Τουρκικά UCAV Akinci & Aksungur: Άλλο ένα βήμα στο ολιστικό σχέδιο AA/AD των φίλων και “συμμάχων”
Τουρκικά UCAV Akinci & Aksungur:
UCAV Akinci και Aksungur – Άλλο ένα τουρκικό βήμα προς την πραγμάτωση της “Γαλάζιας πατρίδας”. Πρόκειται για πραγματικότητα που συνειδητοποιεί πλέον κάθε Έλληνας που ασχολείται έστω και στοιχειωδώς με τα της άμυνας. Η καθημερινή επικαιρότητα επιβεβαιώνει απλά το γεγονός ότι η Τουρκία δεν περιορίζεται σε κενές περιεχομένου επιθετικές δηλώσεις και απειλές. Προετοιμάζεται πυρετωδώς για την επικράτησή της σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο. Τουλάχιστον στο τμήμα της που αφορά άμεσα την Ελλάδα και την Κύπρο. Η Ελλάδα μπροστά σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, πρακτικά αρνείται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Σπαταλά πολύτιμο χρόνο και χρήμα, αποφεύγοντας στοχευμένες εξοπλιστικές επιλογές και αναπροσαρμογή του επιχειρησιακού της σχεδιασμού δόγματος, προς αντιμετώπιση της νέας τουρκικής απειλής όπως αυτή διαμορφώνεται.
Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Μετά από την πρόσφατη (τέλη Αυγούστου 2021) επίσημη ένταξη του δικινητήριου UCAV Akinci σε υπηρεσία, το Τουρκικό Ναυτικό γνωστοποίησε ότι επέλεξε το επίσης δικινητήριο Aksungur της ΤΑΙ (Turkish Aerospace Industries) για την κάλυψη των επιχειρησιακών του αναγκών.
Πρόκειται για UCAV, μη επανδρωμένο αεροσκάφος δηλαδή με τη δυνατότητα μεταφοράς και εξαπόλυσης όπλων, που σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν αποδεσμεύσει στη δημοσιότητα οι Τούρκοι, είναι κατηγορίας MALE (Medium Altitude Long Endurance). Μπορεί να παραμείνει στον αέρα για χρόνο 60 ωρών στο επίπεδο των 40.000 ποδών και μεταφέρει οπλικό φορτίο μέγιστου βάρους 750 κιλών.
Η συγκεκριμένη επιλογή έγινε από το Τουρκικό Ναυτικό για λόγους στήριξης και της ΤΑΙ προφανώς, δεδομένου ότι το Aksungur υστερεί σε επιδόσεις και μεταφορική ικανότητα οπλικού φορτίου σε σχέση με το, επίσης δικινητήριο αλλά στροβιλοελικοφόρο Akinci.
Αυτό που μας ενδιαφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι και τα δύο νέα δικινητήρια (ένα turboprop με ουκρανικούς κινητήρες και ένα με εμβολοφόρους υπερσυμπιεζόμενους), οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ανήκουν στην κατηγορία Class III, με βάση την κατηγοριοποίηση του ΝΑΤΟ. Δηλαδή, όπως μπορείτε να δείτε και στον σχετικό πίνακα της ΝΑΤΟϊκής κατηγοριοποίησης, μέσω του συνδέσμου που παραθέτουμε, ανήκουν στην κατηγορία μη επανδρωμένων οπλισμένων αεροσκαφών που λίγες χώρες στον κόσμο έχουν στη διάθεσή τους επιχειρησιακά, αλλά και τη δυνατότητα να αναπτύξουν και να κατασκευάσουν σε μεγάλους αριθμούς, αυτόνομα.
– Το δεύτερο σημαντικό πράγμα που μας ενδιαφέρει, είναι ότι το σύνολο των όπλων που φέρουν τα δύο αυτά αεροσκάφη, είναι επίσης τουρκικής σχεδίασης και κατασκευής. Άρα η Τουρκία σε αυτόν τον ζωτικής σημασίας τομέα είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ΑΥΤΟΝΟΜΗ. Για να το επιτύχει αυτό βέβαια, δαπάνησε σημαντικό χρόνο (πλέον της δεκαπενταετίας) και φυσικά τεράστια κονδύλια, μέσω μίας συντονισμένης εμπλοκής της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Τα οφέλη, τεχνολογικά και οικονομικά βέβαια, δεν περιορίζονται εδώ για τους Τούρκους. Οι οποίοι παράλληλα δραστηριοποιήθηκαν σε όλους τους τομείς και οπωσδήποτε με πιο αποδοτικές δραστηριότητες από το να αγοράζουν πλατφόρμες χωρίς όπλα και να τις χρυσοπληρώνουν. Σε καθαρά επιχειρησιακό επίπεδο από την άλλη πλευρά, βρίσκονται πολύ κοντά στο να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο του ανατολικού Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου μέχρι την Κύπρο.
