Marguerite Yourcenar – Το ανθρώπινο πνεύμα μισεί να δεχθεί πως βρίσκεται στα χέρια της τύχης.


 
Marguerite Yourcenar – Το ανθρώπινο πνεύμα μισεί να δεχθεί πως βρίσκεται στα χέρια της τύχης.
 
Tο 1951 η Marguerite Yourcenar   εξέδωσε το βιβλίο  “Αδριανού Απομνημονεύματα”   με τεράστια εμπορική και κριτική αποδοχή αφού το είχε δουλέψει επί πολλά χρόνια μελετώντας σε βιβλιοθήκες και επισκεπτόμενη πολλά από τα μέρη όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Το βιβλίο έχει τη μορφή αποχαιρετιστήριου γράμματος από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αδριανό, στο διάδοχό του, Μάρκο Αυρήλιο και αποτελεί ένα μακρύ διαλογισμό πάνω στην ιδέα της εξουσίας, της αυτοκρατορίας, της διακυβέρνησης, του έρωτα. Ένα μεγάλο μέρος του έργου αφιερώνεται στη σχέση του Αυτοκράτορα με τον Έλληνα νέο Αντίνοο. Διακρίνεται από το ψυχολογικό του βάθος και την ακριβή αναπαράσταση της εποχής. Η ελληνιστική Ρώμη ανθίζει απ΄ άκρη σ΄ άκρη στις περιπλανήσεις και στις ιστορίες του βιβλίου. Αλλωστε το έργο της Γιουρσενάρ είναι συνυφασμένο με την ελληνική και ανθρωπιστική αντίληψη. Η ίδια έδινε έμφαση στους αγώνες για την ειρήνη και τα ανθρωπιστικά ιδεώδη, σεβόμενη πάντα τον άνθρωπο και τη φύση.  Το βιβλίο της  αποτελεί μια βαθιά, ουσιαστική μελέτη στην ανθρώπινη φύση και στην πολιτική σκέψη. Κάθε παράγραφος σε γεμίζει με ιδέες και προβληματισμούς. Ένα βιβλίο που θα έπρεπε να διάβαζαν όσοι εμπλέκονται με την πολιτική, για να αντιληφθούν τι σημαίνει παιδεία, απονομή του δικαίου και ενδιαφέρον για τον τόπο. Παρακάτω μια επιλογή αποσπασμάτων τα οποία νομίζω ότι αξίζουν την προσοχή σας. Αξίζει να το αναζητήσετε και να προστεθεί στη βιβλιοθήκη σας.


«…το ανθρώπινο πνεύμα μισεί να δεχθεί πως βρίσκεται στα χέρια της τύχης, πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα περαστικό προϊόν συμπτώσεων που δεν κυβερνάει κανένας Θεός, που προπαντός δεν κυβερνάει το ίδιο. Κάθε ζωή, ακόμα και η πιο ταπεινή, περνάει ένα μέρος της αναζητώντας τους λόγους της ύπαρξης της, τα σημεία απ’ όπου ξεκίνησε, τις πηγές. Ήταν η αδυναμία μου να τις ανακαλύψω που μ’ έκανε μερικές φορές να στραφώ προς μαγικές ερμηνείες, που με έκανε να ψάξω μέσα στα παραληρήματα του απόκρυφου για να βρω αυτό που δε μου έδινε η ανθρώπινη αίσθηση. Όταν όλοι οι πολύπλοκοι υπολογισμοί αποδεικνύονται ψεύτικοι, όταν οι ίδιοι οι φιλόσοφοι δεν έχουν τίποτα να μας πούνε πια, είναι νόμιμο να στρεφόμαστε προς την άσκοπη φλυαρία των πουλιών ή προς το μακρινό αντίβαρο των άστρων.» (σ. 37)

 «Πραγματικός τόπος γέννησης μας είναι εκείνος στον οποίο βλέπουμε για πρώτη φορά με καθαρό μάτι τον εαυτό μας. Πρώτες μου πατρίδες ήτανε τα βιβλία. Σ’ ένα μικρότερο βαθμό, τα σχολεία.» (σ. 45)

 «Το μεγάλο λάθος μας είναι πώς προσπαθούμε να αποσπάσουμε από τον καθένα αρετές που δεν έχει, παραμελώντας να του καλλιεργήσουμε εκείνες που έχει.» (σ. 54)

