Τι δείχνει για τη Μέση Ανατολή η ομιλία Μπλίνκεν;
ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ:
Foreign Policy: Πώς ο Μπάιντεν τιμωρεί σιωπηρά τον Ερντογάν.
Τι δείχνει για τη Μέση Ανατολή η ομιλία Μπλίνκεν;
Την πρώτη του μεγάλη ομιλία έδωσε ο νέος Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν για τις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο Μπλίνκεν έκανε λόγο για οκτώ προτεραιότητες αναφορικά με την εξωτερική πολιτική που θα ακολουθήσει η διακυβέρνηση Μπάιντεν. Στην ομιλία αυτή υπήρξαν ελάχιστες αναφορές στην Μέση Ανατολή, όμως οι οκτώ προτεραιότητες θέτουν το πλαίσιο και για την (νέα;) πολιτική που θα ακολουθήσουν οι ΗΠΑ στην πολυτάραχη αυτή περιοχή που ονομάζεται Μέση Ανατολή.
Στην ομιλία του, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ έδωσε έμφαση στη νέα κορυφαία πρόκληση, όπως την αποκάλεσε, εκείνη της ανόδου της Κίνας, τονίζοντας ότι η Ουάσιγκτον θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να εμποδίσει την αμφισβήτηση της παγκόσμιας φιλελεύθερης τάξης από το Πεκίνο.
Πέραν όμως του νέου ψυχροπολεμικού κλίματος που καλλιεργείται, υπάρχουν ορισμένα σημεία της ομιλίας τα οποία είναι σημαντικά για όσους ασχολούμαστε με την Μέση Ανατολή. Καταρχήν, ο Μπλίνκεν αναφέρθηκε στην ανάγκη τερματισμού της κρίσης στην Υεμένη δεδομένης της πρωτοφανούς ανθρωπιστικής κρίσης που έχει ξεσπάσει στην χώρα αυτή. Αυτό που μας λέει βέβαια, δεν είναι κάτι καινούργιο καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος έχει ξεκαθαρίσει πως οι ΗΠΑ θα σταματήσουν την εμπλοκή τους στον πόλεμο μέσω της υποστήριξης που παρέχουν στην Σαουδική Αραβία.
Με την απόφαση αυτή οι Αμερικανοί φαίνεται να αδειάζουν τους συμμάχους τους, τους Σαουδάραβες.
Ωστόσο, ο Μπλίνκεν τόνισε ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να βασίζονται στις συμμαχίες τους ανά τον κόσμο συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής, εννοώντας τις συμμαχίες με το Ισραήλ, την Ιορδανία, τις μοναρχίες του Κόλπου αλλά και με τους Κούρδους. Η διατήρηση των συμμαχιών έχει να κάνει και με τον ανταγωνισμό με την Κίνα και η Μέση Ανατολή είναι μια περιοχή η οποία θα απασχολήσει μελλοντικά όσους παρακολουθούν τον σινοαμερικανικό ανταγωνισμό δεδομένης της αξίας της περιοχής ως τμήματος του νέου δρόμου του μεταξιού.
Όμως σε αντίθεση με την εποχή Τραμπ, η περίοδος της αμερικανικής ανοχής αυταρχικών μεθόδων και πολιτικών τελειώνει και οι Άραβες εταίροι των ΗΠΑ φαίνεται πως θα πρέπει να αλλάξουν για να συνεχίζουν να θεωρούνται πιστοί σύμμαχοι της Ουάσιγκτον: μια από τις προτεραιότητες που αναφέρθηκαν στην ομιλία ήταν η προάσπιση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εκτιμάται πως η προεδρία Μπάιντεν θα πιέσει τους εταίρους των ΗΠΑ στην περιοχή να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις και περισσότερα δικαιώματα είτε αυτά αφορούν στις γυναίκες είτε στις μειονότητες και τις ευάλωτες ομάδες είτε σε ακτιβιστές.
Πρώτο «θύμα» της πολιτικής αυτής θα είναι μάλλον η Σαουδική Αραβία καθώς οι πρακτικές του πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν (ο οποίος είναι και ο de facto ηγέτης της χώρας) έχουν καταδικαστεί από πολλές φωνές στον δυτικό κόσμο, ιδίως μετά την δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου της Washington Post Τζαμάλ Κασόγκι.