Μέσω του συνδυασμού Akinci και SOM, θα μπορούν να πλήττουν ανενόχλητοι (η ακτίνα του όπλου είναι μεγαλύτερη των 250 χιλιομέτρων), εξαπολύοντας ταυτόχρονα δεκάδες τέτοια όπλα ακριβείας τους στόχους που επιλέγουν στη θάλασσα (αντιπλοϊκή έκδοση SOM C1/C2) και στο έδαφος των νησιών του ανατολικού και κεντρικού Αιγαίου, των Δωδεκανήσων, αλλά και την Κρήτη.
Πετώντας τα Akinci σε ύψη 25.000 έως 30.000 ποδών σε τουρκικό εναέριο χώρο και σε ασφαλή απόσταση, πολλά χιλιόμετρα μακριά από τις ακτές της Μικράς Ασίας, θα τα καταστήσουν απρόσβλητα από την ελληνική αεράμυνα, αλλά και από τους πυραύλους Meteor των Rafale. Τα ελληνικά μαχητικά δεν έχουν τη δυνατότητα να πλησιάσουν σε περίπτωση επιχειρήσεων τις μικρασιατικές ακτές, επειδή θα εκτεθούν στον κίνδυνο των S-400. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για την περιοχή του Έβρου και της Θράκης, οπότε κάπου εδώ φτάνουμε στο “δια ταύτα”.
Η Τουρκία από πλευράς αεροσκαφών – φορέων και όπλων μακρού πλήγματος, δεν μπήκε καν στη διαδικασία της αναζήτησης λύσεων σε Ευρώπη και ΗΠΑ, για λόγους απεξάρτησης από τους περιορισμούς που αυτές εμπεριέχουν. Το κόστος ήταν δευτερεύον παράγοντας… Αντί αυτού επέλεξαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τον πακτωλό των κονδυλίων που εισέρρευσε από το Κατάρ, αλλά και άλλες συμμαχικές χώρες.
Σήμερα βρίσκονται πλέον πολύ κοντά στο να καταστήσουν το ανατολικό Αιγαίο και τις ακτές της Τουρκίας από τα Δαρδανέλια μέχρι τη Κύπρο περιοχές μη προσβάσιμες στην ελληνική άμυνα. Και εργάζονται μεθοδικά, με υπομονή και επιμονή για την επίτευξη αυτού του στόχου. Πρόκειται με άλλα λόγια να εξασφαλίσουν συνθήκες άρνησης πρόσβασης περιοχής (Anti Access/Area Denial) από τον Έβρο μέχρι την Κύπρο.
Και περνάμε στο τρίτο σκέλος της παρούσας ανάλυσης. Το τρίτο πράγμα που θα πρέπει να μας ενδιαφέρει δηλαδή. Που δεν είναι άλλο από το τι κάνει η Ελλάδα για να αποτρέψει την εξέλιξη αυτή. Με βάση τις μέχρι σήμερα εξελίξεις αποδεικνύεται ότι δεν έχει κάνει ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ. Δεν το λέει το Defence Point αυτό, το λένε τα γεγονότα.
Η πρώτη ενέργεια που κατά την άποψή μας πάντα, θα έπρεπε να έχει ήδη υλοποιηθεί προς την κατεύθυνση αυτή, είναι η ενίσχυση του Πυροβολικού μεγάλης ακτίνας και της αντιαεροπορικής/αντιπυραυλικής άμυνας των νησιών του Αιγαίου. Για την δημιουργία ολοκληρωμένου δικτύου επιτήρησης και συλλογής/αξιολόγησης πληροφοριών, ούτε λόγος να γίνεται… Τώρα ξεκινά η δημιουργία του.
Η επιμονή της Τουρκίας στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, συνίσταται ακριβώς σε αυτό. ΔΕΝ επιθυμεί επιτήρηση και προπαντός ΔΕΝ επιθυμεί την παρουσία επί του εδάφους όπλων που μπορούν να πλήξουν στόχους στο έδαφός της και μάλιστα σε μεγάλο βάθος. Σε μεγάλη απόσταση από τις ακτές δηλαδή. Για τον πολύ απλό λόγο ότι επιθυμεί να δρα και να επιβάλλει τετελεσμένα ανενόχλητη και χωρίς κόστος.
Η δεύτερη ενέργεια που επιβάλλεται από ελληνικής πλευράς είναι η
άμεση και επαρκής ανανέωση του οπλοστασίου αέρος – εδάφους της Πολεμικής
Αεροπορίας. Οι εποχές της αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής όταν αυτή
είχε τη μορφή σχηματισμών μαχητικών (πακέτα COMAO) που θα επιχειρήσουν το πρώτο πλήγμα, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Στο συγκεκριμένο θέμα θα επανέλθουμε με ξεχωριστή ανάλυση.
https://www.defence-point.gr/news/toyrkika-ucav-akinci-amp-aksungur-allo-ena-vima-sto-olistiko-schedio-aa-ad-ton-filon-kai-quot-symmachon-quot
7/9/2021
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
αλλά δεν ανατρέπει το αεροπορικό ισοζύγιο.
