Η σημασία της μονομαχίας Λάσετ-Ζέντερ για την διαδοχή της Μέρκελ.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Το δίλημμα της Γερμανίας απέκτησε ονοματεπώνυμα.
Το δίλημμα της Γερμανίας απέκτησε ονοματεπώνυμα.
Η σημασία της μονομαχίας Λάσετ-Ζέντερ για την διαδοχή της Μέρκελ.
Η μετάβαση στην μετά την Άγκελα Μέρκελ εποχή αποδεικνύεται άκρως περιπετειώδης, τουλάχιστον για την ίδια την παράταξή της, όπου πέντε μήνες πριν από τις ομοσπονδιακές βουλευτικές εκλογές της Γερμανίας (τις πρώτες στις οποίες η νυν επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας δεν θα είναι υποψήφια) διεξάγεται εντονότατη πάλη για τον όνομα του νέου υποψήφιου καγκελαρίου.
Με νωπή την (μάλλον οριακή) εκλογή του στην προεδρία της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), ο 60χρονος πρωθυπουργός του ομόσπονδου κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και πλησιέστερος προς την "φιλοσοφία Μέρκελ”, Άρμιν Λάσετ είχε θεωρητικώς το προβάδισμα, χωρίς όμως η υποψηφιότητά του για την καγκελαρία να είναι αυτονόητη. Και τον όποιο αυτοματισμό του χρίσματος ανέλαβε να ακυρώσει ο ηγέτης του "αδελφού κόμματος” της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) και πρωθυπουργός της Βαυαρίας, Μάρκους Ζέντερ, ανακοινώνοντας την Κυριακή τη δική του υποψηφιότητα, με τον Λάσετ να σπεύδει να τον μιμηθεί.
Πρώτη και τελευταία φορά που η ευρύτερη παράταξη απευθύνθηκε στο γερμανικό εκλογικό σώμα προτείνοντας υποψήφιο καγκελάριο από την CSU ήταν το 2002, με τον Έντμουντ Στόιμπερ, ο οποίος έχασε αναπάντεχα και με μικρή διαφορά από τον Σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ, με αποτέλεσμα να ανοίξει ο δρόμος για τις φολοδοξίες της Άγκελα Μέρκελ.
Ο 64χρονος Ζέντερ, ο οποίος ανέλαβε την πρωθυπουργία της Βαυαρίας το 2018, διαδεχόμενος τον νυν ομοσπονδιακό υπουργό Εσωτερικών Χορστ Ζέεχοφερ και την ηγεσία της CSU το επόμενο έτος, ήταν σαφές ότι καλλιεργούσε φιλοδοξίες για ακόμη υψηλότερο αξίωμα. Τον υποστήριζε σε αυτό η εξαιρετικά υψηλή του δημοφιλία, ως ευέλικτου και πραγματιστή πολιτικού, η οποία ήρθε να συναντηθεί με το άγχος των στελεχών της Χριστιανοδημοκρατίας για την ταχεία δημοσκοπική κάμψη της παράταξης τους τελευταίους μήνες, στο φόντο της διάχυτης δυσαρέσκειας που έχει προκαλέσει η αναποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού.
Αρκεί και μόνο να σημειωθεί ότι το διαρκώς ενισχυόμενο κόμμα των Πρασίνων (το οποίο προεξοφλείται ότι θα αποτελέσει εταίρο του επόμενου ομοσπονδιακού κυβερνητικού συνασπισμού και μόνο για λόγους κοινοβουλευτικής αριθμητικής εν μέσω ενός κατακερματισμένου πολιτικού σκηνικού) βρίσκεται, κατά τις τελευταίες σφυγμομετρήσεις σε απόσταση αναπνοής από την διεκδίκηση της πρώτης θέσης, που θεωρούνταν μέχρι πρότινος αδιανόητο να χάσει η CDU/CSU.
Σε συνεδρίαση της εκτελεστικής γραμματείας της CDU τη Δευτέρα επιχειρήθηκε να κλείσει στα γρήγορα το θέμα του υποψήφιου καγκελαρίου, με τα μεγάλα ονόματα του κόμματος να τάσσονται υπέρ του Λάσετ. Ωστόσο, σύντομα η οργάνωση Βερολίνου ενέκρινε την υποψηφιότητα Ζέντερ και την Τετάρτη σε συνεδρίαση των βουλευτών της συμπολίτευσης με τους δύο μονομάχους σημειώθηκε "ανταρσία” με τα δύο τρίτα των ομιλητών να στηρίζουν τον πρωθυπουργό της Βαυαρίας, ενώ την Πέμπτη ο πρωθυπουργός της Σαξονίας-Άνχαλτ, όπου τον Ιούνιο θα διεξαχθούν κρατιδιακές εκλογές, πήρε και αυτός θέση υπέρ του ηγέτη της CSU. Οι εκκλήσεις να αποσυρθεί κάποιος από τους διεκδικητές, ώστε να μη διχαστεί η παράταξη, δεν δείχνουν να εισακούονται και η υπόθεση οδηγείται σε ψηφοφορία, που θα πραγματοποιηθεί στην συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας την Τρίτη. Η στάση παικτών με μεγάλη επιρροή, όπως ο πρωθυπουργός της Έσσης Φόλκερ Μπουφιέ θα είναι καθοριστική.
