Ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων έρχεται στην Αφρική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να σκεφτούν περιφερειακά για να κερδίσουν.
Μια υπό την ηγεσία των ΗΠΑ διεθνής εκπαιδευτική αποστολή για Αφρικανούς στρατιώτες στη Ντίφα, στον Νίγηρα, τον Μάρτιο του 2014. Joe Penney / Reuters
Ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων έρχεται στην Αφρική.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να σκεφτούν περιφερειακά για να κερδίσουν.
Η μετατόπιση της αμερικανικής στρατηγικής ως προς την Αφρική αντικατοπτρίζει μια αντίληψη ότι η αντιτρομοκρατία και άλλες μακροχρόνιες προτεραιότητες των ΗΠΑ στην Αφρική θα περισταλούν σημαντικά καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κίνας και άλλων σημαντικών δυνάμεων εντείνεται. Αλλά αυτή η αντίληψη είναι λανθασμένη.
Υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες απέσυραν στρατεύματα και πόρους από την Αφρική ως μέρος μιας ευρύτερης μετατόπισης της εθνικής ασφάλειας από την αντιτρομοκρατία στον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων. Η κυβέρνηση Τραμπ χρησιμοποίησε τον ευφημισμό «βελτιστοποίηση» για να περιγράψει την στροφή μακριά από την Αφρική που ξεκίνησε γύρω στο 2018, αλλά ένας πιο ακριβής όρος θα ήταν η αποδέσμευση. Μείωσε τις προσπάθειες για την καταπολέμηση των τζιχαντιστών στο Καμερούν, τον Νίγηρα και τη Νιγηρία, μειώνοντας το στρατιωτικό αποτύπωμα των ΗΠΑ σε ορισμένες από τις πιο ασταθείς περιοχές της ηπείρου. Και τους τελευταίους μήνες της προεδρίας του Τραμπ, η κυβέρνησή του απέσυρε σχεδόν όλα τα στρατεύματα των ΗΠΑ από την Σομαλία [1].
Η μετατόπιση της αμερικανικής στρατηγικής ως προς την Αφρική αντικατοπτρίζει μια αντίληψη -την οποία συμμερίζονται πολλοί στην Ουάσινγκτον - ότι η αντιτρομοκρατία και άλλες μακροχρόνιες προτεραιότητες των ΗΠΑ στην Αφρική θα περισταλούν σημαντικά καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κίνας και άλλων σημαντικών δυνάμεων εντείνεται. Αλλά αυτή η αντίληψη είναι λανθασμένη. Στην πραγματικότητα, η Αφρική, μακράν του να αποτελεί περισπασμό της προσοχής από τον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων, υπόσχεται να γίνει ένα από τα σημαντικά θέατρά του. Και αν μη τι άλλο, ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων θα αυξήσει την ανάγκη των Ηνωμένων Πολιτειών να καταπολεμήσουν τους τρομοκράτες και να προστατεύσουν την δημοκρατία, το εμπόριο και το ελεύθερο επιχειρείν στην Αφρική -αλλά να το πράξουν με ιδιαίτερη προσοχή στον περιορισμό της κακοήθους επιρροής της Ρωσίας και της Κίνας.
Η διοίκηση του προέδρου Joe Biden χρειάζεται μια νέα στρατηγική που να επιδιώκει αυτούς τους σκοπούς όλους μαζί, με βιώσιμο και αποδεκτό κόστος. Για όσο καιρό οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μια πολιτική για την Αφρική, εκτελούσαν τις καθημερινές λειτουργίες τους μέσω των πρεσβευτών τους, προσαρμόζοντας την προσέγγισή τους σε καθεμία από τις 54 χώρες της ηπείρου ξεχωριστά. Αλλά τα πιο πιεστικά ζητήματα σήμερα -για παράδειγμα, τρομοκρατία, κλιματική αλλαγή, πανδημίες και παράτυπη μετανάστευση- θα εξυπηρετούνταν καλύτερα από περιφερειακούς συντονιστές των οποίων η εξουσία θα ξεπερνά τα εθνικά σύνορα. Για να διαφυλάξουν τα συμφέροντά τους στην ήπειρο και για να περιορίσουν την επιρροή των αντιπάλων τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται περιφερειακά αντί για εθνικά.
