμάνο, π. 1819. Φωτ. ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821 - 2021
To 1821 είναι πρόκληση για τον ιστορικό.
Σε μια διάλεξη που έδωσε πρόσφατα στο Κοινωφελές Ιδρυμα Κοινωνικού και Πολιτιστικού Εργου (ΚΙΚΠΕ), οι διοργανωτές –ιστορικοί και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι– του έδωσαν τον λόγο, καλώντας τον «σημαντικότερο μελετητή του έργου του Ιωάννη Καποδίστρια και της εποχής του». Ο Χρήστος Λούκος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης από το 2012, είναι ταυτισμένος με τη μελέτη του 1821. Από το 1996 δίδαξε στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι ιδρυτικό και ενεργό μέλος της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού (ΕΜΝΕ) που φέτος συμπληρώνει τα 50 χρόνια της, η οποία, μεταξύ άλλων, εκδίδει το ιστορικό περιοδικό «Μνήμων».
Το ερευνητικό έργο του για τον κυβερνήτη της Ελλάδας ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1970. Εκτοτε δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Οπως λέει ο ίδιος, στη μακρόχρονη πορεία του πολλοί ήταν οι άνθρωποι που τον ενθάρρυναν, τον συμβούλευσαν, τον βοήθησαν με ποικίλους τρόπους. Τον προηγούμενο χρόνο ολοκλήρωσε μια νέα, εκτενέστερη βιογραφία για τον κυβερνήτη, την οποία περιμένουμε να κυκλοφορήσει μέσα στο 2021 με τίτλο, «Ιωάννης Καποδίστριας. Μια απόπειρα ιστορικής βιογραφίας» (εκδ. ΜΙΕΤ) – εντάσσεται στις δράσεις της «Πρωτοβουλίας 1821-2021». Εμπλουτίζοντας τη σημερινή ιστοριογραφία, το βιβλίο θα δώσει μια συνολική εικόνα του Καποδίστρια φωτίζοντας πληρέστερα την προσωπικότητα και το έργο του. Ο Χρήστος Λούκος το αφιερώνει στα «γηραιά, τα μεσήλικα και τα νεαρά μέλη της ΕΜΝΕ, με την ευχή αλλά και την πεποίθηση ότι την περιμένουν και άλλοι εορτασμοί στις επόμενες δεκαετίες».
Σεμνός, ακριβολόγος, αφιερωμένος στη μελέτη της ιστορίας ο Χρήστος Λούκος σπάνια δίνει συνεντεύξεις, και ποτέ εκτός του πλαισίου της επιστήμης του. Η μεγάλη φετινή επέτειος μας δίνει την εξαιρετική ευκαιρία να μιλήσουμε μαζί του. Ο Ιωάννης Καποδίστριας –ο καθημερινός του βίος, η ψυχοσύνθεση, η διπλωματική και πολιτική του δράση, οι σύγχρονοί του αλλά και οι «απεικονίσεις» του στη νεότερη ιστοριογραφία– βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης.
– Πώς ξεκίνησε το ιστορικό ενδιαφέρον σας για τον Ιωάννη Καποδίστρια;
– Η επιλογή δεν ήταν τυχαία. Βρισκόμαστε στη δικτατορία. Αυτή διοργανώνει το 1971 τον εορτασμό των 150 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση και σε μια μεγάλη έκθεση προβάλλει το δικό της αυταρχικό καθεστώς ως συνέχεια των επιλογών του Καποδίστρια. Σε αυτή τη βάναυση ιδεολογική χρήση του παρελθόντος από τη χούντα θέλησα κι εγώ να απαντήσω. Αν και δεν απέφυγα μια κάποια αντίστροφη ιδεολογική χρήση που φάνηκε στο πρώτο άρθρο μου, το οποίο αναφερόταν στη δίωξη της εφημερίδας «Απόλλων» από τον Καποδίστρια, θέλω να πιστεύω ότι απέκτησα γρήγορα τα εφόδια και την εντιμότητα του ιστορικού. Και ότι αυτά αποτυπώθηκαν με μια ισορροπημένη προσέγγιση της καποδιστριακής περιόδου σε ό,τι ακολούθησε. Γενικά, για το πώς «χρησιμοποιήθηκε» ο Καποδίστριας στη διαδρομή του ελληνικού κράτους διατύπωσα τις απόψεις μου στο βιβλίο που έγραψα με τη συνάδελφο Χριστίνα Κουλούρη, «Τα πρόσωπα του Καποδίστρια. Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας και η νεοελληνική ιδεολογία (1831-1996)» (εκδ. Πορεία).
