Ο μακρύς αποχαιρετισμός του Ερντογάν.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 
(1) Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης: 
Οι τρεις λόγοι πίσω από την απόφαση Ερντογάν για απόσυρση. (2) Τι προβλέπουν επενδυτικοί οίκοι για την τουρκική οικονομία.



 Ο μακρύς αποχαιρετισμός του Ερντογάν.
  
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, παραμονές του τελευταίου συνεδρίου του ΑKP, ο Ερντογάν προχώρησε σε μια σειρά από πολιτικές πρωτοβουλίες, οι οποίες άφησαν την τουρκική και τη διεθνή κοινή γνώμη άναυδη. Αποφάσισε να αποχωρήσει από τη σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως για τα δικαιώματα της γυναίκας, έσπρωξε το κουρδικό κόμμα στην παρανομία και παραχώρησε κρατικές εγγυήσεις για τις εταιρείες που θα ασχοληθούν με την κατασκευή του καναλιού Ιστανμπούλ (που θα παρακάμψει τον Βόσπορο). Επιπλέον, προς έκπληξη όλων, αντικατέστησε τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας, Νατσί Αγκμπάλ, μόλις τέσσερις μήνες μετά τον διορισμό του.

Μπορεί όλες αυτές οι πρωτοβουλίες να φαίνονται μεταξύ τους ασύνδετες, αλλά δεν είναι. Ηταν μια προσπάθεια του Ερντογάν να κάνει χατίρια σε όλες τις ομάδες του ετερόκλητου συνασπισμού με τον οποίο κυβερνάει: Προσέφερε τους Κούρδους βορά στους εθνικιστές του MHP, αποχώρησε από τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για να κερδίσει τους συντηρητικότερους ισλαμιστές και έδωσε κρατικές εγγυήσεις στο έργο του καναλιού Ιστανμπούλ για να τάξει κερδοφόρες κρατικές δουλειές στις μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες που είναι φίλα διακείμενες προς το κόμμα του. Τέλος, απέλυσε τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας προκειμένου να ικανοποιήσει τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τις μεγάλες εταιρείες που έχουν υπέρογκα δάνεια και πλήττονται από τα υψηλά επιτόκια.

Ο Αγκμπάλ είχε καταφέρει να σταθεροποιήσει την τιμή της τουρκικής λίρας και να προσελκύσει ξένα κεφαλαία δισεκατομμυρίων. Φαντάζει παράξενη η αντικατάστασή του τη στιγμή που είχε αρχίσει η πολιτική του να αποδίδει καρπούς. Οι εκλογές είναι ακόμη μακριά, σε δύο χρόνια. Θα μπορούσε άνετα ο Ερντογάν να επιμείνει στην ορθόδοξη οικονομική πολιτική έως ότου αποδώσει καρπούς σε 6-12 μήνες. Επειτα θα είχε στη διάθεσή του χρόνο πριν από τις επόμενες εκλογές για να χαλαρώσει εκ νέου τη νομισματική πολιτική του.

Προς τι, λοιπόν, η αναστροφή; H φθίνουσα πορεία του κόμματός του μας δίνει την απάντηση. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το ΑKP να περιορίζεται στο 25-28% των ψήφων πριν από την κατανομή των αναποφάσιστων. Ακόμη χειρότερα, οι αναποφάσιστοι προέρχονται μέσα από το ΑKP και φαίνεται να έχουν κλείσει οριστικά την πόρτα πίσω τους, χωρίς να έχουν αποφασίσει ποιο από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα θα ψηφίσουν. Οι ίδιες δημοσκοπήσεις δείχνουν τον Ερντογάν να μην έχει απήχηση στη νεολαία, τη στιγμή που επτά εκατομμύρια νέων ψηφοφόρων θα προστεθούν στους εκλογικούς καταλόγους στις επόμενες εκλογές.

Είναι η φθορά λοιπόν που πιέζει τον Ερντογάν. Γνωρίζει ότι παρότι οι εκλογές είναι ακόμη μακριά, οι αριθμοί των δημοσκοπήσεων έχουν τη δική τους σημασία. Αν συνεχίσει να πέφτει η δημοτικότητα του ΑKP, ο συνασπισμός του θα κινδυνεύσει να καταρρεύσει. Στην πολιτική τίποτα δεν φθείρει περισσότερο από την αντίληψη της αδυναμίας.

