Ποιον εμπιστεύονται οι αγορές;



 Ποιον εμπιστεύονται οι αγορές;
  
Το δωδεκάμηνο από πέρυσι –όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άρχισε να επαναγοράζει ομόλογα με βάση το έκτακτο πρόγραμμα (ΡΕΡΡ) στο οποίο συμπεριέλαβε και την Ελλάδα παρά τη χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας μας– μέχρι την περασμένη Τετάρτη, είχαμε δανειστεί από τις αγορές 15,5 δισ. ευρώ. Το ίδιο δωδεκάμηνο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είχε αγοράσει από τη δευτερογενή αγορά ελληνικά ομόλογα συνολικής αξίας σχεδόν 18 δισ. Δηλαδή, η ΕΚΤ αγόρασε περισσότερα ελληνικά ομόλογα από όσα εκδώσαμε στο ίδιο χρονικό διάστημα. Αυτό υποδηλώνει μια αλήθεια που αρέσει να ξεχνιέται: Οτι δανειζόμαστε φθηνά χάρη στις πλάτες της ΕΚΤ. Η χώρα στέκεται όρθια, όχι στα δικά της πόδια αλλά στα πόδια της κ. Λαγκάρντ. Οι δανειστές αγοράζουν ομόλογά μας γιατί μπορούν να τα μεταπωλούν στην ΕΚΤ – που την εμπιστεύονται.

Τον Ιανουάριο η Ελλάδα είχε βγει στις αγορές κι είχε αντλήσει 3,5 δισ. (από τα 29 δισ. που της είχαν προσφερθεί…) για μία 10ετία, με επιτόκιο 0,8%. Την περασμένη Τετάρτη βγήκε στις αγορές δεύτερη φορά φέτος και άντλησε 2,5 δισ. ευρώ (από τα 26 δισ. που της είχαν προσφερθεί) για μία 30ετία, με απόδοση 1,956%. Σε μια εποχή κατά την οποία τα επιτόκια είναι ιστορικά χαμηλά παγκοσμίως ή οι δανειστές πληρώνουν τους δανειζόμενους (περίπου 15 τρισ. δολ. υπολογίζονται τα δάνεια με αρνητικά επιτόκια…), αποδόσεις σαν αυτές που προσφέρει η Ελλάδα δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητες. Αλλά ο σοβαρότερος λόγος που δανειζόμαστε σχετικά φθηνά είναι η ΕΚΤ. Η παρέμβασή της απαλλάσσει τους δανειστές μας από το ρίσκο χώρας, αφού ανά πάσα στιγμή είναι πρόθυμη να τους απαλλάξει από τα ομόλογά μας. Βεβαίως, κάποια στιγμή θα πρέπει να την αποπληρώσουμε. Οι επαναγορές της ΕΚΤ απαλλάσσουν τους δανειστές από το ρίσκο της χώρας, δεν απαλλάσσουν τη χώρα από τα ρίσκα του δανεισμού. Με βάση το έκτακτο πρόγραμμα της ΕΚΤ, σε κάθε επαναγορά ομολόγων η κεντρική τράπεζα της χώρας αγοράζει το 92% των ομολόγων και η Φρανκφούρτη μόνο το υπόλοιπο 8%. Ετσι η Τράπεζα της Ιταλίας κάνει το 92% των επαναγορών ιταλικών ομολόγων, η Τράπεζα της Ελλάδος το 92% των επαναγορών ελληνικών ομολόγων κ.ο.κ. Οι κεντρικές τράπεζες και, δι’ αυτών, τα κράτη αναλαμβάνουν το μεγάλο ρίσκο. Για αυτό δεν μπορεί να διαγραφεί χρέος προς την ΕΚΤ: Η διαγραφή θα προκαλέσει αντίστοιχη ζημία στην κεντρική τράπεζα, την οποία τελικά θα υποχρεωθεί να την ανακεφαλαιοποιήσει το κράτος – άρα ο «ευεργετούμενος» από τη διαγραφή θα κληθεί να πληρώσει τη διαγραφή χρέους από την τσέπη του.

Μπροστά μας υπάρχουν δύο ορόσημα όσον αφορά το χρέος. Το ένα πιο άμεσο, σε 12 μήνες, τον Μάρτιο 2022, όταν λήξει το έκτακτο πρόγραμμα της ΕΚΤ. Θα πρέπει να είμαστε σε θέση να συνεχίσουμε να δανειζόμαστε σχετικά φθηνά. Το άλλο είναι σε μία 10ετία, το 2032, όταν θα λήξει η περίοδο χάριτος που μας επιτρέπει μέχρι τότε να μην πληρώνουμε τοκοχρεολύσια στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) για τα δάνειά μας. Θα πρέπει να είμαστε σε θέση να διεκδικήσουμε μια νέα ευνοϊκή ρύθμιση. Αυτά, και τα δύο, απαιτούν μεγάλη προσπάθεια. Μάλλον περισσότερη από όση το πολιτικό σύστημα αντιλαμβάνεται.

Κώστας Καλλίτσης


21/3/2021