Καλαβρία: Η δίκη της Ντράνγκετα και οι ρίζες της Μαφίας
Καλαβρία: Η δίκη της Ντράνγκετα και οι ρίζες της Μαφίας.
Κατά την Ενοποίηση ο Νότος ήταν μοιρασμένος μεταξύ λατιφουντιστών και Μαφίας από τη μία πλευρά και αγροτών και μικροϊδιοκτητών γης από την άλλη
Η Ντράνγκετα είναι ένα αμάλγαμα όπου συνυπάρχουν αρχαϊσμός και νεωτερικότητα, παράδοση και καινοτομία, πρωτόγονο τελετουργικό και επιχειρηματική νοοτροπία. Οι τελετές προσχώρησης σε αυτήν παραμένουν αμετάβλητες, αντιθέτως όμως το προσωπικό της είναι «σύγχρονο»: βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των ψηφιακών τεχνολογιών ώστε να ανακυκλώνει στο Διαδίκτυο τον καρπό των δραστηριοτήτων της.
Η Ντράνγκετα είναι ένα αμάλγαμα όπου συνυπάρχουν αρχαϊσμός και νεωτερικότητα, παράδοση και καινοτομία, πρωτόγονο τελετουργικό και επιχειρηματική νοοτροπία. Οι τελετές προσχώρησης σε αυτήν παραμένουν αμετάβλητες, αντιθέτως όμως το προσωπικό της είναι «σύγχρονο»: βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των ψηφιακών τεχνολογιών ώστε να ανακυκλώνει στο Διαδίκτυο τον καρπό των δραστηριοτήτων της.
Μολονότι λιγότερο γνωστή από την Κόζα Νόστρα στη Σικελία ή τη ναπολιτάνικη Καμόρα, η Ντράνγκετα, η Μαφία της Καλαβρίας, είναι μία από τις πιο επικίνδυνες. Έχοντας επιβληθεί στην πολιτική και την οικονομία και ελέγχοντας με αυτόν τον τρόπο ευρείες γεωγραφικές περιοχές, σήμερα βρίσκεται στην καρδιά μιας ιστορικής δίκης. Ωστόσο η καταστολή δεν αρκεί εάν δεν καταπολεμηθούν και οι ρίζες αυτής της οργανωμένης εγκληματικότητας.
Η «Μάξι Δίκη», που ξεκίνησε στις 13 του περασμένου Ιανουαρίου στο δικαστήριο - οχυρό της Λαμέτσια Τέρμε, στην επαρχία Καταντζάρο της Καλαβρίας, την πιο φτωχή περιοχή της Ιταλίας, μας καλεί να στοχαστούμε σχετικά με τη Μαφία και τις συνιστώσες της -την Ντράνγκετα (τη Μαφία της Καλαβρίας), αλλά και την Κόζα Νόστρα (Σικελία), την Καμόρα (Νάπολη) και τη Σάκρα Κορόνα Ουνίτα (Απουλία).
Το σκηνικό είναι εντυπωσιακό: 355 κατηγορούμενοι, 438 ποινικά αδικήματα στο κατηγορητήριο, 600 δικηγόροι, 30 συνήγοροι πολιτικής αγωγής -και δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο, που πηγαινοέρχονται αδιάκοπα σε ένα αχανές τηλεφωνικό κέντρο 3.300 τετραγωνικών μέτρων, μετασκευασμένο σε δικαστήριο υψίστης ασφαλείας.
Σε αυτή τη μνημειώδη θεατρική σκηνή η εισαγγελία, εκπροσωπούμενη από τον εισαγγελέα Νικόλα Γκρατέρι, σκοπεύει να αποκαλύψει τις δοσοληψίες της Ντράνγκετα με τους πολιτικούς κύκλους, τους ελευθεροτέκτονες -που φαίνεται ότι χρησίμευαν ως μεσάζοντες για τη δημιουργία επαφής με τις τοπικές ελίτ- και τον επιχειρηματικό κόσμο. Οι κατηγορίες αφθονούν: σύσταση και δράση εγκληματικής οργάνωσης, ανθρωποκτονίες, εκβίαση, τοκογλυφία, ξέπλυμα χρήματος, κατάχρηση δημοσίου χρήματος...