 «Η ζωή ήταν ένα άλογο που παντρεύεσαι τις κινήσεις του, αφού όμως πρώτα το προπονήσεις όσο μπορείς καλύτερα.» (σ.55)

 «Ορισμένα πλάσματα μετατοπίζουνε τα όρια του πεπρωμένου, αλλάζουν την ιστορία» (σ.105)

«Δεχόμουνα τον πόλεμο σαν ένα μέσο που θα έφερνε την ειρήνη, αν οι διαπραγματεύσεις δεν αρκούσαν γι’ αυτό, ακριβώς όπως ένας γιατρός παίρνει την απόφαση να καυτηριάσει αφού πρώτα δοκιμάσει όλα τα βότανα. Είναι τόσο περίπλοκα τα ανθρώπινα, που η ειρηνική ηγεμονία μου θα είχε, κι αυτή, τις πολεμικές περιόδους της, όμοια με τη ζωή ενός μεγάλου καπετάνιου, που θέλει δε θέλει, έχει κι αυτή τα ειρηνικά της διαλείμματα.» (σ.120)

 «Η εξαιρετική ευγένεια μου, στην οποία τα χυδαία πνεύματα διέκριναν μια μορφή αδυναμίας, δειλίας ίσως, φαινόταν τώρα σαν το λείο και στιλπνό θηκάρι της δύναμης. Με εξεθείαζαν που δεχόμουνα τόσο υπομονετικά τις αιτήσεις, που επισκεπτόμουν συχνά τα στρατιωτικά νοσοκομεία, που είχα μια φιλική οικειότητα με τους συνταξιούχους απόμαχους. Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δε διέφερε από τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίστηκα σ’ όλη μου τη ζωή τους δούλους μου και τους γεωργούς του κτήματος μου. Καθένας από εμάς έχει περισσότερες αρετές απ’ όσες νομίζουμε, αλλά μόνο η επιτυχία τις φέρνει στο φως, ίσως γιατί τότε περιμένουν να μας δουν να παύουμε να τις εξασκούμε. Όταν τα ανθρώπινα πλάσματα παραξενεύονται που κάποιος κοσμοκράτορας δεν είναι ανόητα άπονος, φαντασμένος ή σκληρός, ομολογούν τη χειρότερη αδυναμία τους.» (σ. 126-127)

«Όλοι οι λαοί που χάθηκαν ως τα σήμερα, χάθηκαν από μιαν έλλειψη γενναιοδωρίας. Η Σπάρτη θα επιζούσε πολύ περισσότερο, αν είχε κάνει τους είλωτες να ενδιαφερθούν για την επιβίωσή της. (…) Επιμένω: το πιο απόκληρο από τα πλάσματα, ο σκλάβος που καθαρίζει το βόρβορο των πόλεων, ο λιμασμένος βάρβαρος που περιτριγυρίζει τα σύνορα, πρέπει να έχουν το συμφέρον να δουν τη Ρώμη να διαρκεί. Αμφιβάλλω αν ολόκληρη η φιλοσοφία του κόσμου θα φτάσει ποτέ να καταργήσει τη δουλεία. Θα της αλλάξουν το πολύ πολύ όνομα. Μπορώ να φανταστώ μορφές δουλείας, χειρότερες από τη δική μας, γιατί θα είναι πιο δόλιες. Θα καταφέρουν είτε να μεταμορφώσουν τον άνθρωπο σε μια ηλίθια ικανοποιημένη από τον εαυτό της μηχανή, που θα πιστεύεται ελεύθερη τη στιγμή ακριβώς που θα υποτάσσεται, είτε θα του αναπτύξουν, αποκλειστικά με την άνεση και την ηδονή, μια τόσο παράφρονη κλίση προς την εργασία, όσο είναι και το πάθος των βαρβάρων για τον πόλεμο. Απ’ αυτή τη δουλεία του πνεύματος ή της φαντασίας του ανθρώπου, εξακολουθώ να προτιμώ την πραγματική δουλεία μας.» (σ.140)