Η οικονομική πολιτική του Ερντογάν θυμίζει κάπως τις δικές μας μνημονιακές κυβερνήσεις. Ενώ τη μια μέρα ορκίζονταν ότι θα εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις με ζέση και ορμή, πολύ σύντομα, τρομοκρατημένες από την απώλεια της δημοτικότητάς τους, εγκατέλειπαν την προσπάθεια. Το αποτέλεσμα ήταν να βρουν μπροστά τους τα ίδια οικονομικά προβλήματα διογκωμένα και πιο δυσεπίλυτα.

Ο Ερντογάν πιέζεται πολύ και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Οχι βέβαια από την Ευρώπη και τη Γερμανία, που δείχνει να ανέχεται κάθε παραστράτημά του σε θέματα διεθνούς επιθετικότητας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και καταστρατήγησης των θεσμών. Αλλωστε οι Γερμανοί, που έχουν προσφέρει στον κόσμο τον όρο ρεαλπολιτίκ, είναι αυτοί που ασκούν και την ανάλογη πολιτική σήμερα. Ως δύναμη που παραδοσιακά κοίταζε την Ανατολή και θεωρεί την Τουρκία προνομιακό πεδίο δράσης, δεν βρίσκει κανένα λόγο να πιέσει ιδιαίτερα τον Ερντογάν.

Η Αμερική, αντιθέτως, παίζει ένα παιχνίδι υπομονής. Γνωρίζοντας καλά ότι δεν πρέπει να είναι αυτή που θα δώσει το σκούντημα που θα ρίξει τον Ερντογάν, κάθεται στο πλάι και παρακολουθεί τις εξελίξεις. Ενώ η Τουρκία πολύ θα ήθελε να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ο πρόεδρος Μπάιντεν, ήδη τρεις μήνες αφότου ανέλαβε την προεδρία, δεν έχει καν σηκώσει το τηλέφωνο να μιλήσει με τον Ερντογάν. Οι δε αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης δεν έχουν καν αρχίσει να διαπραγματεύονται με τους Τούρκους. Ολα αυτά χωρίς οι ΗΠΑ να έχουν τραβήξει από το τραπέζι την απειλή των κυρώσεων και χωρίς να έχει κλείσει υπόθεση Halk Bank στα δικαστήρια της Νέας Υόρκης.

Η αντικατάσταση του διοικητή της κεντρικής τράπεζας λοιπόν όπως και όλες οι άλλες πρωτοβουλίες του Ερντογάν είναι κινήσεις αμυντικές, μια προσπάθεια συγκράτησης της πτώσης, ένα κομμάτι κρέας για τα σκυλιά ώστε να μη δαγκώσουν τον αφέντη τους.

Βέβαια, το οικονομικό πρόβλημα που δεν λύνεις σήμερα επιστρέφει δυσκολότερο αύριο. Πολλά θα εξαρτηθούν από τις διεθνείς οικονομικές συγκυρίες. Μήπως, αργά ή γρήγορα, η οικονομική πολιτική του Ερντογάν καταρρεύσει κάτω από το βάρος των εσωτερικών της αντιφάσεων;

  Bασίλης Θ. Καρατζάς,
 διευθύνων σύμβουλος της Levant Partners ΑΕΔΟΕΕ.


29/3/2021


            ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ           

 


Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης: 
Οι τρεις λόγοι πίσω από την απόφαση Ερντογάν για απόσυρση. 
 
Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξέδωσε διάταγμα στις πρώτες πρωινές της 20ης Μαρτίου, σύμφωνα με το οποίο αποσύρεται η Τουρκία από τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, που αφορά την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. Η συνθήκη θέτει ολοκληρωμένα πρότυπα για την προστασία των γυναικών από κάθε μορφή βίας. Η απόσυρση προκάλεσε εκτεταμένες διαμαρτυρίες από ομάδες υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών και μια αναταραχή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που επικρίνουν την απόφαση και φοβούνται ότι αυτή η κίνηση είναι προάγγελος δεινών για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, μια χώρα με υψηλά ποσοστά βίας προς γυναίκες: Μόλις το 2020, δολοφονήθηκαν τουλάχιστον 300 γυναίκες. Μετά την οργή του κοινού για την απόσυρση, οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι απάντησαν με στόμφο ότι τα δικαιώματα των γυναικών κατοχυρώνονται στην εθνική νομοθεσία και ότι δεν υπάρχει ανάγκη για διεθνείς νόμους. Ο υπεύθυνος επικοινωνίας του Ερντογάν, Φαχρετίν Αλτούν, υπερασπίστηκε την απόφαση με τον ισχυρισμό ότι η Συνέλευση "παραβιάστηκε από μια ομάδα ανθρώπων που προσπαθούσαν να παρουσιάσουν την ομοφυλοφιλία ως νόρμα" και ότι αυτό είναι ασυμβίβαστο με τις κοινωνικές και οικογενειακές αξίες της χώρας. Η Τουρκία ήταν το πρώτο κράτος που επικύρωσε τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και έγινε το πρώτο που αποσύρθηκε. Τι κρύβεται πίσω από την απόσυρση;

