Μετά τις συμφωνίες με Γαλλία-ΗΠΑ έρχονται τα ισραηλινά Spice και Rampage.
Η Ελλάδα υπέγραψε με τις ΗΠA συμφωνία αμυντικής συνεργασίας, MDCA. Την ίδια ημέρα, σε μια εξέλιξη που δεν έτυχε μεγάλης δημοσιότητας, η αρμόδια Επιτροπή του ελληνικού Κοινοβουλίου ενέκρινε την ενεργοποίηση προγραμμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων, από τα οποία ξεχωρίζουν τα ισραηλινά αεροπορικά όπλα Spice και Rampage. Όσο κι αν δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, πρόκειται για παραμέτρους της ίδιας εξίσωσης που θα έπρεπε να οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα και ενέργειες.
Όσον αφορά την MDCA, πρόκειται για προωθημένη συμφωνία που θα έχει επιπτώσεις στην περιφερειακή ισορροπία. Ακόμα και το επίπεδο των διατυπώσεων που συμφωνήθηκαν για τη συνοδευτική επιστολή από την πλευρά του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μπλίνκεν, όντως περιέχονται κάποια σημεία που διαφοροποιούνται θετικά σε σχέση με το παρελθόν.
Αυτό που θα πρέπει όμως να γίνει κατανοητό είναι πως η ειδοποιός διαφορά είναι η γεωπολιτική συγκυρία, το πλαίσιο εντός του οποίου σημειώνεται η εξέλιξη. Ορθώς παρατηρήθηκε ότι η φρασεολογία της ανανεωμένης MDCA σε σύγκριση με την αντίστοιχη των αρχών της δεκαετίας του 1990 έχει από παρεμφερείς έως πανομοιότυπες διατυπώσεις.
Αυτό όμως δεν απέτρεψε π.χ. της κρίση των Ιμίων με το γνωστό αποτέλεσμα για την ελληνική πλευρά, η οποία φέρει ευθύνη για τον χειρισμό της κρίσης. Πόσο διαφορετική μπορεί να είναι η αμερικανική συμπεριφορά σήμερα; Εάν κάτι διαφοροποιηθεί, αυτό θα οφείλεται στην αλλαγή των γεωπολιτικών συνθηκών. Το συμπέρασμα είναι ότι η σημασία τέτοιων συμφώνων αυξομειώνεται αναλόγως της γεωπολιτικής συγκυρίας και των συνθηκών που τις υπαγόρευσαν.
Αυτή η συγκυρία είναι που καθιστά σημαντικές τόσο τη MDCA όσο και τη συμφωνία με τη Γαλλία. Με αυτό ως γνώμονα, η επ’ αόριστον ουσιαστικά ανανέωση της συμφωνίας είναι προβληματική. Ας μην ήταν πενταετής, ας ήταν επταετής ή δεκαετής. Επ’ αόριστον δεν θα διατηρηθεί το σημερινό γεωπολιτικό σκηνικό. Η δε υπαναχώρηση της Ελλάδας θα έχει σημαντικό κόστος και οι ΗΠΑ πάντα θα έχουν τον τρόπο να αποτρέπουν την Ελλάδα από τέτοιες σκέψεις. Θα αποχωρήσουν όταν οι ίδιες το επιθυμούν.
Αυτοπεποίθηση ναι, εφησυχασμός όχι
Σε κάθε περίπτωση, ο σχεδιασμός της Αθήνας για το ενδεχόμενο στρατιωτικής ενέργειας της Τουρκίας οφείλει να εκπονείται υπό την παραδοχή ότι στο πεδίο θα είναι μόνη της.
Τουλάχιστον στην αρχή, ενώ δεν είναι ασφαλής η πρόβλεψη του για πόσο.
Στη σημερινή συγκυρία προκύπτει η αποτρεπτική αξία των δύο συμφώνων (με
Γαλλία και ΗΠΑ) είναι σημαντική, με την έννοια ότι δυσχεραίνει χωρίς όμως να αποτρέπει την τακτική του στρατιωτικού καταναγκασμού που ασκεί η Τουρκία στην Ελλάδα.
Η Άγκυρα δεν μπορεί να αγνοήσει το ενδεχόμενο ακόμα και η τυχαιότητα, όσα δηλαδή εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να προβλεφθούν και να περιληφθούν στον σχεδιασμό ενός σεναρίου, να προκαλέσει σύρραξη με την Ελλάδα και έτσι να την φέρει αντιμέτωπη στρατιωτικά με τη Γαλλία και με κάποιον τρόπο και με τις ΗΠΑ. Το δυνητικό κόστος θα ήταν μεγάλο.
