Στο μυαλό ενός... μύστη.

 
 Μυστικισμός... πλάνη ή αλήθεια; Τι είναι η μυστική εμπειρία; Είναι αυθεντική, αξιόπιστη, έγκυρη; Γιατί την μελετούν σε μεγάλα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της; Ποια η σχέση της με εγκεφαλικές διεργασίες;
Σατόρι, Νιρβάνα, Κένσο, επιφοίτηση, Άκτιστον Φως, γιόγκι, αγιορείτες μοναχοί, Βούδας. Επί χιλιετίες η μυστική εμπειρία ήταν το αποκλειστικό προνόμιο των επιλέκτων: των σαμάνων, των μάγων-θεραπευτών, των ζηλωτών του Θείου και εκείνων των φιλοσόφων που αποζητούσαν εξωλογική γνώση της απόλυτης πραγματικότητας. Σήμερα, με την σχετικά εύκολη πρόσβαση σε ψυχοτρόπες ουσίες, ο καθένας, σχεδόν, έχει την δυνατότητα να αποκτήσει αυτή την εμπειρία και το γεγονός γεννά την υποψία ότι η μυστική γνώση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ψευδαίσθηση. Ο Ανδρέας Κ. Παπανικολάου, παγκοσμίως γνωστός νευροεπιστήμονας, προχωρά πέρα από τις παραδοσιακές φιλοσοφικές και θεολογικές ερμηνείες των μυστικών φαινομένων και, προσεγγίζοντας επιστημονικά τις σχετικές μαρτυρίες και τα αποτελέσματα πειραμάτων, επισημαίνει τα κοινά στοιχεία των μυστικών εμπειριών εξετάζοντας εάν πρόκειται για υποκειμενικές κατασκευές-προϊόντα παράτυπων νευροχημικών, νευροφυσιολογικών ή ψυχοπαθολογικών παραγόντων ή για πηγές αυθεντικής γνώσης. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)





Στο μυαλό ενός... μύστη.


Στο προκλητικό ερώτημα τι διαφοροποιεί τις μυστικές εμπειρίες ενός μύστη από τις εξίσου μυστικές εμπειρίες ενός χρήστη ψυχοτρόπων ουσιών, ο Ανδρέας Παπανικολάου απαντά ευθέως: «Η ομοιότητα των μυστικών εμπειριών, ανεξαρτήτως τρόπου αποκτήσεώς τους, προκύπτει από την κοινή τους φαινομενολογία. Συγκεκριμένα, το υποσύνολο των χαρακτηριστικών της μυστικής εμπειρίας, τα οποία μαρτυρούνται από όλους τους μύστες, ανεξαρτήτως των θρησκευτικών ή των μεταφυσικών τους πεποιθήσεων, δηλαδή τα διυποκειμενικώς αξιόπιστα χαρακτηριστικά τα οποία ορίζουν την εμπειρία ως αυθεντικώς μυστική, είναι τα ίδια. Δεν υπάρχει μεταξύ τους κάτι που να διαφοροποιεί τις θρησκευτικές από τις φαρμακογενείς εμπειρίες».

Μόλις κυκλοφόρησε, άριστα μεταφρασμένο και επιμελημένο από τις εκδ. Gutenberg, το τελευταίο βιβλίο του Ανδρέα Κ. Παπανικολάου, με τίτλο «Μυστική γνώση». Σύμφωνα με τον υπότιτλο, σε αυτό το παράτολμο συγγραφικό του εγχείρημα, ο διαπρεπής Ελληνας νευροεπιστήμονας αναζητά μεθοδικά μια «επιστημονική προσέγγιση του θρησκευτικού, φιλοσοφικού και φαρμακογενούς μυστικισμού».

Αν στο προηγούμενο βιβλίο του «Εντός και επέκεινα της Νευροεπιστήμης» (βλ. «Μηχανές του Νου», 15-12-18), ο Α. Παπανικολάου προσπάθησε να αναδείξει τα ανυπέρβλητα γνωσιολογικά εμπόδια και τους μεθοδολογικούς περιορισμούς της κυρίαρχης, σήμερα, αναγωγιστικής και νευροτεχνολογικής προσέγγισης των ανώτερων νοητικών ικανοτήτων μας, σε αυτό το τελευταίο βιβλίο επιχειρεί να αποκαταστήσει την ουσιαστική ενότητα των νευρολογικών και ψυχικών φαινομένων που, διαχρονικά, χαρακτηρίζουν τις ιδιαίτερες ανθρώπινες νοητικές δυνατότητες και ανάγκες.