Στις 29 Αυγούστου, πραγματοποιήθηκε στην Τουρκία η τελετή παραδώσεως του πρώτου Επιθετικού Μη Επανδρωμένου Αεροσκάφου (UCAV) βαρειάς κατηγορίας Akinci. Πέραν των δικαιολογημένων πανηγυρικών λόγων που ακούστηκαν, θα προβούμε σε ορισμένες επισημάνσεις για το νέο οπλικό σύστημα, ώστε να αποκτηθεί μια πρώτη εικόνα των δυνατοτήτων και περιορισμών του, σε συνάρτηση με τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει σε μία συμβατική πολεμική αναμέτρηση υψηλής εντάσεως, που ενδιαφέρει την Ελλάδα.
Αν και οι σχετικές δηλώσεις δεν ήταν σαφείς, θεωρείται δεδομένο ότι
επιχειρησιακός φορέας είναι η Τουρκική Αεροπορία. Δεν έχει ανακοινωθεί
επισήμως ο αριθμός των αεροσκαφών που πρόκειται να αποκτηθούν αλλά πρέπει
να ληφθεί υπ’ όψιν η παράλληλη ανάπτυξη στην ίδια κατηγορία και του
Aksungur της κρατικής Turkish Aerospace, καθώς η κυβερνητική πολιτική
υποστηρίζει εξίσου την ανάπτυξη των ιδιωτικών και των κρατικών εταιρειών
του χώρου. Επομένως, πρέπει να θεωρείται δεδομένος ο εφοδιασμός της Τουρκικής Αεροπορίας τουλάχιστον με δύο Μοίρες UCAV της κατηγορίας.
Στο Akinci διαφημίζονται οι επιδόσεις μεγαλύτερης επιχειρησιακής οροφής όσο και μεταφορικής ικανότητος. Αν και στην πρώτη αναφέρεται επίδοση 40.000 ποδών (12.192 μέτρα), η επίτευξη αφορά μη οπλισμένο αεροσκάφος και πιθανώς χωρίς πλήρες καύσιμο. Στις 8 Ιουλίου πάντως, ανακοινώθηκε νέο εθνικό αεροπορικό ρεκόρ από το Akinci, που πέταξε στα 38.039 πόδια (11.594 μέτρα) ενώ τουρκικές πηγές αναφέρουν επιχειρησιακή οροφή, δηλαδή με οπλικό φορτίο, 30.183 πόδια (9.200 μέτρα).
Ελάχιστη δημοσιότητα δίδεται στις επιδόσεις ταχύτητος πτήσεως του Akinci. Τουρκικές πηγές αναφέρουν μέγιστη ταχύτητα 463 χ.α.ώ. (250 κόμβοι) και ταχύτητα πλεύσεως 278 χ.α.ώ. (150 κόμβοι). Προκειμένου να γίνει αντιληπτή η κατάσταση, το Akinci είναι πιο αργό ακόμη και από το ελικόπτερο CH-47F Chinook που αναπτύσσει ταχύτητα πλεύσεως 296 χ.α.ώ. (160 κόμβοι)!
Οι επιδόσεις στηρίζονται στους δύο στροβιλοελικοφόρους κινητήρες ΑΙ-450C ισχύος 450 ίππων (340 kW) της ουκρανικής Inchenko-Progress αλλά απεικονίσεις το παρουσιάζουν με δύο κινητήρες ισχύος 750 ίππων. Αυτό σημαίνει ότι πιθανώς, μετά τα πρωτότυπα που εντάσσονται σε υπηρεσία, θα ακολουθήσει ανάπτυξη βελτιωμένης εκδόσεως ανωτέρων επιδόσεων. Νεώτερες αναφορές προσδιορίζουν ταχύτητα πλεύσεως 370 χ.α.ώ. (200 κόμβοι) που πιθανώς σχετίζεται με τους ισχυρότερους κινητήρες.
Εν πάση περιπτώσει, οι επιδόσεις επιχειρησιακής οροφής και ταχύτητος πλεύσεως της υφισταμένης αρχικής εκδόσεως, καθιστούν το Akinci λίαν τρωτό σε πυραυλικά συστήματα εδάφους – αέρος μέσου και μεγάλου βεληνεκούς. Ενδεικτικώς, το βλήμα του ΜΙΜ-23Β Improved HAWK δύναται να καταρρίψει στόχους που πετούν σε υψόμετρο 59.000 ποδών (18.000 μέτρα) αντίστοιχη επίδοση εκτιμάται ότι ισχύει για το RIM162 ESSM ενώ επαρκής είναι ακόμη και ο φάκελος βελτιωμένων βλημάτων συστημάτων βραχύτερου βεληνεκούς, όπως τα ρωσικά Osa AK, Tor M1 και Pantsir.
