Η Αμερική μετατρέπει την Ασία σε πυριτιδαποθήκη. Οι κίνδυνοι της προσέγγισης «πρώτα ο στρατός».

 Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντί να ενισχύουν την πολεμική διάσταση του ανταγωνισμού με την Κίνα, θα πρέπει να εργάζονται  ακούραστα  για  να  συρρικνώσουν  το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων της Ασίας, να επιδοτούν τις πολιτικές κλιματικής προσαρμογής σε χώρες με πληθυσμό που κινδυνεύει, και να τιμωρούν την διαφθορά και την αυταρχική πολιτική.


Το αεροπλανοφόρο USS Carl Vinson διέρχεται από την Θάλασσα των Φιλιππίνων μαζί με δύο ιαπωνικά πλοία, τον Απρίλιο του 2017. Sean M. Castellano / The New York Times / Redux

Η Αμερική μετατρέπει την Ασία
 σε πυριτιδαποθήκη. Οι κίνδυνοι της προσέγγισης «πρώτα ο στρατός».
 
Η Ασία κινείται προς μια επικίνδυνη κατεύθυνση. Σε όλη την ήπειρο, η προηγμένη πυραυλική τεχνολογία διαδίδεται μεταξύ των φίλων και των αντιπάλων των ΗΠΑ. Οι πυρηνικές δυνάμεις αναλαμβάνουν εκτεταμένες προσπάθειες πυρηνικού εκσυγχρονισμού. Ο εκδημοκρατισμός βαλτώνει και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποχωρεί. Και η οικονομική επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών μειώνεται ενώ εκείνη της αυταρχικής Κίνας αυξάνεται.
 
Δεν είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες η αιτία αυτών των ανησυχητικών τάσεων, αλλά η υπερβολικά στρατιωτικοποιημένη προσέγγισή τους στην Ασία τις κάνει χειρότερες. Με το να αυξάνει τα στρατεύματα και το στρατιωτικό υλικό στην περιοχή και με το να ενθαρρύνει τους συμμάχους της να διευρύνουν τα οπλοστάσιά τους, η Ουάσιγκτον υψώνει τις εντάσεις και αυξάνει τον κίνδυνο μιας σύγκρουσης που μπορεί να αποφευχθεί. Ακόμα χειρότερα, με το να αντιμετωπίζουν τις κινεζικές και βορειοκορεατικές στρατιωτικές απειλές ως τα μόνα πραγματικά προβλήματα της Ασίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραχωρούν το οικονομικό πεδίο στο Πεκίνο και εγκαταλείπουν την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν μέσω μη στρατιωτικών μέσων την ανισότητα, την κλιματική αλλαγή, και άλλες υποκείμενες αιτίες περιφερειακής ανασφάλειας.

ΑΜΥΝΑ ΑΝΤΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ

Η προσέγγιση της Ουάσιγκτον στην Ασία έχει από καιρό υπερστρατιωτικοποιηθεί. Οι πρόεδροι Μπαράκ Ομπάμα και Ντόναλντ Τραμπ επιδίωξαν αμφότεροι να στηρίξουν ό,τι απέμεινε από την ηγεμονία των ΗΠΑ στην περιοχή -ο πρώτος με την χαρακτηριστική του «στροφή στην Ασία» και ο δεύτερος με τον στόχο του για έναν «ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό». Και οι δύο πρωτοβουλίες είδαν μια αυξανόμενη απειλή στον πλούτο, την πολιτική επιρροή, και την στρατιωτική ισχύ της Κίνας, και αμφότερες συνδέθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου με τις δηλώσεις και προσπάθειες του Πενταγώνου περί διατήρησης της στρατιωτικής υπεροχής των ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν συνεχίζει αυτή την «πρώτα ο στρατός» παράδοση στην Ασία.

Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τον ταχύ ναυτικό εκσυγχρονισμό της Κίνας, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ξεκινήσει μια φιλόδοξη σειρά αμυντικών πρωτοβουλιών σε αυτό που τώρα αποκαλεί «Ινδο-Ειρηνικό». Ενθάρρυνε την Ιαπωνία να αναπτύξει υπερηχητικά όπλα και να επεκτείνει το βεληνεκές των πυραύλων κρουζ κατά πλοίων και άλλων αυτόνομων πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς. Έχει πιέσει για νέες πωλήσεις όπλων στις Φιλιππίνες αξίας 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων (επιπλέον των πωλήσεων ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2016), παρά τις ανησυχίες του Κογκρέσου για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων [1] εκεί. Συμφώνησε να μεταφέρει πυραύλους κρουζ στην Αυστραλία και να υποστηρίξει την απόκτηση πυρηνοκίνητων υποβρυχίων από την Αυστραλία στο πλαίσιο τριμερούς συμφωνίας αμυντικής τεχνολογίας με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, γνωστής ως AUKUS. Και έχει ανακοινώσει σχέδια για επέκταση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ σε όλη την Ωκεανία, συμπεριλαμβανομένης μιας νέας βάσης στις Ομόσπονδες Πολιτείες της Μικρονησίας, μια διευρυμένη παρουσία στο Γκουάμ, μια νέα βάση στην Παπούα Νέα Γουινέα που θα μοιραστεί με την Αυστραλία, και νέων συστημάτων ραντάρ στο Παλάου.

Η απάντηση της κυβέρνησης Μπάιντεν στην πυρηνική επέκταση της Κίνας ήταν στρατιωτικοποιημένη με παρόμοιο τρόπο. Κατά την διάρκεια της προεδρίας του Τραμπ, αξιωματούχοι του Πενταγώνου προειδοποίησαν ότι η Κίνα ίσως να εγκαταλείπει την παραδοσιακή στρατηγική της να αναπτύσσει τόσα πυρηνικά όπλα όσα για να αποτρέψει μια επίθεση από έναν αντίπαλο. Εν μέρει προβλέποντας αυτήν την αλλαγή, η κυβέρνηση Τραμπ εκπόνησε σχέδια για μια προσπάθεια πυρηνικού εκσυγχρονισμού μέσα σε τρείς δεκαετίες που θα κόστιζε [2] μεταξύ 1,2 και 1,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν μεγάλο περιθώριο πυρηνικής υπεροχής έναντι της Κίνας, αλλά ο Μπάιντεν εντούτοις υποστήριξε το σχέδιο του προκατόχου του για τεράστιες επενδύσεις σε πυρηνικούς πυραύλους κρουζ που εκτοξεύονται από υποβρύχια και μια νέα πυρηνική κεφαλή «χαμηλής απόδοσης» που ονομάζεται Trident D5, πρόσθετη αντιπυραυλική άμυνα για την Βορειοανατολική Ασία, και έναν στόλο 145 βομβαρδιστικών stealth B-21—πάνω από έξι φορές περισσότερα αεροπλάνα από όσα διαθέτει η τρέχουσα δύναμη βομβαρδιστικών B-2.

Ο Μπάιντεν ακολούθησε επίσης μια αυστηρά στρατιωτική προσέγγιση στην Βόρεια Κορέα, η οποία συνέχισε την συσσώρευση πυρηνικών και πυραύλων, πιο πρόσφατα αναπτύσσοντας τακτικά πυρηνικά όπλα, υπερηχητικά οχήματα ολίσθησης ικανά να αποφεύγουν την αντιπυραυλική άμυνα, και βαλλιστικούς πυραύλους που μπορούν να εκτοξευθούν από βαγόνια. Σε μια επανέκδοση της λεγόμενης στρατηγικής υπομονής των ετών του Ομπάμα, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να πείσουν την Βόρεια Κορέα να αποπυρηνικοποιηθεί με το να στοιβάζουν κυρώσεις και να ενισχύουν την στρατιωτική παρουσία τους αντί για διαπραγματεύσεις, η κυβέρνηση Μπάιντεν έδωσε έμφαση στις αμυντικές δραστηριότητες έναντι της διπλωματίας.

Τον Μάιο, η Ουάσιγκτον και η Σεούλ ανακοίνωσαν από κοινού ότι η Νότια Κορέα δεν οφείλει πλέον να περιορίζει το βεληνεκές και τις δυνατότητες ωφέλιμου φορτίου των εγχώριας παραγωγής πυραύλων της, αίροντας τους περιορισμούς που χρονολογούνται εδώ και 42 χρόνια και στόχευαν στον περιορισμό της περιφερειακής διάδοσης πυραύλων. Η κυβέρνηση Μπάιντεν στάθηκε επίσης δίπλα στη Νοτιοκορεάτιδα σύμμαχό της καθώς ασχολείται τους δικούς της εκτοξευόμενους από υποβρύχιο βαλλιστικούς πυραύλους και καθώς οι εκκλήσεις για ανάπτυξη της εγχώριας πυρηνικής ικανότητας αυξάνονται [3] μέσα στην δυσαρεστημένη πολιτική αντιπολίτευση της Σεούλ. Και ο Μπάιντεν συνέχισε την πολιτική των δύο άμεσων προκατόχων του, της βοήθειας τον στρατό της Νότιας Κορέας καθώς αναπτύσσει κατευθυνόμενους με ακρίβεια συμβατικούς πυραύλους που διαφημίζει ότι είναι ικανοί για προληπτικά και «αποκεφαλιστικά» χτυπήματα κατά της ηγεσίας της Βόρειας Κορέας.

