Το Έπος του ’40: Τι απέμεινε από τη μεγάλη στιγμή;

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ  
H 28η Οκτωβρίου 1940 όπως καταγράφεται στο ημερολόγιο του Γιώργου Θεοτοκά.

Το Έπος του ’40: 
Τι απέμεινε από τη μεγάλη στιγμή;

Λένε ότι η ιστορία είναι συχνά άδικη προς ορισμένα ιστορικά γεγονότα. Τρανταχτό παράδειγμα το Έπος του ’40. Αρκούντως συναισθηματικά, έως και συγκινητικά, τα όσα θα διαβάσετε παρακάτω, υπηρετούν ακριβώς αυτό το ιστορικό αναπάντητο: Πώς, δηλαδή, ένα δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, ένα φαινόμενο, ψυχολογικά και ιστορικά απροσδόκητο, ξεχάστηκε, σχεδόν σα να μην υπήρξε ποτέ.

Τι απέμεινε από τη λάμψη του μεγάλου συμβάντος; Πόσοι από τους παλιότερους και πόσοι νεότεροι, ενήμεροι αυτοί από τις διηγήσεις των μεγαλύτερων, θυμούνται σήμερα τους περήφανους μαχητές, που ταπεινωμένοι στη συνέχεια, με την κατάρρευση του μετώπου, έφταναν ο ένας μετά τον άλλον στα χωριά τους και τις γειτονιές τους, σέρνοντας τα πληγιασμένα από τα κρυοπαγήματα πόδια τους;

Πώς μπόρεσαν, οι ίδιοι, να βγάλουν από τη θύμησή τους το σηματάκι με την ένδειξη "Ανάπηρος Πολέμου", καρφιτσωμένο στο πέτο τόσων συνανθρώπων τους, που είτε με τις πατερίτσες, είτε με ξύλινα πόδια κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους; Ξύλινα πόδια, που ποιός ξέρει σε πόσα σκονισμένα σεντούκια φυλάσσονται ακόμη, ευλαβικά, ως άψυχα αντικείμενα από σεβαστικούς απογόνους.

Κι ακόμα, ποιος θυμάται εκείνες τις ανασούμπαλες χλαίνες, τα μόνα δώρα της ευγνωμονούσας πατρίδας, που ζέσταιναν για χρόνια τα ισχνά κορμιά τών, βιοτικά και ψυχικά αναξιοπαθούντων απομάχων, μέχρι να τις αντικαταστήσουν με κάποιο πανωφόρι του εμπορίου;

Πώς ξεχάστηκε εκείνη η πινακιδίτσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς που πρόβλεπε κάποιες θέσεις για τους ανάπηρους πολέμου; Και η συναφής, συχνή έκκληση των εισπρακτόρων των λεωφορείων προς τους καθήμενους συνεπιβάτες: "Μια θέση για τον ανάπηρο παιδιά!..."

Και εκείνες οι μπλε πινακίδες κυκλοφορίας, με την ένδειξη "Α.Π.", σε αυτοκίνητα παραχωρημένα από την πατρίδα σε άτυχους πατριώτες μας που άφησαν κάτι από την αρτιμέλειά τους στα πεδία των μαχών.

Κι αργότερα, πώς απαλείφθηκε από τη μνήμη μας η, ζοφερής μνήμης και αχρείαστης δημόσιας αναλγησίας, ομάδα συμμαθητών μας, αυτή η κατονομαζόμενη ως "ορφανών πατρός";

Και οι άλλοι συμμαθητές μας, τα παιδάκια των ορφανοτροφείων, με τα αποκλειστικά φαιού χρώματος, ομοιόμορφα ρουχαλάκια τους, που στιγμάτιζαν τόσο εμφατικά τις πολύχρωμες φορεσιές ημών των υπολοίπων;

Πότε προφτάσαμε και τους απαρνηθήκαμε όλους αυτούς; Πώς έγινε και τους βγάλαμε από τη ζωή μας; Πώς τους γυρίσαμε την πλάτη;  

Ακόμα και η λογοτεχνία, που τόσα έχει προσφέρει στην εμπέδωση της κοινής ιστορικής συνείδησης, δεν έχει ενδιαφερθεί, όσο θα περίμενε κανείς, γι’ αυτό το ιστορικό καύχημα, το πιο τρανταχτό "όχι" της νεότερης ιστορίας μας. Ό,τι έχει γραφτεί περιορίζεται σε ορισμένα, σπουδαία μεν λιγοστά δε, παραδείγματα έργων όπως αυτά του Τερζάκη, του Μπεράτη, του Θεοτοκά, του Αθανασιάδη, του Ελύτη, του Αγγ. Βλάχου. Όλων, συγγραφέων που έζησαν το έπος ως στρατευμένοι. Από τους νεότερους λογοτέχνες, πολύ μικρό ενδιαφέρον έχει εκδηλωθεί, τόσο που να είναι συνταρακτικά ενδεικτικό. Στη θέση του λουστήκαμε, εμείς οι παλιότεροι, τις αλήστου μνήμης ταινίες του Τζέιμς Πάρις ή κάποιες άλλες, του τύπου "Υπολοχαγός Νατάσα".