– Πλέον ασχολείστε μαζί του περίπου 50 χρόνια. Πώς εξελίχθηκε το έργο σας;
– Ξεκίνησα όταν με τη συμβουλή και συμπαράσταση της Δέσποινας Θεμελή-Κατηφόρη ανέλαβα ως θέμα διδακτορικής διατριβής την «Αντιπολίτευση κατά του κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια, 1828-1831». Η διατριβή εκπονήθηκε με επόπτη καθηγητή τον κ. Γ. Λεονταρίτη στο πλαίσιο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και εγκρίθηκε τον Φεβρουάριο του 1984. Πριν από την ολοκλήρωση της διατριβής και έπειτα από αυτήν, ασχολήθηκα σε άρθρα και επιστημονικές ανακοινώσεις με διάφορα θέματα της καποδιστριακής περιόδου. Ενα πρώτο άνοιγμα που περιέλαβε τη ζωή και δράση του Καποδίστρια πριν γίνει κυβερνήτης, επιχείρησα το 2009 στο δημοσίευμα «Ιωάννης Καποδίστριας», στη σειρά: «Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας» («Τα Νέα»/Ιστορική Βιβλιοθήκη).
Στη νέα βιογραφία ενσωμάτωσα πολλά από όσα ήδη είχα γράψει στις παραπάνω εργασίες. Θέλω, ωστόσο, να πιστεύω ότι οι καινούργιες προσθήκες είναι πολλές και κυρίως ουσιαστικές. Θα αναφέρω δύο βασικές: τη συστηματική αξιοποίηση των 176 επιστολών που ο Ιωάννης έστειλε στον πατέρα του Αντώνιο Μαρία Καποδίστρια μεταξύ των ετών 1809-1820 και την ενσωμάτωση πληροφοριών από τα ρωσικά αρχεία κυρίως με τη βοήθεια των έργων του Γκριγκόρι Αρς. Θέλω επίσης να πιστεύω ότι ακόμη και εκεί όπου η νέα έρευνα και οι προβληματισμοί μου δεν τροποποίησαν τις βασικές μου θέσεις για τη ιδεολογία και την πολιτική πρακτική του Καποδίστρια, καθώς και αυτών που τον αντιπολιτεύτηκαν, στο βιβλίο υπάρχουν πιο εκλεπτυσμένες προσεγγίσεις που αφήνουν περιθώρια για περαιτέρω προβληματισμό και ανταλλαγή απόψεων. Σε ένα επίπεδο στο οποίο τουλάχιστον γίνονται σεβαστοί οι βασικοί κανόνες ιστορικής γραφής.
– Δώστε μας περισσότερες πληροφορίες για τον τρόπο που εντάσσεται ο Καποδίστριας στην Επανάσταση: Πιστεύετε ότι αποτελεί μέρος της, ή κληρονομιά της;
– Κατά τη γνώμη μου θα ήταν μεγάλο λάθος να μην εντάξουμε την καποδιστριακή περίοδο στην Επανάσταση. Ο αγώνας των Ελλήνων δεν τελειώνει με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827. Παρά τη σημασία του, η υπερβολική έμφαση στο γεγονός αυτό δεν επισημαίνει παράλληλα ότι η αντοχή των επαναστατών επτά ολόκληρα χρόνια προκάλεσε τον ανταγωνισμό και τελικά την επέμβαση των δυνάμεων υπέρ των Ελλήνων. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι οι μάχες με τους Τούρκους συνεχίστηκαν έως το 1829. Οτι μόνο με τη νίκη των Ρώσων το έτος αυτό ο σουλτάνος αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη της Αδριανούπολης, και να δεχθεί τις αποφάσεις των δυνάμεων για αυτόνομο ελληνικό κράτος. Οτι η Ελλάδα ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος τον Φεβρουάριο του 1830 και ότι, με την παραίτηση του εκλεγέντος πρίγκιπα Λεοπόλδου ως μονάρχη και τις ενστάσεις του Καποδίστρια για τον περιορισμό των συνόρων, η εκκρεμότητα αυτή παρατάθηκε μέχρι την εκλογή του Οθωνα το 1832 και τη βελτίωση της οροθετικής γραμμής. Σε αυτό το χρονικό διάστημα μεσολάβησαν η κυβερνητική προσπάθεια του Καποδίστρια, η σύγκρουσή του με την αντιπολίτευση, η δολοφονία του, ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε.
Η ρευστή και ταραγμένη περίοδος 1827-1832 δεν μπορεί να κατανοηθεί επαρκώς αν δεν ενταχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο της Ελληνικής Επανάστασης. Ετσι τη βίωσαν όσοι μετείχαν, με τον έναν ή άλλον τρόπο, στα δρώμενα. Και για αυτό τον λόγο διεκδίκησαν επίμονα –με υπερβολικές ενίοτε προσδοκίες ακόμη και με όνειρα– να έχουν λόγο στις αποφάσεις για τη μορφή και το μέλλον του νέου κράτους, το οποίο προέκυψε και με τις δικές τους προσπάθειες.