Το ότι η προσφυγή στα όπλα γίνεται θεωρητικά δυσκολότερη για την Τουρκία δεν την καθιστά απίθανη. Η παγκόσμια Ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα στρατιωτικών επιλογών που θεωρούνταν αδιανόητες και των οποίων ο σχεδιασμός βασίστηκε σε αυτόν ακριβώς τον “αδιανόητο” χαρακτήρα. Επιτυγχάνοντας δε στρατηγικό αιφνιδιασμό, η πλευρά που έδειξε μεγαλύτερη διάθεση ανάληψης ρίσκου. κατάφερε τελικά να γυρίσει το παιχνίδι…
Αυτό συνεπάγεται μηδενικό περιθώριο εφησυχασμού για την ελληνική πλευρά. Οι συμμαχίες με τη Γαλλία και εν μέρει με τις ΗΠΑ είναι το διπλωματικό μέσο εξισορρόπησης του τουρκικού, ποσοτικού τουλάχιστον, πλεονεκτήματος. Παραμένει όμως κεφαλαιώδους σημασίας η δουλειά που γίνεται στο στρατιωτικό σκέλος της εξίσωσης. Διότι σε περίπτωση κατάρρευσης του με διπλωματικά μέσα στημένου “τείχους αποτροπής”, οι καθόλου αμελητέες πιθανότητες να μην υπάρξει άμεση στρατιωτική ανταπόκριση από την πλευρά των συμμάχων θα έχουν συνέπειες.
«Ενδοπολεμική» αποτροπή
Στη δεδομένη γεωπολιτική συγκυρία, η χρησιμότητα των δύο συμφωνιών
εξακολουθούν να έχουν σημασία σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο
ακόμα και σε περίπτωση στρατιωτικής εμπλοκής. Είναι συνέχεια του
παιγνίου της αποτροπής, εντός της στρατιωτικής σύγκρουσης που καλείται “ενδοπολεμική αποτροπή”
(intra-war deterrence), διότι ενδεχόμενη τουρκική απόφαση προσφυγής στη
στρατιωτική βία θα μπορούσε να είναι και το αποτέλεσμα λάθος
υπολογισμών.
Για παράδειγμα, η παρουσία αμερικανικών δυνάμεων σε ελληνικό έδαφος θεωρητικά καθιστά προβληματική τη χρήση του τουρκικού βαλλιστικού οπλοστασίου εναντίον κρίσιμων υποδομών της Ελλάδας, καθότι αυτό θα συνεπαγόταν κάθετη κλιμάκωση της σύγκρουσης που θα αύξανε θεαματικά το κόστος μη συνδρομής από ΗΠΑ και Γαλλία. Η Τουρκία έχει κάθε συμφέρον να αποφύγει το λάθος που θα προκαλούσε ξένη στρατιωτική εμπλοκή.
Η αποτρεπτική αξία της αμερικανικής παρουσίας δεν διασφαλίζει απόλυτα από μία σύρραξη. Εάν όμως συμβεί, αυτό στο σημερινό πλαίσιο θα σημαίνει ότι η Τουρκία είναι αποφασισμένη για όλα και αψηφά τα πάντα. Θα έχει εξαπολύσει επίθεση κατά συμμάχου χώρας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, εκτοξεύοντας έτσι τη σημασία του διακυβεύματος για την ίδια τη βιωσιμότητα της Συμμαχίας, απειλώντας να εξαερώσει ό,τι έχει απομείνει από τη δυτικής εμπνεύσεως αρχιτεκτονική ασφαλείας της περιοχής.
Κατευνασμός της Τουρκίας… τότε και τώρα
Ο καθοριστικός ρόλος του γεωπολιτικού πλαισίου δικαιολογεί πάντως την αισιοδοξία ότι η κατάσταση για την Τουρκία θα είναι διαφορετική
σε σύγκριση με το παρελθόν. Τότε η Ελλάδα είχε την εύλογη φοβία πως
στην αναπόφευκτη διαπραγμάτευση που θα ακολουθήσει, οι πιέσεις των
ισχυρών θα στραφούν κυρίως προς αυτήν με σκοπό να προβεί σε υποχωρήσεις
για να κατευναστεί η Τουρκία.
Η μείωση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ για την περιοχή εξαιτίας της έμφασης που δίνουν στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού τις αναγκάζουν να αφήσουν στην περιοχή τοποτηρητές, τους οποίους, όμως, δεν μπορούν να αφήσουν ακάλυπτους στη δύσκολη στιγμή. Σε περίπτωση απώλειας της αξιοπιστίας των εγγυήσεων που προσφέρουν διά των αμυντικών συμφωνιών, θα υπήρχε κίνδυνος “αποβολής” και “άρνηση πρόσβασης”, που θα ήταν καταστρεπτικό.
Με αυτό το σκεπτικό ο υπογράφων είχε υποστηρίξει ότι ακόμα κι αν οι ΗΠΑ δεν έδωσαν το πράσινο φως για το ελληνογαλλικό σύμφωνο, είναι θέμα χρόνου προτού αντιληφθούν τη σημασία της συνεργασίας δυο ΝΑΤΟϊκών συμμάχων και το εντάξουν στη δική τους στρατηγική.
Κατά συνέπεια, στο ενδεχόμενο διαπραγμάτευσης, η Τουρκία θα βρισκόταν σε δυσχερέστερη θέση συγκριτικά με το παρελθόν. ΗΠΑ και Γαλλία ρητορικά ταυτίζονται στην ανάγκη τήρησης του διεθνούς δικαίου της θάλασσας και την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων που εκπηγάζουν από αυτό. Η υποχώρηση ειδικά έναντι της τουρκικής αμετροέπειας θα είχε κόστος.
