Η ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΗ ΕΝ ΑΠΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΗ ΕΝ ΑΠΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.
EIΣΑΓΩΓΗ
Η χώρα Ελλάδα, νοούμενη ως όλον, δηλαδή πολιτικό σύστημα, κοινωνία, οικονομία και πολιτισμός, βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο αλληλεξαρτώμενες πραγματικότητες, αλλά και με σαφείς ιδιαιτερότητες που επιτρέπουν τη σχετική αυτονόμηση της μιας από την άλλη. Η πρώτη πραγματικότητα συνίσταται στο διεθνές-ευρωπαϊκό περιβάλλον στο οποίο ευρίσκεται ενταγμένη η ελληνική κοινωνία. Η δεύτερη αφορά στις εγχώριες εξελίξεις οι οποίες σαφώς επηρεάζονται από την πρώτη αλλά και από τις ιδιαιτερότητες της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας.
Θεωρούμε ότι η πρώτη πραγματικότητα συνιστά μια “νέα” ιστορική εποχή με σαφή χαρακτηριστικά που όλο και περισσότερο εμπεδώνεται στο διεθνές περιβάλλον αποτελώντας πλέων το κυρίαρχο ισχύον υπόδειγμα. Συνεπώς δεν είναι πρέπον να χρησιμοποιήσουμε την έννοια “της κρίσεως”, προκειμένου να περιγράψουμε τη δεδομένη πραγματικότητα. Πρόκειται για την εγκαθίδρυση μιας νέας πραγματικότητας.
Στη δεύτερη πραγματικότητα ταιριάζει περισσότερο να χρησιμοποιηθεί η έννοια της “κρίσης” με τη περισσότερο βραχυπρόθεσμη διάσταση, με την Ιπποκράτεια σημασία, δεδομένης της τεράστιας οικονομικής κρίσης που έχει χτυπήσει την χώρα. Όπως είναι γνωστό, μία σημαντική έννοια στον τομέα της ιπποκρατικής ιατρικής είναι η κρίσις, δηλαδή η στιγμή στην εξέλιξη της νόσου όπου είτε θα επικρατήσει η ασθένεια κι ο ασθενής θα υποκύψει στο θάνατο, ή θα συμβεί το αντίθετο κι ο ασθενής θ’ ανακάμψει. Μετά από μία κρίση, μπορεί να ακολουθήσει υποτροπή και στη συνέχεια μία άλλη αποφασιστική κρίση. Σύμφωνα μ’ αυτό το δόγμα, οι κρίσεις τείνουν να συμβαίνουνε στις κρίσιμες ημέρες, που υποτίθεται πως είναι συγκεκριμένη στιγμή μετά την έναρξη της θεραπείας. Αν μία κρίση σημειωθεί σε μέρα πέραν των κρίσιμων ημερών, τότε θα πρέπει ν’ αναμένεται υποτροπή. Οι Ιπποκρατικοί φρονούν ότι η κλινική εξέταση πρέπει να ’ναι εξονυχιστική και να επαναλαμβάνεται συχνά, γιατί οι αρρώστιες δεν είναι στατικές, αλλά εξελισσόμενες κατά φάσεις, η τελευταία από τις οποίες προκαθορίζει και την έκβασή τους (λύσις ή κρίσις της νόσου).
Με βάση τα παραπάνω, η σφαιρική επισκόπηση τόσο των βασικών χαρακτηριστικών της λεγόμενης εποχής της μετανεωτερικότητας, όσο και του διαχρονικού σκληρού πυρήνα του πλέγματος των εγχώριων κοινωνικών σχέσεων ,αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση των όσων επέδρασαν στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς της ελληνικής κοινωνίας την τελευταία τριακονταετία.
Θα ξεκινήσω με μια σύντομη περιγραφή της πρώτης πραγματικότητας (Για μια πλήρη περιγραφή δες: Κ. Μελάς, Το αφόρητο βουητό του κενού, Εκδόσεις Αγγελάκη, 2016).
1.
Θα την ονοματίσω, ακολουθώντας τη κυρίαρχη τάση, εποχή της μετανεωτερικότητας, διαφοροποιώντας την από την αντίστοιχη εποχή της νεωτερικότητας.
Η αλλαγή του τρόπου συμπεριφοράς των υποκειμένων μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητή αν επιχειρήσουμε να παρακολουθήσουμε του πως αυτή εκδηλώνεται σε πλείστες όσες στιγμές του κοινωνικού βίου. Η διαφορά είναι εμφανής. Για παράδειγμα:
Η καθημερινή ζωή των δημοκρατικών κοινωνιών σήμερα, η ίδια η δημοκρατία δηλαδή, πόρρω απέχει από την κοινοβουλευτική δημοκρατία των δεκαετιών του ’60 και του ’70 όπου με όλες τις υπάρχουσες αδυναμίες (εγγενείς ή μη) υπήρχε μια συνεχής προσπάθεια για την ενδυνάμωση και τη διεύρυνσή της με τις ενδιάμεσες μορφές δημοκρατίας, την προσπάθεια συμμετοχής των πολιτών, τη δημιουργία του δημόσιου νοικοκυριού, του δημόσιου χώρου και χρόνου, την κατοχύρωση των πολιτικών, ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του πολίτη. Είναι τόσο δύσκολο να γίνει αντιληπτό ότι αυτό που ονομάζεται δυτική δημοκρατία (το κατεστημένο φιλελεύθερο-δημοκρατικό αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα) δεν είναι πλέον ζωντανό με την έννοια που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος. Δεν υπάρχει πάθος για τη ζωή.
Ο δυτικός πολιτισμός οδεύει προς την κατάσταση του Τελευταίου Ανθρώπου, ενός αδιάφορου πλάσματος, χωρίς κανένα μεγάλο πάθος ούτε δέσμευση. Ανήμπορος να ονειρευτεί, κουρασμένος από τη ζωή, δεν παίρνει κανένα ρίσκο, επιζητώντας μόνο την άνεση και την ασφάλεια, μια απλή αμοιβαία ανοχή (Σλαβόϊ Ζίζεκ, Βία, έξι λοξοί στοχασμοί, Εκδόσεις SRIPTA, 2010). «Λίγο δηλητήριο εδώ και εκεί: αυτό προκαλεί έναν ευχάριστα όνειρα. Και πολύ δηλητήριο στο τέλος: αυτό προκαλεί έναν ευχάριστο θάνατο. Έχουν την ευχαριστησούλα τους για τη μέρα και την ευχαριστησούλα τους για την νύχτα: αλλά σέβονται την υγεία. ”Εμείς εφεύραμε την ευτυχία”, λένε οι Τελευταίοι Άνθρωποι και κλείνουν το μάτι» (Φρήντριχ Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, Εκδόσεις Βάνιας, 2008, σ 26).
