Η θανάσιμη αντιμαχία ελλαδικού κράτους και Ελληνισμού ως αιτία της νεοελληνικής κακοδαιμονίας.


 
 Η θανάσιμη αντιμαχία ελλαδικού κράτους και Ελληνισμού
 ως αιτία της νεοελληνικής κακοδαιμονίας.
 
Εκ προοιμίου το γεγονός που θα σηματοδοτήσει το νέο έτος είναι η συμπλήρωση δύο αιώνων από την ελληνική επανάσταση και η ιστορική αναδρομή στα έργα και στις ημέρες των πρωταγωνιστών της εθνικής Παλιγγενεσίας. Αν η αναδρομή αυτή επιχειρηθεί δια των πεπραγμένων του κράτους θα καταλήξει να δοξάζει και να εξυμνεί τα επιτεύγματά του, όπως διδάσκει εν πολλοίς η κρατική διανόηση επικουρούμενη από τη νεωτερική επιστήμη. Αντιθέτως, αν η εξιστόρηση γίνει με γνώμονα τα πεπραγμένα του έθνους θα οδηγήσει στον αναστοχασμό του παρελθόντος, χωρίς τάσεις προγονοπληξίας, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.

Αυτό διδάσκει η νέα κοινωνική επιστήμη που θεμελίωσε ο Καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης υπό τον εύγλωττο όρο Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία. Πρόκειται για μια ολιστική γνωσιολογική μέθοδο που μελετά, αναλύει και ερμηνεύει τα ιστορικά φαινόμενα με βάση τις αυθεντικές πηγές και πρωτότυπες μαρτυρίες, και όχι τις ιδεολογικές αγκυλώσεις της νεοτερικότητας.

Για τον κορυφαίο Έλληνα στοχαστή, ο Ελληνισμός δομείται ως Έθνος - Κοσμοσύστημα με καταστατικό θεμέλιο την κοινωνία της πόλης. Εντός αυτής αναπτύσσονται οι ανθρωποκεντρικές παράμετροι της εγχρήματης οικονομίας, του ελεύθερου εμπορίου και της εταιρικής εργασίας, που διαχρονικά χαρακτηρίζουν τη δημοκρατική υποστασιοποίηση του Ελληνισμού με όρους καθολικής ελευθερίας. Αυτή είναι η έννοια του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος.

Στον αντίποδα, ο Κοντογιώργης τοποθετεί τον υπόλοιπο κόσμο που απαρτίζει το λεγόμενο δεσποτικό κοσμοσύστημα, στη βάση του ανήκειν στον αφέντη της αφροασιατικής δεσποτείας ή στον φεουδάρχη της ευρωπαϊκής απολυταρχίας. Με άλλα λόγια, το αντικειμενικό κριτήριο που εισάγει ο Κοντογιώργης είναι το μέτρο της βιούμενης από τις εκάστοτε κοινωνίες ελευθερίας, ώστε αυτό να τις διακρίνει τυπολογώντας και τα αντίστοιχα πολιτεύματα, ως εξής:

α. σε πρωτοανθρωποκεντρικές κοινωνίες που βιώνουν μόνο τη βασική ατομική ελευθερία εντός μοναρχικών πολιτευμάτων,

β. σε ανθρωποκεντρικές κοινωνίες που βιώνουν ατομική και κοινωνική ελευθερία εντός του αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων και

γ. σε τέλειες ανθρωποκεντρικές κοινωνίες που βιώνουν σωρευτικά την ατομική, κοινωνική και πολιτική, δηλαδή την καθολική ελευθερία εντός δημοκρατικών πολιτευμάτων. Ώστε η βίωση ή μη της ελευθερίας αναδυόμενη μέσα από πληθώρα ιστορικών πηγών δεν καταλείπει αμφιβολία ότι τα εθνικά κράτη της νεωτερικής εποχής πόρρω απέχουν από το να εκπροσωπούν τις δημοκρατικές πολιτείες καθόσον αναγνωρίζουν στους πολίτες υπηκόους τους την ελάχιστη ατομική ελευθερία ως προσωπική αυτονομία, ενώ στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο τους απονέμουν δικαιώματα, αλλά όχι αντίστοιχες ελευθερίες.