Ας μην υποτιμάμε την παραπάνω, συναισθηματική προσέγγιση. Ενδεχομένως, συναισθηματικής εντάσεως να είναι και η εξήγηση της μεγαλειώδους, της απροσδόκητης ευφορίας που παρατηρήθηκε το ξημέρωμα της 28ης εκείνου του Οκτώβρη.  Προφανώς, το φαινόμενο είχε συνθετότερο χαρακτήρα, που σκεπάστηκε από τη λαμπερή ομοιογένεια της λαϊκής ομοψυχίας. Στην πραγματικότητα, η συλλογική ευαισθησία που οδήγησε σε εκείνη την ανεπανάληπτη σύμπνοια, ήταν το αποτέλεσμα ποικίλων εσωτερικών διεργασιών, οι οποίες έφεραν στην επιφάνεια τις υπνωτούσες αρετές ενός βαθύτατα υπερήφανου λαού. (Για περισσότερα επ’ αυτού και για άλλες ιστορικές στιγμές ψυχικής ανάτασης του λαού μας, παραπέμπω στο βιβλίο του Βασίλη Καραποστόλη "Διχασμός και εξιλέωση", εκδόσεις Πατάκη).

Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: Πώς έγινεκαι τα ξεχάσαμε όλα αυτά; Λες και ήταν, απλώς, μια γιορτή των παππούδων μας;

Καταγράφω τρεις, προσωπικές μου απαντήσεις.

Η πρώτη: Οι μετέπειτα, του μεγάλου γεγονότος, τραγικές ιστορικές επιχωματώσεις, όπως η κατοχή, η αντίσταση, το κίνημα του Δεκέμβρη, ο εμφύλιος, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα ενός νέου κόσμου, η αναζήτηση του βιοπορισμού που ακολούθησαν ήρθαν να εκτοπίσουν αυτήν την ένδοξη ιστορική στιγμή. Δυστυχώς, ό,τι απέμεινε από τη λάμψη της είναι μια κενή ρητορεία, οι παρελάσεις των μαθητών και των φαντάρων και η αργία των εργαζομένων. Ένα γεγονός που απλώς προηγήθηκε της κατοχής και ακολουθήθηκε από την εθνική αντίσταση και τον εμφύλιο.

Η δεύτερη, γενικότερη αυτή, απάντηση εντοπίζεται στις σοβαρές αναπηρίες που χαρακτηρίζουν τη σχέση των νεοελλήνων με την ιστορία. Όπως, η απουσία ιστορικής παιδείας και της συναφούς ικανότητας τοποθέτησής τους σήμερα, μέσα σε μια συνεκτική ιστορική διαδρομή. Ιδιαίτερα μεταξύ των νέων μας, οι οποίοι μεγαλώνουν και ζουν στις μέρες μας σε συνθήκες ενός διαρκούς παρόντος. Χωρίς δηλαδή να έχουν καμιά, όχι μόνο εγκεφαλική, αλλά ούτε καν συναισθηματική σχέση με το κοινό παρελθόν αυτής της χώρας. Έτσι εξηγείται, που ένα μέρος τους συγχέει την 28η Οκτωβρίου με την 25η Μαρτίου, ή ακόμα που νιώθει το ‘40 το ίδιο μακρινό, π.χ. με τον Μαραθώνα.

Η τρίτη, περισσότερο διαπιστωτική αυτή: Δυστυχώς, με τους Έλληνες συμβαίνει κάτι σπάνιο μεταξύ των εθνών. Να αρνείται, δηλαδή, ένας λαός τα ιστορικά του προικιά- και τί προικιά- και να πιθηκίζει ασυναίσθητα αλλότριες συνήθειες και συμπεριφορές, εν ονόματι κάποιου δήθεν κοσμοπολιτισμού και μιας επιφανειακής εξωστρέφειας.

Περίπου, σα να ντρέπεται λίγο, όπως συμβαίνει τόσο συχνά, και για τα μεσογειακά και τα βαλκανικά του χούγια.