Για να επιβιώσει από τέτοιες απειλές, το Akinci θα στηρίζεται στην ικανότητα εξαπολύσεως των όπλων του από μεγάλες αποστάσεις ή στην καταστροφή των συστημάτων αεράμυνας από μαχητικά αεροσκάφη.
Από το ωφέλιμο φορτίο των 1.500 ή 1.350 κιλών, τα 400-450 κιλά αφορούν το μεταφερόμενο καύσιμο, οπότε το μεταφερόμενο φορτίο όπλων ανέρχεται σε 950 κιλά, για 9 σημεία αναρτήσεως. Σε σύρραξη υψηλής εντάσεως εναντίον ισοτίμου αντιπάλου, το Akinci δεν θα αξιοποιηθεί ως φορέας όπλων μικρής ισχύος όπως μέχρι σήμερα το Bayraktar TB2S αλλά αναμένεται να λάβει μέρος τόσο στον αεροπορικό αγώνα όσο και στην προσβολή στόχων επιφανείας ή εδάφους υψηλής αξίας με ισχυρότερα όμως όπλα.
Ο εφοδιασμός του μελλοντικώς με ραντάρ τεχνολογίας AESA και πιθανώς με ζεύξη δεδομένων Link 16, θα επιτρέπουν την δικτυοκεντρική δράση του Akinci. Η ικανότητα αποκαλύψεως στόχων χάρη στο ραντάρ και η διασύνδεση με ΑΣΕΠΕ, μπορεί να ενισχύσει τον ρόλο του στην εναέρια μάχη με βλήματα αέρος – αέρος Gökdoğan και Bozdoğan, είτε με ανεξάρτητη δράση όπως σε αποστολές Εναερίου Περιπολίας (CAP), είτε ως μέρος πακέτου μαχητικών αεροσκαφών.
Σε αποστολές κρούσεως, τα αργοκίνητα Akinci μπορούν να εκτοξεύσουν από μεγάλες αποστάσεις πυραύλους πλεύσεως SOM βεληνεκούς της τάξεως των 250-300 χλμ. και προφανώς την υπό ανάπτυξη έκδοση SOM-J για προσβολή ναυτικών στόχων επιφανείας.
Είναι αυτονόητο ότι το Akinci δεν θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά συμπληρωματικό στο δυναμικό της Τουρκικής Αεροπορίας, επαυξάνοντας σε έναν βαθμό την ευελιξία επιχειρησιακού σχεδιασμού βάσει ιδιαιτέρων τακτικών που θα αναπτυχθούν, προσαρμοσμένες στο μειονέκτημα της χαμηλής του ταχύτητος. Το δεδομένο είναι ότι σε κατάλληλο χώρο και χρόνο, τα Akinci μπορούν να υποκαταστήσουν αριθμό μαχητικών αεροσκαφών (οικονομία δυνάμεων) τα οποία θα μπορούν να αφιερωθούν σε μεγαλύτερης σπουδαιότητος και βαθμού δυσκολίας αποστολές, ενεργώντας ως ουσιαστικός πολλαπλασιαστής ισχύος.
Ακόμη και αν το Θέατρο Επιχειρήσεων στην Θράκη ή το Αιγαίο κρίνεται ότι θα είναι σε μεγάλο βαθμό απαγορευτικό, το Θέατρο Επιχειρήσεων στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο παρουσιάζεται πλέον ευνοϊκό για επίμονη παρουσία και δράση των Akinci. Εκεί, πετώντας σε περιοχές με πολύ πιο αραιή παρουσία ελληνικών μαχητικών αεροσκαφών, τα αργοκίνητα UCAV μπορούν να υποστηρίξουν ναυτικές επιχειρήσεις και να συνδράμουν σε επιχειρήσεις αεροναυτικού αποκλεισμού του Συμπλέγματος Μεγίστης. Προφανής παράγοντας ανατροπής αυτού του ευνοϊκού περιβάλλοντος, θα είναι η παρουσία ελληνικών φρεγατών με ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών και βλήματα επιφανείας – αέρος μεγάλου βεληνεκούς.
Συνοψίζοντας, εν όψει της ματαιώσεως του προγράμματος εκσυγχρονισμού της Τουρκικής Αεροπορίας με 100 μαχητικά F-35A και της απώλειας της διαφαινόμενης ευκαιρίας επιτεύξεως σαφούς ποιοτικής υπεροχής έναντι της Πολεμικής Αεροπορίας, η Τουρκία αντέδρασε επιλέγοντας την εναλλακτική εγχώρια λύση της αναπτύξεως βαρέων Επιθετικών UCAV ώστε να ενισχυθεί εμμέσως το εναέριο δυναμικό και να δημιουργηθούν νέα δεδομένα σε τεχνικές και τακτικές, που θα αντισταθμίσουν την τεχνολογική υστέρηση και την αριθμητική στασιμότητα του στόλου μαχητικών αεροσκαφών. Ο στόχος επιτυγχάνεται χάρη στον μακρόπνοο σχεδιασμό της κρατικής πολιτικής αναπτύξεως εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, που επέτρεψε την εμφάνιση του Akinci σε μια εποχή που έχουν αναπτυχθεί ή οδεύουν προς ολοκλήρωση, εγχώρια όπλα αέρος – αέρος και αέρος – εδάφους.
