Η «κούφια» συγγνώμη και η ανάγκη για απόδοση δικαιοσύνης.
Η «κούφια» συγγνώμη
και η ανάγκη για απόδοση δικαιοσύνης.
Ογδόντα χρόνια μετά την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τι ακριβώς έχουμε πετύχει στο επίπεδο της διαχείρισης της ιστορικής μνήμης και της διεκδίκησης των οφειλόμενων επανορθώσεων;
Έχουν πλέον περάσει 80 ολόκληρα χρόνια από την ημέρα που η Χώρα μπήκε στην περιπέτεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και, με την απόσταση του χρόνου, η αποτίμηση, ως προς το αποτύπωμα που μας άφησε η εμπειρία αυτή και ως προς τη σχετική διαχείριση της μνήμης, δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη πλήρως.
Συγκριτικά με τις άλλες χώρες που ενεπλάκησαν, για την Ελλάδα ισχύουν κάποιες ιδιαιτερότητες που την καθιστούν ξεχωριστή περίπτωση και στο προπολεμικό στάδιο και στο μεταπολεμικό.
Το γιατί, τούτη η άκρη της Ευρώπης, τράβηξε την προσοχή του Άξονα έχει αποτελέσει αντικείμενο αναλυτικής μελέτης και, ερευνητές διαφόρων σχετικών επιστημονικών κλάδων έχουν πλέον καταλήξει στο, μάλλον κοινό, συμπέρασμα πως ήταν η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας που το προκάλεσε.
Όσον αφορά όμως στο μετά, παρά το ότι και εδώ έχει χυθεί πολύ μελάνι, τα συμπεράσματα, οι αναλύσεις και οι θέσεις που υποστηρίζονται δεν έχουν κάποια ομοιογένεια. Ερωτήματα ως προς το γιατί η χώρα μας γνώρισε τόσες σφαγές αμάχων και τέτοιας αγριότητας αντίποινα ή το γιατί καταληστεύτηκαν τα πενιχρά αποθεματικά της, παραμένουν ακόμη και τώρα, τόσα χρόνια μετά, αναπάντητα και η εντύπωση που έχει για αυτά ο μέσος Έλληνας πολίτης, πολύ θολή! Οι ιδεολογικές και κατ’ επέκταση κομματικές προσεγγίσεις δεν μας επέτρεψαν τόσα χρόνια τώρα να διαμορφώσουμε μια, αν όχι ενιαία, τουλάχιστον σαφή και ξεκάθαρη, άποψη.
Εκείνο όμως που προβάλει εντυπωσιακό και πρωτότυπο είναι ότι η δικαστική διεκδίκηση επανορθώσεων -και συγκεκριμένα ατομικών αποζημιώσεων- για μία από τις εμβληματικές Σφαγές, εξ αποτελέσματος αποτέλεσε το πλέον ανορθόδοξο μέσο διαχείρισης της ιστορικής μας μνήμης! Πρόκειται για την περίπτωση της δικαστικής διεκδίκησης που ξεκίνησε από το Μαρτυρικό Δίστομο και έμελλε να καταγραφεί ως η Δίκη-Πιλότος για τις υποθέσεις αυτές.
Η πορεία είναι λίγο ως πολύ γνωστή. Στην Υπόθεση Δίστομο -όπως πλέον αποκαλείται και έχει γίνει γνωστή- ήταν η πρώτη φορά που ένα δικαστικό όργανο ασχολήθηκε με τέτοια διεκδίκηση αποζημίωσης. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς κλήθηκε να δικάσει και να κρίνει την πρωτότυπη αγωγή που σκέφτηκε και συνέταξε ο εκλιπών δικηγόρος Γιάννης Σταμούλης, ως πρώτος αιρετός νομάρχης της Βοιωτίας την περίοδο 1994-1998.
Σχέδιο της αγωγής αυτής μοιράστηκε τότε σε όλες τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις της χώρας, με την προτροπή να προσπαθήσουν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Διστόμου. Σε κάποιους νομούς, ορισμένοι -θεσμικοί και μη- το πίστεψαν και το επιχείρησαν (Ν. Κοζάνης, Ν.Σερρών για τα Κερδύλια, Ν.Αιτ/νίας για το Κομμένο, Ν.Αχαΐας για το Αίγιο, Ν. Ρεθύμνης για την Καλή Συκιά και τα Ανώγεια).
