Βήματα πριν τον Εμφύλιο: Αντίποινα των Δυνάμεων Κατοχής στην Ελλάδα, 1941-1944.
Γερμανοί στρατιώτες με φόντο το φλεγόμενο Δίστομο
Βήματα πριν τον Εμφύλιο: Αντίποινα των Δυνάμεων Κατοχής στην Ελλάδα, 1941-1944.
Βήματα πριν τον Εμφύλιο: Αντίποινα των Δυνάμεων Κατοχής στην Ελλάδα, 1941-1944.
Ο όρος «αντίποινα» υποδηλώνει τις συλλογικές ποινές που επέβαλαν οι αρχές Κατοχής στον άμαχο πληθυσμό. Δεν αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα αλλά εντάσσονται στη λογική της φασιστικής βίας και στην καθυπόταξη των πληθυσμών στην εξουσία του Άξονα. Στα πλαίσια του διεξαγόμενου «ολοκληρωτικού πολέμου» παραμερίστηκε κάθε έννοια ανθρωπίνου δικαίου με ύψιστο στόχο την εξοικονόμηση πολύτιμου γερμανικού αίματος. Η διαταγή του «Διοικητή Ενόπλων Δυνάμεων Νοτιοανατολικής Ευρώπης» στις 28 Οκτωβρίου 1942 είναι χαρακτηριστική από αυτή την άποψη: Όλες οι εμφανιζόμενες εχθρικές ομάδες θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξοντωθούν μέχρι τον τελευταίο άνδρα. [...] Πρόκειται για έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Η υποστήριξη απόψεων, όπως η ακόλουθη: «ο ηρωισμός ενός λαού που αγαπάει την ελευθερία» είναι άτοπη. Πρόκειται για πολυτιμότατο γερμανικό αίμα. Γι αυτό αναμένω από κάθε διοικητή, με τη δική του συμμετοχή να φροντίσει, ώστε να εφαρμοστεί αυτή η διαταγή από τα στρατεύματα χωρίς καμία εξαίρεση και με τα σκληρότερα μέσα. [...] (1.)
Γερμανοί στρατιώτες στο Ερέχθειο στην Ακρόπολη των Αθηνών
Απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή των εντολών της ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης ήταν φυσικά η πειθήνια συμμόρφωση των Γερμανών στρατιωτών. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο φιλελληνισμός και η αρχαιολατρία της ναζιστικής ιδεολογίας έδωσαν τη θέση τους σε φυλετικά στερεότυπα σύμφωνα με τα οποία οι αντάρτες ήταν ληστές που ενδημούσαν στην περιοχή, προέρχονταν από έναν πρωτόγονο πληθυσμό και δεν είχαν κάποιο κώδικα στρατιωτικής τιμής. Αυτή η θεώρηση των ανταρτών ως φυλετικά κατώτερων φανατικών συνέβαλε στην άμβλυνση των αναστολών των στρατιωτικών μονάδων όσο αφορά στην επιβολή σκληρών μέτρων(2.).
Η πλήρης κάλυψη της «βίαιης συμπεριφοράς» των στρατιωτών του Άξονα σε επιχειρήσεις κατά των «συμμοριτών» από την ηγεσία τους διευκόλυνε πράξεις αυθαίρετες και ανεξέλεγκτες. Σύμφωνα με διαταγή που εξέδωσε στις 16 Δεκεμβρίου 1942 ο Γερμανός στρατάρχης Κάιτελ : [Ανθρωπιστικές] επιφυλάξεις οποιουδήποτε είδους αποτελούν έγκλημα εναντίον του γερμανικού έθνους. Κανένας Γερμανός στρατιώτης, ο οποίος συμμετέχει σε επιχειρήσεις εναντίον των συμμοριτών και των συνεργατών τους, δεν θα λογοδοτήσει για τη βίαιη συμπεριφορά του από πειθαρχικής και νομικής απόψεως(3.).
