Τρία βασικά ερωτήματα ως προς το Ουκρανικό.
Ο πληθωρισμός πληροφοριών για το Ουκρανικό εμποδίζει να διακρίνει κανείς το κύριο από το δευτερεύον.
Ο πληθωρισμός πληροφοριών για το Ουκρανικό εμποδίζει να διακρίνει κανείς το κύριο από το δευτερεύον. Ας πάρω ένα παράδειγμα, οι έχοντες πιο θετική άποψη για τη Ρωσία υιοθετούν το επιχείρημα ότι η Ουκρανία δεν εφάρμοσε ως έπρεπε τη συμφωνία του Μινσκ (που παραβίαζε, βέβαια, και η Ρωσία). Οι άλλοι, ορθά επικαλούνται τη συμφωνία της Βουδαπέστης του 1994, με την οποία η Ουκρανία παρέδωσε στη Ρωσία τα ατομικά της όπλα με εγγύηση την ασφάλεια και την εδαφική της ακεραιότητα. Οι μεν διαβάζουν την Ιστορία κατά την επίσημη ρωσική εκδοχή, ότι η Ουκρανία ήταν πάντα ρωσική, οι δε ότι επί αιώνες ήταν τμήμα της πολωνικής – λιθουανικής αυτοκρατορίας, της Πολωνίας, της Αυστροουγγαρίας κ.λπ. Θα μπορούσα να κάνω έναν ατέλειωτο κατάλογο με πραγματικά στοιχεία που να διευκολύνουν κάποιους να στηρίξουν τη μία ή την άλλη πλευρά, ή, ακόμα και να πάνε «στις ίσες αποστάσεις». Oμως, η επιστήμη και η πολιτική δεν μπορεί να περιορίζονται μόνο στη συγκρότηση καταλόγων στοιχείων, αντίθετα οφείλουν να απαντούν σε θεμελιακά ερωτήματα, όπως τα ακόλουθα:
Πρώτο ερώτημα:
Δίκαιος ή άδικος πόλεμος; Το κύριο ερώτημα σε κάθε πόλεμο είναι το ποιος φταίει και ακόμα περισσότερο αν ένας πόλεμος είναι δίκαιος ή άδικος. Το ζητούμενο εδώ, δεν είναι η διαμάχη για το τι είχε συμβεί στο παρελθόν, αλλά το ποιος προκάλεσε αυτόν τον πόλεμο και για ποιο λόγο εισέβαλε στη χώρα του άλλου. Στη βάση αυτής της αξιολόγησης, είναι σαφές ότι ο πόλεμος που ξεκίνησε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει ως αφετηρία τις επιλογές της πρώτης. Θα μπορούσε βέβαια, η πρώτη να έκανε έναν δίκαιο πόλεμο εάν είχε προηγουμένως προσπαθήσει η Ουκρανία να εισβάλει σε αυτήν ή έκανε πολεμικές επιχειρήσεις στα εδάφη της. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντίθετα, ο ρωσικός στρατός είναι εκείνος που εισήλθε στα εδάφη της Ουκρανίας, καταστρέφει υποδομές, σκοτώνει αμάχους και δημιουργεί προσφυγικά κύματα.
Ο πόλεμος της Ρωσίας σε βάρος της Ουκρανίας γίνεται προκειμένου αυτή η χώρα να αλλάξει πολιτική: είτε να φινλανδοποιηθεί είτε να γίνει άμεσα προτεκτοράτο της Ρωσίας, όπως έγινε με την Πολωνία τον 18ο αιώνα που η Ρωσία τη διαμέλισε τότε τέσσερις φορές. Προχωρώ και θέτω ευθέως το ερώτημα: δικαιούται η Ρωσία να επιθυμεί μια διαφορετική πολιτική από τη γείτονά της; Ναι, να επιθυμεί και μέχρι εκεί. Δεν δικαιούται, όμως, να της επιβάλει τις δικές της αντιλήψεις. Ενοχλήθηκε η Ρωσία με την επέκταση του ΝΑΤΟ και τη δημιουργία συνθηκών ανασφάλειας για την ίδια; Ναι και δικαιολογημένα. Ομως, ο πόλεμος με εισβολή και καταστροφές δεν προσθέτει ασφάλεια, αφαιρεί. Συμπέρασμα, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι επιθετικός και άδικος, ενώ η αντίσταση της Ουκρανίας είναι ο ορισμός του αμυντικού και δίκαιου πολέμου. Υπερασπίζεται την ίδια την υπόστασή της, την κυριαρχία και τα εδάφη της. Τέλος, σημειώνω, ότι ένας άδικος πόλεμος εμπεριέχει τον μεγάλο κίνδυνο να εξαπλωθεί και πέραν του αρχικού στόχου.
Δεύτερο ερώτημα:
H Ρωσία μπορεί να είναι τμήμα μιας ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας ή η πολιτική ασφάλειας της Ευρώπης –και ειδικότερα της Ε.Ε.– πρέπει να στοχεύει τη Ρωσία, τον ταραξία; Σίγουρα, με τις ενέργειές του ο Πούτιν απώλεσε πολλούς υποστηρικτές της άποψης ότι η ασφάλεια στην Ευρώπη δεν μπορεί να στεριώσει χωρίς τη Ρωσία. Με τις ενέργειές του και τη σαφή καταπάτηση του διεθνούς δικαίου, τροφοδότησε όσους υποστηρίζουν ότι η Ρωσία δεν μπορεί να είναι εταίρος μιας αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Από την άλλη, αν τα προηγούμενα είκοσι χρόνια είχαν φροντίσει οι Δυτικοί να συνεννοηθούν με τη Ρωσία, αντί να προωθούν τη συνεχή επέκταση του ΝΑΤΟ, τότε πιθανόν τα πράγματα να ήταν διαφορετικά.