Το τίμημα, όμως, για την πρόοδο σε αυτή τη νευρομυσταγωγική διερεύνηση της ανθρώπινης αυτοκατανόησης είναι, όπως μας εξηγεί ο ίδιος, πολύ υψηλό: η οριστική απώλεια των μεταφυσικών-ιδεοληπτικών μας ψευδαισθήσεων, ιδεαλιστικών και υλιστικών.

Γιατί ένας καταξιωμένος νευροεπιστήμονας, όπως εσείς, αποφάσισε να καταπιαστεί με ένα τόσο σκοτεινό θέμα όπως οι εγκεφαλικές, οι νοητικές και οι ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της διαχρονικής αλλά αντισυμβατικής εμπειρίας μιας παράλληλης «πραγματικότητας», ενός «μυστικού» κόσμου, αόρατου για τους μη μυημένους;

Η πιο σύντομη απάντηση στο ερώτημά σας είναι: διότι τα σκοτεινά, κυρίως θέματα, απαιτούν διερεύνηση παρά τα διαυγή, ειδικά όταν οι επιπτώσεις τους είναι τόσο καταλυτικές όσο είναι αυτές των μυστικών εμπειριών στον συμβατικό βίο των μυστών και στο άμεσο περιβάλλον τους. Χρήζουν δε μελέτης και επεξηγήσεως σε πολλά επίπεδα, αρχής γενομένης με το τι ακριβώς είναι και τι δεν είναι οι εμπειρίες αυτές.

Η αναγκαιότητα αυτή είναι ιδιαιτέρως επιτακτική σήμερα παρουσία μιας απέραντης και ενίοτε εξωτικής μυθολογίας, την οποία προωθούν οι θιασώτες της κοσμοθεωρίας ενός «μυστικού κόσμου». Παρουσία, επίσης, της εν πολλοίς άκριτης αλλά συστημικής καχυποψίας με την οποία προσεγγίζουν το θέμα οι οπαδοί της υλιστικής κοσμοθεωρίας.

Παρουσία, τέλος, των προτιμήσεων των περισσοτέρων επιστημόνων οι οποίοι προσπερνούν ακόμα και τα πιο ενδιαφέροντα θέματα εάν αυτά δεν εμπίπτουν εντός των στενών ορίων της τεχνικής τους καταρτίσεως και θέματα των οποίων η λύση απειλεί τις μεταφυσικές τους προκαταλήψεις, με αποτέλεσμα τα «σκοτεινά» αυτά θέματα να τα χειρίζονται κυρίως ερασιτέχνες.

Επιπλέον, το θέμα δεν βρίσκεται πέραν των ορίων της Νευροεπιστήμης. Μάλιστα, πολλοί έγκριτοι συνάδελφοι έχουν σαφώς τοποθετηθεί και έχουν αποφανθεί ότι οι μυστικές εμπειρίες είναι απλώς δείγματα παράτυπης εγκεφαλικής δραστηριότητας αν όχι νευροπαθολογίας. Eνας δε λόγος που το θέμα αυτό μου κίνησε το ενδιαφέρον ήταν το ανακόλουθο όλων των νευροεπιστημονικών επιχειρημάτων ( το οποίο αναδεικνύω ειδικά στο κεφάλαιο 24), η μόνη εύλογη εξήγηση του οποίου είναι η διαβρωτική επίδραση των μεταφυσικών προκαταλήψεων στην εφαρμογή της επιστημονικής μεθόδου όταν το υπό κρίση θέμα δεν συνάδει με αυτές τις προκαταλήψεις. Το προαναφερθέν μεθοδολογικό ατόπημα δεν είναι καθόλου καινοφανές. Ούτε αφορά μόνον τη υλιστική κοσμοθεωρία. Αντιθέτως, είναι πανάρχαιο και αφορά μεταφυσικές πεποιθήσεις παντός είδους. Η δε κατάδειξη της επιδράσεως αυτής με τις προφανώς τεράστιες γνωσιολογικές επιπτώσεις της, απετέλεσε, όπως προείπα, ένα επιπρόσθετο κίνητρο να καταπιαστώ με το εν λόγω σκοτεινό θέμα.