Η δίκη αυτή, αποτέλεσμα τεσσάρων ετών έρευνας σημαδεμένης από απειλές θανάτου προς τον εισαγγελέα (ο οποίος ζει υπό ενισχυμένη προστασία), βαφτίστηκε «Rinascita - Scott» -rinascita, «αναγέννηση», με την ελπίδα ότι η περιοχή θα καταφέρει να απαλλαγεί από τη Μαφία, και «Scott» προς τιμήν του Σίμπεν Γουίλιαμ Σκοτ, ενός πράκτορα του FBI που πέθανε το 2015 και είχε βοηθήσει τον Γκρατέρι να διευκρινίσει τις σχέσεις μεταξύ των κολομβιανών καρτέλ ναρκωτικών και της Ντράνγκετα.
Στις 13 Ιανουαρίου ο εισαγγελέας έχει φτάσει πρωί - πρωί. Από τις 8.30 ήδη μπροστά στις κάμερες, τονίζει την ανάγκη για ταχύτητα δράσης (κυρίως προκειμένου να αποφευχθεί η παραγραφή) και καλεί την κοινή γνώμη να θεωρήσει τους δικαστικούς λειτουργούς και τους αστυνομικούς «πρόσωπα που μπορούμε να εμπιστευθούμε». Ενώ μιλάει, όμως, ένα πλήθος εικόνων επανέρχεται στη μνήμη.
Αναρίθμητες σκοτεινές και συγκεχυμένες υποθέσεις, στατιστικές, κοινοβουλευτικές εκθέσεις (η πρώτη αφιερωμένη στη Μαφία χρονολογείται από το 1876), πινακοθήκες φυσιογνωμιών, ηρώων, παραβατών, δικαστών: ψηφίδες, ο καθένας τους, της ιστορίας της Ιταλίας, της χώρας όπου εδρεύει, από το 1962, μια κοινοβουλευτική επιτροπή με αντικείμενο τη μάχη ενάντια στη Μαφία και διαθέτει πολλές ακαδημαϊκές έδρες αφιερωμένες στο φαινόμενο (στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, της Ρώμης και αλλού).
Ο νους μας πηγαίνει και στις εικόνες μιας άλλης «μάξι δίκης», εκείνης της Κόζα Νόστρα στο Παλέρμο το 1986-1987, της πρώτης που μαρτυρούσε την πραγματική βούληση του κράτους να επέμβει, η οποία είχε καταλήξει σε βαρύτατες καταδίκες (σε συνολικά 2.665 έτη φυλάκισης).
Ξαναθυμόμαστε, τέλος, τις εφιαλτικές εικόνες από την απάντηση της Μαφίας στην ίδια δίκη: ένα τμήμα αυτοκινητοδρόμου στη Σικελία κομματιασμένο από πεντακόσια κιλά εκρηκτικών στις 23 Μαΐου 1992, σε μια επίθεση όπου σκοτώθηκαν ο δικαστής Τζοβάνι Φαλκόνε, η σύζυγός του και οι τρεις σωματοφύλακές του. Η τραγωδία αυτή παραμένει ένα αξιοσημείωτο γεγονός της ιταλικής ιστορίας.
Ύστερα από αυτή τη «μάξι επίθεση» το κράτος ενέτεινε σημαντικά την καταπολέμηση της Μαφίας. Σταδιακά η Κόζα Νόστρα έβαλε τέλος στη στρατηγική της υπερβολικής βίας που ακολουθούσε, εγκαθιδρύοντας, υπό την αρχηγία του νέου «αφεντικού» Μπερνάρντο Προβεντσάνο (1995-2006), ο οποίος διαδέχθηκε τον Σαλβατόρε «Τοτό» Ριίνα, τη στρατηγική της αβύσσου: δράση υπόγεια, σε βάθος.