Στον αμείλικτο αγώνα εναντίον των ανταρτών δεν έλειπαν και οι «μοιραίες παρεξηγήσεις» καθώς σε περίπτωση που υπήρχαν αμφιβολίες η γερμανική διοίκηση ενθάρρυνε τους στρατιώτες «πρώτα να πυροβολήσουν»(4.). Η έλλειψη γραπτών διαταγών απέσειε οποιαδήποτε έννοια υπευθυνότητας από τους διοικητές και τους στρατιώτες για τα εγκλήματα που πραγματοποιούσαν.
Πινακίδα στο χωριό Κάνδανος Χανιών που ανεφέρεται στην ολοκληρωτική καταστροφή του χωριού από τους Γερμανούς
Μπορούν να διακριθούν τρεις φάσεις στην επιβολή των αντιποίνων:
Η πρώτη φάση άρχισε με την έναρξη της κατοχικής περιόδου και αφορούσε περιπτώσεις μαζικής αντίστασης του άμαχου πληθυσμού λόγω της ενεργού συμμετοχής των κατοίκων στην απόκρουση της γερμανικής επίθεσης. Σε αυτή τη φάση εντάσσονται τα αντίποινα ύστερα από τη Μάχη της Κρήτης ή ύστερα τις πρώτες αντιστασιακές ενέργειες στη Μακεδονία (Δοξάτο Δράμας).
Η δεύτερη φάση, έως τις αρχές του 1943, αποτελεί μεταβατική περίοδο καθώς χαρακτηρίζεται από την απουσία μαζικών αντιποίνων. Με τη διάσπαση του Άξονα, τη συνθηκολόγηση των Ιταλών και την επακόλουθη ανάληψη από τους Γερμανούς των ευθυνών για τη χώρα, οι γερμανικές δυνάμεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με το ζήτημα της αντίστασης.
Η τρίτη φάση των αντιποίνων ξεκίνησε εκείνη την περίοδο, όταν το αντιστασιακό κίνημα άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του και να είναι σε θέση να πραγματοποιεί επιθέσεις εναντίον των δυνάμεων κατοχής. Η Βιάννος, τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, το Κομμένο και άλλα χωριά σε ολόκληρη τη χώρα έγιναν στόχος της ναζιστικής τρομοκρατίας και έχασαν μέρος του πληθυσμού τους με τον τυφεκισμό εκατοντάδων ανδρών και μαζικές εκτελέσεις αμάχων. Γενικότερα αυτή την περίοδο σε όλη την Ευρώπη, οι Γερμανοί στρατιωτικοί υιοθέτησαν μια σκληρότερη στάση απέναντι στα αντάρτικα κινήματα των κατεχόμενων χωρών.
Είναι αρκετά διαδεδομένος ο μύθος του Ιταλού στρατιώτη ως brava gente (καλού παιδιού) και η άποψη της ηπιότερης ιταλικής κατοχής. Σύμφωνα με την Ιταλίδα ιστορικό Lidia Santarelli, o μύθος αυτός είναι μία κατασκευή που απεικονίζει την έμφαση της εθνικής αφήγησης στον αντιφασιστικό αγώνα 1943-44 και ευνοήθηκε από την έλλειψη αναγνώρισης της ευθύνης της Ιταλίας για εγκλήματα τα οποία διαπράχθηκαν από τον Άξονα κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, γεγονός που απέρρεε και από