Η απώθηση του πάθους, δεν είναι μια τυχαία πράξη του πολιτικού φιλελευθερισμού, είναι η αναγκαία προϋπόθεση του μύθου ενός κοινωνικού συμβολαίου όπου οι αμοιβαίες σχέσεις θα ελάμβαναν τη μορφή διαφανούς επικοινωνίας μεταξύ των κοινωνιών. Όλος αυτός ο σχηματισμός κατόρθωσε να δώσει την εντύπωση ότι χωρίς αντιπαράθεση τα πράγματα μπορούν να οδηγηθούν σε κατάσταση κατευνασμού και συμφιλίωσης. Το πρόγραμμα του Διαφωτισμού που υιοθετήθηκε, χαρούμενα και αισιόδοξα, είχε σπεύσει όχι μόνο να καταδικάσει την ισχύ και τη βία, αλλά και να την εξοβελίσει ολοκληρωτικά από το ιδεολογικό οπλοστάσιό του. Ιδού το αποτέλεσμα: η έκπτωση της πολιτικής σε άνευρη διαδικασία επικύρωσης των επιταγών της αγοράς (Σαντάλ Μουφ, Το δημοκρατικό παράδοξο, Πόλις, 2004).
Οι μεταμοντέρνες υπερκαταναλωτικές δυτικές κοινωνίες έχουν μοναδικό θεό το Χρήμα. Οι λειτουργίες του χρήματος αποτελούν το μοναδικό συνεκτικό ιστό τους. Γεγονός που είναι εμφανές πρωτίστως στο ρόλο που καταλαμβάνουν τα οικονομικά και τα χρηματοοικονομικά ως βασική “επιστήμη” στον χώρο της γνώσης. Ο μοναδικός Θεός των σύγχρονων κοινωνιών είναι το Χρήμα. Στον Θεό του Χρήματος προσφέρεται το Αίμα που ρέει γύρω μας.
Συγχρόνως αν προσθέσουμε την υπαρκτή πλέον παρουσία των ελεγκτικών μηχανισμών με τη μορφή των σύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων παρακολούθησης που συνεχώς πληθαίνουν, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τη διάλυση της ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων. Την ελευθερία της ιδιωτικής ζωής επικαλέστηκαν οι κρατούντες ως επιχείρημα για να ξεθεμελιώσουν τον δημόσιο χώρο. Η απώλεια του ιδιωτικού βίου είναι το αποτέλεσμα της διάλυσης του δημοσίου βίου.
Στην εποχή της μετανεωτερικής μαζικοδημοκρατίας, η επιλογή της ιδιωτικοποίησης σημαίνει την υιοθέτηση προτύπων ιδιωτικής αυθεντικότητας, τα οποία διαδίδονται συνεχώς και ακαταπαύστως από τη βιομηχανία της “κουλτούρας”. Τα μαθήματα για το Ζεν, το τζόκινγκ, το μπόντι μπίλντινγκ, η φυσική διατροφή, η απαγόρευση του καπνίσματος, η αποχή από το πιοτό, ο πολυπολιτισμός , η διαφορετικότητα , τα καλλυντικά για τους άνδρες και ό,τι άλλο προωθούν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις σε άμεση συνεργασία με όσους επιχειρούν να ελέγξουν την ιδιωτική ζωή με έμμεσους πολιτικούς τρόπους. Η απόσυρση στην ιδιωτικότητα και η συνεχής προσπάθεια αυτοπραγμάτωσης, δεν διαλύει μόνο την εξωτερική αντικειμενικότητα, αλλά μαζί της εξαφανίζεται και η ίδια η υποκειμενικότητα μετατρεπόμενη σε ασήμαντη ιδιοτροπία, αφήνοντας την κοινωνία να συνεχίζει την πορεία της. Η ανάγκη της συλλογικότητας και του συλλογικού είναι εκ των ών ουκ άνευ για οποιαδήποτε κοινωνία (Αιμίλιος Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος και Πολιτική, Α.Α. Λιβάνη, 2005).
Κατά την άποψή μας σημαίνει ότι η κατάσταση εξαίρεσης ή έκτακτης ανάγκης έχει καταστεί ή τείνει να καταστεί (σε μια ελαφρότερη έκφραση) παράδειγμα διακυβέρνησης. Ενώ αρχικά κατανοούνταν σαν κάτι το ασυνήθιστο, μια εξαίρεση, η οποία μπορούσε να ισχύσει μόνο για περιορισμένη χρονική περίοδο μέσω του ιστορικού μετασχηματισμού της κατέστη σήμερα φυσιολογική μορφή της διακυβέρνησης. Μέσω αυτής της έννοιας μπορούν να δειχθούν οι συνέπειες αυτής της αλλαγής σε σχέση με το κράτος και τις δημοκρατίες στις οποίες ζούμε. Κύριο χαρακτηριστικό των σύγχρονων “δημοκρατιών” αλλά και του πλέγματος των διεθνών σχέσεων είναι η παράξενη σχέση μεταξύ της ύπαρξης και απουσίας νόμου, μεταξύ νόμου και ανομίας. Η κατάσταση εξαίρεσης εγκαθιδρύει μια κρυφή, αλλά θεμελιώδη σχέση μεταξύ της ύπαρξης και της απουσίας νόμου. (Τζόρτζιο Αγκάμπεν, Κατάσταση Εξαίρεσης, Πατάκης, 2007).
Είναι ολοφάνερο ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια παγκόσμια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης με πρόσχημα τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, ή του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού υποδείγματος, η οποία νομιμοποιεί ολοένα και περισσότερες αναστολές των νόμιμων και άλλων δικαιωμάτων, ή της πανδημίας COVID-19. Το κράτος δικαίου δυνητικά αναστέλλεται. Όλο και περισσότερο “πολιτικοποιείται” η ζωή , η “γυμνή ζωή”, η “ιερή ζωή”, οδηγώντας σε καταστάσεις που λίγο απέχουν από τον ολοκληρωτισμό.
Το πρώτο βήμα σε αυτήν τη κατεύθυνση γίνεται με την απόφαση να δοθεί η πρωτοκαθεδρία στο ιδιωτικό επί του δημοσίου, ως αποτέλεσμα διεκδίκησης της απόλαυσης της γυμνής ζωής.