Τα εξαιρετικά ασυνήθιστα χαρακτηριστικά της δίκης Rinascita - Scott, μολονότι απεικονίζουν τη δύναμη του κράτους και την αποφασιστικότητά του να αναπτύξει το κατασταλτικό οπλοστάσιό του, τροφοδοτούν και πολλά ερωτήματα: Πώς και πότε θα τελειώσει η δίκη; (Εκείνη του Παλέρμο, με την εμπλοκή όλων των ειδών δικαστηρίων, είχε διαρκέσει σχεδόν πέντε χρόνια). Πόσοι κατηγορούμενοι θα καταδικαστούν τελικά και με ποιες ποινές; Ποιες θα είναι οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες όλων αυτών; Μα, πάνω απ’ όλα: Τι είναι η Μαφία;
Κατά τον Τζουζέπε Πιτρέ «η έννοια που κατέληξε να έχει αυτή η λέξη είναι σχεδόν αδύνατον να οριστεί».1 Ο ειδικός των σικελικών λαϊκών παραδόσεων μιλά για μια «μαφιόζικη αντίληψη», δηλαδή μια συγκεκριμένη άποψη για τη ζωή και για τους κανόνες συμπεριφοράς, καθώς και έναν τρόπο απονομής δικαιοσύνης έξω από τους νόμους και το κράτος.
Στο βιβλίο «Η Μέρα της Κουκουβάγιας», το 1960, ο συγγραφέας Λεονάρντο Σάσα όριζε την Κόζα Νόστρα ως «ένα σύστημα το οποίο διαχειρίζεται τα συμφέροντα ισχύος μιας τάξης που (...) μπορούμε να ορίσουμε ως αστική, που δεν γεννιέται και δεν αναπτύσσεται μέσα στο κενό του κράτους, αλλά στο εσωτερικό του κράτους. Η Μαφία, εν ολίγοις, δεν είναι παρά μια παρασιτική αστική τάξη, μια αστική τάξη που δεν επιχειρεί, αλλά εκμεταλλεύεται» -επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα την ύπαρξη εκείνου που και αυτός αποκαλεί «μαφιόζικη αντίληψη».2
«Η Μαφία είναι ένα βουνό από σκατά!». Η φράση αυτή, την οποία τόσοι άνθρωποι φώναξαν ή έγραψαν στους τοίχους των πόλεων, εκφράζει μια δικαιολογημένη καταδίκη. Ωστόσο η καταδίκη δεν φαίνεται να αρκεί για να γίνει κατανοητή η φύση του φαινομένου και έτσι να καταστεί δυνατή η καταπολέμησή του. Εάν η Μαφία είναι ένα βουνό, είναι πρώτα απ’ όλα ένα βουνό από εμπορεύματα -τσιγάρα, προϊόντα απομίμησης, ναρκωτικά, όπλα, χρήμα κ.ο.κ.- τα οποία κατάφερε να προμηθευτεί κυρίως μέσω της βίας και της διαφθοράς.
Εδώ και πολύ καιρό έχει αναπτυχθεί μια ικανότατη «επιχειρηματική Μαφία»,3 η οποία είναι σε θέση να διοικεί, να οργανώνει, να αποθησαυρίζει και στην οποία ο καθένας έχει τη θέση του: αφεντικά - διευθυντές, φύλακες, πρεσβευτές, συνεργάτες, σύμμαχοι, παραγωγοί, προμηθευτές, πελάτες, καταναλωτές. Η Μαφία θεσπίζει και υπαγορεύει τους νόμους της, κάνει συμβιβασμούς, αναλαμβάνει διαπραγματεύσεις, οργανώνει διαμεσολαβήσεις. Σαν ένα δεύτερο κράτος, που μοιάζει να έχει γεννηθεί και ευδοκιμήσει μέσα στα κενά του πρώτου.
Οφείλουμε λοιπόν να κατανοήσουμε τη «λογική της Μαφίας».4 Η έκφραση, που καμιά φορά εκλαμβάνεται ως διαλλακτική απέναντί της, έχει καταφέρει να σκανδαλίσει. Μολαταύτα η αποτελεσματική μάχη εναντίον μιας εγκληματικής οργάνωσης απαιτεί τη γνώση των βαθιών αιτίων της ύπαρξής της, των αξιών της, του συμβολικού σύμπαντός της, της έννομης τάξης μέσα στην οποία λειτουργεί. Με μια λέξη, της κουλτούρας της.