τον αμφιλεγόμενο ρόλο της Ιταλίας στον πόλεμο(5.). Ωστόσο σύμφωνα με τους δικαστές υπεύθυνους για τη διερεύνηση των εγκλημάτων πολέμου, η στάση των Ιταλών απέναντι στον ελληνικό πληθυσμό με εξαίρεση τη συμπεριφορά τους απέναντι στους Εβραίους, λίγο διέφερε από αυτή των Γερμανών συμμάχων τους(6.). Ο βομβαρδισμός αστικών περιοχών, η απομύζηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, οι λεηλασίες στα χωριά, η λειτουργία του στρατοπέδου συγκέντρωσης στη Λάρισα αποτελούν παραδείγματα εγκληματικής δράσης του Ιταλικού στρατού απέναντι στους κατεχόμενους ελληνικούς πληθυσμούς
Τσαριτσάνη,Θεσσαλίας: Ένα απ' τα χωριά που έκαψε και λεηλάτησε ο ιταλικός στρατός κατοχής σε αντίποινα για το αυξανόμενο κίνημα εθνικής αντίστασης
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1943 πραγματοποιήθηκαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Ιταλών στη Θεσσαλία και στη Στερεά. Ιταλοί στρατιώτες έκαψαν χωριά, εκτέλεσαν κατοίκους και λεηλάτησαν αγροτικές περιουσίες. Έλληνες αγρότες και εργάτες στα ορυχεία εγκατέλειψαν τις οικίες τους και αναζήτησαν καταφύγιο στα ορεινά. Σύμφωνα ωστόσο με την άποψη των γερμανών συμμάχων τους, η διάθεση των Ιταλών να πολεμήσουν τους αντάρτες αποφασιστικά παρέμενε χαμηλή το 1943, ακόμα και όταν από στρατηγικής άποψης ήταν επείγον να υπάρχει ισχυρός έλεγχος στα μετόπισθεν εν αναμονή της συμμαχικής απόβασης. Στην όποια τρομοκρατία ασκούσαν τους έλειπε η «γερμανική σχολαστικότητα» ενώ κατά τις γερμανικές σημαντικός αριθμός Ιταλών αξιωματικών ήταν επιρρεπής στη νωχέλεια. Ο αρχηγός της 11ης Ιταλικής Στρατιάς Τζελόζο έκανε ανοιχτή κριτική στην τακτική των Γερμανών να παίρνουν ομήρους με τυχαίο τρόπο ανεξάρτητα από την ηλικία και το φύλο τους και να τους εκτελούν ως αντίποινα για τη δράση των ανταρτών. Ο ίδιος αρνήθηκε να εισάγει μία τέτοια απεχθή διαδικασία(7.). Οι όποιες αντιρρήσεις του κάμφθηκαν γρήγορα καθώς σύμφωνα με δική του διαταγή επιβλήθηκαν μια σειρά από καταπιεστικά μέτρα την άνοιξη και το καλοκαίρι 1943. Οι διαταγές βασίστηκαν στην άποψη ότι για να καμφθεί το ελληνικό αντιστασιακό κίνημα πρέπει να εξαλειφθούν ολόκληρες τοπικές κοινότητες. Είχε προηγηθεί ένα από τα χειρότερα εγκλήματα πολέμου του Ιταλικού στρατού κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, η σφαγή 150 κατοίκων στο θεσσαλικό χωριό Δομένικο στις 16-17 Φεβρουαρίου 1943 από άνδρες της Μεραρχίας Πινερόλο.