Όμως το πλέον συνταρακτικό, και υπό μια έννοια παράδοξο, είναι το ότι οι δυτικοί άνθρωποι “πείθονται” για την ανάγκη αυτών των μέτρων οδηγούμενοι σε κατάσταση εθελοδουλίας. Ο σημερινός ευρωπαίος πολίτης τείνει σιγά-σιγά, προς την φελαχοποίησή του. Ο ψυχισμός του έχει εξαντληθεί. Μάλιστα αποδέχονται με περίεργη παθητικότητα τις πρακτικές των πολιτικών τους ηγεσιών. Είναι διαπιστωμένο και αποτελεί περίεργο αλλά αληθές γεγονός, το ότι από τη στιγμή που η φυλή δέχτηκε δημοσίως ότι ο κ. Χ είναι μεγάλος αρχηγός, όπως γράφει ο Κάφκα στην «Τραγουδίστρια Ζοζεφίνα», τα πλήθη θα τον χειροκροτούν ο,τι και αν πράττει , διότι νοιώθουν μια περίεργη δέσμευση. (Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Άνοδος της Ασημαντότητας, Ύψιλον, 2000).
Το ότι οι Δυτικές κοινωνίες ζουν σε μια απολύτως παραιτημένη εποχή φαίνεται από τη μη αποδοχή κανενός θετικού Απολύτου. Μοναδικές υποψήφιες για το Απόλυτο είναι οι Αρνητικές πράξεις. Σήμερα η πάταξη της Παγκόσμιας Τρομοκρατίας με σειρά πολεμικών επεμβάσεων στις χώρες της Μέσης Ανατολής , χθες ο αγώνας κατά της «Αυτοκρατορίας του Κακού» και των Ολοκληρωτικών καθεστώτων με αιχμή την παρωδία «των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». (Σλαβόι Ζίζεκ, Καλωσορίσατε στην έρημο του πραγματικού, Scripta 2003). Στον βωμό αυτών των Αρνητικών Πράξεων θυσιάζονται “ενσυνείδητα” ο,τι είχε κερδηθεί στο μέτωπο της Δημοκρατίας με την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού, της αστικής τάξης και τη δυναμική έλευση στο προσκήνιο της Ιστορίας του συγκροτημένου εργατικού κινήματος. «Μα υπάρχει σήμερα τίποτε που να μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς απόλυτα σπουδαίο και μεγάλο, ώστε να το πραγματοποιήσει με όλες του τις δυνάμεις;» (Ρόμπερτ Μούζιλ, Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, Οδυσσέας, 1992).
2.
Τώρα, όσον αφορά στην πραγματικότητα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού μπορούν να ειπωθούν τα ακόλουθα.
Η Ελλάδα λειτουργεί εντός του συγκεκριμένου πολιτικού-κοινωνικού-οικονομικού και πολιτισμικού πλαισίου το οποίο ισχύει στην επονομαζόμενη Δύση, παρά τις ιδιομορφίες και τις ιδιοτυπίες (Κώστας Μελάς, Μικρά Μαθήματα για την Ελληνική Οικονομία, Πατάκης, 2013) τις οποίες παρουσιάζει ως κοινωνικός σχηματισμός. Είναι αδύνατον να διαχωριστεί και να εμφανιστεί το ειδικό δίχως τη σαφή γνώση του γενικού εντός του οποίου το ειδικό ζει και κινείται.
Στα τελευταία σαράντα χρόνια στην Ελλάδα διαμορφώνεται ένας κοινωνικός σχηματισμός, ο οποίος μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος σχέσεων, συνδέεται και ενσωματώνεται με δεσμευτικό τρόπο στα διεθνή πλέγματα εξουσίας. Ουσιαστικά, είναι ανάγκη σοβαρά να σκεφτούμε την Ελλάδα ως μια κοινωνία που βρίσκεται αντιμέτωπη με τα προβλήματα που γεννά το διεθνές περιβάλλον, ο ύστερος πολυεθνικός διεθνοποιημένος καπιταλισμός και γενικά αυτό που ονομάζεται μετανεωτερικότητα. Αυτό μεταφράζεται ως συνεχής προσπάθεια αναζήτησης των κινήτρων με βάση τα οποία κινητοποιούνται τα ατομικά ή θεσμικά υποκείμενα (πάντοτε κοινωνικά), των μέσων που χρησιμοποιούν για την επίτευξη των στόχων τούς οποίους έχουν επιλέξει.
Σημειώνω, ότι όλα όσα ανέφερα προηγουμένως, και τα οποία αφορούν στο διεθνές περιβάλλον στο οποίο είναι ενταγμένη η χώρα μας, ισχύουν προφανώς και για αυτή. Η μεγάλη εικόνα, δηλαδή το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου κινείται το σύνολο σχεδόν των χωρών του πλανήτη, αποτελεί, in senso lato, τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα και των εξελίξεων στην Ελλάδα. Δεν θα πρωτοτυπήσουμε υποστηρίζοντας ότι οι συντελούμενες πλανητικές εξελίξεις διαχέονται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία στην ελληνική κοινωνία αποτελώντας σε μέγιστο βαθμό το υπόστρωμα των εγχώριων εξελίξεων. Βεβαίως διαχέονται σε μια κοινωνία ιδιότυπη και ιδιόμορφη, προσλαμβάνοντας μορφές “υβριδικές” όπως αντιστοίχως συμβαίνει και στις υπόλοιπες κοινωνίες του πλανήτη. Ο διαχρονικός σκληρός πυρήνας του πλέγματος των εγχωρίων κοινωνικών σχέσεων αποτελεί, in ultima istanza, το ύστατο πλαίσιο του τρόπου ενσωμάτωσης των διεθνών εισροών.
Όμως η Ελλάδα υπέστη, ως συνέπεια της αμετροεπούς οικονομικής πολιτικής που ακολούθησαν οι πολιτικές αρχηγεσίες εντός της ζώνης του ευρώ, υιοθετώντας μέχρι κεραίας τα προτάγματα που διοχετεύονταν από το διεθνές περιβάλλον μια βαρύτατη οικονομική κρίση που τα αποτελέσματά της προσομοιάζουν με αυτά ενός πολέμου. Δεν θα αναφερθώ στα οικονομικά αποτελέσματα. Αυτά είναι γνωστά. Θέλω να επικεντρωθώ στα βαθύτερα αποτελέσματα που έχουν επιδράσει στον πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων που διέπουν την χώρα.