 Γιώργος Ι. Κωστούλας,
 τέως γενικός διευθυντής εταιρειών
 του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα.
 E-mail: gcostoulas@gmail.com

https://www.capital.gr/me-apopsi/3591273/to-eps-tou-40-ti-apemeine-apo-ti-megali-stigmi

28/10/2021


     ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ    



H 28η Οκτωβρίου 1940 όπως καταγράφεται στο ημερολόγιο του Γιώργου Θεοτοκά.

Ο Γιώργος Θεοτοκάς  (1906-1960), ο γνωστός και πολυγραφότατος λογοτέχνης, βρισκόταν στην Αθήνα, όταν κηρύχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 και από τις σελίδες του ημερολογίου του, που εκδόθηκε με τον τίτλο: “Τετράδια ημερολογίου (1939-1945)”, περιγράφει  τα  συγκλονιστικά  γεγονότα  τα οποία έζησε.  Ας παρακολουθήσομε το κείμενό του.  (Του  Μιχ.  Γ. Καβουλάκη,  φιλολόγου,  πρ. λυκειάρχη)


“Κηφισιά, Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940.

Ξυπνώ με τις καμπάνες, που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο συναγερμό. Ο ωραιότατος καιρός, οι καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ιδιαίτερη, κάποια έξαψη, που αισθάνομαι αμέσως τριγύρω μου, στο σπίτι, στον δρόμο, στα άλλα σπίτια και στους κήπους, όλα αυτά προσδίδουν από την πρώτη στιγμή στην ημέρα, που αρχίζει μια όψη εορτάσιμη, πανηγυρική. Η πρώτη μου σκέψη είναι: “Το μεσημέρι, το αργότερο, θα έρθουν τα αεροπλάνα να μας βομβαρδίσουν”.

Ξεκινώ για την Αθήνα νωρίτερα από τη συνηθισμένη μου ώρα. Στο δρόμο, ενώ πηγαίνω προς τον Πλάτανο να πάρω το λεωφορείο, με συνοδεύει μια γριά προσφυγίνα, μαγείρισσα σε κάποιο σπίτι, που τρέχει να πάει στον Πειραιά να δει τι γίνονται τα παιδιά της. Είναι πανικόβλητη, μου μιλά για την καταστροφή της Σμύρνης, για τα πτώματα στους δρόμους.

Στο λεωφορείο διαβάζω την εφημερίδα και ξεχνιέμαι. Οι επιβάτες μιλούν για τον πόλεμο με πολλή ψυχραιμία και κάποτε με ευθυμία.

Μετά τους Αμπελόκηπους, μπαίνοντας στην Αθήνα, αντικρίζω την πρώτη πολεμική εικόνα και αισθάνομαι την πρώτη συγκίνηση της ημέρας. Μια στρατιωτική μονάδα φεύγει από τα Παραπήγματα. Οι στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Γελούν, τραγουδούν, κάνουν σαν παιδιά, που ξεκινούν και πορεύονται σε μια ευχάριστη εκδρομή. Μες το λεωφορείο μια γυναίκα ξαφνικά αρχίζει να κλαίει με λυγμούς, μια άλλη κλαίει κρυφά, στρέφει το πρόσωπό της προς τα έξω, για να μην τη δουν.

Φτάνω στο γραφείο και ύστερα βγαίνω στην οδό Βουκουρεστίου. Παντού υπάρχει μια κίνηση ασυνήθιστη, αλλά τίποτε που να μοιάζει με φόβο. Ο κόσμος είναι γενναίος και εύθυμος, πηγαινοέρχεται στους δρόμους, συζητεί με θέρμη, αλλά χωρίς υπερβολική νευρικότητα.

Ξαναβρίσκω όλη την απάθειά μου, που είχε θαρρείς κλονιστεί για μια στιγμή στο λεωφορείο. Αισθάνομαι ότι ανήκω σ’ ένα σύνολο, που δεν έχασε την αυτοπειθαρχία του. Το αίσθημα αυτό μου γεννά κάποια υπερηφάνεια.

Στη γωνία Βουκουρεστίου και Σταδίου μια αρκετά μεγάλη διαδήλωση νέων έχει επιτεθεί στα γραφεία της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας Ala Litoria. Σπάζουν τις πόρτες, μπαίνουν μέσα και τα σπάζουν όλα, γεμίζουν το δρόμο με συντρίμμια και χαρτιά. Το νεανικό πλήθος φωνάζει και γελά. Αισθάνομαι ότι μου μεταδίδει τον ενθουσιασμό του, φωνάζω και εγώ και γελώ.