Το 1861 η Ιταλική Ενοποίηση φέρνει στην επιφάνεια το οδυνηρό και ακανθώδες «νότιο ζήτημα». Η υπανάπτυξη του Νότου της χώρας (του Mezzogiorno) τον τοποθετεί εκ των πραγμάτων σε μια υποδεέστερη θέση στους κόλπους του νέου κράτους.
Αυτή η αρχική ρήξη γίνεται, από την απαρχή κιόλας της Ενοποίησης, μια χαίνουσα αντίφαση, μια απόκλιση στη διαδικασία οικονομικής, πολιτικής και αστικής ανάπτυξης του νεαρού έθνους, ως εάν δύο οργανισμοί ακολουθούσαν ο καθένας το δικό του μονοπάτι ανάπτυξης. Πολύ γρήγορα η αστική τάξη του Βορρά, του οποίου τα κρατίδια είχαν αναπτύξει την οικονομία τους μέσω της επαφής με τις όμορες χώρες, γίνεται ηγεμονική.
Στον Νότο, όπου η οικονομία και οι υποδομές είναι προβληματικές, η άρχουσα τάξη βασίζεται στη γαιοκτησία και φοβάται ότι η κυριαρχία της απειλείται από επαναστάσεις και αγροτικές εξεγέρσεις. Είναι άρα πολύ φυσικό να στραφεί προς τη Μαφία, η οποία εκείνη την περίοδο είναι οργανωμένη σε πολλές και διαφορετικές οπλισμένες συμμορίες, προκειμένου να υπερασπιστεί τη γη της και να εδραιώσει την εξουσία της.
Άλλωστε αυτές οι εγκληματικές ομάδες είχαν ήδη πολεμήσει τον Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, τον «πατέρα» της Ιταλίας, και την υπόσχεσή του για αναδιανομή των γαιών στους αγρότες: η Μαφία τότε χρησίμευσε ως οπλισμένος βραχίονας των λατιφουντιστών (των μεγαλογαιοκτημόνων) και εμπόδισε την αναδιανομή. Κατά την Ενοποίηση ο Νότος ήταν μοιρασμένος μεταξύ λατιφουντιστών και Μαφίας από τη μία πλευρά και αγροτών και μικροϊδιοκτητών γης από την άλλη.
Το νεογέννητο κράτος προκάλεσε δυσαρέσκεια με την επιβολή φόρου και στρατιωτικής θητείας, διότι έτσι στερούσε από τις φτωχές οικογένειες πολύτιμα χέρια για τις εργασίες στα χωράφια. Παγιώνοντας τα νέα προνόμιά του, το κράτος επιχείρησε να πείσει τους απρόθυμους στέλνοντας τους καραμπινιέρους, ένα σώμα ξένο προς την τοπική κουλτούρα. Όλα αυτά συνέβαλαν στην ισχυροποίηση της Μαφίας και στην αποδοχή της από μια μερίδα του πληθυσμού.
Στην τελετή μύησης, στην οποία οφείλει να υποβληθεί κάθε νέο μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, εντοπίζουμε ένα συγκεκριμένο ιδανικό, την προαγωγή διαφόρων προτερημάτων: ανδρεία, υπεροχή, αξιοσύνη, θάρρος, ηθική αρετή, διάκριση, τιμή.5 Η κουλτούρα της Μαφίας επικαλείται αρχές ανάλογες με παραδοσιακές και λαϊκές αξίες που έχουν τεράστια ισχύ στον Νότο της χώρας και προέρχονται από πολύ παλαιότερες εποχές. Χρησιμοποιεί τις αξίες αυτές διαστρέφοντάς τις, προσαρμόζοντάς τις στη δική της πραγματικότητα και στους δικούς της σκοπούς.
