Μπορεί να αλλάξει ταχύτητα η Δικαιοσύνη;
Εξαρχής πρέπει να τονιστεί ότι η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης δεν επιτυγχάνεται μόνο εκ των έσω, δηλαδή με διορθωτικές κινήσεις εντός του συστήματος, αλλά πρέπει κατ’ αρχήν να αναχθούμε out of the box, αποβλέποντας στη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών: την ενσωμάτωση εγκληματογόνων κοινωνικών ομάδων, την περιστολή της παράτυπης μετανάστευσης, τη βελτίωση της κοινωνικής μέριμνας, την καταπολέμηση της ανεργίας και προπάντων την παιδεία.
Εντός του συστήματος, ωστόσο, τα κυριότερα ζητήματα που τίθενται είναι τα εξής:
Η σπουδή και μονομέρεια στην εκπόνηση σημαντικών νομοθετημάτων, όπως ο ποινικός κώδικας, που χρειάστηκε τρεις μείζονες τροποποιήσεις (μαζί με το υπο ψήφιση νομοσχέδιο) προκειμένου να αποκατασταθεί (εν μέρει) η πληγείσα ισορροπία μεταξύ τιμωρητισμού και συγχωρητισμού, την οποία πάντως και ο ίδιος διακαώς επεδίωκε. Η ευκαιριακή και χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο νομοθέτηση καθιστά την ποινική νομοθεσία κινούμενη άμμο και πολλές νομοθετικές επιλογές αποδεικνύονται μη βιώσιμες, πράγμα που περιάγει σε αμηχανία τους εφαρμοστές του δικαίου και προκαλεί τη δυσπιστία των πολιτών.
Η (διαχρονική) «μόδα» της επίλυσης φλεγουσών ποινικών υποθέσεων μέσω νομοθετικών επεμβάσεων (ανώδυνο παράδειγμα: οι ποινικές «παραγραφές»), που δοκιμάζει την αξιοπιστία του συστήματος.
Η αμφιταλαντευόμενη νομολογία και η επιλογή αμφισβητήσιμων λύσεων, που επιτείνει την αβεβαιότητα και ελαχιστοποιεί την προβλεψιμότητα των ποινικών αποφάσεων (παράδειγμα: αποφάσεις που δέχθηκαν ότι οι δικαστές δεν είναι «τρίτοι» στη συκοφαντική δυσφήμηση!).
Η αδικαιολόγητη βραδύτητα εκφοράς κρίσης σε καίριες ποινικές υποθέσεις που πλήττουν το θεσμικό υπόβαθρο της χώρας, με αποτέλεσμα (πιστεύω όχι ηθελημένο) την πολυετή ομηρεία βασικών πυλώνων της πολιτικής και οικονομικής ζωής.
Οι ενίοτε αναφαινόμενες διαστάσεις απόψεων στους κόλπους δικαστικών ενώσεων που εμποιούν ανησυχία στους χρήστες του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης και δίδουν αφορμή για σχόλια περί δικαστικού ακτιβισμού.
Η χαλαρότητα με την οποία οι δικηγορικοί σύλλογοι αντιμετωπίζουν βαρέως αντιδεοντολογικές συμπεριφορές δικηγόρων, που σε άλλες χώρες θα τους είχε αφαιρεθεί η άδεια.
Ο φόρτος εργασίας των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που είναι παραπάνω από απάνθρωπος. Υπό τις υπάρχουσες συνθήκες είναι εξωπραγματικό να απαιτείται διεκπεραίωση τεραστίου όγκου υποθέσεων εντός αποδεκτών χρονικών ορίων. Πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να απαιτείται ποιοτική απόδοση, όταν η πίεση για ταχύτητα επισκιάζει την ενδελεχή αξιολόγηση των δικογραφιών. Ομως η κατάσταση αυτή οδηγεί σε φαύλο κύκλο, αφού η ουσιαστική κρίση επί των υποθέσεων ενίοτε μετακυλίεται σε μεταγενέστερα στάδια, με αποτέλεσμα την άσκοπη επιβάρυνση των δικαστικών λειτουργών και του συστήματος εν γένει, την καταταλαιπώρηση των διαδίκων και την απομείωση της συστημικής εμπιστοσύνης εκ μέρους των πολιτών.
Στα ανωτέρω προστίθεται και η έλλειψη παντοειδούς ελέγχου στις αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, που δεν υπόκεινται στην κρίση του Αρείου Πάγου, που εγείρει ερωτηματικά ως προς την αξιοπιστία του συστήματος, όπως άλλωστε και οι υπερβολικές διώξεις ή ποινές συνεπεία της έξαρσης ενός φαινομένου ή της προβολής ενός ζητήματος από τα ΜΜΕ.
Ακόμη ας μην ξεχνάμε ότι οι διώξεις πολιτικών αντιπάλων (συνήθως με την κατηγορία της απιστίας, αν και κατά τα τελευταία έτη το πράγμα εκτραχύνθηκε) από την πολιτική παράταξη που εκάστοτε επικρατούσε είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μακροσκελών δικών που διαρκούσαν έτη και τελικώς κατέληγαν στην αθώωση των κατηγορουμένων (βλ. π.χ. την υπόθεση του ΔΣ της Αγροτικής Τράπεζας αφενός και εκείνη της αγοράς ομολόγων Ταμείων σε τιμές εκτός ΗΔΑΤ αφετέρου).
Ως προς το ζήτημα των καθυστερήσεων στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, είναι πλέον κοινή εμπειρία ότι επιτάχυνση μόνο με ριζική μεταβολή του μοντέλου της ποινικής δίκης μπορεί να επιτευχθεί. Ο δρόμος είναι οδυνηρός αλλά αναπόφευκτος: η ποινική διαπραγμάτευση (plea bargaining) που έχει οδηγήσει στις χώρες που το υιοθέτησαν σε δραστική ανακούφιση της ποινικής ύλης. Στη χώρα μας, μολονότι ο θεσμός εισήχθη με τη νέα ποινική δικονομία, ουσιαστικά παραμένει ανενεργός και ελάχιστα εφαρμόζεται. Ο λόγος έγκειται, κατά μεγάλο μέρος, στο ότι κατά τον νέο ποινικό κώδικα στα περιουσιακά εγκλήματα (που λόγω της πολυπλοκότητάς τους οδηγούν κατά κανόνα σε μακροσκελείς δίκες) ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να απαλλαγεί από κάθε ποινή αν προβεί σε εντελή ικανοποίηση του παθόντος μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο (στα πλημμελήματα, μάλιστα, μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο). Γιατί λοιπόν να επιλέξει τη διαπραγμάτευση;
Τέλος, δεν θα έπρεπε να μείνει απαρατήρητο το θέμα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, ως προς την οποία η χώρα μας κατατάσσεται, σύμφωνα με έκθεση του World Economic Forum για το έτος 2018, στη θέση 71 μετά τη Ρουάντα (θέση 23), τη Ναμίμπια (θέση 29), την Γκάνα (θέση 43), την Κένυα (θέση 55), την Μποτσουάνα (θέση 57), την Τανζανία (θέση 68) και την Τυνησία (θέση 70). Το ζήτημα αναδείχθηκε σε συνέδριο του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου (13.2.2019) και αποτελεί, νομίζω, τη λυδία λίθο για την κατανόηση μερικών από τις παραμέτρους που προσδιορίζουν τη λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης στην εποχή μας.
Xρίστος Μυλωνόπουλος
καθηγητής Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, πρόεδρος του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου.
https://www.tovima.gr/2021/11/11/opinions/mporei-na-allaksei-taxytita-i-dikaiosyni/
11/11/2021