Η επινόηση μιας τέτοιας πολιτικής είναι επείγουσα. Ως νυν και πρώην στρατιωτικοί αξιωματικοί, ένας από τους οποίους ηγήθηκε της Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ για την Αφρική από το 2017 έως το 2019, πιστεύουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να τοποθετηθούν ως οι εταίροι επιλογής των αφρικανικών χωρών στην εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Σε αντίθετη περίπτωση, θα θέσουν σε κίνδυνο τα αμερικανικά συμφέροντα στην ήπειρο -και πιθανώς την ασφάλεια των ΗΠΑ εγχωρίως.
ΕΤΑΙΡΟΣ ΑΠΟ ΕΠΙΛΟΓΗ
Είτε μας αρέσει είτε όχι, βρίσκεται σε εξέλιξη ένας «αγώνας για την Αφρική» του 21ου αιώνα. Η Ρωσία και η Κίνα ειδικότερα αυξάνουν την οικονομική και στρατιωτική δραστηριότητά τους στην ήπειρο ενώ ταυτόχρονα οι ΗΠΑ υποχωρούν. Αμφότερες οι χώρες βλέπουν ευκαιρίες για οικοδόμηση οικονομικών σχέσεων, ασφαλή πρόσβαση σε φυσικούς πόρους και ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές, σφυρηλατούν πολιτικές συμμαχίες, και προωθούν τα δικά τους αντιφιλελεύθερα πρότυπα διακυβέρνησης.
Η Ρωσία έχει επεκτείνει δραματικά το αποτύπωμά της στην Αφρική τα τελευταία χρόνια, υπογράφοντας στρατιωτικές συμφωνίες με τουλάχιστον 19 χώρες από το 2014 και έγινε ο κορυφαίος προμηθευτής όπλων στην ήπειρο. Λίγες μέρες αφότου οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν τα σχέδιά τους να αποσυρθούν από την Σομαλία τον Δεκέμβριο του 2020, η Ρωσία δήλωσε ότι είχε καταλήξει σε συμφωνία για την δημιουργία νέας ναυτικής βάσης στο Πορτ Σουδάν. Οι μισθοφορικές εταιρείες της [2], συμπεριλαμβανομένου του Wagner Group, το οποίο πολέμησε σε μια θανατηφόρα ανταλλαγή πυρών εναντίον των ειδικών δυνάμεων των ΗΠΑ στην Συρία το 2018, λειτουργούν τώρα σε ολόκληρη την ήπειρο, από την Λιβύη έως την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και μέχρι τη Μοζαμβίκη.
Η Κίνα, επίσης ψάχνει για επιρροή στην Αφρική. Ίδρυσε την πρώτη της στρατιωτική βάση στο εξωτερικό [3] στο Τζιμπουτί το 2017 και δαπανά τεράστια ποσά σε έργα υποδομής για να εξασφαλίσει πρόσβαση σε πόρους και να αγοράσει καλή θέληση και ψήφους σε διεθνείς οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη. Οι ηγέτες της Κίνας έχουν προωθήσει το αυταρχικό γραφειοκρατικό σύστημα της χώρας τους ως πρότυπο για τους Αφρικανούς ηγέτες που επιδιώκουν να επεκτείνουν τις οικονομίες τους χωρίς να επιτρέπουν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Οι ελκυστικές πρακτικές δανεισμού και η πολιτική μη παρέμβασης [4] σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, την απελευθέρωση της αγοράς, και την διαφθορά, τους δίνουν πρόσθετη επιρροή στις φτωχές αφρικανικές κυβερνήσεις.