 «Μερικοί άλλοι άνθρωποι είχαν διασχίσει τη γη πριν από μένα. Ο Πυθαγόρας, ο Πλάτωνας, καμιά δωδεκαριά σοφοί και αρκετοί τυχοδιώκτες. Ήταν η πρώτη φορά όμως που ο ταξιδιώτης ήταν ταυτόχρονα και αφέντης, απόλυτα ελεύθερος να δει, να μεταρρυθμίσει, να δημιουργήσει. Ήταν η τύχη μου, και αντιλαμβανόμουνα πώς θα μπορούσαν να περάσουν αιώνες προτού να ξανασυμπέσει να ταιριάξουν τόσο ευτυχισμένα ένα λειτούργημα, μια ιδιοσυγκρασία, ένας κόσμος. Και τότε κατάλαβα πόσο προνομιούχος είναι ένας άνθρωπος που είναι νέος, που είναι μόνος, πολύ λίγο παντρεμένος, δίχως παιδιά, δίχως σχεδόν προγόνους, ο Οδυσσέας χωρίς άλλη Ιθάκη από εκείνη που έχει μέσα του. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σου κάνω μιαν ομολογία που δεν την έχω κάνει σε κανέναν. Ποτέ μου δεν είχα το συναίσθημα ότι ανήκω απόλυτα σε κάποιο μέρος, ούτε και σε αυτή την πολυαγαπημένη μου Αθήνα, ούτε στη Ρώμη καν. Ξένος παντού, δεν ένιωθα ιδιαίτερα αποξενωμένος από κανέναν τόπο.» (σ.149)

«Η αφοσίωση του σε μια και μοναδική σκέψη, προίκιζε εκείνο το αγόρι των δεκαοχτώ χρονών με μια δύναμη αδιαφορίας που λείπει από τους σοφότερους.» (σ. 203)

«Ο θάνατος είναι αποτρόπαιος. Αλλά και η ζωή είναι. Τα πάντα μορφάζουνε.» (σ. 242)

«Κατάληγα να το βρίσκω φυσικό, αν όχι δίκαιο, ότι έπρεπε να χαθούμε. Τα γράμματα μας εξασθενούνε. Οι τέχνες μας αποκοιμιούνται. Ο Παγκράτης δεν είναι Όμηρος. Ο Αρριανός δεν είναι Ξενοφώντας. Όταν προσπάθησα ν’ αποθανατίσω στην πέτρα τη μορφή του Αντίνοου, δε βρήκα Πραξιτέλη. Οι επιστήμες μας βαδίζουνε σημειωτόν από την εποχή του Αριστοτέλη και του Αρχιμήδη. Η πρόοδος της τεχνολογίας μας δε θ’ αντέξει στις φθορές ενός μακροχρόνιου πολέμου. Η φιληδονία μας μάς κάνει ν’ αηδιάζουμε την ευτυχία. Τα ημερότερα ήθη, οι πιο προοδευτικές ιδέες αυτού του τελευταίου αιώνα, είναι έργα μιας ελάχιστης μειοψηφίας ωραίων πνευμάτων. Η μάζα, παραμένει αγράμματη, άγρια όταν μπορεί, οπωσδήποτε εγωίστρια και στενόμυαλη, και όλα δείχνουνε πως θα μείνει πάντα τέτοια. Πάρα πολλοί αχόρταγοι έμποροι και τελώνες, πάρα πολλοί δύσπιστοι συγκλητικοί πάρα πολλοί κτηνώδεις κεντυριώνες έχουν εκθέσει προκαταβολικά το έργο μας.» (σ. 284)

«Ένας από τους καλύτερους τρόπους να πλάσουμε ξανά τη σκέψη ενός ανθρώπου, είναι να ανασυγκροτήσουμε τη βιβλιοθήκη του.»


Marguerite Yourcenar, Αδριανού Απομνημονεύματα, μτφ. Χατζηνικολή Ιωάννα, Εκδ. Χατζηνικολή, 8η έκδοση.