– Τι σας έχει προσφέρει η έως τώρα μελέτη αυτής της ιστορικής περιόδου;
– Η Ελληνική Επανάσταση αποτελεί ένα συναρπαστικό φαινόμενο που συγκίνησε πολλούς άλλους λαούς. Η ενασχόληση μαζί της δίνει τη δυνατότητα, με τον πλούτο των σχετικών πηγών και την πολυπλοκότητα των θεμάτων που προκύπτουν, να μελετήσει κανείς πολλές όψεις τής τότε πραγματικότητας. Είναι μια πρόκληση για τον ιστορικό. Θέλησα και εγώ να μην την αποκρούσω. Και με τις δικές μου δυνάμεις να προσφέρω μια άλλη άποψη για όσα, με διχοτομικό τρόπο, αβασάνιστα και με ποικίλες σκοπιμότητες, αναπαράγουν τα στερεότυπα που κυριαρχούν στην ερμηνεία της νεότερης ιστορίας μας. Αυτά τα στερεότυπα εμποδίζουν τους Νεοέλληνες να αποκτήσουν μια στέρεη ιστορική γνώση που θα τους βοηθούσε να αντιμετωπίσουν, με επιπλέον νοητικά εφόδια και κριτικό πνεύμα, τα προβλήματα του παρόντος.
– Θεωρείτε ότι η ιδεολογική και πολιτική «χρήση» του Καποδίστρια και της εποχής του εξακολουθεί;
– H διχοτομική εικόνα που ακόμα και σήμερα επιχειρείται από πολλούς δεν βοηθά να τοποθετήσουμε τον Καποδίστρια στις ιστορικές πραγματικότητες της εποχής που έζησε και έδρασε. Η ωραιοποίηση –αγιοποίηση μερικές φορές– που δικαιώνει όλες του τις κυβερνητικές επιλογές, και παρασιωπά ή απλώς καταδικάζει οποιαδήποτε αντίθετη γνώμη ή πράξη, δεν βελτιώνει την ιστορική του εικόνα. Αντιθέτως τη βλάπτει. Ηδη έχουμε κάποια τέτοια δείγματα και φέτος.
Αντίθετα, κάθε ατεκμηρίωτη και μονομερής κριτική μόνο των αυταρχικών ή άλλων επιλογών του χωρίς την κατανόηση των συνθηκών που επικρατούσαν όταν ο Καποδίστριας ασκούσε την εξουσία, είναι ανιστόρητη. Υπάρχουν κι εδώ κάποια ισχυρά στερεότυπα που μάταια προσπαθεί ο ιστορικός λόγος να μετριάσει ή και να ανατρέψει. Λέγοντας ιστορικός λόγος εννοώ αυτόν που εκφέρεται ή γράφεται με ορισμένες προϋποθέσεις, με ορισμένα εφόδια και όχι αυτοσχεδιάζοντας και αυθαιρετώντας.
– Πιστεύετε ότι ο φετινός επετειακός εορτασμός των 200 χρόνων από την Επανάσταση θα συμβάλει σε μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση εκείνης της περιόδου;
– Φέτος θα έλεγα ότι πληθαίνουν, για διάφορους λόγους, οι βιαστικές και χωρίς ιδιαίτερη βάσανο εκδηλώσεις, λόγοι και γραφές για να εξασφαλιστεί μια κάποια συμμετοχή στην επικαιρότητα. Ευτυχώς, παράλληλα σχεδιάζονται και άρχισαν να εκτυλίσσονται υπεύθυνες και στοχαστικές ομιλίες σε συνέδρια ή με άλλες ευκαιρίες, καταρτίστηκαν ερευνητικά προγράμματα, κυκλοφόρησαν ήδη αξιόλογες μελέτες και άλλες σύντομα θα ακολουθήσουν που αξιοποίησαν νέα τεκμήρια, επανεκτίμησαν τα ήδη γνωστά, πρότειναν νέες ερμηνείες. Και το πιο ίσως παρήγορο, ενεπλάκησαν στο παραγνωρισμένο τις τελευταίες δεκαετίες από την ελληνική ιστοριογραφία 1821 αρκετοί νέοι ερευνητές. Η Ελληνική Επανάσταση, στην οποία φυσικά εντάσσεται και η καποδιστριακή περίοδος, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και χρειάζεται να σκύψουμε στη μελέτη της με την απαραίτητη γνώση και υπευθυνότητα.
Μάρω Βασιλειάδου
23/3/2021
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