Το πιο σημαντικό σημείο της ομιλίας Μπλίνκεν –όσον αφορά στη Μέση Ανατολή– είναι η απόφαση της νέας αμερικανικής ηγεσίας να εγκαταλείψει το δόγμα της επιβολής της δημοκρατίας μέσω στρατιωτικής παρέμβασης. Με αυτή την απόφαση οι ΗΠΑ «αδειάζουν» την Μουσουλμανική Αδελφότητα η οποία ήλπιζε στην επαναφορά της εποχής Ομπάμα, όταν οι ΗΠΑ υποστήριξαν ανοιχτά τους διαδηλωτές που «εκθρόνισαν» τους αιώνιους προέδρους σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής.
Εξάλλου η πολιτική παρέμβασης φαίνεται να είναι πλέον άχρηστη καθώς οι Αμερικανοί έχουν καταφέρει να ξεφορτωθούν τους περισσότερους αντιαμερικανούς δικτάτορες της περιοχής, όπως τον Καντάφι (Λιβύη) ή τον Αλ-Μπασίρ (Σουδάν) και φυσικά τον Σαντάμ Χουσεΐν (Ιράκ), ενώ οι παρεμβατικές πολιτικές των ΗΠΑ οδήγησαν στο χάος, την αύξηση της ισλαμικής τρομοκρατίας. καθώς και στην κατάρρευση των κρατικών δομών σε Ιράκ και Λιβύη. Οι ΗΠΑ βεβαίως δεν κατάφεραν να ξεφορτωθούν τον Άσαντ στην Συρία, αλλά γνωρίζουν ότι, με την παρουσία των Ρώσων, μια στρατιωτική παρέμβαση στην χώρα αυτή είναι αδιανόητη.
Όσον αφορά στο Ιράν, οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι ο πόλεμος με αυτή την χώρα θα ήταν πολύ επικίνδυνος για την ασφάλεια του Ισραήλ, ολόκληρης της Μέσης Ανατολής και όχι μόνο, γι’ αυτό και θα επιλέξουν την διαπραγμάτευση και τον διάλογο για να φτάσουν σε μια νέα συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι οι νέες προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής επηρεάζουν, μεταξύ άλλων, και την πολιτική την οποία θα ακολουθήσουν οι ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Η ομιλία του Μπλίνκεν ξεκαθαρίζει πως η με στρατιωτικά μέσα παρεμβατική πολιτική των ΗΠΑ αποτελεί παρελθόν αν και τονίζει ότι οι αυταρχικές πρακτικές πρέπει να εγκαταλειφθούν. Οι ΗΠΑ στρέφονται προς την Ανατολή για να αντιμετωπίσουν την Κίνα αλλά δεν θα εγκαταλείψουν τις συμμαχίες τους στη Μέση Ανατολή.
Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι οι Αμερικανοί δεν αποχωρούν από τη Μέση Ανατολή και ότι, βασιζόμενοι στις αξίες τους, θα πιέσουν τους εταίρους για αλλαγές στο εσωτερικό. Παρά τις πιέσεις που θα δεχτούν, οι μοναρχίες αλλά και η Αίγυπτος βγαίνουν κερδισμένες από μια τέτοιου είδους αμερικανική εξωτερική πολιτική η οποία, ναι μεν απαιτεί μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν απειλεί τα συμμαχικά αυταρχικά καθεστώτα. Αντιθέτως, η Μουσουλμανική Αδελφότητα φαίνεται να βρίσκεται μπροστά σε μια ακόμη ήττα.
Γιώργος Μενεσιάν
6 Μαρτίου 2021
ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Foreign Policy: Πώς ο Μπάιντεν τιμωρεί σιωπηρά τον Ερντογάν.
Ο Τζο Μπάιντεν πέρασε τον πρώτο μήνα της προεδρίας του κάνοντας τηλεφωνικές κλήσεις ρουτίνας σε παγκόσμιους ηγέτες. Προς τον Τούρκο Πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αυτή η κλήση δεν έγινε ποτέ.