* Αξίζει να διαβάσετε τις παρακάτω δυο εξαιρετικές αναρτήσεις του Ναυτίλου, αφιερωμένες στο συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά επίσης και τα σχόλια τους :

** Επίσης, επισκεφτείτε και μια σχετική ανάρτηση του QwfwqN.


ΠΗΓΗ: roadartist.blogspot.com


       ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ  -  ΠΗΓΕΣ         


 

"Σήμερα το πρωί κατέβηκα στο γιατρό μου Ερμογένη, που μόλις γύρισε στην Έπαυλη ύστερα από ένα αρκετά μακρόχρονο ταξίδι στην Ασία. Έπρεπε να εξεταστώ νηστικός. Κλείσαμε ραντεβού για τις πρώτες πρωινές ώρες. Ξαπλώθηκα σ' ένα κρεββάτι, αφού πρώτα γυμνώθηκα απ' το μανδύα κι' απ' το χιτώνιό μου. Σ' απαλλάσσω από λεπτομέρειες δυσάρεστες τόσο για σένα όσο και για μένα κι' από την περιγραφή του κορμιού ενός ανθρώπου, προχωρημένου στα χρόνια, που ετοιμάζεται να πεθάνει από υδρωπικία της καρδιάς. Ας πούμε μόνο πως έβηξα, πως ανάπνευσα και κράτησα την ανάσα μου σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ερμογένη, αναστατωμένου άθελά του από την τόσο γρήγορη εξέλιξη του κακού, κι' έτοιμου να ρίξει το φταίξιμο στο νεαρό Ιόλα που με φρόντιζε στην απουσία του".
(Απόσπασμα από το βιβλίο)

Η Γιουρσενάρ μέσα από τον βίο του πιο "Έλληνα" από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες ακυρώνει τον χρόνο που μας χωρίζει από τον ήρωά της. Όταν αναγνωρίζουμε, σαν φλέβα στο σώμα του βιβλίου της, αναφορές στη σάρκα ("αυτό το άλικο σύννεφο που έχει για αστραπή του την ψυχή"), στην ηδονή, στην ηθική, στην ευτυχία, στην αυτοχειρία, στα παρατημένα νεκροταφεία της μνήμης όπου κείνται, δίχως τιμές, νεκροί που πάψαμε ν' αγαπάμε, δεν ακούμε τη Γιουρσενάρ. Ούτε τη φανταζόμαστε σκυφτή να ψάχνει στις βιβλιοθήκες ή να επινοεί ευφυολογήματα για να ζωηρέψει τον ήρωα. Είναι ο Αδριανός που γράφει. Για να μας υπενθυμίσει, μέσα από ένα λόγο πυκνό, χυμώδη και λυτρωτικό, τη θέση του ανθρώπου που κάποτε, απογυμνωμένος από τον εγωισμό, τις αδυναμίες και τις ψευδαισθήσεις της νεότητας, θα κληθεί ν' αντιμετωπίσει τον θάνατο και να αναλογιστεί τον τρόπο που διαχειρίστηκε το μυστήριο της ζωής.
(Γιώργος Καρουζάκης, Ελευθεροτυπία, 12/8/2010)

Τα "Απομνημονεύματα του Αδριανού", η μυθιστοριοποιημένη αυτοβιογραφία του πρώτου ρωμαίου ελληνιστή αυτοκράτορα, είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο άφθαρτο και πολύτιμο. Εξισορροπεί ανάμεσα στον έρωτα και τη δικαιοσύνη, στην Ιστορία και το συναίσθημα, στον διαλογισμό και στο πάθος. Από όλους τους χαρακτήρες της Γιουρσενάρ, ο Αδριανός είναι ο πιο θαυμαστός. Ο Αδριανός είχε ό,τι ονειρεύτηκε: άντρες, γυναίκες, πολέμους, ειρήνη, την Ελλάδα, τη Ρώμη. Υπήρχε στον Αδριανό η ύψιστη εκλέπτυνση του Ελληνισμού, ο γοργά επερχόμενος μετα-ρωμαϊκός κόσμος.
(Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Τα Νέα, 30/7/2012)

* * *

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

 
 "Οι καλύτεροι νομομαθείς μας εργάζονται εδώ και μερικές γενιές έχοντας ως γνώμονα τη λογική. Έκανα, μόνος μου, μερικές απ' αυτές τις μεταρρυθμίσεις που είναι και οι μόνες σταθερές. Κάθε νόμος που παραβαίνεται υπερβολικά συχνά, είναι κακός. Στο νομοθέτη απόκειται να τον καταργήσει ή να τον τροποποιήσει, από φόβο μήπως η περιφρόνηση στην οποία έπεσε αυτή η τρελλή προσταγή, επεκταθεί και σ' άλλους, πιο δίκαιους νόμους. Οραματιζόμουνα μια συνετή περικοπή των περιττών νόμων, μια μικρή ομάδα σταθερά διατυπωμένων φρόνιμων αποφάσεων. Έμοιαζε σα να είχε φθάσει η στιγμή να επανεκτιμήσουμε όλες τις αρχαίες συνταγές, για το καλό της ανθρωπότητας"