Η κρίση στην Ελλάδα, έδειξε με κυνικό όσο και βάναυσο τρόπο την πραγματική κατάσταση της κοινωνίας. Απογυμνώνοντάς την από όλα τα επίχρυσα πούπουλα που κάλυπταν την επιπόλαιη όσο και ξέφρενη εποχή της ευημερίας, έδειξε με απόλυτη σαφήνεια, όλους τους ιδεολογισμούς της μεταμοντέρνας προσέγγισης.
Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται, και αυτή, σε μια κατάσταση γενικής α-πορίας αδυνατώντας να αναγνωρίσει τον ίδιο της τον εαυτό. Μάλλον, σωστότερα, βρίσκεται σε αδυναμία στο τι να αναγνωρίσει ως εαυτό. Δεν είναι μόνο η διάλυση των όποιων συλλογικοτήτων (ουσιαστικά και συμβολικά) υπήρχαν και η επικράτηση ενός άκρατου ατομισμού αλλά είναι κάτι περισσότερο: η επικράτηση ενός απόλυτα κατακερματισμένου ατομισμού που τυφλώνει το άτομο οδηγώντας το στην αναζήτηση ό,τι πιο ακραίου κοινωνικά, αποκρουστικού αισθητικά αλλά και ολέθριου πολιτικά, προκειμένου από κάπου να πιαστεί ώστε να βρει δικαιολογία επιβίωσης.
Μπορούμε στα αλήθεια να γνωρίζουμε τι είμαστε; Δεν είμαστε βέβαιοι για αυτό, αν η κοινωνία, ως τέτοια, το μπορεί. Τα υπάρχοντα πραγματολογικά στοιχεία δεν οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα. Περισσότερο επιβεβαιώνεται η άποψη ότι στα κράτη που στερούνται κυριαρχίας, όπως το ελληνικό κράτος, και που ελάχιστα απέχει να μετατραπεί σε κράτος-παρίας, ο λαός ανάγεται σε ένα σύνολο μικρών παθητικών μετόχων, που ακολουθεί άβουλος τις ανήμπορες να αντιδράσουν πολιτικές αρχηγεσίες. Ακόμη και όταν οι κίνδυνοι εμφανίζονται, είτε ως εξωτερική απειλή (Τουρκία) είτε ως πανδημία (COVID-19), από πουθενά δεν προκύπτει ο αναμενόμενος αναστοχασμός που θα συμβάλλει στην προσπάθεια αναγνώρισης της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία. Αντιθέτως είμαστε μάρτυρες όξυνσης της κατάστασης απορίας.
Η συγκεκριμένη αδυναμία τους τις οδηγεί στη μόνη διαδικασία που τους επιτρέπει να ελπίζουν σε επιβίωση: να στήσουν ένα ψεύτικο σκηνικό αντιπαράθεσης μεταξύ τους, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες στην κοινωνία και στη χώρα.
Σε αντίθεση με το όσους είχαν ελπίσει ότι η βαθιά πολύπλευρη κρίση που διέρχεται η χώρα θα οδηγούσε σε στοιχειώδη ποιοτική αλλαγή της συμπεριφοράς των πολιτικών κομμάτων της, η αδήριτη πραγματικότητα δικαιώνει όλους όσοι είχαν τολμήσει να υποστηρίξουν (ζουν) ότι αντιθέτως αυτή όχι μόνο θα παραμείνει η ίδια αλλά και θα κατρακυλήσει σε χειρότερα επίπεδα. Μάλιστα η συμπεριφορά των πολιτικών κομμάτων οδηγεί σε οδυνηρές σκέψεις ότι τελικά «δεν υπάρχει πολιτικό κόμμα που να μη μαίνεται κατά της πατρίδας». (Πωλ Βαλερύ, Πνεύμα και Πολιτική, Ροές, 2014)
Δυστυχώς κανένα πολιτικό κόμμα για το ζήτημα αυτό δεν δίνει καμία εξήγηση. Καθένα έχει τα δικά του σκοτεινά σημεία, τις κρυφές του εκατόμβες και τα ανομολόγητα όνειρά του. Τους θησαυρούς του από απερίσκεπτα πράγματα και από προπέτειες. Όσα λησμόνησε στα σχέδιά του και όσα θέλει να κάνει να ξεχάσουν οι άλλοι. Αποσύρουν, προκειμένου να επιβιώσουν, όλα εκείνα τα οποία υπόσχονται προκειμένου να εξασφαλίσουν την ύπαρξή τους. Συμπεριφέρονται “λαϊκιστικά” όσο βρίσκονται εκτός εξουσίας και άλλο τόσο και περισσότερο όταν βρίσκονται στην εξουσία.
Η συνεχής προσπάθεια των πολιτικών κομμάτων να επιβάλλουν τη βούλησή τους στον (εγχώριο) αντίπαλο αφενός τα κολακεύει, αφετέρου μπορεί να καταστρέψει τη χώρα. Πολλές φορές συμβαίνει να επιτυγχάνεται η επιβολή της βούλησης επί των αντιπάλων αλλά άλλες τόσες φορές μπορεί να αποδειχθεί (ή έχει αποδειχθεί) μοιραία. Τα συμφέροντα της χώρας δεν πρέπει να συγχέονται με τις προσδοκίες κάθε πολιτικού κόμματος. Η εκπλήρωση των επιθυμιών τους δεν μας απομακρύνει από τη δυστυχία ή και τον χαμό της χώρας.
Πάντοτε η πολιτική θεμελιώνεται στην αδιαφορία της πλειονότητας των ενδιαφερομένων (η σιωπηλή πλειοψηφία όπως υποστήριζε ο Ρ. Νίξον), χωρίς την οποία δεν υπάρχει δυνατότητα πολιτικής. Υπ’ αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι δομικό στοιχείο της πολιτικής είναι η τέχνη να εμποδίζονται οι άνθρωποι από το να αναμειγνύονται σε ό,τι τους αφορά. Στις μέρες μας, λόγω των σημαντικών κοινωνικών διεργασιών και των αλλαγών που έχουν επέλθει σε όλες τις στιγμές του κοινωνικού γίγνεσθαι (πολιτική, οικονομική, πολιτιστική) λαμβάνει την εξής μορφή: να εξαναγκάζονται οι άνθρωποι να αποφασίζουν για πράγματα με τα οποία δεν συμφωνούν.