Το τηλεφώνημα από την Ουάσινγκτον που δεν έγινε ποτέ, έγινε μεγάλη είδηση στην Τουρκία, ίσως εξαιτίας της τεταμένης σχέσης μεταξύ των δύο χώρων σε θέματα όπως ο εμφύλιος στη Συρία ή η εξαγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400 από την Άγκυρα. Πίσω, όμως, από τη σιωπή που επικρατεί στη νεκρή τηλεφωνική επικοινωνία, αναλυτές, αξιωματούχοι και ειδικοί των γεωπολιτικών ζητημάτων εκτιμούν πως η στάση του Μπάιντεν στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα στον Ερντογάν: Η Τουρκία θα συνεχίσει να πέφτει σε αμερικανικό τοίχο μέχρι να ξεκαθαρίσει γρήγορα τις προθέσεις της εμπράκτως.
"Η σχέση είναι πολύ αμφιλεγόμενη και δεν είμαστε σε θέση όπου μπορούμε να βασιστούμε στην Τουρκία με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο στηριζόμαστε ή όπως αισθανόμαστε σίγουροι με άλλους συμμάχους του ΝΑΤΟ", δήλωσε η Δημοκρατική γερουσιαστής και μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας, Abigail Spanberger. "Οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας βρίσκονται στο ναδίρ", δήλωσε από την πλευρά του ο Aykan Erdemir, πρώην μέλος του τουρκικού κοινοβουλίου, που συμμετέχει τώρα στο Ίδρυμα για την Προάσπιση των Δημοκρατιών, με έδρα την Ουάσινγκτον.
Η πρόκληση του Μπάιντεν
Ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ δεν είναι ξένος για τον Ερντογάν. Όταν ασκούσε χρέη αντιπροέδρου των ΗΠΑ, οδήγησε τις διμερείς σχέσεις σε αυτό το χαμηλό σημείο, αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία το 2016. Από τότε δηλαδή που τόσο ο Τούρκος πρόεδρος όσο και κορυφαίοι αξιωματούχοι του ξεκίνησαν να θεωρούν τις ΗΠΑ ως ηθικούς αυτουργούς του πραξικοπήματος. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο Μπάιντεν θα κινηθεί στο γεμάτο νάρκες πεδίο των διμερών σχέσεων θα δοκιμάσει την επιτυχία της ατζέντας που έχει θέσει ο ίδιος στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Η πρόκληση, λοιπόν, με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο Μπάιντεν είναι να αποδείξει αφενός ότι μπορεί να επαναφέρει τις σχέσεις συνεργασίας με μια σύμμαχη χώρα στο ΝΑΤΟ και, αφετέρου, να μετριάσει τις ολοένα και πιο αυταρχικές συμπεριφορές του Ερντογάν.
Η επιθετική προσέγγιση της Τουρκίας στην εξωτερική πολιτική δημιουργεί μια κρίση σε αναμονή για τη διοίκηση του Μπάιντεν. Ο Ερντογάν είναι δεσμευμένος έναντι του Ρώσου Προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν μετά την εξαγορά του ρωσικού εξοπλιστικού συστήματος S-400, ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και διαφωνεί με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ για τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Η Τουρκία προσπαθεί να διαχειριστεί πολιτικά και οικονομικά τις αμερικανικές κυρώσεις για τους S-400, αν και πρώην αξιωματούχοι και εμπειρογνώμονες των ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι οι κυρώσεις δεν είχαν σχεδιαστεί για να βλάψουν την τουρκική οικονομία.