Το πλεονέκτημα πάντως που αποκτά ο Ζέντερ αποτυπώνεται και σε δημοσκόπηση για το πρωινό μαγκαζίνο του τηλεοπτικού δικτύου ARD, όπου ο Βαυαρός πρωθυπουργός συγκεντρώνει την προτίμηση του 72% των ψηφοφόρων της κεντροδεξιάς, ενώ τον Λάσετ υποστηρίζει μόλις το 17%. Στο σύνολο των ψηφοφόρων ο Ζέντερ αντιμετωπίζεται ως ηγετική φιγούρα από το 57% των Γερμανών, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Forsa, ενώ ο Λάσετ μόνο από το 4%.
Ο ηγέτης της CSU μπορεί άλλωστε να εντείνει τους φόβους των στελεχών του αδελφού κόμματος, υποδεικνύοντας έρευνα της εφημερίδας Bild στις μονοεδρικές περιφέρειες (δηλ. το ήμισυ του συνόλου), όπου μόνο η Βαυαρία εμφανίζεται ασφαλής για την κεντροδεξιά, ενώ αντίθετα οι Πράσινοι κερδίζουν έδαφος στα μεγάλα αστικά κέντρα, η "Εναλλακτική για τη Γερμανία” στα νοτιοδυτικά και οι Σοσιαλδημοκράτες στα δυτικά. Αν αυτή η απόκλιση διαιωνιστεί θα μεγαλώσει και ο πειρασμός για την βαυαρική CSU να αποδεσμευτεί από την CDU και να μετατραπεί σε πανεθνικό κόμμα.
Παρότι ο Λάσετ θεωρείται ευχάριστη προσωπικότητα, δεν εμφανίζεται καταρτισμένος στα διεθνή θέματα, προσπάθησε να φλερτάρει με την αμφισβήτηση των σκληρών υγιειονομικών μέτρων της καγκελαρίου και σε κάθε περίπτωση, ως πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, είναι ταυτισμένος με το παραδοσιακό ενεργειοβόρο και ρυπαντικό αναπτυξιακό μοντέλο της Γερμανίας. Ο Ζέντερ, πάλι, αν και προέρχεται από την παραδοσιακά συντηρητικότερη συνιστώσα της γερμανικής κεντροδεξιάς έχει καταφέρει να εμφανιστεί ως πολιτικός νέας κοπής με περιβαλλοντικές ευαισθησίες, γεγονός που τον καθιστά κατάλληλο για την ευρύτερη "αλλαγή προφίλ” της εθνικής πολιτικής ηγεσίας, την οποία προοιωνίζεται και η ενίσχυση των Πρασίνων. Πάντως, οι σκληρές δηλώσεις του κατά το παρελθόν σχετικά με την ελληνική κρίση, γεννούν αμφιβολίες για το αν είναι κατάλληλος να ανταποκριθεί στη μεγαλύτερη πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η μετά τη Μέρκελ γενιά πολιτικών, ήτοι την άρση των γερμανικών αναστολών στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Του Κώστα Ράπτη
https://www.capital.gr/diethni/3539678/i-simasia-tis-monomaxias-laset-zenter-gia-tin-diadoxi-tis-merkel
17/4/2021
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Το δίλημμα της Γερμανίας απέκτησε ονοματεπώνυμα.
Ποιο πρόσωπο θα διαδεχθεί στην καγκελαρία την Άγκελα Μέρκελ μετά τις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου; Από χθες Δευτέρα γνωρίζουμε τις δύο πιθανότερες απαντήσεις στο ερώτημα, καθώς υπέδειξαν τους υποψηφίους τους τα δύο πρώτα σε δημοσκοπική ισχύ, κόμματα: η μεν κυβερνώσα CDU τον 60χρονο πρόεδρός της, Άρμιν Λάσετ, οι δε Πράσινοι την 40χρονη συμπρόεδρο του κόμματος Αναλένα Μπέρμποκ. (Οι Σοσιαλδημοκράτες, από την πλευρά τους έχουν εδώ και καιρό επιλέξει τον νυν αντικαγκελάριο του "μεγάλου συνασπισμού”, Όλαφ Σολτς, αλλά η συρρίκνωση της απήχησής τους, τον θέτει πρακτικά εκτός παιδιάς).