Ριζωμένη σε αρχαϊκό έδαφος, η Ντράνγκετα υπέστη συνεχείς μεταβολές με το πέρασμα των δεκαετιών, όπως πολλές άλλες κουλτούρες και υποκουλτούρες. Προστατευμένη από τον πυκνό λαβύρινθο του θαμνότοπου στον ορεινό όγκο του Ασπρομόντε, έως τη δεκαετία του 1980 ήταν αφοσιωμένη στους εκβιασμούς έναντι χρημάτων και στις απαγωγές. Με τα ναρκωτικά μετατράπηκε σε μια διεθνή μετοχική εταιρεία εγκλήματος και διακίνησης κοκαΐνης, χωρίς παρ’ όλα αυτά να αλλάξει τους κανόνες και τις αξίες της.
Επομένως εμφανίζεται ως ένα αμάλγαμα όπου συνυπάρχουν αρχαϊσμός και νεωτερικότητα, παράδοση και καινοτομία, πρωτόγονο τελετουργικό και επιχειρηματική νοοτροπία. Οι τελετές προσχώρησης σε αυτήν παραμένουν αμετάβλητες (εξαγνισμός του τόπου τέλεσης, τυπικό σχεδόν αποκρυφιστικό, ανταλλαγή αίματος), αντιθέτως όμως το προσωπικό της είναι «σύγχρονο»: βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των ψηφιακών τεχνολογιών, ώστε να ανακυκλώνει τον καρπό των δραστηριοτήτων της στο Διαδίκτυο.6
Στην κουλτούρα της Μαφίας η φυλακή διαδραματίζει κεντρικό και στρατηγικό ρόλο. Είναι τόπος δοκιμασίας, αλλά και εκμάθησης, όπου διεξάγεται η διδασκαλία των pugnali, cuteddi e bastuni («στιλέτα, μαχαίρια και μπαστούνια») και απονέμονται οι τίτλοι που θα επιτρέψουν την κατάκτηση θέσεων εξουσίας. Η λέξη «’Ndrangheta» (ή «’Ndranghita») παραπέμπει στο ελληνικό ανήρ αγαθός και στην ανδραγαθία: η οργάνωση θεωρεί τον εαυτό της συνένωση «τέλειων ανδρών» και δημιουργεί στην επικράτεια ένα δίχτυ από ’ndrine («φατρίες» ή «οικογένειες»).
Ωστόσο, το μεγάλο παράδοξο της καλαβρέζικης οργάνωσης, φορτωμένης με επιθετική ανδροκρατική νοοτροπία έως και στο όνομά της, είναι πως η συμβολική μορφή της μητέρας, συνεκτικός παράγοντας της οικογένειας, της φατρίας, της ’ndrina, διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στο εσωτερικό της. Ο αρχηγός της φατρίας ονομάζεται «il mamma santissima», «ο αγιοτάτη μητέρα», εκείνος που κρατά την ομάδα δεμένη.
Εξάλλου, αντίθετα με την Κόζα Νόστρα ή την Καμόρα, η Ντράνγκετα παράγει πολύ λίγους «συνεργάτες της Δικαιοσύνης» και μετανοημένους. Επιπλέον τα διαδοχικά μεταναστευτικά κύματα στον Νότο (που ήταν πιο έντονα στην Καλαβρία), αδειάζοντας τις πόλεις και τα χωριά από ένα μεγάλο μέρος του ανδρικού στοιχείου τους, έδωσαν, εκ των πραγμάτων, στις γυναίκες την εξουσία να οργανώσουν τον κοινωνικό χώρο μέσα σε μια διπλή έλλειψη, τόσο πατεράδων όσο και κράτους. Εκεί βρίσκεται ένα κλειδί για την κατανόηση του πόσο βαθιά είναι ριζωμένη η Ντράνγκετα και του λαβυρίνθου των παρακλαδιών της.