"Όλοι στην κυβέρνηση Μπάιντεν αντιλαμβάνονται ότι οι σχέσεις με την Τουρκία δεν πηγαίνουν καθόλου καλά", δήλωσε ο Aaron Stein, διευθυντής έρευνας στο Ινστιτούτο Έρευνας Εξωτερικής Πολιτικής με έδρα τη Φιλαδέλφεια. "Όλοι όμως συμφωνούν πως η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο της Άγκυρας". Όταν προσεγγίστηκε, για να σχολιάσει το εν λόγω θέμα, η τουρκική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον δήλωσε ότι η Άγκυρα αποδίδει "ύψιστη σημασία" στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα εργαστεί για την ενίσχυση των δεσμών με την κυβέρνηση Μπάιντεν. "Η Τουρκία είναι Σύμμαχος του ΝΑΤΟ για σχεδόν 7 δεκαετίες. Η προμήθεια των S-400 δεν σημαίνει με κανέναν τρόπο μια αλλαγή στη στρατηγική της Τουρκίας, η οποία εξακολουθεί να είναι υπεύθυνη και αξιόπιστη ως μέλος του ΝΑΤΟ", συνέχισε η τουρκική Πρεσβεία. "Εδώ και δύο χρόνια, η Τουρκία προτείνει τη σύσταση ομάδας εργασίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, για την αντιμετώπιση τυχόν ανησυχιών σχετικά με τους S-400", συνέχισε.
Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται να αναζητά μια ισορροπημένη προσέγγιση - αλλά φαίνεται απρόθυμη να αφήσει την προβληματική τουρκική συμπεριφορά ανεξέλεγκτη. "Προφανώς δεν προσπαθούν να ανατινάξουν τη σχέση με την Τουρκία, δεν είναι εχθρικοί. Δεν είναι όμως ούτε δουλοπρεπείς", δήλωσε ο Nicholas Danforth, μέλος του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής. "Η πλευρά Μπάιντεν με τη στάση της διευκρινίζει πως, οτιδήποτε και αν συμβεί, θα γίνει με τους όρους των ΗΠΑ".
Σε οικονομικό κλοιό ο Ερντογάν
Η Τουρκία έχει προσφέρει έναν κλάδο ελαίας, με τον υπουργό Άμυνας Χουλουσί Ακάρ να προτείνει την αποθήκευση των S-400, μια πρώτη ένδειξη καλής πίστης εκ μέρους της Άγκυρας.
Σε κάποιο βαθμό, αυτή η κίνηση αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη πολιτική αδυναμία του Ερντογάν, η οποία επιδεινώνεται από τις κυρώσεις των ΗΠΑ. Η τουρκική οικονομία, η οποία αντιμετώπισε την ύφεση του COVID-19 πέρυσι χάρη σε μια πληθώρα γενναιόδωρων κρατικών δανείων, ακόμη πάσχει από υψηλό πληθωρισμό, βυθισμένο νόμισμα και στάσιμη αύξηση της ανεργίας. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν, ενόψει των εκλογών του 2023, ηττήθηκε στις τοπικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη πριν από δύο χρόνια, αντικατοπτρίζοντας τη μετάδοση της πολιτικής του αδυναμίας και σε άλλα μέρη της χώρας.
"Αν διεξάγονταν τώρα εκλογές στην Τουρκία, δεν θα τις κέρδιζε ο Ερντογάν", σχολιάζει ο Soner Cagaptay, διευθυντής του Τουρκικού Ερευνητικού Προγράμματος στο Ινστιτούτο για την Εγγύς Ανατολή, με έδρα την Ουάσινγκτον. "Και αν μάλιστα αποφάσιζε να μιμηθεί τον Τραμπ, δεν υπήρχε περίπτωση ο Μπάιντεν να κάνει τα στραβά μάτια", προσθέτει για τις πρόσφατες καταγγελίες του τέως Αμερικανού προέδρου περί απάτης στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Εύθραυστη ισορροπία
Το στοίχημα για την κυβέρνηση Μπάιντεν είναι να συνεχίσει την πίεση στην Τουρκία διατηρώντας παράλληλα μια στρατιωτική συμμαχία δεκαετιών. Ορισμένοι πρώην αξιωματούχοι των ΗΠΑ είναι ανήσυχοι με τη στρατηγική Μπάιντεν, καθώς εξακολουθούν να βλέπουν την Τουρκία ως ένα κρίσιμο προπύργιο στη νότια πλευρά του ΝΑΤΟ και δεν θεωρούν πως το φλερτ του Ερντογάν με τη Ρωσία θα έχει διάρκεια.