ΤΑ ΡΙΣΚΑ ΤΟΥ ΜΙΛΙΤΑΡΙΣΜΟΥ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να κατηγορηθούν ως υπεύθυνες για τις ενέργειες της Κίνας και της Βόρειας Κορέας, οι οποίες προωθούν τις πυρηνικές και πυραυλικές ικανότητές τους με δική τους βούληση. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, όπως και οι κυβερνήσεις Τραμπ και Ομπάμα πριν από αυτήν, πρέπει να ανταποκριθεί στις στρατιωτικές συσσωρεύσεις των αντιπάλων της. Αλλά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να κάνουν κάτι δεν σημαίνει ότι πρέπει να το κάνει το Πεντάγωνο. Η κινητοποίηση περισσότερου στρατιωτικού υλικού, η τοποθέτηση των αμερικανικών δυνάμεων πιο κοντά στους αντιπάλους, και η τόνωση της διάδοσης όπλων μεταξύ των συμμάχων απλώς κάνουν την περιοχή περισσότερο σαν πυριτιδαποθήκη.

Η προσέγγιση του Μπάιντεν φέρνει πιο κοντά τις ανταγωνιστικές στρατιωτικές δυνάμεις, αυξάνοντας τον κίνδυνο ατυχημάτων που θα μπορούσαν να προληφθούν, και που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σύγκρουση [4]. Απειλεί επίσης την ηγεσία και τα πυρηνικά οπλοστάσια της Κίνας και της Βόρειας Κορέας, δίνοντας κίνητρα και στους δύο να επενδύσουν σε βελτιωμένο στρατιωτικό υλικό που να μπορεί να κρατήσει τις αμερικανικές δυνάμεις σε μεγαλύτερη απόσταση. Όπως ήταν αναμενόμενο, το Πεκίνο και η Πιονγκγιάνγκ έχουν υιοθετήσει μια λογική κούρσας εξοπλισμών, ανταποκρινόμενοι στις στάσεις των ΗΠΑ με το να επεκτείνουν τις δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις, εξαναγκάζοντας συμμάχους και εταίρους των ΗΠΑ να σταματήσουν την συνεργασία με την Ουάσιγκτον, και προσπαθώντας να προβάλουν ισχύ πιο μακριά από τα σύνορά τους.

Η πρόσφατη πυρηνική επέκταση της Κίνας είναι ξεκάθαρα μια απάντηση στις αδικαιολόγητες, αχαλίνωτες πυρηνικές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ. Ακόμη και πριν από τον σχεδιαζόμενο εκσυγχρονισμό και επέκταση των πυρηνικών δυνάμεων των ΗΠΑ, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν 3.750 πυρηνικές κεφαλές σε σύγκριση με τις 350 της Κίνας (το πολύ). Δεδομένου αυτού του τεράστιου πλεονεκτήματος, η πυρηνική πρόοδος της Κίνας θα πρέπει να γίνει κατανοητή ως μια προσπάθεια να φθάσει και να αντιμετωπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες –όχι να τις προσπεράσει ή να εξαπολύσει μια αιφνιδιαστική επίθεση. Μαζικά ξεπερασμένη [από πλευράς οπλοστασίου], η Κίνα ενεργεί λογικά και προβλέψιμα. Λιγότερο λογική είναι η Ουάσιγκτον που κατέχει πλεονεκτική θέση, παρατηρώντας το ξεκάθαρο ιστορικό της Κίνας να επιδιώκει να αντιμετωπίσει τον πυρηνικό εκσυγχρονισμό των ΗΠΑ, και στην συνέχεια [η Ουάσινγκτον] να προχωρά ως σαν το Πεκίνο να μην το ξανακάνει. Με το να εκσυγχρονίζουν την πυρηνική τους δύναμη, οι Ηνωμένες Πολιτείες δίνουν στην Κίνα κάθε λόγο να επεκτείνει την δική της.