Ο Κοντογιώργης στο έργο του που τιτλοφορείται “Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος: δύο αιώνες αντιμαχίας 1821-2021” και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ποιότητα, διατρανώνει ότι η ελευθερία του Γένους ανέκαθεν διερχόταν από την ελευθερία των ελληνικών πόλεων/κοινών. Η μεταλαμπάδευση των δημοκρατικών παραδόσεων του ελληνικού κόσμου από την απώτερη αρχαιότητα στη βυζαντινή Οικουμένη έγινε με την μεταφορά της πρωτεύουσας από τη δυτική Ρώμη στο Βυζάντιο το 330 μΧ από τον Μέγα Κωνσταντίνο, που σηματοδότησε την πολιτισμική προσκύρωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην ελληνοβυζαντινή Κοσμόπολη.

Εντός αυτής ολοκληρώθηκε η ανθρωποκεντρική φυσιογνωμία του Ελληνισμού, με επίκεντρο το μητροπολιτικό δήμο της βασιλεύουσας Πόλης, όχημα την έννομη επιστασία του βυζαντινού βασιλιά και πρόσημο την περιφερειακή αυτοθέσμιση των επιμέρους πόλεων. Ακόμη και μετά την άλωση της Πόλης το 1453 μΧ, όταν ο Ελληνισμός υποδουλώθηκε στον Οθωμανό κατακτητή, διατήρησε ωστόσο -πλην ορισμένων εξαιρέσεων- το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο του εντός των κοινών της τουρκοκρατίας (πχ. τα κοινά των Αμπελακίων, των Μαντεμοχωρίων, των Μαστιχοχωρίων κλπ).

Για λόγους που ανάγονται στον πλημμελή τρόπο που εκδηλώθηκε η ελληνική Επανάσταση και που ανάγλυφα αποδίδει ο συγγραφέας, ο Ελληνισμός ηττήθηκε το 1821 διότι απέτυχε να υλοποιήσει το διττό επαναστατικό του πρόταγμα, που ήταν αφενός η εθνική απελευθέρωση κι αφετέρου η συγκρότηση του ελληνικού κοσμοκράτους στα πρότυπα της βυζαντινής Οικουμένης. Η μνημειώδης Χάρτα του Ρήγα αποτυπώνει με ακρίβεια τα γεωγραφικά όρια του υπό σύσταση κράτους των Ελλήνων, το οποίο θα εκτεινόταν από τα νησιά της Μεσογείου ως τα πέρατα της βαλκανικής χερσονήσου και θα περιέκλειε όλον τον τότε ελληνικό κόσμο, που πληθυσμιακά υπερτερούσε άλλων εθνών της εποχής εκείνης και οικονομικά ηγεμόνευε σε τρεις αυτοκρατορίες.

Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια έβαλε ταφόπλακα στο επαναστατικό όραμα του Γένους κι επέτρεψε στις προστάτιδες δυνάμεις να εγκαθιδρύσουν ένα θνησιγενές προτεκτοράτο στον ελλαδικό χώρο. Τον Απρίλιο του 1832 μΧ οι Δυνάμεις της ευρωπαϊκής απολυταρχίας εμφύτευσαν το πολιτειακό τους ομοίωμα στη μήτρα του Ελληνισμού, ως αντάλλαγμα για την εκ μέρους τους παραχώρηση της ανεξαρτησίας του νεοσύστατου κρατιδίου στην Πελοπόννησο και Στερεά.

Έκτοτε οι περιπέτειες του Ελληνισμού εντάθηκαν με την κατάργηση των δημοκρατικών κοινών από τον Όθωνα και την καθιέρωση της βαυαρικής απολυταρχίας. Ως υποκατάστατο των καταργημένων κοινών αναδύθηκε η βουλευτοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας καλλιεργήθηκαν οι πελατειακές σχέσεις μεταξύ πολιτικών και πολιτών. Η μετεξέλιξη της βουλευτοκρατίας του 19ου αιώνα στην κομματοκρατία του 20ου υποδηλώνει ότι πλέον το πολιτικό σύστημα ίππευσε το κράτος, και ιδιοποιήθηκε τις δημόσιες λειτουργίες του, εξωθώντας τη νεοελληνική κοινωνία σε ρόλο ιδιώτη. Αυτό το φαύλο σύστημα αφού απομύζησε κάθε δημιουργική ικμάδα του μείζονος Ελληνισμού, επιδόθηκε στον αφανισμό του και τώρα πια καταγίνεται να εξοντώσει και τον ελάσσονα ελλαδικό Ελληνισμό.