Η αυξημένη ρωσική και κινεζική δραστηριότητα μετατρέπει ήδη την Αφρική σε ένα θέατρο ανταγωνισμού με τις Ηνωμένες Πολιτείες -όπως ακριβώς ο σοβιετικός και αμερικανικός ανταγωνισμός έκαναν την ήπειρο τόπο ψυχροπολεμικής αντιπαλότητας. Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Σοβιετική Ένωση, η Κίνα, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα παρείχαν στρατιωτική βοήθεια [5] σε κυβερνήσεις και επαναστάτες σε ολόκληρη την Αφρική. Αυτές οι χώρες μπλέχτηκαν σε πολέμους δι’ αντιπροσώπων (proxy wars), μερικές φορές μέχρι και στέλνοντας δικά τους στρατεύματα στη μάχη. Η Ρωσία και η Κούβα, για παράδειγμα, έστειλαν δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες για να πολεμήσουν στον πόλεμο του Ογκάντεν [6] μεταξύ Αιθιοπίας και Σομαλίας, και στον εμφύλιο πόλεμο της Αγκόλας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προτιμούσαν να αποφύγουν να βρεθούν μπλεγμένες σε αφρικανικούς πολέμους δι’ αντιπροσώπων κατά την διάρκεια αυτής της νέας εποχής του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, αλλά πρέπει να είναι προετοιμασμένες για τέτοιες συγκρούσεις. Ήδη, η Λιβύη έχει γίνει θέατρο για τον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων μεταξύ Ρωσίας, Τουρκίας και άλλων χωρών που υποστηρίζουν αντίθετες πλευρές σε έναν ολοένα και πιο αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που μετατράπηκε σε proxy war. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διαδραματίσει έναν περιφερειακό ρόλο σε αυτήν την σύγκρουση, αλλά τούτο δεν εμπόδισε την Ρωσία από το να καταρρίψει ένα αμερικανικό drone [7] πάνω από την Λιβύη –όπως φέρεται ότι έκανε- το 2019.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν απλά να αποσυρθούν από την Αφρική χωρίς να αφήσουν τα συμφέροντά τους εκτεθειμένα. Οι εξεγέρσεις των τζιχαντιστών σαλαφιστών, η πολιτική αστάθεια και ο αυταρχισμός εξακολουθούν να απειλούν τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ και τα εμπορικά συμφέροντά τους, καθώς και την ασφάλεια των εταίρων της Αμερικής. Όπως και οι Αφγανοί Ταλιμπάν την δεκαετία του 1990, ομάδες ανταρτών στην Αφρική έχουν ως επί το πλείστον κίνητρα από τοπικές και περιφερειακές ανησυχίες. Αυτές οι ομάδες πραγματοποιούν στρατολογήσεις από τον μεγάλο και ταχέως αναπτυσσόμενο πληθυσμό της ηπείρου, ο οποίος είναι ιδιαίτερα ευάλωτος στην ριζοσπαστικοποίηση λόγω της επίμονης φτώχειας, της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και πολύ συχνά της κακής διακυβέρνησης. Αλλά πολλοί από τους ηγέτες των ομάδων έχουν δεσμούς με την Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, επίσης γνωστό ως ISIS, και ευθυγραμμίζονται ολοένα και περισσότερο με τις διεθνικές σαλαφιτικές τζιχαντιστικές αιτίες. Υπό την καθοδήγηση της ανώτερης ηγεσίας της Αλ Κάιντα, τα παραρτήματα της Αλ Κάιντα στο Σαχέλ έχουν πραγματοποιήσει επιθέσεις εναντίον υψηλού προφίλ εναντίον Δυτικών στόχων [8] στην Αλγερία, τη Μπουρκίνα Φάσο, το Μάλι και τον Νίγηρα τα τελευταία χρόνια. Και η ομάδα των ανταρτών της Σομαλίας «al Shabab» επιτέθηκε σε Δυτικούς στόχους στην Κένυα και την Σομαλία και μάλιστα σχεδίαζε να κυριεύσει ένα εμπορικό αεροπλάνο και να το ρίξει σε ένα κτίριο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αποκάλυψε το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ σε μια πρόσφατη καταγγελία [9]. Επιπλέον, οι σαλαφιτικές τζιχαντιστικές ομάδες δημιουργούν πολιτική αστάθεια που με την σειρά της υποβαθμίζει την διακυβέρνηση, καταστέλλει την οικονομική δραστηριότητα, επιτρέπει την άνθηση του διακρατικού εγκλήματος, εξαπολύει ροές προσφύγων, και προσκαλεί κρίσεις υγείας όπως η πανδημία του Έμπολα την περίοδο 2014-16 στην Δυτική Αφρική. Σε έναν διασυνδεδεμένο κόσμο, αυτό που συμβαίνει στην Αφρική δεν μένει στην Αφρική.
Ευτυχώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι αφρικανικές χώρες έχουν κοινό συμφέρον να αντιμετωπίσουν τις σαλαφιτικές τζιχαντιστικές ομάδες. Προσφέροντας συνεχή και αποτελεσματική βοήθεια κατά της τρομοκρατίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να γίνουν οι εταίροι της επιλογής των αφρικανικών χωρών, ενθαρρύνοντάς τις να αναπτύξουν τις οικονομίες και τα πολιτικά τους συστήματα σύμφωνα με τους Δυτικούς κανόνες. Ο επιτυχημένος ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων στην Αφρική εξαρτάται από την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να κερδίσουν τις αφρικανικές κυβερνήσεις με μια ολιστική αντι-εξεγερτική στρατηγική, η οποία αντιμετωπίζει τις βασικές αιτίες της τρομοκρατίας και θέτει τα πολιτικά, οικονομικά και αναπτυξιακά θεμέλια για τη μελλοντική σταθερότητα και ευημερία.
ΕΣΤΙΑΣΗ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
Η τυπική προσέγγιση των ΗΠΑ στην Αφρική βασίζεται στους πρεσβευτές ώστε να είναι οι κύριοι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων. Τα περιφερειακά γραφεία του Υπουργείου Εξωτερικών παρέχουν στους πρεσβευτές ποικίλους βαθμούς υποστήριξης και κατεύθυνσης, αλλά οι μεμονωμένοι αρχηγοί [της διπλωματικής] αποστολής συντονίζονται στενότερα με τις κυβερνήσεις υποδοχής τους. Αυτή η προσέγγιση έχει το πλεονέκτημα να τοποθετεί τους επαγγελματίες διπλωματικούς στο κάθισμα του οδηγού -ένα σαφές όφελος στην ενασχόληση με συγκεκριμένα ζητήματα και κρίσεις ανά χώρα. Δυστυχώς, οι πρεσβευτές δεν έχουν ούτε το προσωπικό ούτε το κίνητρο να κοιτάξουν πέρα από τα σύνορα των χωρών υποδοχής τους για να συνεργαστούν με περιφερειακούς οργανισμούς ή να αντιμετωπίσουν διακρατικά προβλήματα, όπως οι εξεγέρσεις των σαλαφιστών τζιχαντιστών.
Οι ομάδες που συνδέονται με την Αλ Κάιντα και το ISIS στην Αφρική δεν περιορίζονται σε ένα κράτος. Η Jama Nusrat al-Islam wal-Muslimin και η ISIS-Greater Sahara, δύο από τις πιο ισχυρές τζιχαντιστικές ομάδες στο Σαχέλ, κινούνται ελεύθερα σε όλη την περιοχή για να πραγματοποιήσουν επιθέσεις. Η Boko Haram και η ISIS- West Africa κάνουν το ίδιο σε τέσσερις χώρες στην περιοχή της λίμνης Τσαντ, ενώ η al Shabab εκτείνεται πολύ έξω από τα σύνορα της Σομαλίας έως την Κένυα και την Ουγκάντα. Η αύξηση του πληθυσμού, η περιβαλλοντική υποβάθμιση, και οι εντάσεις μεταξύ νομαδικών και εγκατεστημένων πληθυσμών τροφοδοτούν συγκρούσεις που αυτές οι ομάδες μπορούν να εκμεταλλευτούν. Ως αποτέλεσμα, οποιαδήποτε στρατηγική των ΗΠΑ για την πάταξη των τζιχαντιστών ανταρτικών ομάδων και την αντιμετώπιση των βασικών αιτίων της αστάθειας που τις κινητροδοτεί πρέπει να έχει διακρατικό χαρακτήρα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουν τα θέματα διακρατικού συντονισμού που επιτρέπουν στους αντάρτες να ξεφεύγουν από την στρατιωτική πίεση απλώς διασχίζοντας διεθνή σύνορα. Αντί να αναζητούν καταφύγιο σε τραχύ ή δύσκολο σε πρόσβαση γεωγραφικό έδαφος, οι ανταρτικές ομάδες απλώς εκμεταλλεύονται διακρατικά προβλήματα συντονισμού για να περιφέρονται ελεύθερα στις παραμεθόριες περιοχές. Συχνά το κάνουν κατά μήκος συνόρων μεταξύ κρατών που έχουν τεταμένες διπλωματικές ή στρατιωτικές σχέσεις. Για παράδειγμα, η Μπόκο Χαράμ επιχειρεί στα σύνορα μεταξύ Καμερούν και Νιγηρίας, τα οποία έχουν ένα ιστορικό συγκρούσεων [10].