Ο ανταγωνισμός της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο επί των συμβατικών όπλων είναι εξίσου επικίνδυνος και αυτοκαταστροφικός. Το Πεκίνο ίσως να εκλάβει έναν αυστραλιανό υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ υποβρύχιο στόλο ως απειλή για τους ναυτιλιακούς του διαύλους, όπως μπορεί να δει τους ιαπωνικούς πυραύλους κρουζ μεγάλου βεληνεκούς και τους βαλλιστικούς πυραύλους της Νότιας Κορέας ως εργαλεία για ένα χτύπημα στην ηγεσία της Κίνας ή στο πυρηνικό της οπλοστάσιο. Επιπλέον, οι Κινέζοι αξιωματούχοι υποστήριξαν εδώ και καιρό ότι τα συστήματα βαλλιστικής πυραυλικής άμυνας των ΗΠΑ προορίζονται να εξουδετερώσουν την πολύ μικρότερη ικανότητα δεύτερου χτυπήματος της Κίνας. Οι φόβοι τους πιθανότατα εντείνονται από τους πρόσφατους κομπασμούς του Πενταγώνου για τη μετατροπή των αντιαεροπορικών πυραύλων επί πλοίων από αμυντικά σε επιθετικά όπλα, και από την άρνηση της Ουάσιγκτον να παραδεχθεί δημόσια ότι ούτε αυτή ούτε το Πεκίνο έχουν την δυνατότητα να αφοπλίσουν αρκετό από το πυρηνικό οπλοστάσιο του άλλου για να αποτρέψουν αντίποινα -μια αμοιβαία ευπάθεια που παραδέχεται μαζί με τη Μόσχα.

Οι στρατιωτικές υπερβολές των Ηνωμένων Πολιτειών αναδιαμορφώνουν επίσης την Κορεατική Χερσόνησο με επικίνδυνους τρόπους. Η δραματική ανισορροπία μεταξύ των δυνάμεων των ΗΠΑ και του στρατού της Βόρειας Κορέας δίνει κίνητρα στην Πιονγκγιάνγκ όχι μόνο να συνεχίσει να επεκτείνει το πυρηνικό οπλοστάσιό της, αλλά να εξετάσει το ενδεχόμενο να το χρησιμοποιήσει πρώτη σε μια κρίση. Ακόμη χειρότερα, οι δύο Κορέες -με την βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών- έχουν ξεκινήσει έναν ανορθόδοξο ασύμμετρο αγώνα εξοπλισμών: αμφότερες αυξάνουν το βεληνεκές και τις δυνατότητες ωφέλιμου φορτίου των πυραύλων τους και αμφότερες αναπτύσσουν βαλλιστικούς πυραύλους εκτοξευόμενους από την θάλασσα (αν και καμία δεν τους χρειάζεται πραγματικά). Όλα αυτά συνθέτουν μια μοναδικά ασταθή μορφή απόκτησης πλεονεκτήματος χωρίς σαφή έξοδο.

ΜΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΕΝ ΤΗ ΓΕΝΕΣΕΙ ΤΗΣ

Η υπερστρατιωτικοποιημένη προσέγγιση της Ουάσιγκτον όχι μόνο αυξάνει τους κινδύνους του πολέμου και μιας κούρσας εξοπλισμών, αλλά μειώνει επίσης τις προοπτικές για σταθερότητα και ευημερία στην Ασία. Το παιχνίδι που έχει μεγαλύτερη σημασία στην περιοχή δεν περιλαμβάνει στρατούς και στόλους αλλά μάλλον ανάπτυξη, εμπόριο, και επενδύσεις. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παραμελήσει σε μεγάλο βαθμό τις οικονομικές ανάγκες της Ασίας, επιτρέποντας στην Κίνα να πραγματοποιεί τεράστια κέρδη σε βάρος τους.

Ενώ η Ουάσιγκτον έχει απασχοληθεί με νέες πωλήσεις όπλων και επεκτείνει την στάση ισχύος της, η Κίνα έχει γίνει ο οικονομικός ηγεμόνας της περιοχής. Το κινεζικό εμπόριο με την υπόλοιπη Ασία ξεπερνά το εμπόριο των ΗΠΑ με την περιοχή και τα κινεζικά δάνεια και οι επενδύσεις επί υποδομών έχουν ξεπεράσει αυτά των Ηνωμένων Πολιτειών εδώ και χρόνια. Το Πεκίνο βοήθησε επίσης στην δημιουργία ενός πολύπλοκου ιστού πολυμερών θεσμών και συμφωνιών που ευνοούν την Κίνα και περιθωριοποιούν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτά τα πλεονεκτήματα επικυρώνουν ένα αφήγημα, ήδη αποδεκτό από πολλές ασιατικές πολιτικές ελίτ, για την άνοδο της Κίνας και την σχετική παρακμή των Ηνωμένων Πολιτειών.