Μαχητές του ΕΛΑΣ
Οι Γερμανοί ακολούθησαν μία σαφώς πιο ενεργή αντιανταρτική πολιτική από ότι οι Ιταλοί προκάτοχοί τους. Ήδη πριν από την αποχώρηση των Ιταλών ο διοικητής της στρατιάς Ε και ανώτερος διοικητής της Νοτιανατολικής Ευρώπης Αλεξάντερ Λερ είχε σχεδιάσει μια πιο συστηματική προσέγγιση των αντιανταρτικών επιχειρήσεων. Από το φθινόπωρο 1943 πραγματοποιήθηκαν ευρείας κλίμακας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις καθώς είχε αποδειχθεί ότι οι εξορμήσεις μικρών γερμανικών αποσπασμάτων στην ύπαιθρο και η κατασκευή οχυρών σημείων κατά μήκος των ζωτικής σημασίας αρτηριών ήταν και ανεπιτυχείς και επικίνδυνες. Κατά τη διάρκεια του 1943 πραγματοποιήθηκαν γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον κεντρικό κορμό της Πίνδου και στη Νότια Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι συνολικά 17 μεραρχίες του γερμανικού στρατού και ποικίλα βοηθητικά σώματα απασχολούνταν στη Βαλκανική Χερσόνησο εκτός από το στρατό της Βουλγαρίας και των φιλοαξονικών δυνάμεων. Η περιοχή της Πίνδου ήταν ραχοκοκαλιά της Εθνικής Αντίστασης. Πολλοί ήταν οι λόγοι που συνέτειναν σε αυτό. Η σημαντική παράδοση αυτονομίας των τοπικών κοινωνιών και η κληρονομιά των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων, καθώς η Πίνδος αποτέλεσε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας βάση και ορμητήριο των κλεφταρματωλών, το ορεινό ανάγλυφο που ευνοούσε στρατηγικά την ανάπτυξη του αντάρτικου και κυρίως η διάθεση και η διαθεσιμότητα των τοπικών κοινωνιών να συμμετέχουν και να στηρίξουν το αντιστασιακό κίνημα κατέστησαν την Πίνδο επίκεντρο της αντάρτικης δραστηριότητας.
Χάρτης των Μαρτυρικών Χωριών.
Στόχος των Γερμανών ιδιαίτερα μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών το καλοκαίρι 1943 ήταν αφενός να κρατηθεί ανοικτή και να ελέγχεται η βασική αρτηρία Γιάννενα – Μέτσοβο – Καλαμπάκα και αφετέρου να στραγγαλιστεί οικονομικά το αντάρτικο. Ο δεύτερος στόχος αποτέλεσε αντικείμενο μεθοδικού σχεδιασμού από την πλευρά των Γερμανών και είχε καταστροφικές συνέπειες για την παραγωγική υποδομή της υπαίθρου. Ο κύριος σκοπός ήταν να καταστραφούν οι βάσεις για τη διατροφή των ανταρτών. Στο πλαίσιο της εκκαθαριστικής επιχείρησης Πάνθηρας του 22ου Ορεινού Σώματος του Γερμανικού Στρατού στην Πίνδο από τις 18 Οκτωβρίου – 5 Νοεμβρίου 1943 πυρπολήθηκαν περίπου 3.800 σπίτια αλλά και 2.300 αποθηκευτικοί χώροι (αχυρώνες και στάβλοι) και εξοντώθηκαν παραγωγικά και μεταφορικά ζώα. Η λεηλασία ήταν ολοκληρωτική και πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να επιβιώσουν σε αυτοσχέδιες καλύβες. Μέχρι το τέλος του πολέμου καταστράφηκαν στην Ήπειρο 147 χωριά με σύνολο 85.000 κατοίκους και καταγράφηκαν 5.200 πυρπολημένες οικίες και 1.746 νεκροί. Η ήδη ελλειμματική παραγωγή της περιοχής ενέτεινε το πρόβλημα της επιβίωσης των κατοίκων της(8.). Ανάλογες καταστροφές σε παραγωγικές δομές έγιναν και σε άλλες περιοχές της χώρας. Σύμφωνα με μία εκτίμηση το αποτέλεσμα των επιχειρήσεων του φθινοπώρου 1943 ήταν περισσότερα από 1.700 καμένα χωριά, κυρίως στο χώρο της Πίνδου, εκτεταμένες εκτελέσεις και ανυπολόγιστες καταστροφές(9.).