Με απλά λόγια καλούνται να συμμετάσχουν σε μια διαδικασία επικύρωσης ήδη προαποφασισμένων λύσεων ή επιλεγμένων με προσεκτικά κριτήρια εναλλακτικών προτάσεων , που όμως καταλήγουν στον ίδιο παρονομαστή. Ο εγκλωβισμός είναι απόλυτος και θανατηφόρος. Το πολιτισμικό DNA του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι δεδομένο. Βεβαίως και της ελληνικής κοινωνίας (Κώστας Μελάς, Το αφόρητο βουητό του κενού, Αγγελάκη, 2016). Οι όποιες μεταλλαγές είναι αργόσυρτες και βασανιστικές. Υπάρχουν και προσπάθειες βίαιων μεταλλαγών οι οποίες λόγω ότι πρωτίστως ενδύονται τεχνικά χαρακτηριστικά καταλήγουν σε αποτυχίες δυσκολεύοντας περαιτέρω τον “εκσυγχρονισμό” της χώρας.
Το έργο αυτό στην Ελλάδα επαναλαμβάνεται συνεχώς από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Εμπειρικά απολύτως επιβεβαιωμένο (Κώστας Μελάς, Μικρά Μαθήματα για την Ελληνική Οικονομία, Πατάκης, 2013). Τα πολιτικά κόμματα εξακολουθούν να έχουν την ίδια συμπεριφορά, που χρησιμοποιούν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, προκειμένου να παρουσιάσουν στον λαό είτε νίκες και θριάμβους τους, είτε δραματικές μεταξύ τους συγκρούσεις και “καταγγελίες” κατά αντιπάλων.
Το αξιακό σύστημα που έχει εγκαθιδρυθεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στο διεθνές περιβάλλον είναι δεδομένο. (Κώστας Μελάς, Το ανυπόφορο βουητό του κενού, Αγγελάκη, 2016) Το αξιακό σύστημα αυτό γεννά συγκεκριμένες συμπεριφορές.
Δεν είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό ότι υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων που απεχθάνονται τις “μεγάλες αφηγήσεις”, ίδιον της νεωτερικότητας , οι οποίες εμπεριέχουν, εν τοις πράγμασι, μια εκδίπλωση στο μέλλον και επομένως συμπεριλαμβάνουν ως ουσιαστική κοσμοθεωρητική μεταβλητή τον χρόνο. Το μόνο που αντιλαμβάνονται είναι η “συμμετοχή” τους στα εφήμερα κατακερματισμένα “συμβάντα” της κοινωνικής ζωής μέσα από την τοποθέτηση posts σε κάποια άποψη τοποθετημένη στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή των περιοδικών λάιφ-στάυλ. Απόψεις οι οποίες έχουν ως σημείο αναφοράς τον ίδιο τους τον εαυτό δημιουργώντας έτσι ένα απόλυτο αυτοαναφορικό πλαίσιο κριτηρίων αλήθειας (Αιμίλιος Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος και Πολιτική, Α.Α. Λιβάνης, 2005).
Η νοοτροπία και ο τρόπος ζωής μιας κοινωνίας σχετίζονται στενά με τις εκάστοτε κρατούσες ιδέες για τον ρόλο του ατόμου μέσα σε αυτές. Αυτό σημαίνει ότι η μετεξέλιξη ή η μετατροπή των κοινωνιών βρίσκεται πρωταρχικά σε συνάφεια με την μετατόπιση της έννοιας του ατομικισμού. Οι παρατηρούμενες αλλαγές στη νοοτροπία και στον τρόπο ζωής της σύγχρονης κοινωνίας των τελευταίων τουλάχιστον πενήντα ετών, συναρτώνται ουσιωδώς με τη νέα αντίληψη για το άτομο και συγκεκριμένα σε ο,τι αναφέρεται ως προγραμματική διαδικασία αντικατάσταση των αξιών της αυτοϋπέρβασης[i]-αυτοπειθάρχησης από τις αξίες της αυτοπραγμάτωσης[ii]. Είναι η αξία της αυτοπραγμάτωσης λοιπόν που κυριαρχεί .
Είναι γνωστό ότι, το ίδιον της προσωπικής ύπαρξης προϋποθέτει την ύπαρξη της προσωπικής εμπειρίας. Όπου δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα το αποτέλεσμα είναι η μαζοποίηση της κοινωνίας, η εμφάνιση της μάζας. Όμως προσοχή, η μάζα στη σημερινή εποχή δεν είναι μια αυθόρμητη σύναξη ατομικοτήτων που χάνουν τον λογαριασμό του Εγώ τους σε μια στιγμιαία περιδίνηση ή ενός συλλογικού πανικού. Είναι το κατακερματισμένο ενεργούμενο , που “αυτοπραγματώνεται” επιχειρώντας να συναιρέσει τις πολυδιασπάσεις του στο ενιαίο σχήμα του βιοτικού επιπέδου και της “ποιότητας ζωής” στην κατανάλωση. Η μάζα και το άτομο συμπυκνώνονται , ταυτίζονται σε μια αργόσυρτη ιστορική επανάληψη του ταυτού. Οι αλλεπάλληλες “απόψεις” ακολουθούμενες από αμέτρητα posts δεν είναι τίποτε περισσότερο από αέναα άλματα από φευγαλέα εικόνα σε έτερη φευγαλέα εικόνα. Πρόκειται για ένα αέναο ζάπινγκ στην “τηλεόραση της ζωής” το οποίο δείχνει με απόλυτη ακρίβεια ότι οι μεταμοντέρνοι τρόποι ύπαρξης είναι κατατεμαχισμένοι, έκκεντροι, πολιτικά και ηθικά ανάπηροι, ριζωμένοι στην αυτοτέλεια του στιγμιαίου, χωρίς παρελθόν, χωρίς μέλλον. Σε ένα αέναο παρόν. (Αιμίλιος Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος και Πολιτική, Α.Α. Λιβάνης, 2005).
Να το πούμε διαφορετικά: η έννοια της “ποιότητας ζωής” αντικαθιστά τη νεωτερική έννοια της επιβίωσης. Μια τέτοια αντίληψη είναι ενδημικά μη ένσκοπη, αποσυναρτημένη από οποιαδήποτε εντελή πραξιακή διαδικασία. Η “ποιότητα ζωής” δεν κατευθύνεται εσωτερικά προς κάποια κορύφωση, έναν τελικό σκοπό, ενώ εμπεριέχει ως ουσιώδη διάσταση τη συγκυριακότητα, την αποσπασματικότητα της ύπαρξης. Η ζωή είναι μια σειρά επεισοδίων, βιωμένων από ένα Εγώ αυτοσκηνοθετούμενο, σε μια πολλαπλότητα ρόλων η υπόδυση των οποίων, επάλληλα ή ταυτοχρόνως, κατά τρόπο ανυπερθέτως παρανοϊκό, συνιστά την αυτοπραγμάτωση. Αυτοπραγμάτωση που παρότι εμπεριέχει το “αυτό” δεν είναι καν τέτοιο, αφού δεν αναφέρεται σε ένα οργανωμένο Εγώ αλλά σε δυνατότητες υπόδυσης χωρίς ηθοποιό.