Πώς αντιμετωπίζεται η κατάσταση τώρα πλέον, ως προς αυτό το ερώτημα; Πεποίθησή μου είναι ότι η πολιτικά ορθή επιλογή είναι ο άμεσος τερματισμός του πολέμου. Η απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία. Η αποκατάσταση των καταστροφών του πολέμου. Η διασφάλιση ενός θετικού μέλλοντος για τους πολίτες και των δύο κρατών. Η τιμωρία των ενόχων. Κατόπιν, η συστηματική συζήτηση, διερεύνηση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας, στην οποία η Ρωσία θα νιώθει ασφαλής, αλλά δεν θα δικαιούται να πιστεύει ότι εκείνη μπορεί να ορίζει την ειρήνη στην Ευρώπη και να κινείται «κατά το δοκούν».
Τρίτο ερώτημα:
Eίναι δυνατό να βγει η σημερινή ρωσική ηγεσία από την παράνοια του πολέμου; Το βρίσκω εξαιρετικά δύσκολο. Ο χρόνος, κατ’ αρχάς, δουλεύει ενάντιά της. Κάθε μέρα που περνάει και δημοσιοποιούνται φωτογραφίες της φρίκης του πολέμου, οι δυτικές κυβερνήσεις θα πιέζονται από την κοινή τους γνώμη για περισσότερα μέτρα σε βάρος της Ρωσίας. Κάθε μέρα που περνάει θα πεισμώνει την ουκρανική κοινωνία για περισσότερη αντίσταση. Κάθε τέτοια μέρα θα δημιουργεί συνθήκες κινητοποίησης της ρωσικής κοινωνίας και την όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό, ακόμα και του μπλοκ εξουσίας στην ίδια τη Ρωσία. Κατά συνέπεια ο Πούτιν θα αναζητήσει πάση θυσία νίκη. Αλλά ακόμα και αν νικήσει τώρα στρατιωτικά, θα πρόκειται για πύρρειο νίκη.
Μια τόσο μεγάλη χώρα όπως είναι η Ουκρανία, δεν κυβερνάται με στρατιώτες. Ιδιαίτερα που τα τελευταία χρόνια απόκτησε μια όλο και πιο ισχυρή εθνική συνείδηση και αίσθηση διαφοροποίησης από τη Ρωσία. Η τελευταία θα πληρώσει το τίμημα τυχόν «νίκης» της. Είναι σίγουρο σε μια τέτοια περίπτωση, ότι η Ρωσία θα βρεθεί αντιμέτωπη με αντίσταση την οποία δεν θα μπορέσει να καταβάλει. Πιθανόν, γνωρίζοντας αυτόν τον κίνδυνο, να επιδιώξει τον διαμελισμό της Ουκρανίας και την ενσωμάτωση (τυπικά ή άτυπα) της ανατολικής πλευράς στη Ρωσική Ομοσπονδία, πλευρά που τα τελευταία τριακόσια χρόνια ήταν υπό τον τσαρισμό, σε αντίθεση με το τότε φιλοπολωνικό ή φιλοαυστριακό δυτικό της τμήμα. Συνολικά, πιστεύω ότι ο Πούτιν υποτίμησε την ενισχυόμενη εθνική συνείδηση των Ουκρανών και θα έχει μεγάλο κόστος στην Ουκρανία.
Ο σπουδαίος Καρλ Λίπκνεχτ, που αντιστάθηκε στον άδικο πόλεμο που προετοίμαζε το 1913-4 η Γερμανία, έλεγε προφητικά ότι «υπάρχουν ήττες που σε πάνε στα ουράνια, στις δάφνες της Ιστορίας, και νίκες που είναι πιο ντροπιαστικές από τις πιο άτιμες ήττες». Νομίζω ότι ακόμα και αν κερδίσει ο Πούτιν τον πόλεμο στην Ουκρανία, αυτό θα είναι προσωρινό και ντροπιαστικό για τον ρωσικό λαό, αλλά και τον ρωσικό στρατό, κληρονόμο του στρατού που απελευθέρωσε το Βερολίνο από τον φασισμό.
ΥΓ. Είµαι ενάντια στον πόλεμο εις βάρος της Ουκρανίας. Ενάντια στην εισβολή και την καταστροφή. Αλλά αγαπάμε και θαυμάζουμε τη ρωσική λογοτεχνία και μουσική, τους χορούς και τη ζωγραφική, το κλασικό μπαλέτο της. Κάποιοι υπουργοί της κυβέρνησης φαίνεται να μην καταλαβαίνουν τη διαφορά. Μάλλον τους λείπει η στοιχειώδης πολιτική κουλτούρα.
Νίκος Κοτζιάς,
πρώην υπουργός Εξωτερικών
https://www.kathimerini.gr/politics
6/3/2022