Η δημοκρατία πεθαίνει στην Βραζιλία.

 Σήμερα, περίπου 50.000 Βραζιλιάνοι δολοφονούνται ετησίως, και ομάδες οργανωμένου εγκλήματος και πολιτοφυλακές  ελέγχουν  περιοχές  σε μεγάλες  πόλεις όπως  το Ρίο ντε Τζανέιρο.  Αυτή η  πραγματικότητα εξηγεί γιατί ηγέτες «σκληροί απέναντι στο έγκλημα», όπως ο Μπολσονάρο, θα παραμείνουν ανταγωνιστικοί για τα επόμενα χρόνια.


Ο πρόεδρος της Βραζιλίας, Jair Bolsonaro, στη Μπραζίλια, τον Σεπτέμβριο του 2021. Ueslei Marcelino / Reuters


 Η δημοκρατία πεθαίνει στην Βραζιλία.
Για να σταματήσει ο Μπολσονάρο, η αντιπολίτευση πρέπει να ενωθεί.


Από τότε που ο Ζαΐρ Μπολσονάρο ανέλαβε την εξουσία στην Βραζιλία, παρατηρητές προειδοποιούσαν ότι ο πρώην λοχαγός του στρατού αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για την πέμπτη μεγαλύτερη δημοκρατία στον κόσμο. Αυτοί οι φόβοι έχουν αποδειχθεί βάσιμοι. Από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο πρόεδρος προσχώρησε στους διαδηλωτές που ζητούσαν στρατιωτική επέμβαση στην πολιτική της Βραζιλίας και το κλείσιμο του Κογκρέσου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προώθησε τη μεγάλης κλίμακας στρατιωτικοποίηση της κυβέρνησής του και υπονόμευσε συστηματικά την εμπιστοσύνη του κοινού στο εκλογικό σύστημα της χώρας. Τον περασμένο μήνα, ο Μπολσονάρο υποσχέθηκε στους υποστηρικτές του ότι δεν θα δεχόταν πλέον αποφάσεις από έναν συγκεκριμένο δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου τον οποίον συχνά δαιμονοποιεί.

Οι εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ρίξει λάδι στις φωτιές του Μπολσονάρο. Αφότου οι υποστηρικτές του τότε προέδρου Ντόναλντ Τραμπ εισέβαλαν στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου, ο γιος του Μπολσονάρο, Εντουάρντο, δήλωσε δημόσια ότι με καλύτερο σχεδιασμό, οι εισβολείς θα μπορούσαν να είχαν πετύχει -«σκοτώνοντας όλη την αστυνομία μέσα ή τους βουλευτές που όλοι μισούν». Ο ίδιος ο Μπολσονάρο επιμένει ότι οι εκλογές στις ΗΠΑ του 2020 ήταν νοθευμένες, μια ιδέα που προφανώς επανέλαβε κατά την διάρκεια μιας πρόσφατης επίσκεψης του Jake Sullivan, του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, στη Μπραζίλια.

Με τον Μπολσονάρο να παίρνει τις ατάκες του από τον Τραμπ, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον πρόεδρο της Βραζιλίας να αποδέχεται μια εκλογική ήττα όταν θα είναι υποψήφιος για επανεκλογή το 2022 –αυξάνοντας την πιθανότητα να συμβεί κάτι στην Βραζιλία που να μοιάζει με την εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου [στην Ουάσινγκτον]. Ωστόσο, ακόμη κι αν η χώρα είναι αρκετά τυχερή για να αποφύγει αυτό το αποτέλεσμα, η δημοκρατία της θα εξακολουθεί να βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο. Μια κατάρρευση τύπου Βενεζουέλας, όπου η δημοκρατία διαβρώνεται αργά και τελικά υποκύπτει στην πίεση ενός αυταρχικού ηγέτη, δεν αποκλείεται. Και ακόμη κι αν ένας δημοκρατικός υποψήφιος διαδεχθεί τον Μπολσονάρο, η αντιστροφή της παρακμής της δεύτερης μεγαλύτερης δημοκρατίας του Δυτικού Ημισφαιρίου θα είναι μια μακρά και δύσκολη μάχη.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