Παράλληλα με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των αντάρτικων σωμάτων οι Γερμανοί προέβησαν σε εκτεταμένα αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Εφαρμόζοντας το δόγμα της συλλογικής ευθύνης των κατοίκων μιας περιοχής όπου δρούσαν αντάρτες, ο γερμανικός στρατός δεν έκανε κανένα διαχωρισμό ανάμεσα σε ένοπλους και άοπλους, αλλά στοχοποιούσε το σύνολο του πληθυσμού. Η σύλληψη ομήρων ή κρατουμένων ήταν η πιο ήπια μορφή μιας πρακτικής η οποία συχνά έπαιρνε εξαιρετικά βίαιες μορφές. Επιθέσεις εναντίον Γερμανών στρατιωτών, ενέδρες, πράξεις δολιοφθοράς, εξιλεώνονταν με εκτελέσεις ή άλλης μορφής αντίποινα όπως η πυρπόληση χωριών ή οικιών, η αναγκαστική μετοίκηση πληθυσμών, η κράτηση ομήρων αλλά και κάθε είδους περιορισμοί σε ώρες ελεύθερες κυκλοφορίες ή ακόμα και ποινές σε χρήμα.
Γερμανοί Αξιωματικοί εκπαιδεύουν Ταγματασφαλίτες
Λίγους μήνες πριν από την απελευθέρωση της χώρας οι γερμανικές αρχές κατοχής μετήλθαν οποιουδήποτε μέσου προκειμένου να ενσπείρουν τον τρόμο και να αποτρέψουν τη συμμετοχή του πληθυσμού σε επιθέσεις εναντίον της Βέρμαχτ. Σε αυτά τα πλαίσια με τη δικαιολογία της καταδίωξης των ανταρτών παρακρατικές ομάδες οι οποίες συνεργάζονταν με τους Γερμανούς ανέλαβαν να συνδράμουν ενεργά τον τακτικό γερμανικό στρατό στην εφαρμογή «μέτρων εξιλασμού». Επιδόθηκαν σε ακραίες συμπεριφορές εναντίον των αμάχων ξεπερνώντας σε πολλές περιπτώσεις σε αγριότητα και τους ίδιους τους Γερμανούς, όπως για παράδειγμα ο Σούμπερτ και οι άνδρες του, οι οποίοι αφού είχαν δράσει στην Κρήτη, εγκαταστάθηκαν σε στρατηγικής σημασίας περιοχές της Μακεδονίας προσπαθώντας να κρατήσουν τον ΕΛΑΣ μακριά από τις πόλεις και τους οδικούς άξονες. Ανεξάρτητα από το όποιο πρόσχημα αντικομμουνισμού, οι περισσότερες επιδρομές ήταν καθαρά ληστρικές και στόχευαν σε λεηλασία των αγροτικών προϊόντων και του πλούτου των χωριών. Όταν η σύγκρουση ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις και τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους μεταφέρθηκε από τα βουνά στις πόλεις, οι λεηλασίες χωριών και οι αναίτιες επιθέσεις εναντίον των αμάχων παρουσίασαν σημαντική αύξηση. Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν μέχρι την παραμονή της αποχώρησης των Γερμανών χωρίς να κατορθώσουν να επιτύχουν τον αρχικό τους στόχο που ήταν η εξουδετέρωση της Αντίστασης. Οι Γερμανοί στρατιωτικοί διαπίστωσαν με απογοήτευση την ενδυνάμωση του ανταρτικού κινήματος που τροφοδοτούνταν διαρκώς από την εχθρότητα και το μίσος της πλειοψηφίας του άμαχου πληθυσμού προς τις κατοχικές δυνάμεις.
Εκτελεσθέντες κάτοικοι του χωριού Κοντομαρί, Κρήτης
Εκτιμώντας τον συνολικό φόρο αίματος των Ελλήνων απόρρητη έκθεση της γερμανικής Στρατιάς Ε έκανε λόγο για 25.435 φονευθέντες Έλληνες στην περίοδο Ιουνίου 1943 – Σεπτεμβρίου 1944(10.). Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν οι περίπου 3.000 εκτελεσθέντες των πρώτων 25 μηνών της γερμανικής κατοχής στην Κρήτη, Μακεδονία και Αττική και οι νεκροί από τα ανάλογα «μέτρα» των Ιταλών. Επιπρόσθετα πρέπει να υπολογιστεί και ένα υψηλό ποσοστό από τους 25.728 συλληφθέντες τους οποίους αναφέρει η έκθεση χωρίς περεταίρω διευκρίνιση για την τύχη τους. Σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις υπολογίζεται ότι έως το τέλος της Κατοχής πάνω από χίλια χωριά είχαν ισοπεδωθεί και ένα εκατομμύριο Έλληνες είχαν πληγεί από τις γερμανικές στρατιωτικές επιδρομές σε ολόκληρη τη χώρα(11.).