Η ανά χώρα προσέγγιση στην Αφρική όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τα θέματα συντονισμού, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμεύσει για να τα παγιώσει. Για παράδειγμα, το Κογκρέσο εγκρίνει κονδύλια για στρατιωτικές δραστηριότητες βάσει της αξιολόγησής του για μεμονωμένες χώρες εταίρους -όχι βάσει της περιφερειακής δυναμικής της απειλής. Ως αποτέλεσμα, οι νομοθέτες μπορούν να εγκρίνουν ένα πρόγραμμα για να εκπαιδεύσουν και να εξοπλίσουν μια φίλια δύναμη σε μια χώρα για να αντιμετωπίσει μια περιφερειακή απειλή, αλλά περιορίζουν την χρήση εξοπλισμού των ΗΠΑ και τις δραστηριότητες των Αμερικανών συμβούλων εντός των συνόρων αυτής της χώρας. Αυτή η ασυνέχεια όχι μόνο εμποδίζει τις αντεπαναστατικές προσπάθειες αλλά τροφοδοτεί την αντίληψη ότι ο στρατός των ΗΠΑ είναι ένας αναξιόπιστος εταίρος.
ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ
Οι επικριτές της τρέχουσας ανά χώρα προσέγγισης απαιτούν μια γενική ηπειρωτική στρατηγική [11]. Και πράγματι, τόσο η κυβέρνηση Ομπάμα όσο και του Τραμπ δημοσίευσαν στρατηγικές για δέσμευση σε επίπεδο ηπείρου, αλλά καμιά τους δε διατύπωσε συγκεκριμένους σκοπούς ή μέσα. Ως αποτέλεσμα, διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης ήταν ελεύθερα να ερμηνεύσουν τις στρατηγικές όπως το θεωρούσαν κατάλληλο, και η προσέγγιση ανά χώρα επέμεινε πρακτικά. Τα έγγραφα του Ομπάμα και του Τραμπ ήταν χρήσιμα στο βαθμό που προσέφεραν ένα ευρύ πλαίσιο για την εμπλοκή, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι ανάγκες της Αφρικής είναι πολύ διαφορετικές και πολύ περίπλοκες για να αντιμετωπιστούν με μια μόνο στρατηγική, εκτός από το πολύ επιφανειακό επίπεδο.
Αυτό που χρειάζονται οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι μια γενική στρατηγική για την ήπειρο αλλά μια στρατηγική προσαρμοσμένη σε συγκεκριμένες περιοχές. Οι αφρικανικές χώρες έχουν αρχίσει να υιοθετούν μια τέτοια προσέγγιση. Για παράδειγμα, ως απάντηση στις τζιχαντιστικές δραστηριότητες που συνδέονται με την Αλ Κάιντα -και το ISIS- σε ολόκληρο το Σαχέλ, πέντε αφρικανικές χώρες δημιούργησαν την ομάδα G5 Sahel για τον συντονισμό των στρατιωτικών δραστηριοτήτων, την ενεργοποίηση διασυνοριακών κοινών επιχειρήσεων, και την αίτηση για παροχή βοήθειας από διεθνείς υποστηρικτές. Ομοίως, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα στη λεκάνη της λίμνης Τσαντ συντονίζει τις στρατιωτικές δραστηριότητες μεταξύ του Καμερούν, του Τσαντ, του Νίγηρα και της Νιγηρίας για την αντιμετώπιση της Μπόκο Χαράμ. Η αποστολή της Αφρικανικής Ένωσης στην Σομαλία συντονίζει επίσης τις προσπάθειες του Μπουρούντι, της Αιθιοπίας, της Κένυας, της Ουγκάντα και άλλων εθνών για να πολεμήσουν την Αλ Σαμπάμπ.