Η μαζικοδημοκρατική κοινωνία της μετανεωτερικής εποχής, εγκαταλείποντας ή καταστρέφοντας τις ολοποιητικές εναρμονιστικές φιλοδοξίες της νεωτερικότητας, δύο μόνον διαδικασίες κατορθώνει, πρακτικά, να συσχετίσει οργανικά στους κόλπους της: την πολτοποίηση της συλλογικότητας ―τα “πρόσωπα” καθίστανται άμορφη μάζα τυποποιημένων μονάδων, διασκορπισμένα εντός της ισοπεδωτικής εγκοσμιότητας― με τον ατομοκεντρικό υποκειμενισμό υπερφίαλων υπάρξεων, που είναι πάντα πρόθυμες να αναγνωρίσουν υψίστη σπουδαιότητα στην ιστορική ουτιδανότητα της συνείδησης και των ενεργημάτων της. Εξουδετερώνοντας τη νεωτερική “μεταφυσική της παρουσίας” , δηλαδή το ανθρωποκεντρικό πρότυπο της ηθικής σκέψης των Νέων Χρόνων, συγκροτεί, εξαιτίας της “πανουργίας του Λόγου” που πάντα καιροφυλακτεί για να φέρει τα πάνω κάτω, το πολιτισμικό σύμπαν του φρενήρους ατομισμού, του υπερκαταναλωτισμού και του αγοραίου ευδαιμονισμού (Αιμίλιος Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος και Πολιτική, Α.Α. Λιβάνης, 2005).
Το πρόβλημα της μετανεωτερικής ταυτότητας συνίσταται στην ουσία, στην αποφυγή των αποκρυσταλλώσεων, έτσι ώστε να μείνουν όλες οι δυνατότητες ανοιχτές. Στο ζήτημα της ταυτότητας, όπως και σε πολλά άλλα, το σύνθημα της νεωτερικότητας ήταν η “δημιουργία”. Εκείνο της μετανεωτερικότητας η “ανακύκλωση”. Το αποτέλεσμα είναι σαφές:
«Στη ζωή-παιχνίδι των μετανεωτερικών καταναλωτών οι κανόνες αλλάζουν αδιάκοπα κατά τη διάρκεια της παρτίδας. Οι κατευθυντήριες αρχές κάθε ορθολογικής συμπεριφοράς γίνονται αποφασιστικότητα να ζεις τη μια μέρα μετά την άλλη και να περιγράφεις την καθημερινή ζωή σαν μια σειρά από ήσσονες επιτακτικότητες. Συνεπάγεται ότι τα ρυθμιστικά ιδεώδη της μετανεωτερικότητας συνοψίζονται σε κανόνες όπως: Μην αφιερώνεις τη ζωή σου σε μια μόνο αποστολή. Μην ορκίζεσαι συνέπεια και νομιμοφροσύνη σε τίποτε και σε κανένα . Μην επιχειρείς να ελέγξεις το μέλλον, αλλά μην το υποθηκεύεις. Πρόσεχε ώστε οι συνέπειες του παιχνιδιού σου να μην επιζήσουν του ιδίου και αρνήσου την ευθύνη των επιπτώσεων στην περίπτωση που αυτό συμβεί. Απαγόρευσε στο παρελθόν να βαραίνει μέσα στο παρόν. Εν συντομία, τεμάχισε το παρόν στα δυο του άκρα, απόκοψέ το από την Ιστορία. Κατάργησε κάθε μορφή χρόνου αλλιώτικη από ένα σύνολο ή μια αυθαίρετη διαδοχή στιγμών του παρόντος. Υπόταξε τη ροή του χρόνου σε ένα συνεχές παρόν». (Ζ. Μπάουμαν, Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της, Ψυχογιός, 2002).
Οι προσταγές αυτές, ηθικές κορωνίδες των μεταμοντέρνων ιδεολογημάτων, αποτυπώνουν με ενάργεια τη φυσιογνωμία της μαζικοδημοκρατικής κοινωνίας της “άγνοιας”, που πρόθυμα αποκαλείται “κοινωνία της γνώσης”, προκειμένου να συγκαλύψει το γεγονός ότι η αχρονία της ατομικής και συλλογικής συνείδησης καθιστά και περιττή και ανέφικτη τη μέθεξη σε όσα μέχρι πρότινος ονομάζονταν υψηλός πολιτισμός. Στην παιγνιώδη δίνη του καταναλωτικού ευδαιμονισμού η μνήμη αναστέλλεται. Μαζί της καταλύεται και η δυνατότητα προσοικείωσης του πολιτισμικού κεκτημένου, εφόσον αυτή είναι αδύνατη δίχως σύλληψη της ιστορικότητας των πολιτισμικών μορφωμάτων. Ο πολιτισμικός απαλφαβητισμός, όρος ύπαρξης και επιβίωσης της “κοινωνίας της γνώσης ή της πληροφορίας”, επεκτείνεται και αγκαλιάζει όλες τις πτυχές του βιώματος. Η συνομιλία με το παρελθόν φαντάζει επιζήμια ή γελοία.
Είναι χαρακτηριστική η ακόλουθη αναφορά (Ζ. Μπάουμαν, Ρευστή Αγάπη, Εστία, 2006) που συνάδει απολύτως με τα παραπάνω: «Οι κάτοικοι της Λεονίας, μιας από τις Αόρατες Πόλεις του Ίταλο Καλβίνο (Οδυσσέας, 1982) θα έλεγαν, αν τους ρωτούσαν, ότι το πάθος της πόλης τους είναι «να απολαμβάνει καινούργια και διαφορετικά πράγματα». Πράγματι, «κάθε πρωί ο πληθυσμός […] φοράει ολοκαίνουριες ρόμπες, βγάζει από το πλέον τελειοποιημένο ψυγείο σφραγισμένα ακόμα τενεκεδένια κουτάκια, ακούγοντας τα καινούργια τραγούδια από το τελευταίο μοντέλο της συσκευής». Κάθε πρωί όμως «τα υπολείμματα της χθεσινής Λεονίας περιμένουν το κάρο του σκουπιδιάρη», ώστε δικαίως θα αναρωτιόταν κανείς αν το αληθινό πάθος της πόλης δεν είναι «μάλλον να αποβάλλει, να διώχνει μακριά της, να ξεφορτώνεται κάθε περιοδική μιαρότητα». Ειδάλλως γιατί οι σκουπιδιάρηδες να «γίνονται αποδεκτοί σαν άγγελοι» ακόμα και αν η αποστολή τους «έχει τον σιωπηρό σεβασμό όλων» και δικαιολογημένα, βέβαια: «Αφού κάποιος πετάξει ό,τι είναι να πετάξει, δεν θέλει πλέον να έχει την έγνοια του».