Υπό αυτό το πρίσμα ιδωμένη η ιστόρηση της διακοσιονταετηρίδας θα φωτίσει τις πραγματικές πτυχές της ελληνικής κοσμοϊστορίας σμιλεύοντας συνάμα την επανεκκίνησή της προς τα εμπρός.

 Ευαγγελία Κοζυράκη
Δικηγόρος Αθηνών & ειδική επιστήμων ΣτΚ, τ. Νομική σύμβουλος ΥΠΕΘΑ

https://www.liberal.gr/apopsi/i-thanasimi-antimachia-elladikou-kratous-kai-ellinismou-os-aitia-tis-neoellinikis-kakodaimonias/346404

 1/1/2021


      ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ    



Γιώργος Κοντογιώργης, «Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος. 
Δύο αιώνες αντιμαχίας, 1821-2021» 
 
Ο Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και πρώην Πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργος Κοντογιώργης με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος. Δύο αιώνες αντιμαχίας, 1821-2021» από τις Εκδόσεις Ποιότητα, συζητά στις 17.3.2021 με την δημοσιογράφο-φιλόλογο κ. Βίκυ Φλέσσα στην εκπομπή «Στα Άκρα» της ΕΡΤ2.

18/3/2021



Περίληψη
Η δημιουργία του ελλαδικού απολυταρχικού κράτους το 1832, και μάλιστα ως θνησιγενούς προτεκτοράτου, σήμανε την ολοκληρωτική αποτυχία της ελληνικής επανάστασης και την εγκαινίαση μιας θανάσιμης αντιμαχίας με τον ελληνισμό, ο οποίος βίωνε αδιάκοπα από την αρχαιότητα έως τότε το ανθρωποκεντρικό γινόμενο της ελευθερίας, και μάλιστα στη φάση της οικουμένης. Η ελληνική επανάσταση του 1821 απέβλεπε όντως στην ανάκτηση του κράτους της οικουμένης, την κοσμόπολη, με υπόβαθρο τις πόλεις/κοινά, δομημένες πολιτειακά με όχημα την εταιρική οικονομία και τη δημοκρατία. Το κράτος της απολυταρχίας αποτέλεσε εξαρχής ξένο σώμα στον κορμό του ελληνισμού και, ως εκ τούτου, έθεσε ένα προαπαιτούμενο προκειμένου να μην απορριφθεί: την αποβολή των ανθρωποκεντρικών του θεμελίων (των κοινών, της εταιρικής οικονομίας, της δημοκρατίας) από το σώμα της ελληνικής κοινωνίας και κατ' επέκταση του κοσμοπολιτειακού του προτάγματος. Για να υλοποιηθεί όμως το ζητούμενο, προϋπετίθετο να διαρρήξει ο ελληνισμός τη σχέση του με τις αξιακές κληρονομιές του, να αποξενωθεί από το πολιτισμικό του έρμα και να επανεκκινήσει την ιστόρησή του με ρήτρα τις οφειλές του στον "δυτικό κανόνα". Εφεξής ο "Νεοέλληνας" εδιδάσκετο να βλέπει τον εαυτό του με τα μάτια του κράτους της απολυταρχίας και της διάδοχης συνταγματικής/αιρετής μοναρχίας, δηλαδή με την (περιορισμένη) οπτική του μεταφεουδαλικού ανθρώπου. Τα πεπραγμένα του ελλαδικού κράτους κυριαρχούνται από την εν λόγω αντιμαχία που απέληξε στην εκρίζωση των θεμελίων της ελληνικής ανθρωποκεντρικής οικουμένης και συνακόλουθα στην ολοκληρωτική εξαφάνιση του μείζονος ελληνισμού. Ακριβώς επειδή το εν λόγω κράτος αποτέλεσε εξαρχής ξένο σώμα προς την ανθρωποκεντρική ιδιοσυστασία της ελληνικής κοινωνίας, μεθαρμόσθηκε ταχέως σε ένα εκφυλιστικό ομοίωμα του δυτικού "παραδείγματος" και εντέλει σε ένα ιδιότυπο καθεστώς, οριζόμενο από την έννοια της κομματοκρατίας.