Τέλος, επέλεξα να εξετάσω το ζήτημα αυτό διότι όταν η μυστική εμπειρία βιώνεται με την χρήση των ψυχοτρόπων ουσιών (οι οποίες, παρεμπιπτόντως, είναι εντελώς διαφορετικές από τα εθιστικά φάρμακα, τα οπιοειδή, τις ηρωίνες, το χασίς κλπ, με τα οποία ατυχώς συγχέονται) έχει εκπληκτικές θεραπευτικές ιδιότητες—φαινόμενο που σήμερα ερευνάται σε πολλές ψυχιατρικές κλινικές και πανεπιστημιακά εργαστήρια ψυχοφαρμακολογίας, και περιγράφεται στο κεφάλαιο 17 του βιβλίου. Ιδού λοιπόν και μια επιπρόσθετη ένδειξη ότι το θέμα εμπίπτει ενός των ορίων της σύγχρονης νευροεπιστήμης.

● Εντούτοις, όπως κατ΄ επανάληψη επισημαίνετε στο βιβλίο σας, όλες οι μυστικές εμπειρίες διαθέτουν δύο αντιφατικά χαρακτηριστικά: Πρώτον, θεωρούνται απολύτως έγκυρες (υποκειμενικά) εμπειρίες και πηγές απόλυτης γνώσης για όσους τις βιώνουν. Δεύτερον, είναι (εκ φύσεως;) άφατες τόσο για τους «μύστες» όσο και για τους «αμύητους» που επιθυμούν να ελέγξουν την εγκυρότητά τους και άρα την διυποκειμενική γνωστική τους αξία. Γιατί, λοιπόν, επιλέξατε να μιλάτε για «Μυστική Γνώση», ενώ αναφέρεστε -προγραμματικά και κυριολεκτικά- μόνο στην ανθρώπινη «μυστική εμπειρία»;

Η κατηγορηματική αυτή αντίφαση στην οποία αναφέρεστε μεταξύ του απολύτως εγκύρου και του απολύτως αρρήτου της εμπειρίας απαιτεί διευκρίνηση στην οποία θα προβώ πιο κάτω. Αλλά πριν, ας μου επιτραπεί να απαντήσω στο ερώτημά σας ευθέως: επέλεξα να μιλώ για «μυστική γνώση» για τον απλούστατο λόγο ότι η εμπειρία βιώνεται ως γνώση και μαρτυρείται ως γνώση από τους μύστες όλων των εποχών.

Επιπλέον, όπως προκύπτει από την εκ των υστέρων ανάλυση των μαρτυριών αυτών, περί γνώσεως πρόκειται. Είναι δε γνώση διυποκειμενική ακριβώς όπως είναι η γνώση των αποδείξεων κάποιων μαθηματικών θεωρημάτων. Και στις δύο περιπτώσεις είναι η γνώση την οποία έχει μια σχετικά μεγάλη μειοψηφία ειδικών στο θέμα μαρτύρων—μυστών στην μία περίπτωση και μαθηματικών στην άλλη.

Εχοντας δε προσεγγίσει τις μυστικές εμπειρίες ως κλινικά συμπτώματα ή, γενικότερα, ως εμπειρικά δεδομένα, θα ήταν ατόπημα εκ μέρους μου να αποφασίσω εκ προοιμίου, βάσει των μεταφυσικών μου πεποιθήσεων, ή βάσει όποιου άλλου θεωρητικού παράγοντα ή προτύπου, ότι η μυστική εμπειρία δεν είναι γνώση την στιγμή που θεωρείται γνώση από εκείνους που την βιώνουν, αλλοιώνοντας, με τον προκρούστειο αυτόν τρόπο, τα εμπειρικά δεδομένα.