Η κατανόηση αυτής της πραγματικότητας σημαίνει την εγκατάλειψη στερεοτυπικών και υπεραπλουστευτικών χαρακτηρισμών: ότι η Μαφία σχετίζεται με την εγκληματικότητα και δεν χρειάζεται παρά μηχανισμούς και δράσεις αστυνομικού και δικαστικού χαρακτήρα, ότι η Μαφία είναι ένα φαινόμενο παντελώς ξένο με τη βούληση των μαζών -επειδή ο λαός είναι καλός, σύμφωνα με έναν νεορομαντισμό που δεν βοηθά την κριτική σκέψη- ή ότι η Μαφία είναι μια ασθένεια, δηλαδή κάτι αναπόφευκτο, δεν μπορεί να γίνει τίποτα γι’ αυτό κ.λπ.7
Θα φτάσουμε άραγε ώς το τέλος; Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι να γνωρίζουμε εάν η Μαφία θα καταλήξει να εξαφανιστεί, καθώς, όπως είχε υποστηρίξει ο δικαστής Φαλκόνε σε μια δήλωση που πλέον έχει γίνει διάσημη, «η Μαφία είναι ένα ανθρώπινο φαινόμενο και, όπως όλα τα ανθρώπινα φαινόμενα, έχει μια αρχή, μια εξέλιξη και, συνεπώς, θα έχει κι ένα τέλος». Πότε, όμως, και πώς;
Είναι ανεδαφικό να φανταστούμε ότι θα εξαντληθεί με θεαματικές δίκες και συλλήψεις, όσο απαραίτητες και χρήσιμες κι αν είναι. Ο Φαλκόνε δήλωνε επίσης: «Εάν θέλουμε να την καταπολεμήσουμε αποτελεσματικά, δεν πρέπει να τη μετατρέψουμε σε τέρας. Δεν είναι ούτε χταπόδι ούτε καρκίνωμα. Χρειάζεται να αναγνωρίσουμε ότι μας μοιάζει».
Η μάχη συνίσταται κυρίως στην παρεμπόδιση της Μαφίας να κερδίσει έδαφος. Υπ’ αυτή την προοπτική, η εκπαίδευση μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο, καθώς το σχολείο αποτελεί το ιδανικό μέρος για την οργάνωση της «αντίστασης». Κατά τον εισαγγελέα Γκρατέρι, το θέμα είναι πρωτίστως να σχηματιστεί η «επιθυμία» να μην γίνει κάποιος μαφιόζος, να συσχετιστούν οι «αξίες» της Μαφίας με κάτι απόλυτα αρνητικό.
«Εάν η νεολαία άρχιζε να απαρνείται τις αξίες της, η παντοδύναμη και μυστηριώδης Μαφία θα εξαφανιζόταν όπως ένα κακό όνειρο» δήλωνε ο Πάολο Μπορσελίνο, ένας ακόμα Σικελός δικαστής που δολοφονήθηκε το 1992. Αυτό βεβαίως σημαίνει ένα ισχυρό και άμεμπτο κράτος, ένα κράτος - προστάτη, που θα είναι πιο κοντά στους πολίτες του -διότι η Μαφία, σε αντίθεση με εκείνο, βοηθά και υποστηρίζει, ακόμα και οικονομικά, τις οικογένειες των μελών της που βρίσκονται στη φυλακή ή αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Με ένα ποσοστό ανεργίας 20,1% στην Καλαβρία (9,2% στην Ιταλία),8 το καθήκον που ανατίθεται στο κράτος μοιάζει τιτάνιο.
«Πώς μπορούμε, κατά την άποψή σας, να καταπολεμήσουμε τη Μαφία;» είχε ρωτήσει ένας φοιτητής τον Σαβέριο Στράτι. Ο Καλαβρέζος συγγραφέας είχε απαντήσει: «Θέλω να επισημάνω κάτι που αφορά κι εμένα. Πιστεύω πως εμείς, οι άνθρωποι του Νότου, έχουμε όλοι μια μαφιόζικη νοοτροπία, επειδή ο καθένας μας δεν κοιτά παρά τη δική του δουλειά, τον δικό του έμπιστο περίγυρο, τη δική του οικογένεια. Καθένας από εμάς, όταν ζητάει κάτι -από έναν δημόσιο φορέα, έναν έμπορο-, θέλει να εξυπηρετηθεί αμέσως. Δεν έχουμε μάθει ακόμη να στεκόμαστε στην ουρά. Να αφομοιώσουμε αυτήν την απλή, ευγενή πρακτική του πολίτη. Σίγουρα μοιάζει να είναι μόνο μια λεπτομέρεια, όμως, όσο είμαστε ανίκανοι να σταθούμε στην ουρά, η Μαφία θα ευημερεί».9