Ένα βιβλίο συλλογικής και ατομικής αυτογνωσίας

    Το βιβλίο αυτό με τον τίτλο «Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος: δύο αιώνες αντιμαχίας 1821-2021» του καθηγητή της πολιτικής επιστήμης και εισηγητή της Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας Γιώργου Κοντογιώργη, που κυκλοφόρησε κατά τις πρώτες μέρες του έτους, γράφτηκε με αφορμή την διακοσιετηρίδα της Ελληνικής Επανάστασης και έρχεται να ανατρέψει, άκρως πειστικά και με οδηγό τις πρωτογενείς πηγές, την καθιερωμένη και καθ’ όλα επιβεβλημένη από το ισχύον εξουσιαστικό πολιτικό σύστημα και την προσαρτηματική του διανόηση αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η Επανάσταση ως γέννημα του δυτικού Διαφωτισμού και προέκταση των μεγάλων επαναστάσεων του 17ου και 18ου αιώνα σε Αγγλία, Αμερική και Γαλλία, στέφθηκε με επιτυχία και οδήγησε στη δημιουργία ενός «ανεξάρτητου» και «δημοκρατικού» νεοελληνικού κράτους, που με τη σειρά του εξασφάλισε στην ελληνική κοινωνία ό, τι καλύτερο θα μπορούσε εκείνη εδαφικά, θεσμικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά να έχει. Το εγχείρημά του θα εγγραφόταν ως μία ακόμη άποψη που έρχεται να προστεθεί σε πολλές άλλες, περισσότερο ή λιγότερο καλά τεκμηριωμένες, επί ενός κομβικού ιστορικού γεγονότος που καθόρισε τη μοίρα του ελληνισμού, εάν υπό το καταυγαστικό φως του δεν αποκαλύπτονταν με τόση καθαρότητα στα μάτια και τη συνείδηση του έκπληκτου αναγνώστη οι αντικειμενικές αιτίες όλων εκείνων των δύσμορφων συμπεριφορών της νεοελληνικής κοινωνίας – από τις πελατειακές σχέσεις μέχρι την απροσχημάτιστη εχθρότητά της προς το κράτος και από την ανοχή της στα κραυγαλέα φαινόμενα πολιτικής διαφθοράς μέχρι την αναπαραγωγική αυτών συνενοχή της στο πεδίο της καθημερινότητας -, για τις οποίες η κυρίαρχη ενιαία σκέψη, είτε ενοχοποιεί την ίδια την κοινωνία αποδίδοντάς τες σχεδόν μεταφυσικά στην ελαττωματική ιδιοσυγκρασία της, είτε αναθεματίζει το οθωμανικό και εκτατικά το βυζαντινό της παρελθόν, μεταλλάσσοντάς το ψευδοϊστορικά σε ένα είδος πρωθύστερου καθαρτηρίου κάθε ανομήματος του δυτικοεξαρτημένου κομματοκρατούμενου νεοελληνικού κράτους.