Η πολιτική λογική του Ερντογάν: 
Να παραμείνει στην εξουσία με κάθε κόστος

Τον Αύγουστο του 2020, αξιωματούχοι του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) δήλωσαν ότι η Τουρκία σκεφτόταν να αποσυρθεί από τη Σύνθήκη της Κωνσταντινούπολης αφού θρησκευτικοί συντηρητικοί και διάφορα μουσουλμανικά γκρουπ ξεκίνησαν μια έντονη προσπάθεια άσκησης πίεσης εναντίον της Σύμβασης, προειδοποιώντας ότι καταστρέφει "παραδοσιακές τουρκικές οικογενειακές αξίες". Αν και ισχυρίστηκαν ότι η συνθήκη καταστρέφει οικογένειες και προωθεί την ομοφυλοφιλία, συντηρητικές ομάδες γυναικών που υποστηρίζουν το AKP την υπερασπίστηκαν. Η οικογένεια Ερντογάν συμμετείχε τεχνηέντως στη διαμάχη, χωρίς ουσιαστικά να συμμετάσχει καθώς τα δύο παιδιά του συμμετείχαν σε ομάδες και στις δύο πλευρές της συζήτησης. Λόγω αυτών των εσωτερικών εντάσεων στο AKP, αλλά και της μετατροπής της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί, η συζήτηση αναβλήθηκε.

Αν και πρόσφατες δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι το 84% του τουρκικού κοινού αντιτάχθηκε στην αποχώρηση από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και η μεγάλη πλειοψηφία των συντηρητικών γυναικών είναι υπέρ αυτής, ο πρόεδρος Ερντογάν αποφάσισε να αποσυρθεί από τη συνθήκη, παραβλέποντας όχι μόνο το διεθνές δίκαιο που είναι διασυνδεδεμένο με το Σύνταγμα της χώρας αλλά και τη νομοθετική εξουσία του κοινοβουλίου. Αυτή η κίνηση έρχεται εν μέσω της σημαντικής διάβρωσης της υποστήριξης προς τον Ερντογάν και την άτυπη συμμαχία του με το υπερεθνικιστικό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP). Η αποχώρηση από τη Σύμβαση δίνει στον Ερντογάν τρία πολιτικά πλεονεκτήματα που θα τον βοηθήσουν να διατηρήσει την εξουσία.

Πρώτον, ο Ερντογάν και το ΑΚΡ του στοχεύουν να αναζωογονήσουν τη συντηρητική τους βάση ψηφοφόρων, η οποία ήταν δυσαρεστημένη με την οικονομική ύφεση - μια πραγματικότητα την οποία η πανδημία όξυνε. Η κυβέρνηση του AKP δεν μπορεί να περιορίσει το υψηλό επίπεδο πληθωρισμού, την ίδια ώρα που τα ποσοστά ανεργίας και φτώχειας παραμένουν υψηλά. Η αποχώρηση από τη Συνθήκη είναι μια συμβολική χειρονομία, αλλά θα φέρει βραχυπρόθεσμη ανακούφιση, όπως επέφερε και η μετατροπή της Αγια-Σοφιάς.