"Αμφιβάλλω αν ολόκληρη η φιλοσοφία του κόσμου θα φτάσει ποτέ να καταργήσει τη δουλεία. Μπορώ να φανταστώ μορφές δουλείας, χειρότερες από τη δική μας, γιατί θα είναι πιο δόλιες. Θα καταφέρουν είτε να μεταμορφώσουν τον άνθρωπο σε μιαν ηλίθια ικανοποιημένη από τον εαυτό της μηχανή, που θα πιστεύεται ελεύθερη τη στιγμή ακριβώς που θα υποτάσσεται, είτε θα του αναπτύξουν, αποκλειστικά με την άνεση και την ηδονή, μια τόσο παράφρονη κλίση προς την εργασία, όσο είναι και το πάθος των βαρβάρων για τον πόλεμο"

"Είμαστε υπάλληλοι του Κράτους, δεν είμαστε Καίσαρες. Εκείνη η ενάγουσα που μια μέρα αρνήθηκα ν' ακούσω ως το τέλος, είχε δίκιο, όταν μου φώναξε πως αν μου έλειπε χρόνος να την ακούσω, μου έλειπε χρόνος να κυβερνήσω". **
(** Από τις σελίδες 138, 140 και 146, αντίστοιχα, του βιβλίου)



Είναι δύσκολο να παραμείνει κανείς αυτοκράτορας μπροστά σ' ένα γιατρό, όπως είναι δύσκολο να διατηρήσει και την ανθρώπινη ιδιότητά του. (σελ. 11).

Η λαϊκή παράδοση δε γελάστηκε, όταν έβλεπε πάντα στον έρωτα μια μορφή μύησης, ένα από τα σημεία συνάντησης του μυστικού με το ιερό. (σελ. 22).

Δεν μ' αρέσει να πιστεύει ένα πλάσμα ότι μπορεί να προεξοφλεί τις επιθυμίες μου, να τις προβλέπει, να προσαρμόζεται μηχανικά σ' αυτό που υποθέτει ως εκλογή μου. (σελ. 25).

Η αλήθεια που σκοπεύω να εκθέσω εδώ, δεν είναι ιδιαίτερα σκανδαλώδης, ή δεν είναι πέρα από το σημείο όπου κάθε αλήθεια αποτελεί και ένα σκάνδαλο. Δεν περιμένω από τα δέκα επτά χρόνια σου να καταλάβουν κάτι απ' όλα αυτά. Παρ' όλα αυτά, επιμένω να σε μορφώσω, να σε κλωνίσω επίσης. Οι παιδαγωγοί σου, που σου τους διάλεξα μόνος μου, σου έχουν δώσει αυτήν την αυστηρή, την προσεγμένη, την ίσως πολύ προστατευμένη μόρφωση από την οποία τελικά περιμένω ένα μεγάλο καλό για σένα τον ίδιο και για το Κράτος. Εδλω σου προσφέρω, σαν μια επανόρθωση, μιαν αφήγηση απαλλαγμένη από προμελευημένες ιδέες και αφηρημένες αρχές, φτιαγμένη από την εμπειρία ενός μόνου ανθρώπου, που είμαι εγώ.. Αγνοώ σε ποιά συμπεράσματα θα με παρασύρει αυτή η αφήγηση. Βασίζομαι πάνω σε αυτή την επιθεώρηση των γεγονότων για να προσδιοριστώ, να κριθώ ίσως, ή να γνωρίσω τουλάχιστον καλύτερα τον εαυτό μου προτού πεθάνω.
Σαν όλο τον κόσμο, δεν έχω στην διάθεσή μου παρά τρία μέσα για ν' αποτιμήσω την ανθρώπινη ύπαρξη: τη μελέτη του εαυτού μου, που είναι η πιο δύσκολη, η πιο επικίνδυνη αλλά και η πιο γόνιμη από τις μεθόδους, την παρατήρηση των άλλων, που τις περισσότερες φορές καταφέρνουν να μας κρύψουν τα μυστικά τους, ή να μας κάνουν να πιστέψουμε πως έχουνε, και τα βιβλία με τις ειδικά λανθασμένες προοπτικές που μας ανοίγουν μέσα από τις γραμμές τους. Διάβασα όλα σχεδόν όσα έγραψαν οι ιστορικοί μας, και οι ποιητές μας, αν και αυτοί οι τελευταίοι έχουν τη φήμη ελαφρών, και ίσως τους χρωστάω περισσότερες πληροφορίες απ' όσες συνέλεξα μόνο μου στις αρκετά ποικίλες καταστάσεις της ίδιας μου της ζωής. Ο γραπτός λόγος μ' έμαθε ν' ακούω την ανθρώπινη φωνή, ακριβώς όπως οι μεγαλοπρεπείς ακίνητες στάσεις των αγαλμάτων με μέθανε να εκτιμώ τις κινήσεις, και αντίστροφα, στη συνέχεια, η ζωή μου φώτισε τα βιβλία.
 (σελ. 31-32).

