Πλησιάζει το τέλος της Δύσης;
Ξέρουμε ότι η Δύση έχει κάνει μέσα στον τελευταίο - τον προηγούμενο - αιώνα δυο απόπειρες αυτοκτονίας με δυο παγκόσμιους πολέμους. Τίποτα δεν αποκλείει σήμερα μια μοιραία τρίτη. Όχι υποχρεωτικά με έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Αλλά και με δόσεις αργού θανάτου. Σαν κι αυτόν που έφερε έξω από την πόρτα της η πανδημία. Ή σαν τους άλλους που μπορεί να της επιφέρουν η αποβιομηχάνισή της, η γενικευόμενη πολυπολιτισμικότητά της, η επιτεινόμενη κρίση της ταυτότητάς της, η κατακυρίευσή της από την διαχεόμενη (καχ)υποψία των λαών της, οι αυτοκαταστροφικοί ανταγωνισμοί των κρατών της, οι αγεφύρωτες εσωτερικές αντιθέσεις των κοινωνιών της, οι αυξανόμενες ανισότητες της, οι αλληλοσυγκρουόμενοι εθνικισμοί της.
Πλησιάζει το τέλος της Δύσης;
Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι ο Όσβαλντ Σπένγκλερ είχε άδικο. Καμιά διαβεβαίωση δεν μπορεί να δοθεί ότι η Δύση δεν βρίσκεται σε παρακμή, όπως το είχε διαπιστώσει ο μεγάλος Γερμανός στοχαστής εδώ και έναν αιώνα. Τίποτα δεν εγγυάται ότι θα διαψευστεί η πρόβλεψή του ότι ο δυτικός χριστιανικός πολιτισμός θα εκλείψει με την έλευση του 21ου αιώνα και την συμπλήρωση της χιλιετίας που, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, αναλογεί σε κάθε πολιτισμό για να ακμάσει, να μεσουρανήσει και να κλείσει τον ιστορικό του κύκλο παραδίδοντας το πνεύμα και την σκυτάλη στον επόμενο που προόρισται να τον διαδεχθεί κυριαρχώντας για άλλη μια χιλιετία.
Και κανένας, βέβαια, δεν μπορεί να ξέρει αν αυτός που θα τον διαδεχθεί θα είναι ο ισλαμικός, όπως εκτιμούσε ο συγγραφέας της " Παρακμής της Δύσης", ή αν θα είναι ο κομφουκιανός της Άπω Ανατολής, όπως πολλοί σήμερα εικάζουν κρίνοντας από τον δυναμισμό με τον οποίο αναπτύσσεται η χώρα των Δράκων, ή αν τελικά θα είναι των εξωγήινων που θα εισβάλουν στον Πλανήτη προερχόμενοι ίσως από τον Άρη, όπως εδώ και πόσα χρόνια προαναγγέλουν οι πιο ευφάνταστοι ρέκτες των μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας.
Ειρήσθω δε εν παρόδω ότι τα μυθιστορήματα αυτά δεν είναι όλα σε όλα τόσο εξωπραγματικά όσο οι πιο συγκαταβατικοί ρεαλιστές διατείνονταν μέχρι πρότινος ότι είναι. Απόδειξη: η πανδημία.
Από κινηματογραφικό σενάριο επιστημονικής μεταφέρθηκε στις μέρες μας στην πραγματική οθόνη της ζώσης καθημερινότητας χωρίς κανείς μέχρι σήμερα να έχει απαντήσει πειστικά στο ερώτημα πώς και γιατί ακριβώς αυτό συνέβη. Ούτε και στο άλλο ερώτημα για αν, πώς, πότε και πού θα σταματήσει η ακόμα εκτός, κατά τα φαινόμενα, ελέγχου ευρισκόμενη εξάπλωσή της στην Δύση.
Και ενώ τα ερωτήματα αυτά παραμένουν αναπάντητα ανατροφοδοτώντας το σύνηθες ό,τι νάναι από κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις μέχρι διαδικτυακές συνωμοσιολογίες, ένα τρίτο ερώτημα επιδημιολόγων ήρθε αυτές τις ημέρες να προστεθεί και πάλι ενόψει των συζητήσεων περί αλλαγής στρατηγικής στην διαχείριση της πανδημίας: τι είναι αυτό που οι ασιατικές χώρες κάνουν καλύτερα από την Δύση με αποτέλεσμα να έχουν ελέγξει αποτελεσματικότερα και γρηγορότερα την μετάδοση του κοροναϊού;
Εκ πρώτης όψεως το ερώτημα μοιάζει εύλογο. Αν και εν μέρει είναι περιττό. Αφού οι προφανείς απαντήσεις έχουν κατά το πλείστον δοθεί:
Είναι η οργάνωση. Είναι τα συστήματα. Είναι οι τεχνολογίες. Είναι η πληθώρα και ίσως και η ποιότητα των μέσων που διαθέτουν. Είναι οι συνήθειες, η κουλτούρα και η πειθαρχία των κοινωνιών τους που κάνουν την διαφορά των ασιατικών χωρών στην διαχείριση της πανδημίας. Όταν έχεις μάθει να ζεις με την μάσκα καθημερινά και για λόγους που αφορούν, εκτός των άλλων, την ατομική προστασία από την μόλυνση του περιβάλλοντος, δεν χρειάζεται ούτε εξηγήσεις ούτε συζητήσεις ούτε χρόνος για να καταλάβεις πώς και γιατί πρέπει να φοράς την μάσκα για να προστατευτείς και να προστατεύσεις από τον κορονοϊό.