Σε άλλους νομούς, η ιδέα του Σταμούλη, απλά δεν βρήκε το έδαφος που χρειαζόταν για να προχωρήσει και ατόνησε, με αποτέλεσμα τόποι που κατέστησαν εμβληματικοί λόγω του βαρύτατου φόρου αίματος να μην έχουν προχωρήσει με την απαιτούμενη επιμονή και προσήλωση σε απτά βήματα δικαστικής διεκδίκησης όπως π.χ. τα Καλάβρυτα ή η Βιάννος. Αλλού θεώρησαν ότι δεν ήταν σωστή ενέργεια και ρητά αποφάσισαν να μην το κάνουν (Νομός Κυκλάδων).
Κάνοντας μια αποτίμηση της εικοσιπενταετούς μοναχικής πορείας του Διστόμου διαπιστώνουμε ότι επρόκειτο για μια μοναδική πορεία που παράγει μοναδικά αποτελέσματα χάρη στην υπομονή και την επιμονή κάποιων ανθρώπων, πρώτα απ’ όλα του ίδιου του εμπνευστή της και στη συνέχεια κάποιων λίγων που πίστεψαν στην ιδέα και τον στόχο. Πρόκειται για μία από αυτές τις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλονται “όχι μόνον με Νου αλλά και με Ψυχή»!
Στην πορεία του, το Δίστομο, έγραψε ειρηνική ιστορία και μας οδήγησε στο «ξεκαθάρισμα μερικών λογαριασμών» με τη Γερμανία. Αρκεί να συγκρίνει κανείς τη ρητορική της Γερμανίας πριν την άσκηση της αγωγής και το πώς αυτή άλλαξε μετά τις δικαστικές επιτυχίες του Διστόμου για να καταλάβει. Με το παράδειγμα της εμβληματικής μορφής τουΑργύρη Σφουντούρη, το Δίστομο, έκανε γνωστή και εκτός συνόρων τη μεγαλοψυχία των «θυμάτων» και πρόκρινε, για τις επόμενες γενιές, τη «συμφιλίωση» ενάντια στο μίσος.
Με τα εργαλεία του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς Δικαιοσύνης, κατάφερε να κάμψει τη γερμανική αλαζονεία, αυτή την αλαζονεία που η Γερμανία ανέπτυξε χάρη στην ατιμωρησία που της εξασφάλισε η διεθνής κοινότητα, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου με την αναστολή των οικονομικών της υποχρεώσεων. Μια αναστολή που, η σύγχρονη Γερμανία, εξέλαβε -ιδιαίτερα απέναντι στη Χώρα μας- ως άφεση αμαρτιών!
Πικρό όμως προβάλει το συμπέρασμα ως προς αυτά που δεν καταφέραμε χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του Διστόμου.
Ποιος ο λόγος να διατρανώνουμε ότι έχουν βγει και άλλες αποφάσεις, σαν του Διστόμου, όταν αυτές παραμένουν άχρηστα εργαλεία; Ποιος ο λόγος να λέμε ότι έχουμε 100 και βάλε Μαρτυρικούς Τόπους και Χωριά όταν αυτά δεν οδηγούν στη ολοκληρωμένη διαμόρφωση πολιτικών ιστορικής έρευνας και τεκμηρίωσης, τοπικής ιστορίας και περιηγητικών διαδρομών; Ποιος ο λόγος να ακούγονται φωνές και τσιτάτα του τύπου «Διεκδικούμε δεν Επαιτούμε» όταν δεν προβάλουμε σαφές και οριοθετημένο αίτημα διεκδίκησης.
Η αέναη κομματικοποίηση της ιστορικής μνήμης
και η αποτυχία των συλλογικοτήτων που ασχολούνται με το θέμα
«Πολεμικές Επανορθώσεις» οδηγεί, δυστυχώς, σε μια διαπιστωμένη αδυναμία
να διεθνοποιήσουμε το Ελληνικό Ζήτημα και να χρησιμοποιήσουμε
διεθνοπολιτικά την, κυνική απορριπτική, στάση της σύγχρονης δημοκρατικής
Γερμανίας. Αφήνει χώρο στη διχαστική προπαγάνδα της Γερμανίας, η οποία
οργανωμένα και επίμονα περνάει, στην ελληνική κοινή γνώμη, την άποψη ότι
μία «κούφια συγγνώμη» ισοδυναμεί με την απόδοση Δικαιοσύνης.
Χριστίνα Ι. Σταμούλη