Τα τελευταία χρόνια αναβιώνει μία συζήτηση σχετικά με την «ευθύνη» των αντιστασιακών οργανώσεων και τις συνέπειες της δράσης τους στον άμαχο πληθυσμό. Οι επίδοξοι αναθεωρητές της ιστορίας αποτιμώντας το ρόλο και την προσφορά της Αντίστασης υποστηρίζουν ότι τα οφέλη της περιορίζονται σε συμβολικό επίπεδο χωρίς η Αντίσταση να έχει καταφέρει να επιτύχει τους στόχους της. Το κόστος που πλήρωσαν οι Γερμανοί ήταν μικρό ενώ αντίθετα τα αντίποινα που προκάλεσε η Αντίσταση ήταν αιματηρά(12.).
Σύνθημα του ΕΑΜ στον τοίχο οικίας που προτρέπει τον κόσμο σε απεργία, λόγω της φήμης πως η δωσίλογη κυβέρνηση θα προχωρούσε σε πολιτική επιστράτευση εργατών
Η συζήτηση αυτή αμφισβητεί και απαξιώνει την ίδια την αναγκαιότητα της αντιστασιακής δράσης απέναντι σε αυθαίρετη και βίαια εξουσία. Οι Γερμανοί προέβαιναν σε αντίποινα ακριβώς γιατί η αντιστασιακή δράση αποτελούσε έντονη πηγή ανησυχίας για αυτούς. Οι επιθέσεις του ΕΛΑΣ προκάλεσαν σοβαρές γερμανικές απώλειες, στο μέτρο της γερμανικής παρουσίας στην Ελλάδα, και προβλήματα στη γερμανική στρατιωτική μηχανή με τις δολιοφθορές στις συγκοινωνίες και στις περιοχές όπου οι Γερμανοί εκμεταλλεύονταν τις πλουτοποπαραγωγικές πηγές της χώρας (μεταλλεία, ορυχεία). Οι κινητοποιήσεις του ΕΑΜ στις πόλεις απέτρεψαν την αποστολή ελληνικού εργατικού δυναμικού στην πολεμικά εργοστάσια του Χίτλερ στη Γερμανία. Η υπαρκτή, πραγματική απειλή της Ελληνικής Αντίστασης αποτέλεσε το κυριότερο ζήτημα της κατοχική πολιτικής των Γερμανών. Τα αντίποινα δεν τα προκάλεσε η Αντίσταση. Τα προκάλεσε η λογική της βίας, της στρατιωτικής ιδεολογίας και της ναζιστικής φυλετικής ανωτερότητας, η αρχή της συλλογικής ευθύνης και της ασύμμετρης απάντησης(13.). Με την επιβολή αντιποίνων οι Γερμανοί στόχευαν να εξαναγκάσουν τους αντιπάλους τους, τους αντάρτες και τον άμαχο πληθυσμό, να μην οργανώνουν ή να απόσχουν από επιθετικές ενέργειες εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής.