Είναι γενικότερα οι λόγοι για τους οποίους οι ασιατικές χώρες τιθάσευσαν την πανδημία ίδιοι με αυτούς που, για παράδειγμα, επέτρεψαν στους μέχρι προ κάποιων ετών ουραγούς στην κατασκευή αυτοκινήτων Κορεάτες να βρίσκονται σήμερα κοντά στην κορυφή της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας και όχι μόνον από πλευράς αξιοπιστίας των προϊόντων τους αλλά ακόμα και αισθητικής.
Είχαν άλλωστε πρώτοι δώσει το παράδειγμα πολλές δεκαετίες πριν οι Ιάπωνες. Αυτοί των οποίων οι εργαζόμενοι θεωρούσαν ανέκαθεν ζήτημα προσωπικής τιμής να έχουν τα εργοστάσια στα οποία δουλεύουν τις καλύτερες επιδόσεις. Κάπως έτσι άλλωστε οι χθεσινοί αντιγραφείς της δυτικής τεχνολογίας έγιναν οι σημερινοί εξαγωγείς των πιο προηγμένων νέων τεχνολογιών.
Και κάπως έτσι άρχισαν με τη μεταφορά τεχνογνωσίας, πλούτου και επενδύσεων από την Δύση στην Ανατολή, να μπαίνουν στο χορό της ανάπτυξης χώρες με ακόμα φθηνότερα από της Ιαπωνίας και περισσότερα εργατικά χέρια.
Αρχικά ήταν η Δύση που επωφελήθηκε. Όλοι εκεί βολεύτηκαν με μια κατάσταση που έκαναν το λάθος να θεωρήσουν αιώνια. Οι χώρες της βολεύτηκαν με την ιδέα ότι θα πουλάνε τεχνογνωσία και υπηρεσίες και θα αγοράζουν φθηνά προϊόντα μαζικής βιομηχανικής παραγωγής. Οι μεγάλες δυτικές βιομηχανίες βολεύτηκαν με την μεταφορά των κεφαλαίων τους στην Ανατολή, όπου οι αποδόσεις τους πολλαπλασιάζονταν λόγω του μεγέθους των αγορών τους και του χαμηλού κόστους παραγωγής, Και οι δυτικές κοινωνίες βολεύτηκαν αφού μπορούσαν με τα ίδια λεφτά να αγοράζουν πολλαπλάσια προϊόντα και μάλιστα μερικά από αυτά που παλαιότερα δεν τολμούσαν καν να πλησιάσουν.
Είναι τώρα η ώρα της Άπω Ανατολής να βγάλει την γλώσσα στην Δύση, όπως ο μέρμηγκας βγάζει τον χειμώνα την γλώσσα του στον τζίτζικα.
Έχω ξαναδώσει το παράδειγμα που αναφέρει η Άννα Διαμαντοπούλου στο βιβλίο της "Από το Ντεσεβό στο Drone" διηγούμενη την μικρή ιστορία της επίσκεψής της στο Πανεπιστήμιο Lee Kuan Yew της Σιγκαπούρης όπου, αφού παρουσίασε τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το μοντέλο του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, κάποιος Ινδός από το πολυεθνικό ακροατήριο των φοιτητών από την ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας που παρακολουθούσαν τις διαλέξεις της, σηκώθηκε θυμωμένος λέγοντας:
" Σε αυτή την μεριά του πλανήτη είμαστε τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι που δουλεύουμε πολύ σκληρά, έχουμε ελάχιστο εισόδημα, ελάχιστα δικαιώματα και παλεύουμε με νύχια και με δόντια να κερδίσουμε κάθε χαμένη δεκαετία των δυο τελευταίων αιώνων μήνα με τον μήνα. Όχι μόνον δεν μας συγκινούν, αλλά μας οργίζουν οι πολυτελείς διαδηλώσεις και τα αιτήματα της Ευρώπης".