Ο καθηγητής στην εισαγωγή του βιβλίου του φέρνει με ειλικρίνεια και εντιμότητα τον αναγνώστη του αντιμέτωπο με ένα θεμελιώδες δίλημμα από την επιλογή έναντι του οποίου θα εξαρτηθεί και το εύρος, το βάθος και η διαύγεια της κατανόησης του ιστορικό παρελθόντος της κοινωνίας ή εθνικής ολότητας στην οποία είναι ενταγμένος, άρα και της ίδιας της ύπαρξής του ως ιστορικού υποκειμένου και συνεκδοχικά του παρόντος και του μέλλοντός της. Καλείται, λοιπόν, ο αναγνώστης να αποφασίσει εάν θα δεχτεί την ιστόρηση του ελληνισμού με βάση τα πεπραγμένα του κράτους ή τα πεπραγμένα του έθνους. Αν επιλέξει να ατενίσει τα τελευταία διακόσια χρόνια με βάση όσα το κράτος έπραξε για εκείνον, τότε δεν έχει νόημα να συνεχίσει την ανάγνωση, καθώς μπορεί να καθίσει αναπαυτικά πάνω στην πλάνη όσων μέχρι τώρα έχει μάθει μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα και όλες τις άλλες του προσλαμβάνουσες, ότι δηλαδή το έθνος είναι μία νοητή κατασκευή δια της οποίας το κράτος υποστασιοποίησε την ύπαρξη του, εξασφαλίζοντάς του τη μέγιστη δυνατή ευημερία στους κόλπους μιας καθ’ όλα «δημοκρατικής» πολιτείας. Αν, όμως επιλέξει να αντιληφθεί την ιστορική του διαδρομή με βάση τα πεπραγμένα του έθνους του, τότε ενεός θα διαπιστώσει από τις πρώτες σελίδες του πονήματος πως αυτή ανάγεται αδιαλείπτως σε μεγάλο βάθος μέσα στο χρόνο και ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν παρά ένας σταθμός στην εξέλιξή της, ο οποίος ωστόσο έμελλε να αποβεί μοιραίος. Αντί για νικητής, όπως η στρεβλή πολιτική του ανατροφή τον έχει μάθει να νιώθει, θα αισθανθεί αίφνης ηττημένος. Βαθμιαία θα καταλάβει, συνεχίζοντας την ανάγνωση, ότι ο ελληνισμός από την Επανάσταση βγήκε συντριπτικά νικημένος. Αντί να κεφαλαιοποιήσει το ανθρωποκεντρικό του κεκτημένο, το οποίο μέχρι τότε είχε διαγράψει μία πλήρη εξελικτική τροχιά στο κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας, από το προαντιπροσωπευτικό στάδιο των αρχαϊκών χρόνων, τον 8ο π.Χ. αιώνα, μέχρι την ώριμη κοσμοσυστημικά φάση της βυζαντινής κοσμόπολης και ακολούθως των εν οθωμανοκρατία δημοκρατικών κοινών, στους κόλπους των οποίων το άτομο βίωνε την πλήρη – ατομική, κοινωνική και πολιτική – ελευθερία, υποχρεώθηκε δια της βίας κατά τη μετάβαση στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας, όχι μόνο να ξεκινήσει τη πολιτική και πολιτειακή του διαδρομή από την αρχή, αλλά ακόμη χειρότερα να σβήσει από τη μνήμη του το προϋπάρχον φορτίο ωσάν αυτό να μην υπήρξε ποτέ. Έτσι, αντί το ελληνικό έθνος να δημιουργήσει ένα κράτος πλήρους δημοκρατίας στο κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας, που θα αποτελούσε οδηγό και για τα υπόλοιπα κράτη, τα οποία τότε εξέρχονταν της φεουδαρχίας και του δεσποτισμού, έγινε το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή τα πρωτοανθρωποκεντρικά διατεταγμένα δυτικά έθνη κράτη επέβαλαν τον κανόνα τους και οδήγησαν τον ελληνισμό σε μια άνευ προηγουμένου διαδικασία εδαφικής, πολιτικής, πολιτειακής και εν γένει πολιτισμικής σμίκρυνσης. Αναλογικά, αντί ο αναγνώστης να ζει σε μία πραγματική δημοκρατία απολαμβάνοντας την πλήρη ελευθερία, ζει ως υπήκοος μιας εκλόγιμης μοναρχίας – η οποία, σημειωτέον, παριστάνει τη «δημοκρατία» – βιώνοντας μόνο ατομικά δικαιώματα στους κόλπους ενός κράτος που το έχουν ιδιοποιηθεί ολοσχερώς τα κόμματα, το πολιτικό προσωπικό και οι ομοτράπεζοί τους, λεηλατώντας συστηματικά τον πλούτο του σε βάρος της κοινωνίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, πλέον, όλα τα σημαντικά γεγονότα των τελευταίων διακοσίων χρόνων βρίσκουν την εξήγησή τους αναγόμενα σε αυτή τη πρώτη καταστατική ήττα. Ο Καποδίστριας δεν δολοφονήθηκε, γιατί ήταν δήθεν αυταρχικός, αλλά επειδή φιλοδόξησε να δημιουργήσει ένα κράτος συμβατό με τα πολιτικά ήθη των Ελλήνων, κάτι που η δυτική επιστασία και οι εν Ελλάδι εξυπηρετητές της ασφαλώς και δεν του συγχώρεσαν. Η οθωνική απολυταρχία υπήρξε στρατηγική επιλογή των προστάτιδων δυνάμεων και όχι αναγκαίο κακό ούτε επιθυμία της ελληνικής κοινωνίας, η οποία, όποτε της δόθηκε έκτοτε η ευκαιρία να δράσει συλλογικά, επιβεβαίωσε τον αντιστασιακό της χαρακτήρα, κληρονομιά της μακράς δημοκρατικής της διαδρομής. Το έκανε το 1843 απαιτώντας σύνταγμα, το έπραξε το 1862 εκδιώκοντας τον Όθωνα, το επανέλαβε στις κρητικές επαναστάσεις και το απογείωσε με το έπος της Αντίστασης κατά της διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ο αποτυχημένος ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 δεν ήταν απλά μια ατυχία, αλλά απόρροια της εμμονής της πολιτικής τάξης να χρησιμοποιεί προσχηματικά την Μεγάλη Ιδέα και να δρα συστηματικά σε βάρος του μείζονος ελληνισμού, τον οποίο και εκμηδένισε με τη μικρασιατική καταστροφή το 1922. Το αυταρχικό φαινόμενο, τόσο της μεταξικής περιόδου όσο και της χούντας των συνταγματαρχών, δεν έγινε ποτέ πολιτικό σύστημα με την αποδοχή ή μη της ελληνικής κοινωνίας, αλλά λειτούργησε απλά ως παρέκβαση του ισχύοντος συστήματος της συνταγματικής μοναρχίας, αναγκαία μόνο για τη διατήρησή του. Η μεταπολίτευση, τέλος, δεν αποκατέστησε ποτέ τη δημοκρατία, γιατί, για να αποκαταστήσεις κάτι, πρέπει αυτό να υπάρχει, παρά αποτέλεσε την επαναφορά και την εδραίωση της κομματοκρατίας του 19ου αιώνα με νέους, πολύ πιο αποτελεσματικούς όρους. Απόληξη όλων αυτών είναι μια Ελλάδα στο πρώτο πέμπτο του 21ου αιώνα παραγωγικά καθημαγμένη, οικονομικά εξαρτημένη και πολιτικά υποταγμένη σε ένα πολιτικό προσωπικό που δεν χάνει ευκαιρία να αποδεικνύει ότι συναρτά την ύπαρξή του με την εξυπηρέτηση συμφερόντων τρίτων σε βάρος πάντα του δημόσιου συμφέροντος.