[...] όλα όσα θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε για να βλάψουμε τους ομοίους μας ή για να τους εξυπηρετήσουμε γίνανε, έστω και για μια μόνο φορά, από κάποιον Έλληνα. Το ίδιο και με τις προσωπικές μας επιλογές: από τον κυνισμό ως τον ιδεαλισμό, από το σκεπτικισμό του Πύρρωνα ως τα ιερά όνειρα του Πυθαγόρα, οι αρνήσεις μας ή οι αποδοχές μας έχουν ξαναγίνει. Οι διαστροφές μας και οι αρετές μας έχουν ελληνικά πρότυπα. Τίποτα δεν φτάνει την ομορφιά μιας αναθηματικής ή μιας επικήδειας λατινικής επιγραφής. Αυτά τα λίγα λόγια, τα σκαμμένα πάνω στην πέτρα, συνοψίζουν με μιαν απρόσωπη μεγαλοπρέπεια όλα όσα έχει ανάγκη να μάθει ο κόσμος για μας. Λατινικά κυβέρνησα την αυτοκρατορία μου. Ο επιτάφιος μου θα χαραχτεί στα λατινικά στον τοίχο του μαυσωλείου μου στις όχθες του Τίβερη, αλλά ελληνικά έχω σκεφτεί και ζήσει. (σελ. 48).

Και λίγοι είναι αυτοί που δεν μπορούν να διδαχτούνε τίποτε σωστά. Το μεγάλο λάθος μας είναι πως προσπαθούμε ν' αποσπάσουμε από τον καθένα αρετές που δεν έχει. (σελ. 54).

Όσο για μένα, αναζήτησα την ελευθερία πιο πολύ από τη δύναμη, και τη δύναμη μόνο γιατί ως ένα σημείο ευνοεί την ελευθερία. (σελ. 55).

Όταν έχει κανείς δίκαιο πάρα πολύ νωρίς, έχει άδικο. (σελ. 105).

Έμποροι σχολίαζαν τα νέα μας στην ανταύγεια της θράκας που έψηναν το φαϊ τους, και κάθε πρωί ξαναφόρτωναν την πραμμάτειά τους για αν μεταφέρουνε σε άγνωστες χώρες μερικές σκέψεις μας, μερικές λέξεις μας, συνήθειες αποκλειστικά δικές μας που θα κυρίευαν, σιγά σιγά, τη σφαίρα, πολύ πιο σταθερά από τις εκστρατείες των λεγεώνων μας. (σελ. 118).

Όταν τα ανθρώπινα πλάσματα παραξενεύονται που κάποιος αυτοκράτορας δεν είναι ανόητα άπονος, φαντασμένος ή σκληρός, ομολογούν τη χειρότερη αδυναμία τους. (σελ. 127).

Προσβάλλουμε τους άλλους, όταν περιφρονούμε τις χαρές τους. Αν το θέαμα μ' αποκαρδίωνε, η προσπάθειά μου να το αντέξω ήταν για μένα μια άσκηση πιο πολύτιμη από τη μελέτη του Επίκτητου. (σελ. 129).