Οι αμυντικοί δεσμοί μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας έχουν μεγάλη ιστορία: Το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ στεγάζει πυρηνικά όπλα στην αεροπορική βάση Incirlik, λιγότερο από 40 μίλια από τη Μεσόγειο Θάλασσα, και ένα σύστημα ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης του ΝΑΤΟ έχει εγκατασταθεί στην Τουρκία για να αμυνθεί σε επιθέσεις βαλλιστικών πυραύλων από τα ανατολικά. Η Τουρκία παραμένει σημαντικός παράγοντας στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, όπου οι εντάσεις Δύσης-Ρωσίας έχουν αυξηθεί από τότε που η Μόσχα προσάρτησε παράνομα τη χερσόνησο της Κριμαίας το 2014. Ένας πρώην ανώτερος αξιωματούχος των ΗΠΑ που μίλησε στο Foreign Policy, με την προϋπόθεση της ανωνυμίας, χαρακτήρισε την Τουρκία "φυσικό εχθρό" της Ρωσίας και πιθανό προπύργιο ενάντια στον ιρανικό επεκτατισμό στη Μέση Ανατολή.
Η διοίκηση του Μπάιντεν επιμένει ότι μπορεί να υποχρεώσει την Τουρκία να λογοδοτήσει για την απαξίωση θεμελιωδών δημοκρατικών αρχών, αλλά και να διατηρήσει μαζί της μια στενή σχέση στο πλαίσιο της συμμαχίας του ΝΑΤΟ. "Έχουμε κοινά συμφέροντα όπως η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και ο τερματισμός της σύγκρουσης στη Συρία", δήλωσε εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. "Μπορούμε να υπερασπιστούμε τις αξίες μας, συμπεριλαμβανομένων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, και να προστατεύσουμε τα συμφέροντά μας, διατηρώντας παράλληλα την Τουρκία ευθυγραμμισμένη με τη διατλαντική συμμαχία σε κρίσιμα ζητήματα".
Η τουρκική πρεσβεία επιμένει ότι τηρούνται και προστατεύονται οι δημοκρατικές αξίες στην Τουρκία. "Τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες διασφαλίζονται από το τουρκικό Σύνταγμα. Η Τουρκία συνεχίζει να εφαρμόζει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις", δήλωσε εκπρόσωπος της πρεσβείας.
Παράλληλα, οι σχέσεις θεσμών και φορέων, που κάποτε βοήθησαν τις δύο χώρες να ξεπεράσουν τις καταιγίδες του παρελθόντος, αρχίζουν να ξεθωριάζουν. "Παραδοσιακά, τα ιδρύματα έπαιζαν τεράστιο ρόλο στις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ", δήλωσε ο Gonul Tol, διευθυντής τουρκικών σπουδών στο Ινστιτούτο Μέσης Ανατολής στην Ουάσινγκτον. Ο Tol σημείωσε ότι το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών και το αμερικανικό ΥΠΕΞ συνεργάζονταν στενότερα στο παρελθόν, ακόμη και όταν οι ηγέτες τους συγκρούονταν. Αυτή η "συνήθεια", όμως, παραμερίστηκε επί Τραμπ, όταν δηλαδή το Στέιτ Ντιπάρτμεντ τέθηκε στο περιθώριο από έναν πρόεδρο που δεν εμπιστευόταν τους διπλωμάτες του και παράκαμπτε τους συμβούλους του για να δημιουργήσει προσωπική σχέση με τον Ερντογάν.
Κατά το ίδιο διάστημα, βέβαια, δεν έλειπαν και οι εσωτερικές έριδες στην αμερικανική κυβέρνηση. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, άρχισε να χάνει την υπομονή του με την Άγκυρα, όπως αναφέρουν πρώην αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου, παρά την προσωπική σχέση του Τραμπ με τον Ερντογάν. Ο πρώην ανώτερος αξιωματούχος είπε ότι ο ομόλογος του Πομπέο, ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ήταν πολύ δύσκολος συνεργάτης, γεγονός που επιδείνωσε τους δεσμούς, όπως έκανε και η πίεση από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι οποίες περιέγραφαν την Τουρκία ως εκφοβιστική δύναμη στην περιοχή λόγω των στενών δεσμών του Ερντογάν με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Ενδεικτική του κλίματος είναι μια ιστορία σύμφωνα με την οποία τον Οκτώβριο του 2020, όταν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε ετοιμάσει μια τυπική ανακοίνωση για την επέτειο ίδρυσης του τουρκικού κράτους, το γραφείο του Πομπέο εμπόδισε τελικά τη δημοσίευσή της, σύμφωνα με αρκετούς αξιωματούχους. (Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αρνήθηκε να επιβεβαιώσει τη συγκεκριμένη ιστορία.)