Δεν είναι άραγε οι κάτοικοι του ρευστού μετανεωτερικού κόσμου μας σχεδόν πανομοιότυποι με τους κατοίκους της Λεονίας; Οι πλέον “ιδεολογικά συνειδητοποιημένοι” (σε μια εποχή που οι ίδιοι ομιλούν περί του τέλους των ιδεολογιών) δεν έχουν το δικαίωμα να εκφραστούν και “πολιτικά” με έναν τρόπο που να συνάδει με τις αντιλήψεις τους;
Είναι δύσκολο να προβλεφθεί πού τελικά θα οδηγήσει αυτή η πορεία, παρότι η σύγχρονη εποχή είναι η γέφυρα ανάμεσα στη βασιλεία της παράλογης πίστης και τη βασιλεία του παραλογισμού δίχως πίστη. Το εγκαταστημένο αξιακό πλαίσιο, παρά τα όσα του καταμαρτυρούν, ότι ουσιαστικά αποτελεί ένα κενό κέλυφος, λειτουργεί παράγοντας ένα αξιακό λόγο ο οποίος όλο και περισσότερο εξαπλώνεται στις ανθρώπινες κοινωνίες. Εμπεριέχει μια κατηγορική προσταγή που απαιτεί όλο και μεγαλύτερη βιαιότητα προκειμένου να την αναγνωρίσουν και να την υπακούσουν οι κοινωνίες. Όσο λιγότερο το άτομο γνωρίζει τι θέλει, τόσο πιο παράφορα το επιθυμεί. Το εγκαταστημένο σύστημα αξιών καθιστά τους ανθρώπους “εγκληματίες” λόγω της παράλογης πίστης στο επικρατούν ”λογικοφανές-τεχνοεπιστημονικό” επικρατούν σύστημα, αλλά και λόγω του παραλογισμού δίχως πίστη που εδράζεται στην επικρατούσα αντίληψη της «αυτοπραγμάτωσης του εαυτού μέσω κριτηρίων που υιοθετούνται από τον ίδιο τον εαυτό». Η εικόνα του ορθολογικού- αντικειμενικού ανθρώπου ο οποίος υποτίθεται ότι διατυπώνει και εφαρμόζει τους κανονισμούς της εξαιρετικά πολυσύνθετης “γνωστικής κοινωνίας”, αντιστοιχεί τυπικά στον ιδεατό τύπο των εξαιρετικά μηχανοποιημένων και εξορθολογισμένων διαδικασιών στην οικονομία και τη διοίκηση. Αυτές οι διαδικασίες όμως αποτελούν μόνο τη μια πλευρά της κοινωνικής ζωής στις δυτικές μαζικοδημοκρατίες. Η άλλη πλευρά, αυτή της μαζικής κατανάλωσης, συνδέεται με ψυχολογικά και ηθικά πολύ διαφορετικές στάσεις και συμπεριφορές – μολονότι και οι δύο πλευρές είναι εξίσου απαραίτητες για την υπόσταση της μαζικής δημοκρατίας και πρέπει να ανταγωνίζονται μεταξύ τους και να συνυπάρχουν ταυτόχρονα μέσα στην κοινωνία και στον ατομικό ψυχισμό των ανθρώπων. «Αν η βιομηχανική μαζική παραγωγή και η διοίκηση απαιτούν την εφαρμογή μιας απρόσωπης εργαλειακής ορθολογικότητας, η μαζική κατανάλωση ευνοεί από την άλλη μεριά την ατομιστική-ηδονιστική ηθική της άμεσης απόλαυσης και γενικά της “αυτοπραγματοποίησης”». Στη βάση της μαζικής κατανάλωσης υλικών και πνευματικών αγαθών και με φόντο τον κοσμοθεωρητικό και ηθικό πανθεϊσμό δημιουργούνται και ευδοκιμούν κάθε είδους “ανορθολογισμοί”, οι οποίοι γοητεύουν όλο και περισσότερους ανθρώπους. Αυτό επικυρώνεται εμπειρικά από την πολύ αισθητή και διαδεδομένη επίδραση κατευθείαν μαγικών τρόπων σκέψης στην καθημερινή ζωή και συμπεριφορά των ανθρώπων σε εξαιρετικά πολυσύνθετες και μηχανοποιημένες κοινωνίες, όπως αυτή που ζούμε σήμερα. Τα εσφαλμένα συμπεράσματα σε αυτό το ζήτημα είναι αναπόφευκτα όταν συγχέει κανείς την πολιτιστικά κυρίαρχη σήμερα πεποίθηση για την “ορθολογικότητα” με τις πραγματικές διαδικασίες σκέψης των συγκεκριμένων ανθρώπων, που στη μία κατάσταση καθοδηγούνται από μαζικούς ανορθολογικούς (θρησκευτικούς και άλλους) τρόπους σκέψης, στην άλλη από επιστημονικές έννοιες και σε μια τρίτη απλώς από τον λεγόμενο κοινό νου (Π. Κονδύλης, Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος, Θεμέλιο, 2007).
Όσο πιο μεγάλο είναι το άγχος του ανθρώπου που αισθάνεται έρμαιο του κατακερματισμένου εαυτού του, τόσο περισσότερο επιθυμεί να βρει έναν οδηγό, έναν λυτρωτή, που θα τον βοηθήσει να συλλάβει, με τις πράξεις του, τα ακατανόητα συμβάντα της εποχής του.