Η δημοκρατική παρακμή της Βραζιλίας έχει τις ρίζες της στις εσωτερικές τάσεις που προηγήθηκαν της ανόδου του Μπολσονάρο στην εξουσία, με κυριότερη μεταξύ αυτών την ατελή επιβολή του πολιτικού ελέγχου επί των στρατιωτικών ηγετών. Λίγο περισσότερο από τρεις δεκαετίες μετά το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας στην δεκαετία του 1980, οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας έχουν ανακτήσει μια τεράστια πολιτική επιρροή. Οι κυβερνήσεις στα πρώτα χρόνια της χιλιετίας πέτυχαν να κερδίσουν σημαντικό πολιτικό έλεγχο, μεταξύ άλλων δημιουργώντας ένα Υπουργείο Άμυνας και διορίζοντας πολιτικούς για να ηγηθούν σε αυτό. Αλλά από το 2018, όλοι οι υπουργοί Άμυνας της Βραζιλίας είναι στρατηγοί. Περισσότεροι από 6.000 στρατιωτικοί υπηρετούν επί του παρόντος στην κυβέρνηση του Μπολσονάρο -μια απότομη αύξηση από τις προηγούμενες κυβερνήσεις- και νυν και πρώην στρατιωτικοί αξιωματούχοι κατέχουν πολλές βασικές θέσεις στο υπουργικό συμβούλιο.

Περιφερειακοί κυβερνήτες έχουν επίσης εκφράσει την ανησυχία τους για την απώλεια του συνταγματικά εξουσιοδοτημένου ελέγχου τους επί των μονάδων της στρατιωτικής αστυνομίας, όπου το αυταρχικό και υπέρ του Μπολσονάρο αίσθημα είναι διάχυτο. Αν και πολλοί κυβερνήτες ορκίστηκαν πρόσφατα να συνεργαστούν για να μειώσουν τον κίνδυνο επαναστατικής δραστηριότητας εντός των Αρχών επιβολής του νόμου, το παράδειγμα της γειτονικής Βενεζουέλας δείχνει ότι ίσως να είναι δύσκολο για τους πολίτες να επανεπιβάλουν τον έλεγχο σε τέτοιες μονάδες.

Οι πολιτικοί και δικαστικοί θεσμοί της Βραζιλίας απέτυχαν επίσης σε μεγάλο βαθμό να ανακόψουν την αυταρχική παλίρροια. Το Ανώτατο Δικαστήριο και το Κογκρέσο, ειδικότερα, προσπάθησαν να ελέγξουν την επικίνδυνη συμπεριφορά του Μπολσονάρο, συμπεριλαμβανομένης της συστηματικής χρήσης παραπληροφόρησης για να επιτίθεται σε αντιπάλους, και των συχνών ισχυρισμών του ότι μόνο ο Θεός μπορεί να του αφαιρέσει την προεδρία. Παρά τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι οι περισσότεροι Βραζιλιάνοι πιστεύουν πως ο Μπολσονάρο θα ήθελε να κάνει πραξικόπημα, μια πρόταση μομφής φαίνεται ακόμα απίθανη. Πράγματι, ο Μπολσονάρο έχει ήδη επιτύχει να αλλάξει σημαντικά πολιτικά πρότυπα -για παράδειγμα, να ομαλοποιήσει την ικανότητα ενός προέδρου να κυβερνά με ατιμωρησία, εάν αυτός ή αυτή μπορέσει να επιλέξει επιτυχώς τον γενικό εισαγγελέα και τον επικεφαλής του Κογκρέσου. Ακόμα κι αν ο Μπολσονάρο χάσει το 2022, οι διάδοχοί του σίγουρα θα μπουν στον πειρασμό να εφαρμόσουν παρόμοιες τακτικές.

