Γιατί η εξαγορά της γεωργίας από τους ψηφιακούς κολοσσούς είναι επικίνδυνη.

 ΙΝΔΙΑ. Εκατομμύρια αγρότες  συμμετέχουν σε διαδηλώσεις για μήνες απέναντι στις προθέσεις της κυβέρνησης της χώρας, να επιβάλλει μεταρρυθμίσεις που θα τους έθεταν «στο έλεος» τεράστιων επιχειρήσεων. Οι αγρότες αρνούνται να αποχωρήσουν από το Νέο Δελχί και συνεχίζουν πεισματικά τις κινητοποιήσεις. 


 Γιατί η εξαγορά της γεωργίας από τους ψηφιακούς κολοσσούς 
είναι επικίνδυνη. 

Στις 15 Ιανουαρίου, ο Liu Jin, ένας 45χρονος οδηγός που δουλεύει για την πλατφόρμα ντελίβερι φαγητού της Alibaba στην κινεζική πόλη Taizhou, αυτοπυροπολήθηκε, κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας που ξέσπασε, εξαιτίας του γεγονότος πως, τόσο εκείνος, όσο και συνάδελφοι του, είχαν μείνει απλήρωτοι για μήνες.

«Θέλω το αίμα και τον ιδρώτα μου πίσω», είπε ο Lie σε ένα βίντεο που κοινοποιήθηκε αρκετά στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.

Παράλληλα, κατά μήκος του συνόρου της Ινδίας, εκατομμύρια αγρότες, που συμμετέχουν σε διαδηλώσεις για μήνες (στη φωτογραφία), απέναντι στις προθέσεις της κυβέρνησης της χώρας, να επιβάλλει μεταρρυθμίσεις που θα τους έθεταν «στο έλεος» τεράστιων επιχειρήσεων, αρνούνται να αποχωρήσουν από το Νέο Δελχί και συνεχίζουν πεισματικά τις κινητοποιήσεις. 

Παρά το γεγονός πως οι δύο προαναφερθείσες διαδηλώσεις έχουν διαφορές μεταξύ τους, έχουν, στο μεταξύ, και κάτι ιδιαίτερα κοινό. Αμφότερες, εκφράζουν την οργή σχετικά με την εξαγορά του συστήματος τροφίμων από ορισμένες, εκ των μεγαλύτερων εταιρειών τεχνολογίας στον Κόσμο. Για παράδειγμα, στην Κίνα, η Alibaba, ηγείται ενός μεγάλου «κύματος» επενδύσεων και εξαγορών, δαπανώντας, πρόσφατα, 3.6 δισεκατομμύρια δολάρια, ώστε να αποκτήσει τη μεγαλύτερη αλυσίδα υπεραγορών της χώρας.

Αντίστοιχα, στην Ινδία, παρόμοιες κινήσεις γίνονται από εταιρείες όπως η Amazon και η Facebook, μέσα από τη «δίοδο» του ηλεκτρονικού εμπορίου, με στόχο να εξαγοράσουν τη διανομή και αποθήκευση φαγητού, σε συνεργασία φυσικά με τους μεγιστάνες της Ινδίας και με την στήριξη της κυβέρνησης της χώρας.

Οι φιλοδοξίες των ψηφιακών κολοσσών, όπως η Facebook και η Google, δεν αφορούν μόνο την Κίνα και την Ινδία, αλλά, αντίθετα, είναι παγκόσμιες και επεκτείνονται συνεχώς σε κάθε είδους πτυχή του συστήματος τροφίμων, συμπεριλαμβανομένης και της «ψηφιακής γεωργίας».

Ενώ λοιπόν, για μερικούς, οι συγκεκριμένες φιλοδοξίες, είναι ένας τρόπος να εισαχθούν νέες τεχνολογίες στο χώρο της Γεωργίας, η τεχνολογία, ασφαλώς, δεν αναπτύσσεται μέσα σε μια «φούσκα», αλλά αντιθέτως, σχηματίζεται και διαμορφώνεται από τα χρήματα και τη δύναμη. Τόσο τα χρήματα όμως, όσο και η δύναμη, αποτελούν χαρακτηριστικά, που απολαμβάνουν, οι σημερινές μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες.

Σύμφωνα με μια νέα έκθεση, ο οργανισμός «GRAIN», ερευνά τον τρόπο, με τον οποίο, οι ψηφιακοί κολοσσοί, προωθούν την «βιομηχανική γεωργία» και την πρακτική των συμφωνιών ανάμεσα στους καλλιεργητές/ιδιοκτήτες και τις μεγάλες εταιρείες, υπονομεύοντας συγχρόνως, την «αγροοικολογία» και τα τοπικά τροφικά συστήματα, μέσα από τη ραγδαία ανάπτυξη της «ψηφιακής γεωργίας». Όπως δείχνει η έκθεση, οι επιπτώσεις είναι σοβαρότατες για τους καλλιεργητές στον παγκόσμιο Νότο.