Με άλλα λόγια, το ελληνικό πρόβλημα έγκειται, κατά τον Κοντογιώργη, στο γεγονός ότι ο ελληνισμός υποχρεώθηκε να εισέλθει στη νέα εποχή της μεγάλης κλίμακας, όχι από τον ελληνικό δρόμο που βίωνε ως τότε, αλλά μέσω του παρένθετου δρόμου της δυτικής δεσποτείας. Η παραμόρφωση ήταν αναπόφευκτη. Θα παρομοιάζαμε την ελληνική κοινωνία με έναν ώριμο άνθρωπο που ξαφνικά του φόρεσαν ένα παιδικό κοστούμι και ασφυκτιώντας μέσα σ’ αυτό, αλλά νιώθοντας και βαθιά ντροπή για την ανάρμοστη εμφάνισή του, άρχισε να συμπεριφέρεται σαν σαιξπηρικός αυλικός, τουτέστιν ως παλιάτσος. Η διακοσιετηρίδα είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να αποφασίσει ποιο μέλλον επιθυμεί: θα συνεχίσει να πορεύεται υπό την κηδεμονία ενός κράτους δυνάστη που θα επιτείνει την αρρωστημένη της κατάσταση μέχρι της πλήρους εξουδετέρωσής της ή με γνώση και παρρησία θα πετάξει από πάνω της τα κουρέλια της αναγκαστικής της μεταμφίεσης και θα διεκδικήσει την ανασυγκρότησή της με γνώμονα την εγκαθίδρυση μια σχέσης με την πολιτική η οποία, με τα λόγια του συγγραφέα, «θα μετατρέπει τον μεν πολίτη του κράτους σε πολίτη του δήμου, το δε έθνος του κράτους σε έθνος της κοινωνίας και εντέλει την κοινωνία ιδιώτη σε πολιτειακή κοινωνία»; Και όλα αυτά με ορίζοντα τη δημοκρατία και μέτρο την ελευθερία. Σε μια τέτοια προοπτική, το ανά χείρας βιβλίο δεν λειτουργεί παρά ως ο καθρέφτης της ατομικής και συλλογικής μας αυτογνωσίας. Το ποιον δρόμο εντέλει θα διαλέξουμε είναι κάτι που εξαρτάται από εμάς, τον καθένα ξεχωριστά και όλους μαζί.

  Βαγγέλης Κάλιοσης,
 Ιστορικός – συγγραφέας