Υπάρχουν καλύτερες, πιο σταθεροποιητικές εναλλακτικές λύσεις από την ωμή μιλιταριστική προσέγγιση που επιδιώκει επί του παρόντος η κυβέρνηση Μπάιντεν. Αντί να τροφοδοτεί μια κούρσα εξοπλισμών χωρίς τέλος, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε να περιορίσει τις στρατιωτικές της επενδύσεις σε δυνατότητες που διαβρώνουν την ικανότητα των αντιπάλων της να προβάλλουν ισχύ ενώ θα αυτοσυγκρατείται από το να απειλεί την επικράτειά τους ή τις πυρηνικές δυνάμεις τους. Αλλά ακόμη και μια βέλτιστη αμυντική πολιτική μπορεί μόνο να δημιουργήσει τις γεωπολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες είναι δυνατή η οικοδόμηση μιας πιο ασφαλούς περιοχής με μη στρατιωτικά μέσα. Με το να χαμηλώνουν την εξωτερική πολιτική σε αμυντικές πρωτοβουλίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαταλείπουν κάθε ουσιαστική προσπάθεια να συλλάβουν τις βαθύτερες αιτίες της μελλοντικής περιφερειακής ανασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της ακραίας ανισότητας, της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, και της κλεπτοκρατίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εργάζονται ακούραστα για να συρρικνώσουν το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων της Ασίας, να επιδοτούν τις πολιτικές κλιματικής προσαρμογής σε χώρες με πληθυσμό που κινδυνεύει, και να τιμωρούν την διαφθορά και την αυταρχική πολιτική. Είναι μέσω αυτών των μέτρων που οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη τραγωδιών όπως ο συνεχιζόμενος εμφύλιος πόλεμος στη Μιανμάρ, η διολίσθηση της Ινδίας προς τον αντιφιλελευθερισμό, και την κρίση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις Φιλιππίνες.

Δυστυχώς, η κυβέρνηση Μπάιντεν αγνόησε σε μεγάλο βαθμό την σύγκρουση στη Μιανμάρ. Ως επί το πλείστον, απέφυγε να μιλήσει ενάντια στις καταχρήσεις της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι στην Ινδία προτιμώντας να διαλαλήσει την σημασία της για την περιφερειακή ισορροπία στρατιωτικής ισχύος. Και συνεχίζει να παρέχει υπερηφάνως βοήθεια ασφαλείας στις Φιλιππίνες, ακόμη και όταν ο αυταρχικός ηγέτης αυτής της χώρας φίμωσε δημοσιογράφους, φέρεται ότι πήρε ανταμοιβές [5] από την Κίνα, και διέταξε εξωδικαστικές δολοφονίες που τώρα ερευνώνται από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.

Εν ολίγοις, οι Ηνωμένες Πολιτείες σαμποτάρουν το μέλλον της Ασίας -και κατ' επέκταση, το δικό τους. Με το να αντιμετωπίζουν την ασφάλεια ως κάτι που μπορούν να διασφαλίσουν μόνο οι πύραυλοι και τα υποβρύχια, με το να επιτρέπουν την αποδυνάμωση της οικονομικής τους θέσης, και να χάνουν ευκαιρίες αντιμετώπισης των υποκείμενων πηγών βίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες συμβάλλουν στην δημιουργία μιας επικίνδυνης κατάστασης στον Ινδο-Ειρηνικό. Εάν η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν αλλάξει πορεία, θα είναι υπεύθυνη για την επόμενη τραγωδία της Ασίας.

Σύνδεσμοι:

 
Στα αγγλικά:

https://www.foreignaffairs.com/articles/asia/2021-10-22/america-turning-asia-powder-keg

Van Jackson
Ο VAN JACKSON είναι διακεκριμένος συνεργάτης στο Asia Pacific Foundation of Canada, ανώτερος λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Victoria του Wellington στη Νέα Ζηλανδία, και συνεργάτης Άμυνας & Στρατηγικής στο Centre for Strategic Studies.

https://www.foreignaffairs.gr/articles/73435/van-jackson/i-ameriki-metatrepei-tin-asia-se-pyritidapothiki?

25/10/2021