Όπως λοιπόν και σε άλλους τομείς της οικονομίας, οι μεγάλες επιχειρήσεις, προσπαθούν με κάθε τρόπο να συλλέξουν όσο περισσότερα δεδομένα μπορούν, έτσι, και όσον αφορά το σύστημα τροφίμων, στοχεύουν στο να βρουν τρόπους να έχουν κέρδος, από τα συγκεκριμένα δεδομένα. Τέτοιες προσπάθειες πραγματοποιούνται, μέσω συνεργασιών ανάμεσα σε μεγάλες επιχειρήσεις, μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών, οδηγώντας στην «αρπαγή» του τροφικού συστήματος από λίγες εταιρείες.

Οι μεγαλύτεροι «παίκτες» λοιπόν στις συγκεκριμένες διαδικασίες, είναι ασφαλώς οι ψηφιακοί κολοσσοί. Η Microsoft, η Amazon και η IBM, συνεχώς, ασχολούνται, με το πως θα καταφέρουν να αναπτύξουν μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες, για να συλλέξουν τεράστιες ποσότητες δεδομένων σχετικά με τον τομέα της γεωργίας, έτσι ώστε, σε συνδυασμό με τους αλγόριθμους που θα δημιουργήσουν (ή έχουν ήδη δημιουργήσει), να παρέχουν στους καλλιεργητές δεδομένα για την κατάσταση που βρίσκεται η σοδειά τους, σε πραγματικό χρόνο.

Με άλλα λόγια, επιθυμούν να παρέχουν στους γεωργούς, μια ανάλυση, ανά πάσα στιγμή, που θα δείχνει την ανάπτυξη των καρπών τους, το κατά πόσο η παραγωγή τους κινδυνεύει από ζωύφια και αρρώστιες, εάν η καλλιέργεια τους χρειάζεται νερό, συσχετίζοντας παράλληλα τα συγκεκριμένα δεδομένα, με τις μετεωρολογικές προβλέψεις (που ενδεχομένως να έχει συνέπειες στις σοδειές).

Ασφαλώς, κάτι τέτοιο, ενδέχεται να έχει εκτεταμένη εφαρμογή σε περιοχές, στις οποίες, πράγματι, υπάρχει πλήθος δεδομένων (από μελέτες πεδίου, από έρευνες σχετικά με το υψόμετρο και το έδαφος) αλλά και σε περιοχές, οι οποίες έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ανιχνευτές, drones και αισθητητήρες. Για αυτές τις περιοχές, πράγματι, οι τεχνολογικές εταιρείες, μπορούν να συλλέξουν αρκετά και ποιοτικά δεδομένα, ώστε να δίνουν έγκυρες συμβουλές για την χρήση φυτοφαρμάκων αλλά και τον καιρό όπου πρέπει να ξεκινήσει η συγκομιδή τέτοιων, αγροτικών προϊόντων.

Η συγκεκριμένη δυνατότητα ασφαλώς, θα ήταν ακόμα πιο βοηθητική για τους γεωργούς, εάν υπήρχαν τεράστιες εκτάσεις, όπου καλλιεργείται ένας καρπός, καθώς η συλλογή δεδομένων θα ήταν πολύ ευκολότερη.

Δεν ισχύει όμως το ίδιο για περισσότερα από 500 εκατομμύρια νοικοκυριά, ανά την υφήλιο, τα οποία κατέχουν μικρές εκτάσεις Γης, και αυτήν την στιγμή, παράγουν το μεγαλύτερο ποσοστό φαγητού στον πλανήτη. Για τα νοικοκυριά αυτά, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, καθώς συνήθως, βρίσκονται σε περιοχές όπου, η συλλογή δεδομένων είναι ιδιαίτερα δύσκολη.

Κανένα από αυτά τα νοικοκυριά, μπορούν να αγοράσουν τόσο ακριβές τεχνολογίες, και ως αποτέλεσμα, η συλλογή δεδομένων είναι σχεδόν σίγουρο, πως θα είναι κακής ποιότητας.

Η συμβολή λοιπόν τέτοιων ψηφιακών δικτύων, σε αυτούς, τους μικρούς καλλιεργητές, δε θα είναι καθόλου «επαναστατική». Πόσο μάλλον, εάν οι γεωργοί αυτοί, έχουν μικρές εκτάσεις με διαφορετικούς καρπούς ή ακολουθούν άλλες, «αγροοικολογικές» πρακτικές.

Βέβαια, για τις μεγάλες επιχειρήσεις που επενδύουν στην «ψηφιακή γεωργία», ο στόχος είναι να καταφέρουν να ενσωματώσουν τους εκατομμύρια μικροκαλλιεργητές, σε ένα τεράστιο, κεντρικό, σύνολο δεδομένων.