Η σταδιακή χειροτέρευση των οικονομικών συνθηκών -που επιδεινώθηκαν από την πανδημία της COVID-19 [1]- απλώς επιτάχυναν την δημοκρατική παρακμή της χώρας. Διαδοχικές δημοκρατικές κυβερνήσεις απέτυχαν να παράσχουν βασικά δημόσια αγαθά σε πολλούς Βραζιλιάνους, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας, της σωστής διάθεσης λυμάτων, και της πρόσβασης σε οικονομικές ευκαιρίες. Ακόμη και κατά τα χρόνια της άνθησης της Βραζιλίας την πρώτη δεκαετία της χιλιετίας, όταν η οικονομία αναπτυσσόταν έως και 7% [ετησίως], τα ποσοστά ανθρωποκτονιών αυξάνονταν σταθερά. Σήμερα, περίπου 50.000 Βραζιλιάνοι [2] δολοφονούνται ετησίως, και ομάδες οργανωμένου εγκλήματος και πολιτοφυλακές ελέγχουν περιοχές σε μεγάλες πόλεις όπως το Ρίο ντε Τζανέιρο. Αυτή η πραγματικότητα εξηγεί γιατί ηγέτες «σκληροί απέναντι στο έγκλημα», όπως ο Μπολσονάρο, που απεικονίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα ως εμπόδιο στην επιβολή του νόμου, θα παραμείνουν ανταγωνιστικοί για τα επόμενα χρόνια.

Επομένως, ο Μπολσονάρο είναι και σύμπτωμα και αιτία της δημοκρατικής καχεξίας της Βραζιλίας. Επιπλέον, σε αντίθεση με την Αργεντινή, την Χιλή, και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, η Βραζιλία δεν ασχολήθηκε ποτέ ανοιχτά με το αυταρχικό παρελθόν της. Ανυπομονώντας να γυρίσουν σελίδα στην βάναυση ιστορία της στρατιωτικής δικτατορίας, οι επόμενες δημοκρατικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν να καταδικάσουν έστω και ένα άτομο για τις πολυάριθμες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια των 20 και πλέον ετών στρατιωτικής διακυβέρνησης. Αυτό άλλαξε μόλις τον Ιούνιο του 2021, όταν ένας δικαστής στο Σάο Πάολο καταδίκασε έναν συνταξιούχο αστυνομικό σε δύο χρόνια φυλάκιση για μια απαγωγή το 1971. Αυτή η θέληση να καθαρίσει το τοπίο [από τα ζητήματα του παρελθόντος] έδωσε την δυνατότητα σε δημόσια πρόσωπα να επιδοθούν σε νοσταλγία του αυταρχισμού -το λάθος της δικτατορίας, σύμφωνα με τον Μπολσονάρο, ήταν «να βασανίζει αντί να σκοτώνει [αντιπάλους]»- με περιορισμένη αντίδραση.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Ωστόσο, η δημοκρατική παρακμή της Βραζιλίας δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της εγχώριας διολίσθησης. Οι διεθνείς παράγοντες παίζουν επίσης ρόλο. Για παράδειγμα, οι ανησυχίες για την αποψίλωση των δασών στον Αμαζόνιο και για την κλιματική αλλαγή, έχουν εντείνει την διεθνή πίεση στην Βραζιλία να κάνει περισσότερα για την καταπολέμηση της περιβαλλοντικής καταστροφής. Μια τέτοια κριτική έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις μεταξύ πολλών από τους υποστηρικτές του Μπολσονάρο [3] —καθιστώντας του δυνατόν το να αναζωπυρώσει τις φλόγες του εθνικισμού αντί να αντιμετωπίσει τα πολυάριθμα εσωτερικά προβλήματα της Βραζιλίας. Παραδόξως, όσο πιο απομονώνεται διεθνώς η χώρα ως αποτέλεσμα των περιβαλλοντικών της επιδόσεων, τόσο πιο εύκολο γίνεται για τον Μπολσονάρο να απεικονίσει τον εαυτό του ως τον τελευταίο προστάτη της κυριαρχίας της Βραζιλίας.