Για αυτό το λόγο τα αντίποινα δεν έπονταν μόνο της δράσης των ανταρτών αλλά λειτουργούσαν ως κατασταλτικά μέτρα προληπτικά, εκφοβιστικά και αποτρεπτικά. Ο φόβος των γερμανικών αντιποίνων έπρεπε να είναι πολύ μεγαλύτερος από την «απειλή» των ανταρτών. Η ευθύνη των αντιποίνων βαραίνει αυτούς που τα διενεργούν, γι' αυτό και μετά τη βαρβαρότητα των στρατευμάτων του Άξονα, τα αντίποινα περιορίστηκαν από το διεθνές δίκαιο. Οι Συμβάσεις της Γενεύης το 1949 θεσμοθέτησαν ως απαράβατο κανόνα την ανθρωπιστική μεταχείριση των αμάχων. Δυστυχώς μέχρι σήμερα στους σύγχρονους πολέμους (Γιουγκοσλαβία, Σομαλία, Ανατολικό Τιμόρ, Σιέρα Λεόνε, Ρουάντα, Κονγκό) η τελειοποίηση των όπλων μαζικής καταστροφής και η πρακτική των εθνοκαθάρσεων εξακολουθούν να προκαλούν απώλειες αμάχων θέτοντας σε αμφισβήτηση την ικανότητα του ανθρώπου να διδάσκεται από το παρελθόν του.
1. Στ. Δορδανάς, Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944, Αθήνα: Εστία 2007, σ. 180-181 Παρατίθεται στο Καλογρηάς, ό.π
2. M. Mazower, Inside Hitler's Greece: The Experience of Occupation 1941 – 1944, New Haven, CT and London: Yale University Press, 1993, σ. 231-232
3. Δορδανάς, ό.π, σ. 181-182.
4. Χ. Φλάισερ, «Η ναζιστική εικόνα για τους (Νέο-) Έλληνες και η αντιμετώπιση του άμαχου πληθυσμού από τις γερμανικές αρχές κατοχής», Αφιέρωμα στο Νίκο Σβορώνο, τ. Β, Ρέθυμνο 1986
5. Lidia Santarelli (2004), «Muted violence: Italian war crimes in occupied Greece», Journal of Modern Italian Studies, 9:3, 284
6. Davide Rodogno, «Το spazio vitale του φασισμού και η είσοδος της Ιταλίας στον πόλεμο», στο Χρ. Χατζηιωσήφ (επιμ), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τόμος Γ1, σ. 50-99
7. Gabriella Etmektsoglou, Axis Exploitation of wartime Greece, 1941-1942, Ph. D Thesis, Emory University, Department of History 1995, p. 243-244
8. Γ.Σκαλιδάκης, «Οικονομικές συνέπειες από τις γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Ελεύθερη Ελλάδα» αδημοσίευτη ανακοίνωση, Βιάννος 2011
9. H.F.Meyer, "Epirus in the summer of 1943. Actions of the EDES – Resistance, German and Italian Riprasal Operations, and their impact on the civilian population", αδημοσίευτη εισήγηση στο συνέδριο War and Identities, Αθήνα Μάιος 2006. Παρατίθεται στο Βαγγέλης Τζούκας, «Ο ανταρτοπόλεμος στην Πίνδο και οι γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις», αδημοσίευτη ανακοίνωση, Βιάννος 2011
10. John Louis Hondros, Occupation and Resistance: The Greek Agony, 1941-44, New York 1983, σ. 162
11. Δημήτριος Μαγκριώτης, Θυσίαι της Ελλάδος και εγκλήματα κατοχής, Αθήνα 1949 (φωτογραφική ανατύπωση 1996)
12. Στάθης Καλύβας, «Αποτιμώντας την Αντίσταση», Καθημερινή, 8 Μαΐου 2011
13. Πολυμέρης Βόγλης, «Απαξιώνοντας την Αντίσταση», Αυγή, 22 Μαΐου 2011
Βασιλική Λάζου
Κατηγορία: 20ος Αιώνας - Ελλάδα
Ημερομηνία Δημοσίευσης: 01 Φεβρουαρίου 2014
https://www.historical-quest.com/arxeio/20os-aionas-ellada/679-antipoina-twn-dynamewn-katochis-stin-ellada.html