Οι διαφορές είναι κραυγαλέες: όχι μόνο γιατί ο Λάσετ αποτελεί παλιά καραβάνα της εκτελεστικής εξουσίας, όντας από το 2017 πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και η Μπέρμποκ, μοναδική γυναίκα που φιλοδοξεί να διαδεχθεί την Μέρκελ, μια νεόφυτη της πολιτικής που δεν έχει ασκήσει κυβερνητικό αξίωμα. Ούτε μόνο επειδή ο μεν προέρχεται από το πολυπληθέστερο ομόσπονδο κρατίδιο, καρδιά της γερμανικής βιομηχανίας στα δυτικά, και η δε από το κυρίως αγροτικό Βραδεμβούργο στα ανατολικά. Αλλά και γιατί η Μπέρμποκ συνηγείται από το 2018 με τον Ρόμπερτ Χάμπεκ ενός κόμματος που διαρκώς ενισχύεται, με δημοσκοπικές επιδόσεις της τάξης του 20-22%, έναντι μόλις 8,9% στις προηγούμενες γενικές εκλογές, και με συμμετοχή σε 11 από τις 16 κρατιδιακές κυβερνήσεις, ενώ ο Λάσετ παρέλαβε μια Χριστιανοδημοκρατία, η οποία από την ενθουσιώδη λαϊκή επιδοκιμασία για τους περσινούς κυβερνητικούς χειρισμούς ως προς την πανδημία έχει περάσει σε ποσοστά κάτω του 25%, εν μέσω διάχυτης δυσφορίας για τον αργό ρυθμό των εμβολιασμών και την παράταση των περιοριστικών μέτρων. Το αποτέλεσμα είναι να διακυβεύεται, όπερ μέχρι πρότινος αδιανόητο, η πρωτιά της Χριστιανοδημοκρατίας στην εκλογική κατάταξη.
Στη συγκυρία, πάντως, η κυριότερη διαφορά μεταξύ της Μπέρμποκ και του Λάσετ είναι ότι η συμπρόεδρος των Πρασίνων έλαβε το χρίσμα (που μένει να επιβεβαιωθεί στο κομματικό συνέδριο του καλοκαιριού) σε κλίμα σύμπνοιας και αισιοδοξίας, ενώ ο πρόεδρος της CDU επέβαλε την υποψηφιότητά του μέσα από μία... επανάσταση της κομματικής ηγεσίας απέναντι στην κομματική βάση. Η πρόκληση που συνιστούσε η υποψηφιότητα του πρωθυπουργού της Βαυαρίας και ηγέτη του "αδελφού κόμματος” της CSU, Μάρκους Ζέντερ καταπνίγηκε, με τη βοήθεια ισχυρών κομματικών προσωπικοτήτων όπως ο πρόεδρος της Μπούντεσταγκ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και ο πρωθυπουργός της Έσσης, Φόλκερ Μπουφιέ, σε ψηφοφορία που επέβαλε χθες ο Λάσετ στην εκτελεστική γραμματεία της CDU, επικρατώντας με 31 ψήφους επί συνόλου 46. Όμως η νεολαία του κόμματος και οργανώσεις όπως αυτές της Σαξονίας-Άνχαλντ και του Ζάαρλαντ είχαν ήδη ταχθεί υπέρ του Ζέντερ, ο οποίος σκανδαλωδώς υπερέχει του Λάσετ στις δημοσκοπήσεις.
Έχοντας οικοδομήσει προφίλ πραγματιστή και δυναμικού ηγέτη, ο Ζέντερ κέρδισε τις εντυπώσεις και ως προς την πανδημική κρίση, την ώρα που ο Λάσετ, κατά τα λοιπά συνεχιστής της "γραμμής Μέρκελ” σε όλα τα θέματα, προσπαθούσε να πάρει αποστάσεις από τα περιοριστικά μέτρα της ομοπονδιακής κυβέρνησης.
Ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας έχει δεσμευθεί να πειθαρχήσει την απόφαση του μεγαλύτερου "αδελφού κόμματος”, ωστόσο η διαφορά στην λαϊκή απήχησή του εν συγκρίσει προς τον Λάσετ, οπωσδήποτε τον βάζει σε πειρασμό να ακολουθήσει, ίσως μεσοπρόθεσμα, διακριτή πορεία από την CDU μετατρέποντας την CSU σε πανεθνικό κόμμα.
Σε κάθε περίπτωση, οι εκλογές του Σεπτεμβρίου, ως αναμέτρηση μεταξύ του Λάσετ και της Μπέρμποκ, εικονογραφούν το δίλημμα της Γερμανίας ανάμεσα στη συνέχεια και την στροφή, όπως την προτείνουν οι Πράσινοι, προς ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο, που θα συνοδεύεται από μεγαλύτερη ευρωπαϊκή εμβάθυνση και μεγαλύτερη ευθυγράμμιση με την ατλαντική γραμμή σε ό,τι αφορά την Κίνα και τη Ρωσία.
Του Κώστα Ράπτη
https://www.capital.gr/diethni/3540269/to-dilimma-tis-germanias-apektise-onomateponuma
20/4/2021