Άλλο το να υπάρχει μια διαφωνία για τη χάραξη των θαλασσίων ζωνών ανάμεσα σε Ελλάδα-Τουρκία και άλλο να ισχυρίζεται η Άγκυρα ότι τα ελληνικά νησιά δεν δικαιούνται τίποτα άλλο πέραν των χωρικών υδάτων εύρους έξι ναυτικών μιλίων. Άρα σε περίπτωση διαπραγμάτευσης η Τουρκία θα αντιμετώπιζε διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με το παρελθόν.
Spice και Rampage
Έχοντας όμως υπεραναλύσει το διπλωματικό σκέλος της αποτροπής που
προκύπτει από τις συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία πρέπει να μπει και
το “κερασάκι στην τούρτα” της εθνικής αποτρεπτικής προσπάθειας, το στρατιωτικό. Τέτοιο είναι η έγκριση από την αρμόδια Επιτροπή της Βουλής των ισραηλινών αεροπορικών όπλων Spice και Rampage. Πρόκειται για όπλα αντίστοιχα αυτών που οι ΗΠΑ ενίοτε δυσκολεύονται να αποδεσμεύσουν στην Ελλάδα, υπό τον φόβο περαιτέρω απομάκρυνσης της Τουρκίας.
Η έγκριση βοηθά ώστε οι Αμερικανοί να αντιληφθούν ότι τέτοια όπλα στα χέρια υπεύθυνων χωρών συμβάλλουν στη διατήρηση της ειρήνης. Άρα στον διακηρυγμένο στόχο όλων. Διότι με τέτοιες προσθήκες στο οπλοστάσιο, η ελληνική Πολεμική Αεροπορία αποκτά “επιχειρήματα” για να πείσει την Τουρκία να μην εμπλακεί σε περιπέτειες, απειλώντας την αξιόπιστα με καταστροφικές συνέπειες.
Πρόκειται για όπλα “πολλαπλασιαστές ισχύος” σε επιχειρησιακό επίπεδο, άρα και στο επίπεδο της αποτροπής. Ελλάδα και Ισραήλ πρέπει να βρουν έναν τρόπο να υπάρχει απόθεμα τέτοιων αεροπορικών –και όχι μόνο– όπλων, κοινής χρήσης και άμεσα διαθέσιμα εάν απαιτηθεί. Η αμυντική σχέση με το Ισραήλ είναι άλλη μια ισχυρή συμμαχική σχέση που επηρεάζει εξίσου την ελληνική προσπάθεια οικοδόμησης πολυδιάστατης αποτροπής απέναντι στην Τουρκία.
Όσο ταχύτερα ενταχθούν τέτοια “εργαλεία” στο ελληνικό οπλοστάσιο, τόσο θα μικρύνει χρονικά το δυνητικό “παράθυρο τρωτότητας” που θα κλείσει σημαντικά με την ένταξη των φρεγατών Belh@rra, των μαχητικών Rafale F3 και των αναβαθμισμένων στην κορυφαία διαμόρφωση “V” μαχητικών F-16. Τότε ίσως κατανοηθεί πληρέστερα ο καθοριστικός διπλωματικός τους ρόλος και η σημασία αυτών των πολιτικών αποφάσεων.
Η ένσταση που είχε προβάλλει ο υπογράφων στον τρόπο διαπραγμάτευσης της ελληνικής πλευράς, ήταν ότι επί της ουσίας ζητούσαμε ως αντάλλαγμα για την ανανέωση της MDCA αυτά που έτσι κι αλλιώς επεδίωκαν οι Αμερικανοί! Την παρουσία τους στο ελληνικό έδαφος. Ενώ θα έπρεπε να το αντιμετωπίζαμε ως αίτημα και να επιδιώκαμε χειροπιαστά στρατιωτικά ανταλλάγματα.
Έτσι η Ελλάδα και θα ενίσχυε την αποτροπή και θα ήταν διασφαλισμένη έναντι γεωπολιτικών αλλαγών. Διότι εν τέλει την πραγματική αξία των συμφωνιών την καθορίζουν τα εκάστοτε συμφέροντα των συμβαλλομένων. Οι ανακοινώσεις που έγιναν ανέφεραν τα προγράμματα FMS και τις διακρατικές εξοπλιστικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ. Δεν διευκρινίστηκε όμως τίποτα για το κόστος τους.
Τα δάνεια για την αγορά εξοπλισμού θα έχουν επιτόκιο 8%, όπως ίσχυε, ή π.χ. 2%; Το ίδιο ισχύει και για τις γενικού χαρακτήρα αναφορές περί παραχώρησης πλεονάζοντος στρατιωτικού υλικού (EDA: Excess Defense Articles). Δεν αναφέρονται συγκεκριμένα οπλικά συστήματα και σε ποια κατάσταση θα παραδοθούν. Διότι οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους…
Του ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
https://www.defence-point.gr/news/mdca-belh-rra-spice-rampage-idia-exisosi-quot-to-geopolitiko-plaisio-ilithie-quot
16/10/2021