Και πού να έβλεπαν τις διαδηλώσεις που ακόμα και χθες έκαναν έναν γύρο διαμαρτυριών στις ευρωπαικές χώρες εναντίον των νέων περιοριστικών μέτρων!
Να, λοιπόν, η απάντηση. στο ερώτημα των επιδημιολόγων "τι κάνουν καλύτερα οι ασιατικές χώρες με την πανδημία".
Δεν κάνουν τίποτα καλύτερο. Απλώς είναι διαφορετικές. Κάνουν πράγματα που για αυτές είναι αυτονόητα, ενώ για τις δυτικές είναι αμφισβητούμενα.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι μπορεί να γίνουν και υποδειγματικές για όλους. Είναι το λάθος που κάνουν από την πλευρά της Δύσης όσοι προβάλουν την ασιατική Ανατολή ως ενός είδους νέο πρότυπο γενικής εφαρμογής. Αντιστρέφουν, δηλαδή, την λογική με την οποία η Δύση πρόβαλε το δικό της πρότυπο ως παράδειγμα οικουμενικής ισχύος. Με μάλλον καταστροφικά αποτελέσματα εάν κρίνουμε από την αποτυχία της να σταθεροποιήσει τις αυτοκρατορίες που έχτισε, να αφομοιώσει τους πολιτισμούς των ιθαγενών που μετέτρεψε σε υπηκόους τους, να αποτρέψει την κατάρρευσή τους.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία ότι Κίνα και Νοτιοανατολική Ασία απέδειξαν με τις επιδόσεις τους στην διαχείριση της πανδημίας ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ότι η ιστορία και η κουλτούρα τους έχουν το δικό τους μερίδιο στην επιτυχία τους. Ότι το σύστημα της παραγωγής, της αναπαραγωγής και της κατανομής των πόρων τους ήταν αυτό που τους επέτρεψε να βρεθούν με υποδομές και συστήματα υγείας καλύτερα σχεδιασμένα για την αντιμετώπιση της πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης. Ότι οι αρχές του Κομφουκιανισμού, που είναι η θρησκεία τους, και η πειθαρχία, που επιβάλει το κομμουνιστικό καθεστώς στην Κίνα, καλλιεργούν μια αντίληψη περί ατομικής ευθύνης που της προσφέρει ένα σαφώς καταλυτικό πλεονέκτημα έναντι των δυτικών χωρών που, ίσως λιγότερο από όσο στην Ελλάδα, ψάχνουν και αυτές να φορτώσουν σε κάποιους "άλλους" ή σε κάτι "άλλο" - ξένους, κυβερνήσεις, συνωμότες, προδότες, υπόπτους, συγκυρίες - το φταίξιμο για ό,τι κακό τους συμβαίνει.
Αν αυτός ο τελευταίος είναι - και είναι πράγματι - ο σπουδαιότερος λόγος για τον οποίο η Κίνα και όλη η Νοτιοανατολική Ασία δρέπουν τις επιτυχίες που έχουν στο μέτωπο της πανδημίας, αντίστοιχος είναι και ο λόγος για τον οποίο ετοιμάζονται τώρα να δρέψουν τους καρπούς που σίγουρα θα αποκομίσουν από την ενίσχυση της θέσης τους ενόψει της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Με τις ισχύουσες προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας η Κίνα, της οποίας το εμβόλιο κατά του κοροναϊού κάνει ήδη θραύση σε πληθώρα χωρών, θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως η ισχυρότερη οικονομία του κόσμου ίσως και πριν από το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας.
Με το νέο πενταετές πλάνο της να θέτει στις προτεραιότητές της τους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, των κβαντικών υπολογιστών, της νανοτεχνολογίας, της πράσινης οικονομίας και γενικότερα των τεχνολογιών αιχμής, το μόνον ουσιαστικά που παραμένει άγνωστο είναι αν τα επιτεύγματα, που κατά πάσα πιθανότητα θα σημειώσει στο πεδίο του οικονομικού ανταγωνισμού, θα μεταφραστούν οσονούπω και σε στρατιωτικής φύσης στρατηγικά πλεονεκτήματα .
Οι αισιόδοξοι δυτικοί παρατηρητές ισχυρίζονται ότι η Κίνα δεν θα μπορέσει να τελικά να παίξει τον ρόλο της υπερδύναμης που παίζει η Αμερική για τρεις κυρίως λόγους.
Ο πρώτος είναι το γλωσσικό χάσμα που την χωρίζει από τους υπόλοιπους πληθυσμούς του πλανήτη.