Το ίδιο συνέβη και σε θεσμικό στρατιωτικό επίπεδο, όπως ανέφεραν άλλοι εμπειρογνώμονες και πρώην αξιωματούχοι, ειδικά αφού η κυβέρνηση του Ερντογάν κατηγόρησε πολλούς στο στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας πως είχαν στενούς δεσμούς με ομολόγους τους στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ με στόχο να ανατρέψουν τον Ερντογάν. Στο παρελθόν, "ο αμερικανικός στρατός πάντα θα υποστήριζε την Τουρκία και ήταν ένας από τους μεγαλύτερους υπερασπιστές της, όταν το Κογκρέσο ή ο Λευκός Οίκος διαφωνούσαν με την Άγκυρα", δήλωσε η αναλύτρια γεωπολιτικής, Merve Tahiroglu, που ζει στην Ουάσινγκτον. "Αυτό δεν ισχύει πλέον".
Ας είμαστε πραγματιστές…
Παρά το αρνητικό κλίμα, οι περισσότεροι ειδικοί λένε ότι η σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας δεν πρόκειται να καταρρεύσει. Για τη Δύση, είναι ακόμα –όπως ήταν πριν από σχεδόν 70 χρόνια όταν η Τουρκία προσχώρησε στο ΝΑΤΟ– ζήτημα γεωπολιτικής: η Τουρκία είναι πολύ σημαντική γεωγραφικά και πολύ κρίσιμη για την παρουσία των ΗΠΑ στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Ακόμα και οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι που κριτικάρουν τις προκλητικές συμπεριφορές της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, δεν φτάνουν ποτέ στο σημείο να αμφισβητήσουν σοβαρά τη θέση της Τουρκίας στη συμμαχία.
Για την Άγκυρα, είναι θέμα οικονομίας. Η οικονομία της Τουρκίας χρειάζεται συνδέσμους με τις δυτικές αγορές και τις επενδύσεις, και παρά την έξαρση των εντάσεων, ο Ερντογάν δεν είναι έτοιμος να εγκαταλείψει τους δεσμούς του με τη Δύση και να επιλέξει πιο αυταρχικούς συνεργάτες όπως η Μόσχα και το Πεκίνο.
Ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι ο ρεαλισμός του Ερντογάν τελικά θα ξεπεράσει την αντιδυτική ρητορική του. "Ο Ερντογάν, όντας πάντα ρεαλιστής, δεν έχει πραγματικά πολλές επιλογές εκτός από το να έχει μια συμβιβαστική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες", δήλωσε η Tahiroglu. "Έχει ανάγκη τις καλές σχέσεις με την ΕΕ και τις ΗΠΑ".
Αλλά ακόμη και εκείνοι στην Ουάσινγκτον που έχουν βαρεθεί τους τακτικισμούς του Ερντογάν δεν θεωρούν δεδομένη τη σχέση και λένε ότι πρέπει να υπάρξουν τρόποι για να συνεργαστούν οι δύο χώρες, μήπως η Άγκυρα στραφεί οριστικά προς τη Μόσχα ή το Πεκίνο.
"Πρέπει να τραβήξουμε ξεκάθαρες γραμμές, αλλά πρέπει επίσης να διασφαλίσουμε ότι υπάρχει ένα μονοπάτι για την Τουρκία να επανέλθει στις σχέσεις της με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ", σχολιάζει η Spanberger. "Σίγουρα δεν θέλουμε οι Τούρκοι να στραφούν προς τη Ρωσία ακόμη περισσότερο. Δεν θέλουμε να γίνει ισχυρότερη αυτή η σχέση".
Πηγή: Foreign Policy
6/3/2021