Όλα όσα πράττει η Τουρκία ως εναλλακτικές επιλογές, θα έπρεπε να έχουν απασχολήσει και να έχουν δρομολογηθεί από την Ελλάδα, καθώς η επί 15ετία στάσιμη Πολεμική Αεροπορία επρόκειτο να βρεθεί σε τρομερή θέση υστερήσεως εάν εξελισσόταν κανονικώς το τουρκικό πρόγραμμα F-35. Δεν έγινε τίποτα, επειδή στην Ελλάδα, αφενός δεν υφίσταται πολιτική εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, η οποία έχει αφεθεί στην τύχη της, αφετέρου κυκλώματα εν ενεργεία και αποστρατεία διεφθαρμένων στρατιωτικών ποδηγέτησαν κατά το δοκούν τις εξοπλιστικές προτεραιότητες κι εκμεταλλευόμενοι την κρατική αδιαφορία, αποστέρησαν από τα Γενικά Επιτελεία κάθε πιθανότητα υποστηρίξεως από εγχώριες εκ των ενόντων εναλλακτικές λύσεις. Τοιουτοτρόπως, αντί να παρακολουθήσει η χώρα κάποιο πρόγραμμα αναπτύξεως προηγμένου μη επανδρωμένου μαχητικού, όταν “έφθασε ο κόμπος στο χτένι” ακολούθησε την πεπατημένη. Δρομολογήθηκαν αποσπασματικές ενέργειες εκσυγχρονισμού των F-16 και προμηθείας μίας Μοίρας Rafale, συνολικής δαπάνης 4,5-5 δισ. € χωρίς κανένα σοβαρό βιομηχανικό έργο ενώ σε επίπεδο αμυντικής βιομηχανίας αφιερώθηκαν εκτάκτως “πενταροδεκάρες” για αναπτυξιακά προγράμματα UAV, με απροσδιόριστο όμως φάσμα επιχειρησιακών ικανοτήτων.
Μέχρι να ενταχθούν επιχειρησιακώς τα νέα αεροσκάφη και να αναπτυχθούν τα ελληνικά UAV, η Τουρκία θα εισέρχεται στην επομένη φάση του “ρομποτικού αεροπορικού ανταρτοπολέμου” που ετοιμάζει. Το Akinci δεν είναι παρά μόνο μια ενδιάμεση κατάσταση πριν τα υψηλών επιδόσεων αεριωθούμενα μη επανδρωμένα μαχητικά. Στην τελετή της 29ης Αυγούστου, ανακοινώθηκε σχεδιασμός για πτήση το 2023 του πρώτου αεριωθουμένου Μη Επανδρωμένου Αεροσκάφους Μάχης (MIUS) ικανού για ανάληψη αποστολών στρατηγικής κρούσεως, Εγγύς Αεροπορική Υποστήριξη (CAS), Καταστολής και Καταστροφής Εχθρικής Αεράμυνας (SEAD/DEAD), πυραυλικές επιθέσεις με βλήματα πλεύσεως κ.λπ. Το MIUS αποδόθηκε επιχειρησιακή οροφή 40.000 ποδών, μέγιστη ταχύτητα 800 χ.α.ώ. – παλαιότερα αναφερόταν 900 χ.α.ώ. το βάρος απογειώσεως θα ανέρχεται σε 5,5 τόννους, το ωφέλιμο φορτίο θα ορίζεται στον 1,5 τόννο ενώ η αυτονομία θα είναι της τάξεως των 5 ωρών πτήσεως.
Οι προδιαγραφές αυτές, κινούνται σε γενικές γραμμές στις αντίστοιχες του ευρωπαϊκού nEUROn που όμως ήταν πρόγραμμα επιδείξεως τεχνολογίας και δεν προχώρησε στο στάδιο της βιομηχανοποιήσεως. Η Ελλάδα συμμετείχε επιτυχώς αλλά έκτοτε διακόπηκε η επαφή της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας με τον χώρο. Έτσι, καθώς σήμερα η Τουρκική Αεροπορία ανοίγει το κεφάλαιο του “ρομποτικού αεροπορικού ανταρτοπολέμου” με το Akinci και ετοιμάζει ταχέως το επόμενο, η Πολεμική Αεροπορία προχωράει σε ραγδαίες διαδικασίες εκσυγχρονισμού εξαντλώντας τα οικονομικά περιθώρια, χωρίς όμως εξασφαλισμένη ακόμη την απαιτούμενη οροφή μαχητικών. Σε επίπεδο κρατικής πολιτικής, οι επείγουσες και απρογραμμάτιστες κινήσεις στις προμήθειες, συνοδεύονται από ανυπαρξία στιβαρής ολοκληρωμένης πολιτικής ενεργού συμμετοχής της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας στην πρωτοπορία της κοσμογονίας των ρομποτικών συστημάτων. Τα τελευταία, αν και θα εξακολουθήσουν να έχουν υποστηρικτικό ρόλο, υπόσχονται να διαμορφώσουν λίαν συντόμως μία νέα πραγματικότητα στον αεροπορικό πόλεμο και να καταστούν “game changer”.