Η δική μου αρμοδιότητα ως ερευνητή είναι να εξετάσω την αξιοπιστία των μαρτύρων, την αξιοπιστία των εμπειριών, να ξεχωρίσω και να απορρίψω μέρη των μαρτυριών τα οποία στερούνται διυποκειμενική αξιοπιστία και, τέλος, να εξετάσω (καλώντας τον αναγνώστη να μιμηθεί τον τρόπο μου) εάν αυτή η διυποκειμενικώς ομολογούμενη γνώση είναι ή όχι έγκυρη. Επιστρέφω τώρα στην παρατήρησή σας: πως εξηγείται το γεγονός ότι ασχολούμαι με την εξέταση της εγκυρότητας μιας εμπειρίας την στιγμή που η εμπειρία, έστω και εάν είναι γνώση, όπως επιμένουν οι μύστες, είναι, ομολογουμένως, άφατη, άρρητη; Απαντώ: παρότι είναι όντως άρρητη, έχει κάποια γενικά χαρακτηριστικά, όπως, επί παραδείγματι, ένταση, διάρκεια και θυμικό απόηχο στον ψυχισμό του μύστη, τα οποία είναι ρητά.

Αυτό που παραμένει άρρητο είναι το περιεχόμενο ή το αντικείμενό της, δηλαδή τίνος πράγματος είναι γνώση. Αλλά και εδώ, το περίγραμμα του αντικειμένου μπορεί να αποδοθεί, και αποδίδεται, με τρόπο ανάλογο εκείνου με τον οποίο αποδίδεται η εμπειρία μιας μουσικής συνθέσεως που μας γοητεύει – τρόπος που περιγράφεται στο κεφάλαιο 2. Εν ολίγοις, είναι δυνατόν μέσω μεταφορών και παρομοιώσεων που χρησιμοποιούν οι μύστες να προσεγγιστεί η φύση του περιεχομένου της μυστικής εμπειρίας.

Το Aκτιστον Φως, επί παραδείγματι, μπορεί να είναι για τον ίδιο μύστη (τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, εν προκειμένω) και απόλυτο σκότος—γνόφος από την οποία φαινομενική αντίφαση συνάγεται ότι δεν πρόκειται για συμβατικό φως ούτε για συμβατικό σκότος αλλά για κάτι το οποίο είναι εκτυφλωτικό υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει την αναγωγή του σε καμιά συμβατική αισθητική ή εννοιολογική κατηγορία.

Επομένως, το ερώτημα της εγκυρότητας του αντικειμένου και του περιεχομένου των μυστικών εμπειριών, αν και έχει διερευνηθεί επανειλημμένα, παραμένει αναπάντητο. Αυτό συμβαίνει επειδή ανήκουν σε μια «ιδιαίτερη τάξη παράτυπων μορφών συνειδητότητας» που είναι απροσπέλαστες από την σημερινή Επιστήμη ή, μήπως, επειδή σχετίζεται με «το άφατον» των δήθεν υπερφυσικών ψυχικών εμπειριών;

Οχι, δεν νομίζω ότι συμβαίνει, επειδή η εμπειρία είναι υπερφυσική ή απροσπέλαστη. Την στιγμή που βιώνεται και ομολογείται, είναι ένα φυσικό φαινόμενο, ένα εμπειρικό δεδομένο—τόσο φυσικό όσο και η αισθητική εμπειρία του ήλιου. Όλες ανεξαιρέτως οι εμπειρίες είναι φυσιολογικά φαινόμενα, ασχέτως εάν κάποιες παραπέμπουν σε υπερφυσικά αίτια, επί το ακριβέστερον, άγνωστα αίτια.

Αλλωστε, η διαφορά του «φυσικού» από το «υπερφυσικό» είναι θέμα ορισμού. Για τον αφελή ρεαλιστή (του Bertrand Russell η φράση—όχι δική μου) η κβαντική διαπλοκή φαντάζει υπερφυσική όχι επειδή δεν υφίσταται ούτε επειδή είναι μαγική, δηλαδή μη φυσικό φαινόμενο, αλλά κυρίως επειδή δεν χωρά στο επεξηγηματικό πλαίσιο της κλασικής φυσικής θεωρίας, την οποία, κάποιοι, κυρίως μη Φυσικοί, συνεχίζουν να θεωρούν τέλεια, απαραβίαστη και αναντικατάστατη.