Οι ακροδεξιές ομάδες στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επίσης επηρεάσει την πολιτική της Βραζιλίας. Μετά την ήττα του Τραμπ το 2020, οι εξτρεμιστές είδαν την Βραζιλία ως μέρος ενός παγκόσμιου πεδίου μάχης στην προσπάθειά τους να προωθήσουν την λεγόμενη alt-right. Η οικογένεια Μπολσονάρο διατηρεί στενούς δεσμούς με πρώην συμβούλους Τραμπ, όπως ο Στιβ Μπάνον, και οι Αρχές συνέλαβαν πρόσφατα τον σύμμαχο του Τραμπ, Τζέισον Μίλερ, για ανάκριση στο αεροδρόμιο της Μπραζίλια, αφού παρευρέθηκε σε μια διάσκεψη πολιτικής δράσης συντηρητικών εκεί. Η κυβέρνηση Μπολσονάρο έχει επίσης επιδιώξει να ενισχύσει τους δεσμούς της με ακροδεξιά κινήματα σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ουγγαρίας, της Ιταλίας, και της Πολωνίας –επιβεβαιώνοντας τις κοινές απόψεις για ζητήματα όπως η μετανάστευση και οι κίνδυνοι της «παγκοσμιοποίησης».

Οι άλλοτε σημαντικοί περιφερειακοί οργανισμοί, όπως η Mercosur - ένα εμπορικό μπλοκ της Νότιας Αμερικής- απέτυχαν επίσης να αντιμετωπίσουν αυτούς τους άρρωστους πολιτικούς ανέμους. Η αποκαλούμενη δημοκρατική ρήτρα της Mercosur, η οποία κάποτε έπαιζε σημαντικό ρόλο στην προστασία της πολιτικής ελευθερίας σε ολόκληρη την περιοχή, είναι τώρα σε μεγάλο βαθμό άσχετη, όπως και η Διαμερικανική Δημοκρατική Χάρτα (Inter-American Democratic Charter) του 2001, η οποία επιδιώκει να υποστηρίξει τους δημοκρατικούς κανόνες στο δυτικό ημισφαίριο. Οι πρόσφατες εξελίξεις στο Ελ Σαλβαδόρ, όπου η κυβέρνηση του προέδρου Nayib Bukele έχει εκκαθαρίσει το δικαστικό σώμα της χώρας, και στη Νικαράγουα, όπου ο πρόεδρος Daniel Ortega έχει φυλακίσει με θρασύτητα πολλούς προεδρικούς υποψηφίους ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου, δείχνουν ότι τέτοιες περιφερειακές οργανώσεις και γειτονικές χώρες δεν έχουν την δύναμη να αναγκάσουν την Βραζιλία να τηρεί τις δημοκρατικές αρχές.

Ακόμη και η προθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών να πιέσουν τον Μπολσονάρο για την αντιδημοκρατική ρητορική και τις πολιτικές του είναι περιορισμένη. Η διοίκηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν είναι ανυπόμονη να εμπλακεί στην Βραζιλία στον αγώνα της κατά της κλιματικής αλλαγής και στις προσπάθειές της να μειώσει την κινεζική επιρροή [4] στη Νότια Αμερική —αμφότερα θα απαιτήσουν συνεργασία και όχι ανταγωνισμό. Το πρόσφατο ταξίδι του Sullivan στη Μπραζίλια ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: παρόλο που ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας απέρριψε τους ισχυρισμούς του Bolsonaro ότι το ηλεκτρονικό σύστημα ψηφοφορίας της Βραζιλίας ήταν νοθευμένο, οι παρατηρητές έφυγαν με την εντύπωση ότι ο κύριος στόχος του Sullivan δεν ήταν να επιπλήξει τον πρόεδρο για τα αυταρχικά του ένστικτα αλλά να τον πείσει να απαγορεύσει την Huawei από το δίκτυο 5G της Βραζιλίας. Εάν συμφωνήσει να το κάνει, η Ουάσιγκτον προσφέρει στην Βραζιλία μια στενότερη συμμαχία ασφάλειας και υπονόησε ότι η χώρα θα μπορούσε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ ως «παγκόσμιος εταίρος» -ένα καθεστώς που μεταξύ των χωρών της Λατινικής Αμερικής [5] μόνο η Κολομβία μπορεί να διεκδικήσει. Το ταξίδι του Σάλιβαν προκάλεσε ανησυχίες ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ίσως να είναι πρόθυμες να κλείσουν τα μάτια στις σαφείς προσπάθειες του Μπολσονάρο να υπονομεύσει την δημοκρατία της Βραζιλίας, υπό την προϋπόθεση ότι θα συμφωνήσει να συμπαραταχθεί με την Ουάσιγκτον για τον περιορισμό της επιρροής του Πεκίνου στο ημισφαίριο.