1 Giuseppe Pitrè, «La Mafia e l’Omertà», Edizioni Brancato, Κατάνια, 2007.
2 Leonardo Sciascia, «Η Μέρα της Κουκουβάγιας», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2003.
3 Pino Arlacchi, «La Mafia imprenditrice. L’etica mafiosa e lo spirito del capitalismo», Il Mulino, συλλογή «Contemporanea 2», Μπολόνια, 1983.
4 Συλλογικό έργο, «Le Ragioni della Mafia. Studi e ricerche di 'Quaderni calabresi'», εκδόσεις Jaca Book, Μιλάνο, 1983.
5 Σχετικά με τις τελετουργίες μύησης, πρβλ. Enzo Ciconte, «Storia criminale. La resistibile ascesa di Mafia, 'Ndrangheta e Camorra dall'Ottocento ai giorni nostri», εκδόσεις Rubbettino, Σοβερία Μανέλι (Καταντζάρο), 2008.
6 Πρβλ. Nicola Gratteri και Antonio Nicaso, «Fratelli di sangue. La 'Ndrangheta tra arretratezza e modernità: da Mafia agro-pastorale a holding del crimine», εκδόσεις Luigi Pellegrini, Κοζέντσα, 2006.
7 Luigi M. Lombardi Satriani, «Il trionfo della mortificazione», και Francesco Tassone, «Le letture separate», στο «Le letture della Mafia», εκδόσεις Qualecultura - Jaca Book, Βίμπο Βαλέντια - Μιλάνο, 1989.
8 Εθνικό Ίδρυμα Στατιστικής (ISTAT), Ρώμη, 2020.
9 Συλλογικό έργο, «Strati a Petilia», Stampa Due L, Μεζοράκα, 2014.
Giovanni Ierardi ,
3 Pino Arlacchi, «La Mafia imprenditrice. L’etica mafiosa e lo spirito del capitalismo», Il Mulino, συλλογή «Contemporanea 2», Μπολόνια, 1983.
4 Συλλογικό έργο, «Le Ragioni della Mafia. Studi e ricerche di 'Quaderni calabresi'», εκδόσεις Jaca Book, Μιλάνο, 1983.
5 Σχετικά με τις τελετουργίες μύησης, πρβλ. Enzo Ciconte, «Storia criminale. La resistibile ascesa di Mafia, 'Ndrangheta e Camorra dall'Ottocento ai giorni nostri», εκδόσεις Rubbettino, Σοβερία Μανέλι (Καταντζάρο), 2008.
6 Πρβλ. Nicola Gratteri και Antonio Nicaso, «Fratelli di sangue. La 'Ndrangheta tra arretratezza e modernità: da Mafia agro-pastorale a holding del crimine», εκδόσεις Luigi Pellegrini, Κοζέντσα, 2006.
7 Luigi M. Lombardi Satriani, «Il trionfo della mortificazione», και Francesco Tassone, «Le letture separate», στο «Le letture della Mafia», εκδόσεις Qualecultura - Jaca Book, Βίμπο Βαλέντια - Μιλάνο, 1989.
8 Εθνικό Ίδρυμα Στατιστικής (ISTAT), Ρώμη, 2020.
9 Συλλογικό έργο, «Strati a Petilia», Stampa Due L, Μεζοράκα, 2014.
Giovanni Ierardi ,
πρόεδρος του τμήματος για το Άλτο Κροτόνε του Ινστιτούτου Λαογραφικών και Κοινωνικών Ερευνών της Καλαβρίας Raffaele Lombardi Satriani και πρώην δήμαρχος της Πετίλια Πολικάστρο της Καλαβρίας
Επιμέλεια: Γιάννης Κυπαρισσιάδης
MONDE DIPLOMATIQUE
https://www.avgi.gr/entheta/monde-diplomatique/384905_kalabria-i-diki-tis-ntrangketa-kai-oi-rizes-tis-mafias
20/4/2021