Η αεροπορική ισορροπία στο Αιγαίο διασώθηκε από την ματαίωση της προμήθειας F-35, η οποία όμως μπορεί να ανατραπεί. Προς το παρόν, η Πολεμική Αεροπορία ενισχύεται συμβατικά αλλά δεν υπάρχει η προετοιμασία για το μέλλον που φέρνουν τα ρομποτικά αεριωθούμενα αεροπορικά συστήματα μάχης. Ένα πεδίο στο οποίο πρέπει να εισέλθει η Πολεμική Αεροπορία αλλά με σοβαρή συμμετοχή της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας.
Σάββας Δ. Βλάσσης
https://doureios.com/akinci-sympliromatiko-enishyei-alla-den-anatrepei-to-aeroporiko-isozygio/
5/9/2021
Τα Heron και MQ-9 δεν αρκούν
– Μόνο στοιχειώδη ικανότητα προσφέρουν.
Στις 1 Αυγούστου ανακοινώθηκε η παράδοση 2 ακόμη Μη Επανδρωμένων Αεροχημάτων Anka S στην Τουρκική Αεροπορία.
Ίδιος αριθμός Heron παρελήφθη από την Πολεμική Αεροπορία στα τέλη Μαΐου και παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά στις 20 Ιουνίου, κατά την επίσκεψη του Α/ΓΕΕΘΑ Στρατηγού Κωνσταντίνου Φλώρου στην 135 Σμηναρχία Μάχης. Την ημέρα εκείνη, στις φωτογραφίες που δημοσιοποιήθηκαν, το επιδειχθέν αερόχημα “472” δεν έφερε το ραντάρ ναυτικής έρευνας, που είναι προσθαφαιρούμενης μορφής. Η επιχειρησιακή αξιοποίηση του τύπου βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, έκτοτε όμως, σε φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν από ουδέτερους παρατηρητές στα μέσα κοινωνικής δικτυώσεως, είναι εμφανής η ύπαρξη του ραντάρ.
Η ελληνική περίπτωση, αφορά την υλοποίηση συμβάσεως που υπεγράφη στις 4 Μαΐου 2020 για την χρονομίσθωση των Heron επί περίοδο τριετίας, δηλαδή μέχρι και την άνοιξη του 2024. Μετά την εκπνοή του χρόνου αυτού, η Ελλάδα θα μπορεί να επιλέξει εάν επιθυμεί την αγορά των Heron. Αυτό είναι μάλλον απίθανο, εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι στα εξοπλιστικά προγράμματα που έχουν σχεδιασθεί, προβλέπεται η προμήθεια 3 MQ-9 που, προφανώς, θα αντικαταστήσουν τα Heron.
Η εξέλιξη για την Τουρκική Αεροπορία, σχετίζεται με την ανάθεση συμβάσεως στις 10 Οκτωβρίου 2018 στην Turkish Aerospace, για προμήθεια 22 Anka εκδόσεων Β και S, εκ των οποίων 10 προορίζονται για την Τουρκική Αεροπορία. Όπως αναλύαμε στο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ ALMANAC 2019-2020, μετά την ολοκλήρωση παραδόσεων 10 Anka S με 12 σταθμούς ελέγχου εδάφους το 2018, η Τουρκική Αεροπορία θα παραλάβει 10 επιπλέον, με το σύνολο να κατανέμεται μεταξύ των 302 και 341 Μοιρών.(@ ΗΡΩΝ Civil.Engineer)
Η σύγκριση των αριθμών και μόνο, αποκαλύπτει όχι μόνο τον ρυθμό επιχειρησιακής εκμεταλλεύσεως των συγκεκριμένων UAV κατηγορίας MALE από τις δύο χώρες αλλά και τις επιχειρησιακές απαιτήσεις των ενόπλων δυνάμεών τους. Με 20 Anka S, η Τουρκική Αεροπορία μπορεί να αναλάβει αποστολές τόσο στο Θέατρο Επιχειρήσεων της Νοτιοανατολικής Τουρκίας όσο και έναντι της Ελλάδος. Πλέον τούτου, το Τουρκικό Ναυτικό με την 312 Μοίρα, πρόκειται να αποκτήσει 12 Anka S, που σε συνδυασμό και με τα μικροτέρων επιδόσεων Bayraktar TB2 S, μπορούν να υποστηρίξουν ναυτικές επιχειρήσεις σε κάθε γειτονική θάλασσα.