Ό,τι κι αν συμβεί κατά τις εκλογές στην Βραζιλία τον Οκτώβριο του 2022, η δημοκρατία της χώρας αντιμετωπίζει μια μεγάλη δοκιμασία. Η δημοκρατική οπισθοδρόμηση σε άλλες χώρες όπως η Ουγγαρία, η Τουρκία, και η Βενεζουέλα υποδηλώνει ότι οι ισχυροί άνδρες συχνά ενθαρρύνονται από μια επανεκλογή και γίνονται όλο και πιο αυταρχικοί. Εάν κερδίσει άλλη μια θητεία, ο Μπολσονάρο είναι απίθανο να αποτελέσει εξαίρεση. Εάν, ωστόσο, χάσει, αρνηθεί να παραχωρήσει [την εξουσία], και κινητοποιήσει τους υποστηρικτές του, ο αποδυναμωμένος δημοκρατικός θεσμός της Βραζιλίας μπορεί να μην μπορέσει να αντέξει την αυταρχική έφοδο.

Για να αποτρέψουν μια δημοκρατική κρίση, τα στελέχη της βραζιλιάνικης αντιπολίτευσης πρέπει να αποφύγουν να παρασυρθούν σε μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας από τους συχνούς όρκους του Μπολσονάρο ότι θα κάνει την πολιτική συμπεριφορά του πιο μετριοπαθή. Αντίθετα, αυτές οι ομάδες πρέπει να παρουσιάσουν ένα ενιαίο μέτωπο —αποφεύγοντας τις συχνές εσωτερικές διαμάχες και τον διαχωρισμό φατριών που επέτρεψαν στον πρόεδρο να κυριαρχήσει στην δημόσια συζήτηση για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων τριών ετών. Ακριβώς όπως και στην Τσεχική Δημοκρατία, όπου ένα ευρύ φάσμα ομάδων ενώθηκε πρόσφατα για να νικήσει τον λαϊκιστή πρωθυπουργό Αντρέι Μπάμπις, οι ομάδες κατά του Μπολσονάρο πρέπει να ξεπεράσουν προσωρινά τις πολιτικές διαφορές τους και να σχηματίσουν έναν ευρύ συνασπισμό υπέρ της δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, τόσο η κυβέρνηση Μπάιντεν όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να καταστήσουν πολύ σαφές ότι οποιεσδήποτε περαιτέρω προσπάθειες υπονόμευσης των δημοκρατικών θεσμών της Βραζιλίας θα είχαν σοβαρές συνέπειες για τον Μπολσονάρο. Εάν ο πρόεδρος δεν αλλάξει πορεία, οι επιλογές των ΗΠΑ και της Ευρώπης θα πρέπει να περιλαμβάνουν την υποβάθμιση των στρατιωτικών δεσμών, την παύση της επικύρωσης της εμπορικής συμφωνίας Mercosur-ΕΕ, και το πάγωμα της διαδικασίας ένταξης της Βραζιλίας στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Μια τέτοια συνδυασμένη προσέγγιση -που απευθύνεται τόσο στο διεθνές όσο και στο εσωτερικό υπόβαθρο του αντιδημοκρατικού κινήματος του Μπολσονάρο- είναι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι η δημοκρατία της Βραζιλίας θα επιβιώσει μετά το 2022.

Σύνδεσμοι:

 [1] https://www.foreignaffairs.com/articles/brazil/2020-07-07/bolsonaro-made...
[2] https://www1.folha.uol.com.br/cotidiano/2021/07/apos-dois-anos-de-queda-...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/brazil/2020-08-11/jair-bolsonaro...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/competition-with-china-wit...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/south-america/2020-12-08/latin-a...


Στα αγγλικά:

https://www.foreignaffairs.com/articles/brazil/2021-11-01/democracy-dying-brazil

Oliver Stuenkel, 
 αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Fundação Getulio Vargas στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας.


https://www.foreignaffairs.gr/articles/73454/oliver-stuenkel/i-dimokratia-pethainei-stin-brazilia?page=show


7/11/2021