«Μεγάλος είναι ο φόβος του ανθρώπου που έχει επίγνωση της απομόνωσής του και προσπαθεί να ξεφύγει από τις μνήμες του: είναι ένας κατανικημένος και εξόριστος, ένα πλάσμα ριγμένο στον πιο βαθύ φόβο, στο φόβο αυτού που υφίσταται τη βία και διαπράττει τη βία. Ριγμένος στην πανίσχυρη απομόνωση, η φυγή του και η απόγνωσή του και η απάθειά του μπορεί να πάρουν τέτοιες διαστάσεις, ώστε αθέλητα σκέφτεται να κάνει κακό στον εαυτό του για να ξεφύγει από το γρανιτένιο νόμο των γεγονότων. Και μέσα στο φόβο που νοιώθει μπρος στη φωνή της Κρίσεως που είναι έτοιμη να ξεσπάσει μέσα από το σκοτάδι, ξυπνάει με διπλή ένταση η νοσταλγία για τον Οδηγητή, που τρυφερός και πράος θα τον πάρει από το χέρι, αποκαθιστώντας την τάξη και δείχνοντάς του το δρόμο, η νοσταλγία για τον Οδηγητή, που δεν ακολουθεί πια κανένα και ο οποίος προπορεύεται στο άβατο μονοπάτι του κλειστού κύκλου και ανυψώνεται σε όλο και ανώτερα επίπεδα, ανυψώνεται φτάνοντας σε μια πιο φωτεινή προσέγγιση των ανθρώπων, αυτός που θα οικοδομήσει εκ νέου τον οίκο, έτσι ώστε οι νεκροί να ζωντανέψουν, αυτός που αναστήθηκε από το πλήθος των νεκρών και με τις πράξεις του θα δώσει νόημα στα ακατανόητα συμβάντα, έτσι ώστε ο χρόνος να αρχίσει να μετράει και πάλι. Αυτή είναι η νοσταλγία.» (Χέρμαν Μπρόχ, Οι Υπνοβάτες ΙΙΙ, Μέδουσα, 1991)
Το κείμενο του Μπρόχ, δημοσιοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 (το 1932 συγκεκριμένα) φωτογραφίζει με απόλυτη ακρίβεια τον επερχόμενο εκλογικό θρίαμβο του Χίτλερ και του ναζιστικού κόμματος. Η μορφή που θα πάρει ο σημερινός Οδηγητής δεν θα είναι αυτού του είδους. Ούτε καν η μορφή των απρόσωπων και γκρίζων «ολοκληρωτιστών–γραφειοκρατών» που περιγράφει ο Όργουελ (1984, Κάκτος, 1978), στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Αυτές είναι μορφές που ταιριάζουν περισσότερο στις καταστάσεις του 20ού αιώνα . Η μορφή του Οδηγητή που φαίνεται να αντιστοιχεί στον 21ο αιώνα ―ήδη έχει αρχίσει να σχηματίζεται στο αυγό του φιδιού― είναι αυτή των “φωτισμένων τεχνοδημοκρατών” διαχειριστών, “καλλιεργημένων, έξυπνων και αρίστων”, με “ξεχωριστό” ο καθένας στυλ ζωής, που αποτελούν δομική συνιστώσα του σύγχρονου πολυεθνικού επιχειρηματικού κατεστημένου η δράση των οποίων προσομοιάζει με τις εγκληματικές συμμορίες του υπόκοσμου.
Οι καιροί ου μενετοί!
ΚΩΣΤΑΣ Ι. ΜΕΛΑΣ
[ii] Αυτοπραγμάτωση: Είναι εύκολο να γίνει άμεσα κατανοητό ότι η πρώτη αλλαγή αφορά στη σύλληψη του Εγώ. Υπάρχει μια καινούργια αντίληψη του Εγώ. «Κατ’ αρχάς δεν υφίσταται πλέον η παραδοσιακή ανώτατη βαθμίδα δικαιοδοσίας του Λόγου, ο οποίος όφειλε να χαλιναγωγεί τα «ζωικά» εκείνα στρώματα της ύπαρξης που στο φως των ηδονιστικών προτεραιοτήτων βλέπονται με συμπάθεια και κατανόηση, γιατί θεωρούνται ως φορείς ή πρόξενοι ηδονής. Το Εγώ δεν χωρίζεται πια κατ’ αρχήν σε ανώτερες και κατώτερες σφαίρες, αλλά καλείται να ξεπεράσει τα δεινά των παλαιών διχασμών και να γευθεί ως ζωντανή ενότητα όλα του τα ψυχόρμητα, όλα του τα αισθήματα και όλες του τις δυνάμεις στην αλληλενέργειά τους.
Η ανάγκη αυτή οδηγεί σε κατάληψη των ερμηνευτικών πρωτείων από μια ψυχολογική θεώρηση, το ενδιαφέρον της οποίας επικεντρώνεται στα υποκειμενικά κριτήρια και τις προθέσεις των ατόμων, απομακρυνόμενη από τα κριτήρια της (αντικειμενικής) κοινωνικής-ηθικής θεώρησης που επικρατούσε στην αστική περίοδο. Τούτο καθίσταται προφανές, αν αναλογιστούμε ότι μόνο μια προσέγγιση που στηρίζεται στη Ψυχολογία μπορεί να ανιχνεύσει την ποικιλομορφία της ψυχής. Το εγκαταστημένο μαζικό καταναλωτικό περιβάλλον προσφέρει άπειρο πλήθος επιλογών στα άτομα, συνθήκη που επιβάλλει απεριόριστες αλλαγές στις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Το άτομο χάνει το σταθερό μακροχρόνιο προσανατολισμό του και βρίσκεται σε μια συνεχή αναζήτηση καινούργιων «βιωμάτων» προσπαθώντας να επιτύχει την αυτοπραγμάτωσή του. Μαζί χάνονται και όλα εκείνα τα κριτήρια με βάση τα οποία καθόριζε τους στόχους της ζωή του στη μακρά ιστορική πορεία της ύπαρξής του. Τούτη η αίσθηση της απεριόριστης μεταλλαξιμότητας του ανθρώπου είναι χαρακτηριστική της μαζικοδημοκρατικής εποχής και του βασικού της υπαρξιακού χαρακτηριστικού της αυτοπραγμάτωσης. Στον πολιτισμό του μεταμοντέρνου ο χώρος καταλύει τον χρόνο, ευνοώντας την ανάδυση ποικίλων αφηγήσεων περί τέλους της Ιστορίας. Βρισκόμαστε στην περιοχή του αέναου παρόντος. Το υποκείμενο στην προσπάθεια να αυτοπραγματώσει την ύπαρξή του, ασκείται σε ένα συνεχές σημειωτόν, κινούμενο επιτόπου και καθέτως, όπως μια εκθετική εξίσωση με σίγουρη κατάληξη μια καταστροφική έκρηξη». Ό.π., σ. 255-256.
23/3/2021