Ο δεύτερος είναι η μεγάλη διαφορά που έχει σε επίπεδο συμβόλων και αξιών από τον υπόλοιπο κόσμο με αποτέλεσμα να μη μπορεί να μπορεί να λειτουργήσει ως άξιο μίμησης και ιδεολογική ηγεμονίας παράδειγμα για τις άλλες κοινωνίες.
Ο τρίτος είναι ότι ακολουθεί μια πολιτική που δεν θέλει να αλλάξει ούτε να κυβερνήσει τον κόσμο. Δεν επιχειρεί να εξάγει το κινεζικό μοντέλο σε άλλες χώρες και ηπείρους, ούτε και να επιβληθεί γεωπολιτικά με όρους στρατιωτικής ισχύος. Επιχειρεί κυρίως να αποσπάσει τα μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη εφαρμόζοντας κανονισμούς εκτός διεθνούς πλαισίου (βλ. Άννα Διαμαντοπούλου ibidem).
Αν όμως είναι αυτή την αισιόδοξη ανάλυση που συμμερίζονται οι ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ερώτημα είναι αν πρόκειται απλώς για άγνοια κινδύνου ή για υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνατότητες εκλογίκευσης των διεθνών σχέσεων στον σύγχρονο κόσμο.
Σίγουρα πάντως δεν είναι μια ανάλυση που φαίνεται να συμμερίζονται οι πέραν του Ατλαντικού σύμμαχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εκεί οι σειρήνες του συναγερμού έχουν ήδη σημάνει. Τις ενεργοποίησε πρώτη η Επιτροπή Εθνικής Ασφαλείας για την Τεχνητή Νοημοσύνη των ΗΠΑ στην οποία συμμετέχουν διευθυντικά στελέχη της Google, της Amazon, της Microsoft και του Πενταγώνου. Είναι αυτή που κάλεσε τον Πρόεδρο Μπάϊντεν να στηρίξει την ανάπτυξη άκρως αμφιλεγόμενων "έξυπνων" όπλων προς αναχαίτηση της Κίνας (βλ. "Καθημερινή της Κυριακής", 13-!4 Μαρτίου 2021).
Να θυμίσω παρεπιπτόντως ότι τουλάχιστον ο εις εξ αυτών - ο Μπιλλ Γκέιτς - είχε, όπως έγινε εκ των υστέρων γνωστό, προβλέψει την πανδημία. Και να θυμίσω επίσης ότι ειδικά στην Ευρώπη οι κατά τα άλλα συμμαχικές δημοκρατικές ηγεσίες της εξ αιτίας των δεν μπόρεσαν (;) ούτε να προβλέψουν, ούτε να προλάβουν ούτε τον Πρώτο ούτε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ούτε και τώρα μπορούμε, πράγματι, να ξέρουμε αν η πρόβλεψη του Όσβαλντ Σπέγκλερ για την έκλειψη της Δύσης πριν την παρέλευση του 21ου αιώνα επαληθευτεί ή όχι. Ούτε να μαντέψουμε αν ο κόσμος επιστρέφει στο 1000 μ.χ., οπότε το κέντρο συσσώρευσης του παγκόσμιου πλούτου βρισκόταν κοντά στην Κίνα. Η δυτική, άλλωστε, φιλοσοφία συνεχίζει να ανανεώνεται μέσα από τον διάλογο των αντιλήψεων που θέλουν την ιστορία να κάνει κύκλους επαναλαμβανόμενη και αυτών που επιμένουν ότι εξελίσσεται γραμμικά επαναλαμβανόμενη μόνον ως φάρσα.
Ξέρουμε, ωστόσο, ότι η Δύση έχει κάνει μέσα στον τελευταίο - τον προηγούμενο - αιώνα δυο απόπειρες αυτοκτονίας με δυο παγκόσμιους πολέμους. Τίποτα δεν αποκλείει σήμερα μια μοιραία τρίτη. Όχι υποχρεωτικά με έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Αλλά και με δόσεις αργού θανάτου. Σαν κι αυτόν που έφερε έξω από την πόρτα της η πανδημία. Ή σαν τους άλλους που μπορεί να της επιφέρουν η αποβιομηχάνισή της, η γενικευόμενη πολυπολιτισμικότητά της, η επιτεινόμενη κρίση της ταυτότητάς της, η κατακυρίευσή της από την διαχεόμενη (καχ)υποψία των λαών της, οι αυτοκαταστροφικοί ανταγωνισμοί των κρατών της, οι αγεφύρωτες εσωτερικές αντιθέσεις των κοινωνιών της, οι αυξανόμενες ανισότητες της, οι αλληλοσυγκρουόμενοι εθνικισμοί της.
Γιώργος Σεφερτζής
22 Μαρτίου 2021