Αμφιβάλλω αν ολόκληρη η φιλοσοφία του κόσμου θα φτάσει ποτέ να καταργήσει τη δουλεία. Μπορώ να φανταστώ μορφές δουλείας, χειρότερες από τη δική μας, γιατί θα είναι πιο δόλιες. Θα καταφέρουν είτε να μεταμορφώσουν τον άνθρωπο σε μιαν ηλίθια ικανοποιημένη από τον εαυτό της μηχανή, που θα πιστεύεται ελεύθερη τη στιγμή ακριβώς που θα υποτάσσεται, είτε θα του αναπτύξουν, αποκλειστικά με την άνεση και την ηδονή, μια τόσο παράφρονη κλίση προς την εργασία, όσο είναι και το πάθος των βαρβάρων για τον πόλεμο. (σελ. 140).

Από τη στιγμή που άρχισε να μετράει στη ζωή μου, η τέχνη έπαψε νάναι πολυτέλεια και έγινε καταφύγιο, μορφή αγωγής. (σελ. 158).

Μέσα σ' ένα κόσμο στον οποίο θα βασιλεύει η τάξη, να έχουν οι φιλόσοφοι τη θέση τους και οι χορευτές τη δική τους. Αυτό το ιδανικό, ταπεινό σε τελευταία ανάλυση, θα το αγγίζαμε αρκετά συχνά, αν οι άνθρωποι αφιερώνανε στην υπηρεσία του ένα μέρος από την ενέργεια που ξοδεύουν σε ηλίθια ή άγρια έργα. (σελ. 161).

Σε κάθε άνθρωπο, στη σύντομη ζωή του, ανήκει το αίώνιο δικαίωμα της επιλογής ανάμεσα στην ακούραστη ελπίδα και στη σοφή απουσία της, στα θαύματα του χάους και της σταθερότητας, ανάμεσα στον Τιτάνα και στον Ολύμπιο. Να επιλέξει ανάμεσά τους, ή να φθάσει μια μέρα να τα ταιριάξει το ένα με το άλλο. (σελ. 163).

Πάλεψα, όσο μπορούσα, για να τονώσω μέσα στον άνθρωπο το συναίσθημα του Θεού χωρίς ωστόσο να θυσιάσω σ' αυτό τον ίδιο τον άνθρωπο. Η ευτυχία μου, ήταν η πληρωμή μου. (σελ. 194).

Όσο πήγαινε, αισθανόμουν πιο έντονα την απόλυτη ανάγκη να συγκεντρώσω και να διατηρήσω τα αρχαία κείμενα, ν' αναθέσω σ' ευσυνείδητους γραφιάδες να κάνουν καινούργια αντίγραφα. Αυτήν την όμορφη αποστολή δεν τη θεωρούσα καθόλου λιγότερο επείγουσα από τη βοήθεια προς τους απόμαχους ή τη συμπαράσταση προς τις πολύτεκνες και φτωχές οικογένειες. Αναλογιζόμουν πως μερικοί πόλεμοι, η αθλιότητα που τους ακολουθεί, μια περίοδος χυδαιότητας και αγριότητας κάτω από μερικούς κακούς πρίγκηπες, θα ήτανε αρκετοί για να χαθούνε για πάντα οι σκέψεις που φτάσανε ως εμάς μ ' αυτά τα λεπτεπίλεπτα αντικείμενα, τα φτιαγμένα από ίνες και μελάνη. Πιστεύω πως κάθε άνθρωπος που είχε λίγο πολύ την τύχη να επωφεληθεί απ' αυτήν την κληρονομιά του πολιτισμού, έχει την υποχρέωση να την προστατεύει για το ανθρώπινο γένος. (σελ. 252-253).

Οι ερασιτέχνες της ομορφιάς, που είχαν συρρεύσει πριν από μένα σε τούτη την πόλη, είχαν περιοριστεί να θαυμάζουνε τα μνημεία δίχως να τους ανησυχεί η αθλιότητα των κατοίκων της που αύξανε σταθερά. Έκανα ό,τι μπορούσα για να πολλαπλασιάσω τους πόρους αυτής της φτωχής γης. (σελ.262).