Τα Anka S, σε αεροπορία και ναυτικό, είναι η έκδοση που επιτρέπει την μεταφορά οπλικών φορτίων, όπως και η αντίστοιχη Bayraktar TB2S, σε υπηρεσία με τον στρατό και το ναυτικό. Καθώς οι τρεις Κλάδοι των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων θα διαθέτουν 32 Anka S και τουλάχιστον διπλάσιο αριθμό Bayraktar TB2 S, είναι προφανές ότι καλύπτονται επαρκώς οι επιχειρησιακές απαιτήσεις στα “ενεργά” μέτωπα Συρίας και Ιράκ, όπου αναλήφθηκαν επιχειρήσεις αντιανταρτικές και “σταθεροποιήσεως”. Αντιστοίχως, σε μια σύρραξη υψηλής εντάσεως με την Ελλάδα, μπορούν να σχεδιαστούν και αναληφθούν παρατεταμένες επιχειρήσεις λαμβάνοντας υπ’ όψιν ως “αποδεκτό”, ένα ποσοστό απωλειών.
Στην περίπτωση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, η εξασφάλιση τριετούς ικανότητος UAV κατηγορίας Μέσου Υψομέτρου Μακράς Αυτονομίας (MALE), προσφέρει στοιχειώδη κάλυψη επιχειρησιακών απαιτήσεων σε περιόδους ειρήνης, εντάσεως και κρίσεων. Τοιουτοτρόπως, τα λιγοστά Heron και στο μέλλον τα ανάλογα MQ-9 μπορούν να παράσχουν υπηρεσίες συλλογής πληροφοριών, επιτηρήσεως συνόρων και ναυτικής έρευνας, προσφέροντας ως μέγιστη ίσως υπηρεσία, ναυτική εικόνα τακτικής καταστάσεως ακόμη και σε περιοχές απόμακρες ελληνικών νήσων και ηπειρωτικού κορμού.
Σε περίοδο πολεμικών επιχειρήσεων, ο μικρός αριθμός θα θέτει σοβαρούς περιορισμούς στην υποστήριξη παρατεταμένων επιχειρήσεων λόγω ευλόγως αναμενόμενου ρυθμού απωλειών. Φυσικά, λόγω τύπου, τα ελληνικά UAV δεν θα διαθέτουν ικανότητα μεταφοράς πολεμικού φορτίου για προσβολές στόχων. Συνοπτικώς, η συμμετοχή τους σε πολεμικές επιχειρήσεις δεν αναμένεται να είναι ευχερής και πλούσια. Ένδειξη ρεαλιστικότερου αριθμού αεροχημάτων (και σταθμών ελέγχου εδάφους) για πληρέστερη κάλυψη των ελληνικών απαιτήσεων, αποτελεί το αρχικό ενδιαφέρον για μίσθωση 7 αεροχημάτων Heron και 1+1 σταθμών ελέγχου εδάφους.
Η μονάδα που επιχειρεί σήμερα με τα Heron, υπάγεται μεν στην Πολεμική Αεροπορία αλλά είναι διακλαδικής επανδρώσεως, καθώς προορίζεται να καλύψει απαιτήσεις και των τριών Κλάδων. Σε αντίθεση όμως με την ύπαρξη “κανονικών” Μοιρών UAV κατηγορίας MALE στο αντίπαλο στρατόπεδο, στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν θα υπάρχει ανάλογο δυναμικό που θα μπορεί να προσφέρει αντίστοιχες υπηρεσίες, επηρεάζοντας την εξέλιξη των επιχειρήσεων.
Μεγαλύτερο αριθμό UAV, “επιπέδου Μοίρας”, διαθέτει η Πολεμική Αεροπορία, το ΠΗΓΑΣΟΣ ΙΙ, ενώ ο Στρατός επιχειρεί αριθμό Sperwer. Αμφότερα μικρότερων επιδόσεων και αποδόσεως, που καλύπτουν “χαμηλότερο” φάσμα επιχειρησιακών απαιτήσεων. Συνολικώς όμως, αποτυπώνεται η υστέρηση των τριών Κλάδων σε παρατεταμένες επιχειρήσεις UAV και σε μεγάλες αποστάσεις χάρη σε υποστήριξη δορυφορικών επικοινωνιών (SATCOM) ενώ η συμβολική κι όχι τακτική δύναμη αεροχημάτων, αυτομάτως μαρτυρεί απουσία ενδιαφέροντος προς κάλυψη εκτάκτων καταστάσεων και σεναρίων κρίσεως, με πιθανή ανάπτυξη συστημάτων εκτός Ελλάδος (π.χ. Κύπρος) στο πλαίσιο ευρυτέρων συμμαχιών και υποχρεώσεων της χώρας.
Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις διαθέτουν όχι απλώς υφισταμένη τακτική δύναμη UAV κατηγορίας MALE αλλά με σημαντική εμπειρία εκμεταλλεύσεως σε πολεμικές συνθήκες και η επίδρασή τους σε μια συμβατική σύγκρουση υψηλής εντάσεως θα είναι μεγαλύτερη. Επιπλέον, βρίσκονται κοντά στην επιχειρησιακή ένταξη των πρώτων τύπων κατηγορίας Μεγάλου Υψομέτρου Μακράς Αυτονομίας (HALE) με ικανότητα μεταφοράς κατά πολύ μεγαλύτερων και πιο ισχυρών όπλων διαφόρων τύπων, τα Akinci της ιδιωτικής Baykar και Aksungur της κρατικής ΤΑ.
Τα τελευταία, αποτελούν την φυσιολογική συνέχεια, μετά τα Anka και Bayraktar, στον “οδικό χάρτη” αναπτύξεως πολεμικών UAV που έχει χαράξει η Προεδρία Αμυντικής Βιομηχανίας από κοινού με τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Όμως δρομολογημένες, είναι ήδη και οι εξελίξεις για τον επόμενο “σταθμό”, τα αεριωθούμενα UAV υψηλοτέρων επιδόσεων. Ήδη από τον Ιούνιο του 2018, οπότε και ανατέθηκε η σύμβαση για το Akinci, ο τότε υπουργός Αμύνης είχε δηλώσει ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα ανοίγει τον δρόμο για ένα εγχώριο μη επανδρωμένο μαχητικό αεροσκάφος που θα εμφανισθεί το 2027 και θα βασίζεται στις υπό ανάπτυξη τεχνολογίες.
Τρία έτη μετά, στις 20 Ιουλίου, η Baykar, δημοσιοποίησε τις
πρώτες απεικονίσεις σχεδιαστικής αντιλήψεως του Μη Επανδρωμένου
Αεροσκάφους Μάχης (MIUS) ικανό για ταχύτητα 900 χ.α.ώ. και ωφέλιμου
φορτίου 1,5 τόννου. Στις απεικονίσεις είναι σαφές ότι το
πρόγραμμα έχει λάβει υπ’ όψιν πλέον και την έκτακτη κατάσταση που
ανέκυψε, μετά την ματαίωση της προοπτικής προμήθειας μαχητικών F-35B για
το μίνι αεροπλανοφόρο του Τουρκικού Ναυτικού. Η δημοσιοποίηση
των απεικονίσεων, μπορεί να ερμηνευθεί και ως ένδειξη επιταχύνσεως του
προγράμματος, λόγω του προβλήματος που ανέκυψε με την προμήθεια των
F-35.
Οι απεικονίσεις παρουσιάζουν το MIUS να απονηώνεται από την ράμπα του ANADOLU (L400) αλλά η πραγματική επανάσταση που θα φέρει το μη επανδρωμένο μαχητικό, θα είναι η ικανότητά του να επιχειρεί σε δικτύωση και σε “πακέτα”, υπό τον άμεσο έλεγχο μαχητικών αεροσκαφών. Καθώς η Τουρκία εξασφάλισε την ικανότητα πιστοποιήσεως εγχωρίας αναπτύξεως οπλικών συστημάτων στο F-16 και αναπτύσσει γι’ αυτό συστήματα ραντάρ και άλλα ηλεκτρονικά υποσυστήματα, η διασύνδεσή του με το MIUS, ώστε από την δεύτερη θέση ο χειριστής να ελέγχει αριθμό μη επανδρωμένων μαχητικών σε επιχειρήσεις, υπόσχεται να αλλάξει τα δεδομένα.
Μπορεί ορισμένοι να μειδιούν με την δήθεν “κατάντια” των υποδεέστερων τουρκικών F-16 αλλά η τουρκική βιομηχανία εργάζεται ήδη ώστε να τους προσδώσει ικανότητα διασυνδέσεως και από κοινού επιχειρήσεων με MIUS. Όταν λοιπόν η Πολεμική Αεροπορία θα έχει εντάξει πλήρως στο δυναμικό της τα F-16V, μαζί με τα Rafale, και ίσως εισέρχεται στην εποχή του F-35, ο αντίπαλος θα περνά στην “ρομποτική” εποχή της εναερίου μάχης.Συνεπώς, μια ελληνική αντίδραση, θα πρέπει να κινηθεί ως εξής:
α) σε επίπεδο ΓΕΕΘΑ – ΓΕΑ, να απασχολεί ήδη η επαύξηση των επιχειρησιακών ικανοτήτων των μαχητικών της, μέσω διασυνδέσεως και συνεργατικής δράσεως με μη επανδρωμένα μαχητικά.
β) σε επίπεδο Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας, καθώς χάθηκαν οι
ευκαιρίες βιομηχανικής συμμετοχής στην προμήθεια Rafale (και μελλοντικώς
F-35;) η ένταξή της ως εταίρου σε ένα πρόγραμμα αναπτύξεως μη
επανδρωμένου μαχητικού.
Σάββας Δ. Βλάσσης
https://doureios.com/ta-heron-kai-mq-9-den-arkoun-mono-stoiheiodi-ikanotita-prosferoun/
3/8/2021