Δεύτερον, έχοντας κατά νου μια πιθανή εκλογική ήττα, ο Ερντογάν αναζητά νέους συμμάχους. Έτσι, έκανε μια απόπειρα προσέγγισης, τον Ιανουάριο του 2021, με το ισλαμιστικό Κόμμα Ευδαιμονίας (Saadet Partisi , SP), του Τεμέλ Καραμολάογλου, το οποίο βρίσκεται σε αντιπολιτευτική συμμαχία με κοσμικά, εθνικιστικά και συντηρητικά κόμματα. Στις προηγούμενες εκλογές του 2015 έλαβε κοντά στο 2% αποτυγχάνοντας να μπει στη βουλή. Το SP μοιράζεται τις ίδιες ισλαμικές ρίζες με το AKP, μιας και ο αρχηγός του, από το 1926 μέχρι και τον θάνατό του το 2011 ήταν ο πολιτικός και πνευματικός πατέρας του νυν Τούρκου προέδρου, Νετζμετίν Ερμπακάν. Είναι δημοφιλές στους υπερ-συντηρητικούς ψηφοφόρους, οι οποίοι υποστηρίζουν με ενθουσιασμό την αποχώρηση από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Στη συνάντησή του με το SP, ο Ερντογάν χρησιμοποίησε την απόσυρση ως διαπραγματευτική συμφωνία για πιθανή εκλογική συμμαχία στο μέλλον. Δεν σκοπεύει μόνο να ενισχύσει το δικό του ψηφοδέλτιο, αλλά και να σπάσει την αντιπολιτευτική συμμαχία, η οποία κερδίζει έδαφος, ειδικά μετά την ανέλπιστη επιτυχία στις δημοτικές εκλογές του 2019, όταν Γιαβάς και Ιμάμογλου του CHP της αξιωματικής αντιπολίτευσης κέρδισαν τη δημαρχία της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης αντίστοιχα.

Τρίτον, για να ενισχύσει την εικόνα του ως ηγέτη με θέληση, ο Τούρκος πρόεδρος έχει εντείνει το επίπεδο καταστολής καταπιέζοντας τις δημοκρατικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που τολμούν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία του. Αυτή τη φορά, έχει στοχεύσει τους υποστηρικτές των δικαιωμάτων των γυναικών, οι οποίοι συνεχώς επικρίνουν την κυβέρνηση για την μη αυστηρή εφαρμογή των προστατευτικών μέτρων της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης.

Οι πολιτικές προϋποθέσεις ως απαραίτητη ευρωπαϊκή αντίδραση

Αυξάνοντας το επίπεδο καταστολής στην εγχώρια πολιτική, η Άγκυρα ενέτεινε την "διπλωματική επίθεση γοητείας" της για να επαναφέρει τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Σε αυτό το πλαίσιο, οι Βρυξέλλες όχι μόνο πρέπει να καταδικάσουν την απόφαση αλλά και να αναθεωρήσουν την ατζέντα ΕΕ-Τουρκίας, επιβάλλοντας πολιτικούς όρους σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, οι οποίοι για άλλη μια φορά παραβιάστηκαν με την αποχώρηση της Άγκυρας από τη Σύμβαση. Αυτή η προσέγγιση είναι απαραίτητη για δύο λόγους. Πρώτον, οι Βρυξέλλες μπορούν να στείλουν ένα ενθαρρυντικό μήνυμα σε δημοκρατικά τμήματα της κοινωνίας των πολιτών και της αντιπολίτευσης, υπογραμμίζοντας ότι η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης είναι ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ότι ο μοναδικός σκοπός της είναι η προστασία των γυναικών από τη βία και όχι η υπονόμευση των εθνικών αξιών και παραδόσεων της Τουρκίας. Δεύτερον, η απομάκρυνση της Άγκυρας είναι επίσης προς το συμφέρον της Ευρώπης. Η απόσυρση μπορεί να έχει επιπτώσεις σε άλλα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες προσπάθειες της πολωνικής κυβέρνησης να αντικαταστήσει τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης με μια εναλλακτική "οικογενειακή" συνθήκη που βρίσκει υποστήριξη και από άλλες κυβερνήσεις της Κεντρικής Ευρώπης, η αντίδραση κατά των δικαιωμάτων των γυναικών στην Ευρώπη δεν είναι μύθος, αλλά μάλλον πραγματικότητα.

Πέτρος Κράνιας


29/3/2021




        ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ    


Χωρίς συναλλαγματικά αποθέματα, λόγω της ανάλωσής τους στην υπεράσπιση του εθνικού νομίσματος και με ένα δυσθεώρητα υψηλό βραχυπρόθεσμο χρέος για τις δυνατότητες της τουρκικής οικονομίας, όπως επίσης και με την τουριστική βιομηχανία, την βασική πηγή συναλλάγματος σε χειμέρια νάρκη λόγω της πανδημίας, η χώρα βαδίζει με μαθηματική ακρίβεια σε οδυνηρή κρίση.