Το άφατον που χαρακτηρίζει την μυστική γνώση ίσως δημιουργεί δυσκολίες οι οποίες, όμως, δεν αποκλείουν την επιστημονική της προσέγγιση. Παράτυπες, μη συμβατικές, δυσερμήνευτες, και ομοίως άρρητες, είναι και άλλες εμπειρίες, όπως αυτή της μουσικής που προανέφερα. Αλλά το γεγονός αυτό δεν απέτρεψε ποτέ την επιστημονική προσέγγισή τους ούτε την συγγραφή εξειδικευμένων πραγματειών αισθητικής, εν προκειμένω, ανά τους αιώνες.

Οπότε, όχι, ο κύριος, πιστεύω, λόγος που η εγκυρότητα των μυστικών εμπειριών παραμένει μετέωρο ζήτημα έγκειται στο γεγονός ότι, με σπάνιες εξαιρέσεις, το ερώτημα προσεγγίζεται στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου μεταφυσικού δόγματος (είτε υλιστικού είτε πανθεϊστικού είτε θεϊστικού) με απώτερο σκοπό να επιβεβαιώσει το δόγμα. Το δε γεγονός ότι τα δόγματα είναι πολλά και αντικρουόμενα, αποτρέπει την εύρεση μιας κοινώς αποδεκτής και επιστημονικά ορθής απαντήσεως στο ερώτημα.

Στο μέτρο, λοιπόν, του εφικτού, απέφυγα, ενσυνειδήτως, οποιαδήποτε θεωρητική επεξήγηση που θα μπορούσε να αλλοιώσει τα σχετικά δεδομένα και αντιμετώπισα τα μυστικά φαινόμενα με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζεται επιστημονικά κάθε μαρτυρία, είτε αφορά φυσικές μετρήσεις είτε κλινικά συμπτώματα.

Εξισώνετε την θέαση του «Ακτίστου Φωτός» και τις άλλες μυστικές εμπειρίες θρησκευτικής προελεύσεως με τις εξίσου μυστικές εμπειρίες που προκύπτουν από την χρήση ψυχοδηλωτικών - όπως τα αποκαλείτε- φαρμάκων. Η πολλαπλώς επιβεβαιωμένη τροποποιητική και ψυχοδηλωτική δράση αυτών των υλικότατων ουσιών, δηλαδή των ψυχοτρόπων φαρμάκων, δεν δείχνει την άμεση εξάρτηση των «υπερβατικών» μυστικών εμπειριών μας από τις εγκεφαλικές προϋποθέσεις τους; Και αυτή η αιρετική σας προσέγγιση δεν αποτελεί πρόκληση για τους θρησκευόμενους, αφού αποδομεί «προαιώνιες αλήθειες» και δόγματα;

Ναι, όντως θεωρώ τις θρησκευτικής προελεύσεως μυστικές εμπειρίες όπως αυτή του Ακτίστου φωτός όμοιες με εκείνες που αποκτώνται μέσω των ψυχοτρόπων φαρμάκων. Και προφανώς συμφωνώ ότι τα ψυχοδηλωτικά φάρμακα είναι υλικά. Αλλά, τα παραπάνω δεν συνεπάγονται ότι η εγκυρότητα ή μη των μυστικών εμπειριών εξαρτάται από τις υλικές συνθήκες που την πλαισιώνουν. Επιπλέον, η έστω αιρετική μου προσέγγιση δεν θα έπρεπε να προσβάλλει το θρησκευτικό συναίσθημα κανενός ούτε να «προκαλεί» τους θρησκευομένους διότι δεν αποδομεί καμιά προαιώνια αλήθεια.

Εξηγούμαι: Η ομοιότητα των μυστικών εμπειριών ανεξαρτήτως τρόπου αποκτήσεώς τους προκύπτει από την κοινή τους φαινομενολογία. Συγκεκριμένα, το υποσύνολο των χαρακτηριστικών της μυστικής εμπειρίας τα οποία μαρτυρούνται από όλους τους μύστες, ανεξαρτήτως των θρησκευτικών η των μεταφυσικών τους πεποιθήσεων, δηλαδή τα διυποκειμενικώς αξιόπιστα χαρακτηριστικά τα οποία ορίζουν την εμπειρία ως αυθεντικώς μυστική, είναι τα ίδια. Δεν υπάρχει μεταξύ τους κάτι που να διαφοροποιεί τις θρησκευτικές από τις φαρμακογενείς εμπειρίες.