Έβλεπα να ξαναγυρνάνε οι άγριοι κώδικες, οι ανελέητοι θεοί, ο αδιαφιλονίκητος δεσποτισμός των βαρβάρων πριγκήπων. Έβλεπα τον κόσμο να κομματιάζεται σε εχθρικά κράτη, αιώνια στις άρπαγες της ανασφάλειας. Άλλοι σκοποί, που θα τους απειλούσαν άλλα βέλη, θα περιπολούσαν μελλοντικές πολιτείες. Το βλακώδες, αναίσχυντο και απάνθρωπο παιχνίδι θα συνεχιζόταν, και, γερνώντας το γένος, αναμφίβολα, θα πρόσθετε κι άλλα ραφιναρίσματα τρόμου σ' αυτό. Σε σύγκριση, η εποχή μας που είμαι σε θέση να γνωρίζω καλύτερα απ' οποιονδήποτε άλλον τις ανεπάρκειες και τα ελαττώματά της, ίσως κάποτε θεωρηθεί σαν ένας από του χρυσούς αιώνες της ανθρωπότητας. (σελ. 283).

Ήξερα καλά ότι αυτή η μικρή κοιλάδα, η φυτεμένη ελιές, δεν ήταν τα Τέμπη, αλλά έφθανα στην ηλικία όπου κάθε ωραίο μέρος μας θυμίζει κάποιο άλλο, πιο ωραίο, όπου σε κάθε απόλαυση προστίθεται η ανάμνηση κάποιας περασμένης απόλαυσης. Δέχθηκα να παραδοθώ σε αυτή τη νοσταλγία, που είναι η μελαγχολία της επιθυμίας. (σελ. 294).

Υπήρχε υπερβολή μέσα σ' όλα αυτά, αλλά η υπερβολή είναι μια αρετή στα δεκαεπτά χρόνια. (σελ. 312).

Υπάρχουν περισσότερες από μια σοφίες και είναι όλες αναγκαίες στον κόσμο. Δεν είναι κακό να εναλλάσσονται. (σελ. 314).

Η ψυχή μου, αν έχω μια, είναι πλασμένη από την ίδια ουσία με τα φαντάσματα. (σελ. 334).

Το μέλλον του κόσμου δεν με ανησυχεί πια. Δεν προσπαθώ πια να υπολογίσω με αγωνία τη μακρόχρονη ή όχι διάρκεια της ρωμαϊκής ειρήνης. Αφήνω τους θεούς να τα κανονίσουνε. Όχι γιατί απέκτησα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη τους, που δεν είναι η δική μας, ή περισσότερη πίστη στη σοφία των ανθρώπων. Το αντίθετο αληθεύει. Η ζωή είναι απαίσια. Το γνωρίζουμε. Αλλά ακριβώς γιατί δεν περιμένω πολλά από την ανθρώπινη φύση, οι λίγες πρόοδοι, οι προσπάθειες για μια νέα αρχή, μια συνέχεια, μου φαίνονται σαν θαύματα που σχεδόν μ΄αποζημιώνουνε για την τεράστια μάζα των δεινών, των αποτυχιών, της αδιαφορίας και της πλάνης. Οι καταστροφές και τα ερείπια θάρθουν. Η αταξία θα θριαμβεύσει, αλλά από καιρό σε καιρό και η τάξη. Η ειρήνη θα στεριώσει και πάλι ανάμεσα σε δυο περιόδους πολέμου. Οι λέξεις ελευθερία, ανθρωπιά, δικαιοσύνη, θα ξαναβρισκουν εδώ και κεί το νόημα που επιχειρήσαμε να τους δώσουμε. Τα βιβλία μας, δεν θα χαθούν όλα. Θα επισκευάσουμε τα ραγισμένα αγάλαμτά μας. Άλλοι τρούλλοι και άλλα αετώματα θα γεννηθούν από τους τρούλλους και τ' αετώματά μας. Μερικοί άνθρωποι θα σκεφτούν, θα αισθανθούν σαν και μας. Τολμώ να βασίζομαι σ' αυτούς τους συνεχιστές, τους σπαρμένους σ' ακανόνιστα διαστήματα κατά μήκος των αιώνων, πάνω σ' αυτή τη διακεκομμένη αθανασία. Αν οι βάρβαροι γίνουν κάποτε κύριοι της αυτοκρατορίας του κόσμου, θ' αναγκαστούνε να υιοθετήσουν ωρισμένες μεθόδους μας. Θα καταλήξουν να μας μοιάσουν. (σελ. 338-339).

 ΠΗΓΗ: http://selideslogotexnias.blogspot.com/2010/08/marguerite-yourcenar.html

* * *