Σιγά-σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα, πιο νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. Ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιον ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες τον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που αισθάνομαι τέτοια ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο.

Κανείς δεν σκέπτεται αυτή τη στιγμή ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος, ότι ο θάνατος κρέμεται από πάνω μας μέσα σ’ αυτόν τον λαμπρό ουρανό. Αισθάνομαι μια μεγάλη αγάπη για τον ελληνικό λαό, μια αγάπη γεμάτη αλληλεγγύη, στοργή και αντρική εκτίμηση. Είναι ένας όμορφος, λεβέντικος, ευγενικός και έξυπνος λαός, είναι ένας λαός που αξίζει περισσότερο από ορισμένους μεγάλους λαούς του κόσμου και ασφαλώς πολύ περισσότερο απ’ αυτούς τους ξιπασμένους, που ξεκίνησαν σήμερα να μας κατακτήσουν.

Μου κάνει εντύπωση πως όλες οι εκδηλώσεις της Αθήνας σήμερα, ακόμα και οι εκδηλώσεις που έχουν ένα τόνο μίσους και βίας, γίνονται με κάποιο ύφος αυθόρμητης ευγένειας, με κάποια αξιοπρέπεια, με κάποιον ορμέφυτο πολιτισμό, που απεχθάνεται τη χυδαιότητα. Στις κρίσιμες ώρες οι Ελληνες βρίσκουν τον πιο αληθινό εαυτό τους, ενώ στις ομαλές περιπτώσεις συμβαίνει τόσο συχνά να τον ξεχνούν!

Επιστρέφω στο γραφείο ύστερα από αρκετή ώρα, αφού συναντώ στην οδό Σταδίου ένα σωρό φίλους, τον Κατσίμπαλη, τον Δημαρά, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και άλλους.

Στον δρόμο με βρίσκει συναγερμός. Δεν κάνει αίσθηση σε κανέναν, ο κόσμος περιδιαβάζει σαν να μη συνέβαινε τίποτα, ψάχνει να δει τα αεροπλάνα στον ουρανό. Οταν φτάνω στο γραφείο, αντηχούν τα πρώτα αντιαεροπορικά πυρά, που μοιάζουν πολύ κοντινά. Κατεβαίνει όλη η πολυκατοικία στο καταφύγιο.

Ξαναβγαίνω σε λίγο και συναντώ τον Σαραντίδη και τον Βακαλόπουλο. Ο τελευταίος συγκρίνει την εορτάσιμη όψη της Αθήνας με την όψη που είχε το Παρίσι τη μέρα που η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο και μιλά για την κατήφεια και τη μελαγχολία των Γάλλων. Υστερα συναντώ τον διπλωμάτη Νικολαρεΐζη, που μόλις έφτασε από το Αργυρόκαστρο, όπου ήταν υποπρόξενος. Μου κάνει λόγο για τη στρατιωτική κατάσταση στην Ηπειρο, για το χαμηλό ηθικό των Ιταλών, για το εξαίρετο ηθικό των δικών μας. Στον δρόμο ξανά συναγερμός, αντιαεροπορικά πυρά κλπ. Πηγαίνω στο σπίτι, προσπαθώ να διαβάσω Σολωμό, ενώ αντηχεί ξανά συναγερμός. Κλείνω το βιβλίο, αλλά μένω στο δωμάτιό μου και δε συλλογίζομαι να βγω έξω και να προφυλαχτώ.

Αργότερα περιδιαβάζω στην Αθήνα, παρακολουθώ την κίνηση των επιστράτων, που πηγαίνουν συνεχώς να καταταγούν. Γελούν, φλυαρούν, χειρονομούν ζωηρά. Ως τις 5μ.μ. περίπου που φεύγω για την Κηφισιά, η Αθήνα διατηρεί την εορτάσιμη όψη της.

Το βράδυ επικράτησε μαυρίλα και ησυχία βαριά. Παράξενη ησυχία. Περίμενα ότι θα είχαν συμβεί περισσότερα γεγονότα. Στην Πάτρα σκότωσαν τα αεροπλάνα αρκετό κόσμο και εξάλλου έχομε και τη νύχτα μπροστά μας. Αν ζήσομε, θα έχομε να διηγούμαστε ενδιαφέρουσες ιστορίες…”

 
Η εικαστική δημιουργία που πλαισιώνει τη σελίδα
 είναι έργο του Χρήστου Μποκόρου.

https://antifono.gr/28-10-2021