Σε ένα ελεγχόμενο ψηφιακό δίκτυο, το οποίο, από την στιγμή που θα καταφέρει να ενσωματώσει τους μικροκαλλιεργητές, θα τους ενθαρρύνει (εάν δεν τους αναγκάσει κιόλας), να πωλούν τα προϊόντα τους. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις, θα τους εφοδιάζουν με άλλα, γεωργικά προϊόντα, εκ των οποίων, όλα, θα λειτουργούν μέσω των ψηφιακών συστημάτων ηλεκτρονικών πληρωμών που θα έχουν δημιουργηθεί από τις εταιρείες αυτές.

Είναι σαφές λοιπόν ότι, οι ψηφιακές πλατφόρμες των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών, δε θα βοηθήσουν τους μικροκαλλιεργητές, να μοιραστούν την γνώση τους, ή να προωθήσουν τις ιδέες τους σχετικά με την καλλιέργεια διαφορετικών καρπών μέσα σε μικρές εκτάσεις.

Οι πλατφόρμες αυτές, θα εστιάσουν στη συμμόρφωση των αγροτών. Θα κάνουν τους καλλιεργητές, να αγοράζουν οτιδήποτε τους προτείνει η εταιρεία χρησιμοποιώντας πιστωτικές κάρτες (με υψηλά επιτόκια), προτρέποντας τους να κάνουν τις απαραίτητες ενέργειες (σύμφωνα με τα όσα θα επιβάλλει η εταιρεία), ώστε να «ασφαλίσουν» τους καρπούς τους (πληρώνοντας) και έπειτα, ώστε να πουλήσουν τους καρπούς τους στην εταιρεία (σε μη-διαπραγματεύσιμη τιμή).

Έπειτα από αυτή τη διαδικασία, ασφαλώς, οι καλλιεργητές θα πληρώνονται, όμως μέσα από τα ψηφιακά δίκτυα πληρωμών που θα έχουν δημιουργήσει οι εταιρείες (ως αποτέλεσμα, οι εταιρείες τεχνολογιών, δε θα έχουν καμία επιβάρυνση ως προς τις πληρωμές).

Σημειώνεται επίσης ότι, οποιοδήποτε λάθος στην προαναφερθείσα διαδικασία, ενδέχεται να επηρεάσει την «αξιοπιστία» ενός καλλιεργητή, άρα κατ’ επέκταση, τη δυνατότητα του να έχει πρόσβαση στις αγορές.

Με άλλα λόγια δηλαδή, θα υπάρχουν συμβάσεις, ανάμεσα στους μικροκαλλιεργητές και τις μεγάλες επιχειρήσεις, σε τεράστια κλίμακα.

Ασφαλώς, τα όσα προαναφέρθηκαν, δεν έχουν καμία διαφορά από τις επιθετικές πρακτικές που ακολουθούν οι ψηφιακοί κολοσσοί, σε τομείς όπως η διανομή του φαγητού και η αποθήκευση.

Στην πραγματικότητα, η «ψηφιακή γεωργία», δημιουργείται, πάνω στην ανάπτυξη ενός κεντρικού παραγωγικού συστήματος, το οποίο θα εφοδιάζει τις μεγάλες εταιρείες με τρόφιμα, και θα αντικαθιστά τους μικρούς καλλιεργητές, οι οποίοι, για πολλά χρόνια, είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο, στο να παρέχουν στους καταναλωτές, τα προϊόντα από τις σοδειές τους.

Παρ’ όλα αυτά, οι προσπάθειες αυτές, δε θα μείνουν (και δε μένουν) αναπάντητες. Οι διαδηλώσεις που βλέπουμε σήμερα, είναι απλά η αρχή.

Πηγή: Al Jazeera



    ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ   


'' Σύμφωνα με την Oxfam International που εφτιαξε το ανωτέρω γράφημα, οι Mondelez/Kraft, ABF, Coca-Cola, Nestlé, PepsiCo, P&G, Johnson & Johnson, Mars, Danone, General Mills, Kellogg's, και Unilever ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, σχεδόν το 100% των ετικετών τυποποιημένων διατροφικών προϊόντων που βρίσκουμε σήμερα στα ράφια σε όλο τον πλανήτη! Μία μόνο από αυτές τις 10 είναι εταιρία με έδρα στην ΕΕ. Και σχεδόν όλες κατηγορούνται για προώθηση μεταλλαγμένων πρώτων υλών με κλειδωμένους με πατέντες σπόρους/γενετικό υλικό.
Υπάρχει κανένας σκεπτόμενος που να υποστηρίζει ακόμα ότι αυτή η οικονομία είναι "ελεύθερη" που την ρυθμίζει κάποιο "αόρατο χέρι" ;  (...) ''