Η Γαλλία υιοθέτησε παρόμοια προσέγγιση για την ανασφάλεια στην Δυτική Αφρική και το Σαχέλ. Το 2014, ίδρυσε την Task Force Barkhane, μια επιχείρηση περίπου 5.000 στρατιωτών που συγκεντρώνει την πολιτική ασφάλειας και τις διοικητικές λειτουργίες σε όλη τη Μπουρκίνα Φάσο, το Τσαντ, το Μάλι, τη Μαυριτανία και τον Νίγηρα.
Οι αποτυχίες της διακυβέρνησης σε αυτές τις χώρες και οι καταχρήσεις από τις δυνάμεις ασφαλείας τους, έχουν υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα της Barkhane, όπως και η υπερβολική εξάρτηση της Γαλλίας σε τακτικές αντιτρομοκρατίας σε βάρος των προσπαθειών αντι-εξέγερσης που εστιάζουν στον πληθυσμό. Ωστόσο, η περιφερειακή προσέγγιση έχει εξαλείψει σαφώς τα δυσκίνητα γραφειοκρατικά εμπόδια και συνέβαλε στην διατήρηση της πίεσης στους μαχητές.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να διατυπώσουν παρόμοιες περιφερειακές στρατηγικές για το Σαχέλ, την περιοχή της Λίμνης Τσαντ, το Κέρας της Αφρικής και τη Νοτιοανατολική Αφρική -καθεμία περιοχή με σαφώς καθορισμένους στόχους, όσο κι αν το χρονοδιάγραμμα για την επίτευξή τους μετράται σε γενιές. Οι στρατηγικές πρέπει να βασίζονται κυρίως σε μη στρατιωτικά μέσα και να στοχεύουν στην βελτίωση της διακυβέρνησης και της ασφάλειας, αντιμετωπίζοντας έτσι τις βασικές αιτίες της ριζοσπαστικοποίησης. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αναζωογονήσουν την USAID [12], μαζί με άλλες αναπτυξιακές και κυβερνητικές πρωτοβουλίες, έτσι ώστε να τοποθετηθούν καλύτερα ως εταίρος της επιλογής των αφρικανικών εθνών. Αλλά πρέπει επίσης να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες στρατιωτικές επενδύσεις, ιδίως στον συγχρονισμό των δραστηριοτήτων παροχής συμβουλών, εκπαίδευσης και εξοπλισμού καθώς και της τακτικής και επιχειρησιακής υποστήριξής τους προς τους στρατιωτικούς εταίρους τους. Η στρατιωτική και η μη στρατιωτική υποστήριξη πρέπει να συντονίζονται περιφερειακά και να ευθυγραμμίζονται με τις περιφερειακές απειλές. Κάθε περιφερειακή στρατηγική πρέπει επίσης να αναπτυχθεί με την συμβολή του Κογκρέσου και να εξηγηθεί με σαφήνεια στον αμερικανικό λαό, προκειμένου να διασφαλιστεί η λαϊκή και διακομματική υποστήριξη.
Για να εφαρμόσουν τις περιφερειακές στρατηγικές τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρειαστούν εξουσιοδοτημένους περιφερειακούς αξιωματούχους οι οποίοι να έχουν την εξουσία να συντονίζουν δραστηριότητες εντός των πεδίων ευθύνης τους. Οι περιφερειακοί συντονιστές, ή απεσταλμένοι, έχουν χρησιμοποιηθεί για να συντονίσουν τις απαντήσεις σε διακρατικά ζητήματα στο παρελθόν, αλλά συνήθως λογοδοτούσαν στον Υπουργό Εξωτερικών παρά στον πρόεδρο. Ως αποτέλεσμα, δεν είχαν την εξουσία να εξαναγκάσουν την συνεργασία του αμερικανικού στρατού ή μεμονωμένων πρεσβειών των ΗΠΑ ή να κρίνουν επισήμως τις αποκλίνουσες προτεραιότητές τους. Ανεξάρτητα από τον ακριβή τίτλο τους, ή το αν είναι πολιτικοί ή στρατιωτικοί, οι αξιωματούχοι που θα είναι υπεύθυνοι για τις περιφερειακές στρατηγικές για την Αφρική πρέπει να έχουν την υποστήριξη του προέδρου προκειμένου να συντονίσουν αποτελεσματικά τα διάφορα εργαλεία της αμερικανικής ισχύος [που θα έχουν] στην διάθεσή τους.