Επομένως, δεν έχω αντικειμενικά κριτήρια για να ξεχωρίσω την εμπειρία Ακτιστον Φως από την φαρμακογενή εμπειρία. Επιπλέον δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν οι αυθεντικές μυστικές εμπειρίες βάσει των επιπτώσεών τους στον ψυχισμό και την συμπεριφορά των μυστών διότι και αυτές είναι όμοιες. Ο μόνος τρόπος να τις διαχωρίσει κανείς είναι βάσει αναπόδεικτων δογματικών κριτηρίων τα οποία, όμως, δεν έχουν θέση σε μια επιστημονική μελέτη.

Οι ψυχοδηλωτικές ουσίες είναι φάρμακα που επιδρούν στον εγκέφαλο. Είναι επίσης αλήθεια ότι κάθε εμπειρία, των μυστικών συμπεριλαμβανομένων, αντιστοιχεί σε κάποιον σχηματισμό ηλεκτροχημικών συμβάντων στον εγκέφαλο. Ομως, όπως έχω εκτενώς καταθέσει στα δύο προηγούμενα βιβλία μου, που μεταφράστηκαν και κυκλοφορούν στα ελληνικά, η επιστημονική μέθοδος επιτρέπει μόνο το συμπέρασμα ότι κάποιοι σχηματισμοί συμβάντων σχετίζονται (ή όχι) με κάποιες εμπειρίες και όχι το συμπέρασμα ότι οι εμπειρίες εξαρτώνται (ή όχι) από τους σχηματισμούς.

Συνήθως λέμε ότι εξαρτώνται αλλά αυτό είναι μεταφυσικό αίτημα και όχι επιστημονικό συμπέρασμα. Στο κεφάλαιο 26 αυτού του βιβλίου καθώς και στα δύο προηγούμενα βιβλία μου, εξηγώ λεπτομερώς γιατί η εγκυρότητα οποιασδήποτε εμπειρίας δεν είναι δυνατόν να αναχθεί στους εν λόγω σχηματισμούς. Τέλος, δεν αποδομώ προαιώνιες αλήθειες, αποδομώ διάφορες φύσει αναπόδεικτες και δη αντιφατικές δογματικές επεξηγήσεις της εμπειρίας.




Ποιος είναι

Ο Ανδρέας Κ. Παπανικολάου είναι ομότιμος καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Τενεσί, ιδρυτής και επί πολλά χρόνια διευθυντής του περίφημου Κέντρου Κλινικών Νευροεπιστημών στο Χιούστον και συνδιευθυντής του Ινστιτούτου Νευροεπιστημών του Νοσοκομείου Le Bonheur του Μέμφις. Το 2002, ίδρυσε και διηύθυνε το Θερινό Ινστιτούτο Προχωρημένων Σπουδών της Διεθνούς Νευροψυχολογικής Εταιρείας και, το 2008, έγινε πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας για την Προώθηση της Κλινικής Μαγνητοεγκεφαλογραφίας, ενώ σχεδίασε και διηύθυνε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Νευροψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει πλούσια επιστημονική αρθρογραφία (πάνω από 300 ειδικά άρθρα), πανεπιστημιακά εγχειρίδια και αξιόλογες θεωρητικές μονογραφίες. Εκτός από το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν το «Εντός και επέκεινα της Νευροεπιστήμης» και το «Λειτουργική Νευροαπεικόνιση στη Νευροψυχολογία και στις Γνωσιακές Νευροεπιστήμες» (εκδ. Παρισιάνου), το «Οι αμνησίες» (εκδ. ΠΕΚ) και το «Πλάτωνος, Ρεόντων Ελεγχος», Εξάντας, 2002.

 Σπύρος Μανουσέλης

https://www.efsyn.gr/epistimi/mihanes-toy-noy/303788_sto-myalo-enos-mysti

24/7/2021