Η επιστροφή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων δεν σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να στρέψουν την προσοχή τους μακριά από την Αφρική. Αντιθέτως, η αυξημένη ρωσική και κινεζική δραστηριότητα στην ήπειρο θα απαιτήσει βαθύτερη εμπλοκή στις ΗΠΑ. Για την προώθηση της σταθερότητας, της χρηστής διακυβέρνησης, και του οικονομικού ανοίγματος στην Αφρική, ενώ θα αντιμετωπίζεται η αντιφιλελεύθερη επιρροή των ανταγωνιστικών δυνάμεων, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρειαστούν μια περιφερειακή στρατηγική ικανή να αντιμετωπίζει τις διακρατικές απειλές. Οτιδήποτε λιγότερο από αυτό θα παραχωρήσει το πλεονέκτημα στους αντιπάλους των Ηνωμένων Πολιτειών σε μια ήπειρο όπου οι ευκαιρίες και οι κίνδυνοι πρόκειται να αυξηθούν τις επόμενες δεκαετίες.
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.nytimes.com/2020/12/04/world/africa/trump-somalia-troop-with...
[2] https://mwi.usma.edu/russias-wagner-group-and-the-rise-of-mercenary-warf...
[3] https://www.reuters.com/article/us-china-djibouti/china-formally-opens-f...
[4] https://www.dw.com/en/whats-behind-chinas-non-interference-in-africa/a-4...
[5] https://ucdp.uu.se/downloads/extsup/ucdp_external_support_disaggregated_...
[6] https://warontherocks.com/2019/09/buried-in-the-sands-of-the-ogaden-less...
[7] https://www.militarytimes.com/flashpoints/2019/12/10/africom-demands-ret...
[8] https://www.vice.com/en/article/k7a7be/us-funded-counterterrorism-effort...
[9] https://www.justice.gov/opa/pr/kenyan-national-indicted-conspiring-hijac...
[10] https://www.un.org/press/en/2006/afr1397.doc.htm
[11] https://warontherocks.com/2020/04/does-america-need-an-africa-strategy/
[12] https://fas.org/sgp/crs/row/RL33591.pdf
[2] https://mwi.usma.edu/russias-wagner-group-and-the-rise-of-mercenary-warf...
[3] https://www.reuters.com/article/us-china-djibouti/china-formally-opens-f...
[4] https://www.dw.com/en/whats-behind-chinas-non-interference-in-africa/a-4...
[5] https://ucdp.uu.se/downloads/extsup/ucdp_external_support_disaggregated_...
[6] https://warontherocks.com/2019/09/buried-in-the-sands-of-the-ogaden-less...
[7] https://www.militarytimes.com/flashpoints/2019/12/10/africom-demands-ret...
[8] https://www.vice.com/en/article/k7a7be/us-funded-counterterrorism-effort...
[9] https://www.justice.gov/opa/pr/kenyan-national-indicted-conspiring-hijac...
[10] https://www.un.org/press/en/2006/afr1397.doc.htm
[11] https://warontherocks.com/2020/04/does-america-need-an-africa-strategy/
[12] https://fas.org/sgp/crs/row/RL33591.pdf
Στα αγγλικά:
Marcus Hicks, Kyle Atwell, και Dan Collini
Ο MARCUS HICKS είναι Πτέραρχος της Πολεμικής Αεροπορίας ε.α. και διετέλεσε Διοικητής της Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ στην Αφρική, από το 2017 έως το 2019. Στο παρελθόν διετέλεσε Αρχηγός Επιτελείου στην Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ και πιλότος σταδιοδρομίας στα AC-130. Ο KYLE ATWELL είναι εν ενεργεία αξιωματικός του Στρατού των ΗΠΑ, υποψήφιος διδάκτωρ στην Σχολή Δημόσιων και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Πρίνστον και συμπαρουσιαστής του Irregular Warfare Podcast. Ο DAN COLLINI είναι εν ενεργεία αξιωματικός του Στρατού των ΗΠΑ και συνεργάτης του Γενικού Επιτελείου.
5/3/2021